Μια ιδιόμορφη, απαραίτητη, δύσκολη επικοινωνία

Ο καλλιτέχνης έχει ως πρωταρχικό στόχο την παραγωγή τού έργου του. Πρόκειται για έναν αγώνα, ώστε να υπάρξει κάτι που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Η προσπάθεια αυτή ικανοποιεί μιαν ανάγκη και γεννάει μιαν απόλαυση, που τροφοδοτείται τόσο από τη διαδικασία τού αγώνα, όσο και από το αποτέλεσμά του.

Από ορισμένους και σε μια πρόσφατη εποχή γεννήθηκε και υποστηρίχτηκε η άποψη ότι το έργο τέχνης εκπληρώνει τον ρόλο του με τη γέννησή του και ότι φυσική του κατάληξη είναι η καταστροφή και εξαφάνισή του. Άποψη μηδενιστική με αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσες ψυχολογικές προεκτάσεις, η οποία όμως αγνοεί μερικές παρεπόμενες και θεμιτές ανάγκες τού δημιουργού, όπως την επιθυμία του αυτό που γέννησε να γίνει ενδεχομένως αντικείμενο θαυμασμού και αιτία χαράς, να αποτελέσει αφορμή επικοινωνίας (μυστικής και άγνωστης), και τέλος να αποκτήσει μια θέση σε ένα καλλιτεχνικό και κοινωνικό οικοδόμημα πέρνοντας μέρος στη σειρά τής καλλιτεχνικής ιστορίας ανάμεσα σε έργα που συνέβαλαν εμμέσως στη γέννησή του.

Θεωρητικά βέβαια ένα έργο τέχνης θα αρκούσε να έχει έναν μόνο δέκτη, για να εκπληρωθούν οι παραπάνω ανάγκες και επιθυμίες, στην πράξη όμως ο δημιουργός επιθυμεί να τού βρει, να τού εξασφαλίσει, το «κοινό» του. Ένα κοινό που όσο είναι επικίνδυνο να διογκώνεται υπέρμετρα, αλλά τόσο είναι δυσάρεστο να περιορίζεται υπερβολικά Στη φωτογραφία οι τρόποι αναζήτησης αυτού τού κοινού είναι αποκλειστικά η δημοσίευση και η έκθεση τού φωτογραφικού έργου.

Η δημοσίευση έχει δύο εκδοχές: την ευκαιριακή, αποσπασματική και ολίγον εφήμερη, που προσφέρει ένα potfolio σε περιοδικό ή σε συλλογή περισσοτέρων ανεξάρτητων φωτογραφικών «δειγμάτων εργασίας», και τη μονογραφία, που παρουσιάζει το πλεονέκτημα τής συνοχής και τοποθετεί ευκολότερα το έργο σε μια θέση μέσα στη φωτογραφική ιστορία. Η τυπογραφική αναπαραγωγή έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα και η πιστότητα τού τυπωμένου σε βιβλίο έργου σε σχέση με τη φωτογραφική εκτύπωση είναι σχεδόν απόλυτη. Άλλωστε, η φωτογραφία είναι από τη φύση της έργο, τού οποίου το ίχνος είναι αναπαραγόμενο και έτσι η τυπογραφική εκτύπωση σε πολλαπλά αντίτυπα δεν αποτελεί προδοσία ή συμβιβασμό, αλλά απλώς μια άλλη μορφή τής παρουσίας του. Είναι προφανές ότι όσοι αντιμετωπίζουν τη φωτογραφία ως εκδοχή εικαστικής κατασκευής δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν τη λύση τής έκδοσης, τουλάχιστον όχι ως ισοδύναμη ή ταυτόσημη με εκείνην τής φωτογραφικής εκτύπωσης. Εν τούτοις και αυτοί ακόμα επιθυμούν την τυπογραφική έκδοση τού έργου τους, ακριβώς όπως οι ζωγράφοι, οι οποίοι γνωρίζουν ότι έτσι του εξασφαλίζουν διάρκεια και διάδοση, έστω και αν η ιδανική απόλαυσή του εξασφαλίζεται μόνον μέσω τής ζωντανής του παρουσίας.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ανάμεσα στη φυσική παρουσία ενός εικαστικού έργου και στην ανατύπωσή του μεσολαβεί η τεράστια απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε κάτι ζωντανό και στο αποτύπωμά του. Όπως επίσης, αν κάποιος συνδυάζει την αξία του έργου του με τον τρόπο παρουσίασής του, δεν θα θεωρήσει ικανοποιητική τη συμπίεσή του στις νόρμες των τυπωμένων βιβλίων. Αλλά, είναι επίσης αναμφισβήτητο, ακόμα και για όσους δεν θεωρούν τη φωτογραφία εικαστικό αντικείμενο, αλλά εικόνα αενάως και ισοτίμως αναπαραγόμενη, ότι η λειτουργία της μέσα σε ένα βιβλίο ακολουθεί τούς κανόνες του και επηρεάζεται από τη δική του λειτουργία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η σειρά των εικόνων, η ένταξή τους στο υπό τον τίτλο θέμα, η γειτνίαση των εικόνων μεταξύ τους, η οργάνωση τού βιβλίου σαν αυτόνομου και ιδιώνυμου έργου και, κυρίως, η δυνατότητα συνεχούς επιστροφής στις ίδιες φωτογραφίες συνιστούν στοιχεία μεγάλης ιδιαιτερότητας και επηρεάζουν τον τρόπο προσέγγισης τής φωτογραφικής εικόνας. Σε τελευταία ανάλυση παραπέμπουν εμμέσως στην ποίηση και στη λειτουργία της μέσω των βιβλίων. Η συγγένεια με την ποίηση έχει και την εμπορική της ομοιότητα. Όσο πιο άγνωστος είναι ο φωτογράφος (ποιητής), και όσο πιο αφηρημένο, δηλαδή αμιγώς φωτογραφικό (ποιητικό), είναι το βιβλίο του, τόσο μικρότερες πωλήσεις θα κάνει.

Αντιθέτως, η έκθεση φωτογραφιών δανείζεται τη συμπεριφορά της από την πολύ επιφανειακή και έμμεση συγγένειά της με τον εικαστικό χώρο. Η έκθεση των φωτογραφιών παρουσιάζεται περισσότερο σαν μια ανάγκη. Είναι ένας προσιτός και όχι πομπώδης τρόπος για να δείξει ένας φωτογράφος τη δουλειά του και να επιχειρήσει την επικοινωνία με το κοινό του. Η αδυναμία των εκθέσεων έγκειται στο απόλυτα εφήμερο τής παρουσίας τους. Είναι κάτι σαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, που ξεκινούν στολισμένα για να καταλήξουν μαδημένα στο πεζοδρόμιο, χωρίς ίχνη τής πρότερης σημασίας τους. Ο κίνδυνος των εκθέσεων είναι να δώσει ο δημιουργός υπερβολική σημασία στο κοινωνικό μέρος τής έκθεσης, όπως είναι τα εγκαίνια και η συνήθως πλασματική ευφορία τους, τα δελτία τύπου και οι συχνά εξίσου πλασματικές δημοσιογραφικές διθυραμβικές καλύψεις, καθώς και η θέση των εκθέσεων στα βιογραφικά τους σημειώματα. Είναι χαρακτηριστική επίσης και η αμηχανία των θεατών απέναντι σε μιαν έκθεση φωτογραφίας, όταν επιχειρούν με εμβρίθεια να σταθούν αρκετά λεπτά απέναντι σε μια φωτογραφία, ακριβώς όπως κάνουν (ή έχουν δει να κάνουν) μπροστά σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Η δύστυχη όμως, και ευτυχώς «φτωχή», φωτογραφία δεν αντέχει τέτοια συμπεριφορά. Η ενατένιση τής φωτογραφίας ευνοείται από την συνολική και σύντομη πρόσληψή της, σε συνδυασμό ενδεχομένως και με όσες φωτογραφίες τη συνοδεύουν, και την επανάληψη τής ίδιας διαδικασίας είτε αμέσως είτε αργότερα. Γι αυτό και το βιβλίο (αν αναφερόμαστε σε φωτογραφίες και όχι σε εικαστικά αντικείμενα που χρησιμοποιούν το φωτογραφικό μέσον) προσιδιάζει περισσότερο στη φύση τής φωτογραφίας.

Εν τούτοις, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς εκθέσεις. Χρειάζονται για να οροθετεί ο ίδιος ο δημιουργός τη δουλειά του, για να ξεπερνάει τις εμμονές του, για να συνηθίζει το άγχος τής κριτικής και τής διαπόμπευσης, για να προετοιμάζει μια εκδοτική δουλειά, για να αναζητά άλλο ένα μικρό και έμμεσο κίνητρο δημιουργίας και, τέλος, για να εκπαιδεύεται το κοινό ερχόμενο σε επαφή με μια φωτογραφία που σπανίως θε έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μέσα από τα συνήθη μέσα επικοινωνίας. Όσο για τις πωλήσεις, αυτές είναι τόσο σπάνιες και αφορούν τόσο μικρό αριθμό πωλητών και αγοραστών, ώστε είναι καλύτερα να αντιμετωπίζονται σαν μια περιθωριακή και τυχαία παραλειτουργία τής έκθεσης. Τέλος, μια εξαιρετικά θετική πλευρά των φωτογραφικών εκθέσεων είναι η ευκολία προσαρμογής τους σε διαφορετικούς χώρους. Η ευκολία αυτή σε σχέση και με την «απλότητα» τού φωτογραφικού έργου αποτελεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις και αρετές τής φωτογραφίας. Το να τής την αφαιρέσουμε αποτελεί αφέλεια ή πονηρία. Όπως επίσης το να προσδώσουμε στον φιλοξενούντα χώρο και στις συνθήκες παρουσίασης ιδιαιτέρως μεγάλη αξία, δεν αποτελεί έξυπνη υπηρεσία στη φωτογραφία, η οποία συνήθως ασφυκτιά και εξαφανίζεται κάτω από τέτοιες συμπεριφορές και συνθήκες.

Είτε πάντως ο φωτογράφος εκθέτει, είτε ακόμα καλύτερα εκδίδει, τη δουλειά του, ας το κάνει όσο μπορεί συχνότερα, με όσο μεγαλύτερη απλότητα αντέχει, αποδίδοντας όμως σε όλες αυτές τις απαραίτητες διαδικασίες πολύ μικρότερη σημασία από αυτήν με την οποία πρέπει να επενδύει τη συνεχή, αδιάκοπη και ατελεύτητη πορεία τού δημιουργικού του έργου.