fbpx
Πλάτων Ριβέλλης Χωρίς διάλειμμα Ο Πλάτων Ριβέλλης δίνει πληροφορίες, αλλά και την προσωπική του άποψη, για δεκατρείς σκηνοθέτες που .. Product #: PRB06XWRISDIAL Regular price: $35.50 $35.50

Χωρίς διάλειμμα


Τιμή: €35,50

Πληροφορίες

Τα βιβλία διατίθενται στα περισσότερα βιβλιοπωλεία και διακινούνται από τις Εκδόσεις Πατάκη (http://www.patakis.gr/)


Ο Πλάτων Ριβέλλης δίνει πληροφορίες, αλλά και την προσωπική του άποψη, για δεκατρείς σκηνοθέτες που αγαπάει, με την ελπίδα πως η ματιά ενός απλού θεατή μπορεί να βοηθήσει την ανάγνωση των ταινιών τους και τον διάλογο γύρω από το έργο τους.

Pedro Almodovar - Frank Capra - John Cassavetes - D.W. Griffith -Elia Kazan - Fritz Lang - Nanni Moretti - F.W Murnau – Ermanno Olmi - Nicholas Ray - Ettore Scola - Vittorio De Sica - Wim Wenders


Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια τού πρώτου βιβλίου που έγραψε ο Πλάτων Ριβέλλης με θέμα τον κινηματογράφο («Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση τού κινηματογράφου», Εκδόσεις Φωτοχώρος, 2003), όπου προσεγγίζει το έργο δώδεκα πολύ σημαντικών σκηνοθετών (Michelangelo Antonioni - Ingmar Bergman - Luis Buñuel - Carl Dreyer - Federico Fellini - Buster Keaton - Kenji Mizoguchi - Yasujiro Ozu - Pier Paolo Pasolini - Andrei Tarkovsky - Jacques Tati - Luchino Visconti).

Πριν από μερικά χρόνια έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με θέμα τον κινηματογράφο. Οι περισσότεροι φίλοι μου, καθώς και οι μαθητές από τα φωτογραφικά σεμινάριά μου, έμαθαν τότε για πρώτη φορά ότι η αγάπη μου για τον κινηματογράφο ήταν πολύ παλαιότερη από αυτή για τη φωτογραφία. Από την εποχή των πρώτων χρόνων τού δημοτικού, όταν επιστρέφοντας στο σπίτι από το σινεμά τού Σαββάτου ξανάπαιζα όλους τους ιπποτικούς ρόλους τού Robert Taylor και τού Stewart Granger, ή επαναλάμβανα όλες τις χορευτικές ακροβασίες τού Donald O’Connor και τού Gene Kelly, μέχρι σήμερα που αναζητώ εκλεκτικές συγγένειές μου στο «Οκτώμισι» και στο «Tokyo Monogatari», ο κινηματογράφος δεν έπαψε να αποτελεί για μένα μια παράλληλη ζωή εξίσου πραγματική (ή εξίσου απατηλή) με αυτή που ζω.

Από παιδί είχα τη διαστροφή να θέλω να επηρεάζω τους οικείους μου και να τους πείθω για την ορθότητα των απόψεων και των πεποιθήσεών μου. Ό,τι αγαπούσα έπρεπε να το μοιραστώ, είτε αυτό αφορούσε τις σοκολάτες, είτε την Ιταλία, είτε τον Ozu. Η τάση αυτή βρήκε μια φυσιολογική διέξοδο στη διδασκαλία. Μόνο που σαν δάσκαλος φωτογραφίας πίστεψα ότι για να είμαι πιο ολοκληρωμένος έπρεπε να ασχολούμαι όχι μόνο με τη φωτογραφία που αγαπούσα (και ήθελα να μοιραστώ) αλλά και με εκείνη που αντιπαθούσα. Επειδή ο λίβελος είναι πάντοτε πιο εύκολος από τον έπαινο, συχνά παρασύρθηκα σε φιλιππικούς εναντίον φωτογράφων και φωτογραφιών που κανονικά δεν θα έπρεπε να με απασχολήσουν καθόλου. Αισθάνομαι όμως ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να εστιάσω το ενδιαφέρον μου και τη διδασκαλία μου στον έπαινο, στην αναγνώριση και στη μετάδοση όλων αυτών που με έκαναν να αγαπήσω τη φωτογραφία και να αγνοήσω όλα εκείνα που συχνά τη διασύρουν. Στο κάτω-κάτω αν δεν καταφέρω να κάνω τους μαθητές μου να απορρίψουν κάτι από μόνοι τους με στήριγμα όσα τούς έμαθα να αγαπούν, δεν υπάρχει λόγος να αναλίσκομαι σε στείρες αποδομήσεις.

Με τον κινηματογράφο τα πράγματα ήταν από την αρχή πιο καθαρά, γιατί δεν πίστεψα ποτέ ότι τον διδάσκω, ακόμα και όταν έκανα προβολές-μαθήματα. Στον σημερινό κινηματογράφο πολλά είναι αυτά που δεν αγαπώ και πολλά αυτά που εύκολα θα μπορούσα να στηλιτεύσω. Εντούτοις, προτιμώ να κρατήσω αμόλυντη από απορρίψεις και συγκρίσεις την αγάπη και τον θαυμασμό που τρέφω για πολλούς σκηνοθέτες, οι οποίοι είναι αρκετοί για να γεμίσουν όσο διάστημα θα μπορώ ακόμα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, δεν με αφορούν. Όταν με ρωτούν τη γνώμη μου για έναν από αυτούς, προτιμώ να ξεγλιστρώ με διπλωματία. Δεν θέλω να είμαι ενημερωμένος ή ειδικός. Ούτε αισθάνομαι ότι πρέπει να έχω γνώμη για όλους και για όλα. Θέλω μόνον να μη χάσω τον ενθουσιασμό μου και το πάθος μου για κάτι που με γεμίζει με τόση χαρά. Ένας τρόπος να παρακολουθώ το έργο νέων, ξένων ή Ελλήνων, σκηνοθετών, είναι να ακούω τις γνώμες ανθρώπων των οποίων την κρίση εκτιμώ. Φίλων ή ειδικών. Έτσι, όταν διάβασα ότι ο Nanni Moretti προβάλλει στον κινηματογράφο του στη Ρώμη ταινίες νέων Ιταλών σκηνοθετών, έσπευσα να τις αναζητήσω και να τις δω. Έτσι σπεύδω να παρακολουθώ και άλλες σημερινές και άγνωστες σε μένα ταινίες, όταν μου τις συνιστά κάποιος τού οποίου γνωρίζω την καλλιέργεια και εκτιμώ τη γνώμη.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα για τον κινηματογράφο («Η κρυφή γοητεία και η φανερή συγκίνηση τού κινηματογράφου», εκδ. Φωτοχώρος, Αθήνα 2003) είχε σαν στόχο να κάνει τον αναγνώστη να προσεγγίσει λίγο ευκολότερα και λίγο ταχύτερα το έργο μερικών σκηνοθετών που θεωρούσα εξαιρετικά σημαντικούς (Michelangelo Antonioni, Ingmar Bergman, Luis Buñuel, Carl Dreyer, Federico Fellini, Buster Keaton, Kenji Mizoguchi, Yasujiro Ozu, Pier Paolo Pasolini, Andrei Tarkovsky, Jacques Tati, Luchino Visconti). Προσπάθησα να βρω έναν τρόπο άμεσο και εύκολο να επισημάνω μερικά στοιχεία των ταινιών τους, τα οποία, χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να τις εξαντλήσουν, μπορούν να πυροδοτήσουν ένα ενδιαφέρον, αν όχι έναν ενθουσιασμό. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι ο πρόλογος τού πρώτου μου αυτού βιβλίου για τον κινηματογράφο περιλαμβάνει πολλά χρήσιμα στοιχεία σχετικά με τη σύλληψη και τη δομή εκείνου τού βιβλίου, που ισχύουν όμως και για το παρόν βιβλίο, το οποίο αποτελεί και τη συνέχειά του. Γι’ αυτό και ο πρόλογος εκείνος (με τον τίτλο «Η σχέση μου με τον κινηματογράφο») παρατίθεται αμέσως πιο κάτω.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό, σαν μια παρένθεση, να επισημάνω ότι ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο βιβλίο μου για τον κινηματογράφο, όπως άλλωστε και κανένα από τα βιβλία μου για τη φωτογραφία, δεν φιλοδοξεί να θεωρηθεί επιστημονικό ή, έστω, μια ολοκληρωμένη και εξαντλητική μελέτη. Γράφω αυθόρμητα, με πολύ λίγα βοηθήματα, για όσα οι συγκεκριμένοι σκηνοθέτες και εκείνες από τις ταινίες τους που τυχαίνει να γνωρίζω καλά, μού έχουν προσφέρει σαν απόλαυση, και αναζητώ τρόπους, απλούς και άμεσους, να μεταφέρω στους αναγνώστες μου ό,τι κέρδισα από τις ταινίες αυτές. Η παράθεση, λόγου χάριν, των ονομάτων των συντελεστών πουθενά δεν είναι τυπικά πλήρης. Είναι σημαντική η συνεισφορά τού παραγωγού και τού μοντέρ μιας ταινίας. Αλλά δεν αποτελεί μέλημα και έννοια τού μέσου θεατή, στον οποίο απευθύνονται τα βιβλία μου, και που άλλωστε, μπορεί πλέον ανά πάσα στιγμή να πληροφορηθεί όλα αυτά τα στοιχεία από σελίδες τού διαδικτύου. Το όνομα τού σκηνογράφου, λόγου χάριν, μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικό ή καθόλου αξιομνημόνευτο. Πάντα βεβαίως κατά την κρίση τού γράφοντος. Θα ήταν πράγματι παράξενο να μην αναφερθεί ο σκηνογράφος στις ταινίες τού Fellini, αλλά δεν θα το έκρινα αναγκαίο στις ταινίες τού Kazan. Επέλεξα, επομένως να αναφέρω πάντοτε (οσάκις τουλάχιστον μπόρεσα να βρω τα στοιχεία), εκτός από τον σκηνοθέτη, τον σεναριογράφο, τον διευθυντή φωτογραφίας, τον συνθέτη και τους βασικούς ηθοποιούς. Ακόμα και τον συνθέτη τον μνημονεύω όταν η μουσική είναι πρωτότυπη και όχι όταν απλώς κάνει επιλογή γνωστών μουσικών κομματιών. Υπάρχουν άλλωστε περιπτώσεις όπου η συμβολή ορισμένων συντελεστών είναι τόσο σημαντική, ώστε γίνεται ειδική αναφορά στα σχόλια για την ταινία. Έτσι κι αλλιώς έχουν γραφτεί πολλά «σοβαρά» και «επιστημονικά» κείμενα για τους περισσότερους σκηνοθέτες που με απασχολούν. Αν τα βιβλία μου έχουν κάποια χρησιμότητα ή αξία, είναι ακριβώς για την υποκειμενική τους θέση και θεώρηση.

Πρέπει επίσης να γίνει μνεία για τη χρήση λατινικού αλφάβητου στην αναγραφή των ξένων ονομάτων. Οι επιλογές είναι φυσικά δύο (και ξέρουμε ότι αντίστοιχες είναι και οι παρατάξεις των φιλολόγων). Η κατά την (εικαζόμενη) προφορά αναγραφή τού ονόματος με ελληνικούς χαρακτήρες ή η αναγραφή με λατινικούς χαρακτήρες. Από χρόνια έχω υιοθετήσει τη χρήση τού λατινικού αλφάβητου, το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει μπει στη ζωή μας. Το προτιμώ, άλλωστε, από τους συχνά αστείους σολοικισμούς τής επίσης συχνά αυθαίρετης εξελληνισμένης προφοράς. Η άποψη αυτή είναι ακόμα πιο επιβεβλημένη (κατά τη μη επιστημονική γνώμη μου) όταν τα ονόματα αυτά τα έχουμε τις περισσότερες φορές συναντήσει σε ταινίες, στον διεθνή τύπο και αλλού στη λατινική τους γραφή.

Το παρόν δεύτερο βιβλίο νομίζω ότι έχει κερδίσει από την πείρα που απέκτησα με το πρώτο και καταφέρνει καλύτερα να χρησιμοποιεί τις λεπτομέρειες για να μιλήσει για το σύνολο. Σε αυτό το βιβλίο περιλαμβάνονται και πάλι σκηνοθέτες των οποίων το έργο και εκτιμώ και αγαπώ (τα δύο ρήματα δεν ταυτίζονται γιατί υπάρχουν αρκετοί σκηνοθέτες που εκτιμώ αλλά δεν αγαπώ). Μόνο που αυτή τη φορά οι περισσότεροι από αυτούς έχουν αρκετές αδύναμες στιγμές και πολλές ανισότητες στο έργο τους. Αυτές οι ανισότητες μού προσφέρουν την ευκαιρία, πολύ περισσότερο από όσο συνέβη με το πρώτο βιβλίο, να επισημάνω τις αρετές τους. Αλλά ακόμα πιο πέρα, μου δίνουν το επιχείρημα να αποδείξω ότι έναν καλλιτέχνη τον αγαπάς για το σύνολο τού έργου του. Από τη στιγμή που τον αποδέχεσαι, υιοθετείς και τα ελαττώματά του, που τελικά αποτελούν μέρος των προτερημάτων του. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Ουδέποτε αγαπάς κάποιον μόνο για τις αρετές του. Τότε όλοι θα τον αγαπούσαν. Τον αγαπάς κυρίως για τις αδυναμίες του, οι οποίες χρωματίζουν τις αρετές του. Γι’ αυτό πολύ σωστά λέει ο Olmi ότι όταν μπαίνει σε μια αίθουσα να παρακολουθήσει την αποτυχημένη ταινία ενός αγαπημένου του σκηνοθέτη αισθάνεται μεγάλη τρυφερότητα. Άλλωστε οι αρετές κρύβονται πάντα πίσω από τις αποτυχίες. Και είναι ακόμα μεγαλύτερη η χαρά να τις ανακαλύπτεις ακριβώς όταν είναι κρυμμένες.

Όπως και σε κάθε τέχνη, έτσι και στον κινηματογράφο, δεν γνωρίζεις έναν σκηνοθέτη από μία ταινία του. Το πολύ που μπορεί κανείς να πει για μια μεμονωμένη ταινία είναι ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ταινία. Πιστεύω όμως, ακόμα πάρα πέρα, ότι μόνο αν ξέρεις περισσότερες ταινίες ενός σκηνοθέτη μπορείς να εκτιμήσεις στο πραγματικό της εύρος μια καλή ταινία του ή να αντιληφθείς τους λόγους τής αποτυχίας μιας μέτριας ταινίας του. Διότι μόνο τότε έχεις συνείδηση των γενικότερων προβληματισμών ενός σκηνοθέτη, καθώς και των ιδιαίτερων εμμονών του. Η κάθε ταινία αποτελεί, δηλαδή, μια ψηφίδα σε ένα γενικότερο έργο. Και η αποτίμησή της ενισχύεται από τη γνώση και των άλλων ψηφίδων. Το ύφος ενός σκηνοθέτη προκύπτει από την καλλιέργεια και την εξέλιξη αυτού τού ύφους μέσα από τα χρόνια και τη σειρά των ταινιών. Γι’ αυτό και δεν τολμώ να εκφέρω γνώμη για έναν σκηνοθέτη αν δεν έχω δει περισσότερες ταινίες του. Και γι’ αυτό η ανακάλυψη μιας άγνωστης ταινίας ενός σκηνοθέτη που αγαπάμε αποτελεί πολύ μεγάλη χαρά, έστω και αν η ταινία αυτή δεν είναι στο ύψος των καλύτερών του. Και αν πάλι δει κανείς μια αξιόλογη ταινία ενός νέου και άγνωστου σκηνοθέτη περιμένει με αδημονία να δει και άλλη μία, και άλλη μία, για να αρχίσει να τον ζυγίζει και να τον αποτιμά στο σύνολό του.

Οι προσωπικές προτιμήσεις παίζουν φυσικά μεγάλο ρόλο στις καλλιτεχνικές κρίσεις. Δεν πρέπει όμως οι προτιμήσεις να συγχέονται με τα γούστα, αλλά να αντιμετωπίζονται σαν προσωπικές θέσεις και απόψεις. Η λατρεία μου για την Ιταλία και για ό,τι παράγει είναι πιθανόν να κρύβεται πίσω από την ομολογημένη αδυναμία μου στον ιταλικό κινηματογράφο. Εντούτοις,, αυτός ο κινηματογράφος έχει μερικά κοινά και μάλλον διαχρονικά χαρακτηριστικά που μου τον κάνουν ιδιαίτερα αγαπητό και σεβαστό. Για να γίνει κάτι τέτοιο πιο αντιληπτό πρέπει κανείς να παίρνει σαν παράδειγμα μια αποτυχημένη ταινία και όχι ένα αριστούργημα, αφού αυτό το τελευταίο θα είναι, από όπου και αν προέρχεται, ξεχωριστό. Αν επομένως έχω να υποστώ μια κακή γαλλική και μια κακή ιταλική ταινία, πιστεύω πάντα ότι από τη δεύτερη θα έχω κάτι να με παρηγορήσει.

Κάτι που αναζητώ σε κάθε τέχνη, και κατά συνέπεια και στον κινηματογράφο, είναι η προσωπική συναισθηματική εμπλοκή τού δημιουργού. Ένας Fellini ή ένας Bergman αποτυπώνονται και καθρεφτίζονται στο έργο τους. Γι’ αυτό παρά τις προφανείς διαφορές τού περιεχομένου και τής φόρμας τους έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση ο ένας στο έργο τού άλλου. Αντίθετα, ένας Hitchcock, αν και αναμφισβήτητα μεγάλος μάστορας, αποφεύγει να απογυμνωθεί. Δεν γνωρίζουμε τίποτα δηλαδή για τον Hitchcock από τις ταινίες του. Αυτού τού είδους οι δημιουργοί κερδίζουν την αναγνώρισή μου, αλλά όχι τον θαυμασμό μου. Και ακόμα λιγότερο την αγάπη μου.

Μερικοί διαφωνούν όταν με ακούν να κατατάσσω τους καλλιτέχνες, και πιο συγκεκριμένα τους σκηνοθέτες, ανάλογα με το καλλιτεχνικό τους μέγεθος σε μια κλίμακα αξιών. Αυτό δεν το κάνω για να μειώσω τη σημασία τους. Άλλωστε η βασική διάκριση για μένα είναι ανάμεσα σε εκείνους που αγαπάω και τους άλλους. Ή ανάμεσα στους δημιουργούς και τους τεχνίτες. Ή ανάμεσα στους ψεύτες και τους ειλικρινείς. Εντούτοις, η επισήμανση των διαφορών και των βαθμίδων αξίας βοηθάει στην κατανόηση, στην εκτίμηση και τελικά στην απόλαυση τού έργου τους. Οι πολύ μεγάλοι σκηνοθέτες είναι σε θέση να ξεκινούν από τον δικό τους κόσμο και να τον υπερβαίνουν. Βρίσκονται πέρα από την ειλικρίνεια, την αληθοφάνεια, την παρατηρητικότητα ή το συναίσθημα. Μας μιλούν σαν δάσκαλοι ή σαν εξομολόγοι. Οι καλοί σκηνοθέτες είναι πάλι σε θέση να μας συγκινήσουν με την κατάθεση τής ζωής τους και να μας κάνουν να επικοινωνήσουμε μαζί τους σαν καλοί φίλοι. Έχουμε ανάγκη και από δασκάλους και από φίλους, γι’ αυτό χρειαζόμαστε και τους σπουδαίους και τους καλούς σκηνοθέτες. Χρειάζεται να καταλάβει κανείς τη διαφορά ειδικού βάρους ανάμεσα σε έναν σκηνοθέτη σαν τον Fellini ή τον Visconti από τη μια μεριά και σε έναν σαν τον Scola ή τον Olmi από την άλλη, για να μπορέσει να τους αγαπήσει όλους για αυτό που είναι, για αυτό που προσφέρουν, για την ειδική αξία τού λόγου τους.

Προκειμένου να κατανοήσει κανείς το μέγεθος των καλών σκηνοθετών, πρέπει να μάθει να συγκρίνει τις ταινίες τους με άλλες που, ενώ είναι καλοφτιαγμένες, είναι αδιάφορες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανιαρό, και πολύ συχνά λυπηρό, από το να παρακολουθεί κανείς μια συγκέντρωση ικανών και ευσυνείδητων συντελεστών στην υπηρεσία μιας ανούσιας ταινίας. Η βασική αιτία αυτής τής μετριότητας οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι οι περισσότεροι σκηνοθέτες κάνουν κινηματογράφο προτού σκεφτούν γιατί τον κάνουν. Οποιαδήποτε απλή ιστορία, ακόμα και λίγα λεπτά από τη ζωή ενός ανθρώπου, αρκεί για να γίνει μια ταινία. Αυτή όμως η ιστορία πρέπει να μεταμορφωθεί σε μια γέφυρα που θα συνδέσει τον σκηνοθέτη, τις εμμονές του, τις ευαισθησίες του και τα οράματά του με τον θεατή. Αυτό που μπορεί ενδεχομένως να προσδώσει διαχρονικότητα και οικουμενικότητα στο έργο ενός σκηνοθέτη είναι κυρίως η σύνδεση τού δημιουργού με το έργο του. Είναι δυστυχώς άπειρες οι φορές που έχω υποστεί μια καλοφτιαγμένη ταινία στηριγμένη σε μια ιδέα που χωρίς αμφιβολία επιλέχτηκε για τις «κινηματογραφικές της αρετές». Ο σκηνοθέτης προφανώς ήθελε να κάνει μια ταινία και έψαξε (και δυστυχώς βρήκε) ένα θέμα που το θεώρησε κατάλληλο για τον κινηματογράφο, με την έννοια ενός θέματος πρωτότυπου και εντυπωσιακού. Σχεδόν πάντοτε στις περιπτώσεις αυτές προκύπτει μια ταινία έξυπνη ή εξυπνακίστικη, αλλά όχι καλή. Όταν ο Fellini στα σαράντα τρία του θέλησε να κάνει μία ακόμα ταινία και δεν ήξερε τι ταινία να κάνει, έκανε το «Οκτώμισι». Δηλαδή μια ταινία για κάποιον σκηνοθέτη που ήθελε να κάνει μια ταινία αλλά δεν ήξερε ποια. Και σε αυτή την ταινία ο Fellini μίλησε για όλα όσα απασχολούν έναν σαραντάρη σκηνοθέτη, ή έναν οποιονδήποτε μεσήλικα.

Μια άλλη μικρή συγκριτική δοκιμή που θα πείσει για τη διαφορά μεγεθών ανάμεσα σε μια καλή και σε μια μέτρια ταινία είναι η οικονομία και η αυστηρότητα τής πρώτης σε σύγκριση με τη δεύτερη. Η προσεκτική παρακολούθηση τής μέτριας ταινίας θα αποκαλύψει πληθώρα περιττών παρεμβολών. Άχρηστες κινήσεις τής μηχανής, περιττές εναλλαγές γωνιών λήψεως, ενοχλητική και άκαιρη παρουσία τής μουσικής και άλλες πολλές υπερβολές που μαρτυρούν σκηνοθετική αμηχανία. Η αμηχανία μάλιστα αυτή γίνεται κυριολεκτικά αφόρητη όταν επεκτείνεται και στο ύφος τής ταινίας. Όταν δηλαδή ο σκηνοθέτης δεν έχει ο ίδιος πειστεί για το είδος, το περιεχόμενο και τον στόχο τής ταινίας που δημιουργεί.

Η επιλογή των σκηνοθετών που περιλαμβάνονται στο παρόν βιβλίο οφείλεται σε καθαρά προσωπικές προτιμήσεις. Υπάρχει, όπως και στο πρώτο μου βιβλίο, ένας σημαντικός αριθμός Ιταλών σκηνοθετών, γιατί πιστεύω ότι η Ιταλία είναι μία από τις πατρίδες τού κινηματογράφου και μάλιστα μια πατρίδα που συνεχίζει να παράγει καλό και ενδιαφέροντα κινηματογράφο. Οι Ιταλοί σκηνοθέτες έχουν το χαρακτηριστικό να μην προσπαθούν με κάθε θυσία να κάνουν έναν κινηματογράφο προκλητικά μοντερνίζοντα. Ασχολούνται αφενός με τα αιώνια θέματα, όπως αυτά τού έρωτα, τής επικοινωνίας, τής μοναξιάς και αφετέρου με τα πιο επίκαιρα προβλήματα τής πολιτικής ζωής όπως μπορεί να είναι η αλλαγή τού κομμουνιστικού κόμματος ή η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Όλα όμως αυτά μπορεί να παρουσιάζονται με μια φόρμα που, είτε πιο πρωτότυπη σαν τού Moretti, είτε πιο παραδοσιακή σαν τού Scola, δεν αρνείται τον κλασικισμό. Με τον ίδιο τρόπο που οι Ιταλοί μπορούν να στεγάσουν μια σύγχρονη επιχείρηση σε ένα αναγεννησιακό κτίριο, ή να συνθέσουν ακόμα σήμερα ελαφρά τραγούδια σαν αυτά που δημιούργησαν τη φήμη τού φεστιβάλ τού San Remo, ή να ρίξουν στους ώμους τους κολεγιακά πουλοβεράκια, ή να πάνε στο Μιλάνο με τον ίδιο ενθουσιασμό στη Scala να ακούσουν bel canto και στο Piccolo Teatro να δουν πρωτοποριακή σκηνοθεσία, έτσι και οι ταινίες τους δεν φοβούνται να μιλάνε για το σήμερα με τρόπο που έχει καλλιεργηθεί από το χτες, όχι για να χαθεί, αλλά για να εξελιχθεί. Και αν έπρεπε κανείς να συνοψίσει σε μια φράση τη φιλοσοφία των Ιταλών σκηνοθετών (με εξαίρεση λίγους και πολύ πονεμένους καλλιτέχνες όπως ο Pasolini και ο Visconti) θα κατέληγε στη φράση τού Fellini που έγινε και τίτλος ταινίας του: «(Παρόλα αυτά) η ζωή είναι γλυκιά».

Μετά τους κορυφαίους Ιταλούς σκηνοθέτες που συμπεριέλαβα στο πρώτο μου βιβλίο αποφάσισα να αναφερθώ εδώ σε μερικές πολύ σημαντικές περιπτώσεις καλλιτεχνών με άνισα δείγματα δουλειάς, αλλά με μια γενική υψηλή ποιότητα. Και πριν από όλους, ο σπουδαίος και ολίγον παραγνωρισμένος Vittorio De Sica. Ένας σκηνοθέτης που ενσαρκώνει τη σύγκρουση των πνευματικών και υλικών αναγκών τού καλλιτέχνη, αφού μας έδωσε μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα τού ιταλικού κινηματογράφου («Sciuscià», «Ladri di biciclette», «Umberto D.», «Miracolo a Milano», «L’oro di Napoli»), αλλά και συνηθισμένες εμπορικές ταινίες, με τις οποίες δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς. Ο Ermanno Olmi αποτελεί μια πολύ ειδική περίπτωση σκηνοθέτη που διακρίνεται για την απλότητα και τον ουμανισμό του. Μιλάει για πράγματα που τού είναι πολύ οικεία και που τον αγγίζουν βαθιά. Γι’ αυτό και στο έργο του συγκαταλέγονται μερικές εξαιρετικά ευαίσθητες, αληθινές και κυρίως προσωπικές ταινίες («Il posto», «I fidanzati», «La leggenda del Santo Bevitore», «L’albero degli zoccoli»). Η στροφή που έκανε τα τελευταία χρόνια σε έναν μάλλον στείρο αισθητισμό (π.χ. «Cantando dietro i paraventi», «Genesis» κλπ) είναι πιθανόν να οφείλεται σε μια προσωρινή κόπωση. Ο Ettore Scola είναι μια σίγουρη αξία τού ιταλικού κινηματογράφου, ενώ σε αυτόν οφείλουμε και μερικά από τα πολύ καλά σενάρια γνωστών ιταλικών ταινιών. Διατηρώντας πάντα μια υψηλή ποιότητα, μάς έχει χαρίσει και συνεχίζει να μάς χαρίζει θαυμάσιες ταινίες («C’eravamo tanto amati», «La famiglia», «Che ora è», «Splendor», «Roma», «La terrazza»). Από τους νεότερους ξεχωρίζει χωρίς καμία αμφιβολία ο Nanni Moretti, ένας σκηνοθέτης που έδωσε μια νέα κατεύθυνση στον ιταλικό κινηματογράφο υιοθετώντας ένα πρωτότυπο και ιδιαίτερα προσωπικό ύφος. Οι ταινίες του (κυρίως οι «Palombella rossa», «La messa è finita», «Caro Diario» και «Aprile») αποτελούν εξαιρετικά δείγματα δουλειάς και απόδειξη ότι μπορεί ακόμα να υπάρξει ένας κινηματογράφος που με άμεσο αλλά πάντα καλλιτεχνικό τρόπο θίγει τα προβλήματα τής κοινωνίας και τού ανθρώπου. Η Ιταλία εξακολουθεί να βγάζει καλούς νέους σκηνοθέτες. Ανάμεσά τους ο εξαίρετος Saverio Costanzo με την ταινία του «Private», ο Daniele Gaglianone με το «Nemmeno il destino», αλλά και ο Gianni Amelio («Il ladro di bambini»), ο Paolo Sorrentino («Le conseguenze del amore»), ο Silvio Soldini («Pane e tulipani»), ο Mario Martone («Amore molesto»), ο Giulio Manfredonia («E già ieri»), η Laura Muscardin («Giorni») και άλλοι πολλοί. Μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε ότι αυτή η νεανική παραγωγή θα φέρει και άλλα μεγάλα ονόματα.

Από την άλλη μεριά, ο αμερικανικός κινηματογράφος με την υπερτροφική εμπορική του πλευρά δυσκολεύτηκε να ενισχύσει την προσωπική δημιουργία των σκηνοθετών. Στις καλύτερες στιγμές του κινήθηκε συνήθως ανάμεσα στην ψυχαγωγία (στο entertainment) και στην εντυπωσιακή κατασκευή. Και οι δύο αυτές πλευρές είναι σε θέση να παρουσιάσουν δείγματα ποιοτικών ταινιών, εξαιρετικά ευχάριστων και εντυπωσιακά καλοφτιαγμένων. Ο Billy Wilder ή ο Howard Hawks μπορεί να θεωρηθούν εξέχοντες εκπρόσωποι τής πρώτης κατηγορίας (με λίγες εξαιρέσεις προσωπικών ταινιών τους) και ο Orson Welles ή ο Alfred Hitchcock τής δεύτερης. Και είναι γεγονός ότι πολλές από τις ταινίες τους έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας μυθολογίας στην οποία όλοι πολλά οφείλουμε. Είναι επομένως αρκετά δύσκολο ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες να εντοπίσουμε και να ξεχωρίσουμε μερικούς Αμερικανούς σκηνοθέτες που άφησαν έργο με προσωπική σφραγίδα και ύφος, με ουσιαστικό περιεχόμενο και με ένταση συγκίνησης. Σκηνοθέτες που να μιλούν για τη ζωή τους και για τη ζωή μας. Οι λίγοι που περιέλαβα στα βιβλία μου δεν είναι βέβαια οι μόνοι. Πιστεύω όμως ότι είναι μάλλον οι πιο σημαντικοί. Με αρκετή δόση αυθαιρεσίας θα τους ενέτασσα σε τέσσερις κατηγορίες. Πριν από όλα, σε εκείνη των πρωτοπόρων. Όταν όλα ήταν ακόμα δυνατά. Ανάμεσά τους ξεχωριστή είναι η θέση τού Buster Keaton, αναμφισβήτητα τού μεγαλύτερου κωμικού τού κινηματογράφου. Οι μικρού μήκους ταινίες του (πολύ περισσότερο από τις μεγάλου μήκους) αποτελούν κορυφαία σουρεαλιστικά δείγματα ενός δημιουργού που ξέρει ότι το τραγικό είναι η άλλη πλευρά τού κωμικού. Αλλά στην ξεχωριστή αυτή κατηγορία εντάσσεται και ο D.W. Griffith, σαν πατέρας τής κινηματογραφικής γλώσσας, τον οποίο (με μεγάλο σεβασμό) περιλαμβάνω στο παρόν βιβλίο. Οι ταινίες του «The Birth of a Nation» και «Intolerance» καθόρισαν το μέλλον τού κινηματογράφου και (ειρωνεία) άνοιξαν τον δρόμο σε μια βιομηχανία που γρήγορα ξέχασε τον άνθρωπο που γέννησε αυτή τη γλώσσα. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνους που κινήθηκαν έξω από (ή στα) όρια τού συστήματος. Όπως είναι (αντίστοιχα) ο John Cassavetes και ο Nicholas Ray. Ο πρώτος εκπροσωπεί αυτό που στην Αμερική ονομάζεται «ανεξάρτητος κινηματογράφος», δηλαδή ένα έργο που κινείται εντελώς έξω από το βιομηχανικό σύστημα παραγωγής και το εμπορικό σύστημα διανομής. Οι προσωπικές του ταινίες (με κορυφαίες τις «Love Streams», «Husbands», «Opening Night», αλλά και όλες τις άλλες) επηρέασαν υπογείως και τις καλές χολυγουντιανές εμπορικές, παραγωγές. Ο δεύτερος προτίμησε ένα «αντάρτικο» στα όρια τού συστήματος. Οι ταινίες του υιοθέτησαν το προσωπείο των χολυγουντιανών προϊόντων, αλλά το περιεχόμενο τής πολύ προσωπικής δημιουργίας. Εξέχοντα παραδείγματα το δήθεν western «Johnny Guitar» και το δήθεν θρίλερ «In a Lonely Place». Στο τέλος o Ray λύγισε και προτίμησε να σιωπήσει. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που εντάχτηκαν στο σύστημα, αλλά καλλιτεχνικά επέζησαν, εν μέρει επειδή αποτέλεσαν το άλλοθί του και εν μέρει επειδή το ταλέντο τους είχε σκληρή θωράκιση, αλλά συνοδευόταν και από ικανότητα συμβιβασμού. Ο Frank Capra και ο Elia Kazan είναι από τα πιο εξέχοντα δείγματα αυτού τού πολύ καλού και πολύ προσωπικού κινηματογράφου που μπορεί παράλληλα να ικανοποιεί και τις απαιτήσεις τής βιομηχανίας. Μπορεί βέβαια κάποιος να αντιτάξει ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό μόνον μια εποχή που ήταν εμπορικά πιο αθώα από τη σημερινή. O Capra έδειξε (ή κατασκεύασε) την εικόνα μιας Αμερικής με πίστη στο άτομο και φόβο για το σύνολο. Οι σπουδαίες ταινίες του στην περίοδο τής δόξας του (π.χ. «It’s a Wondeful Life», «Meet John Doe» κλπ), αλλά και άλλες τής πρώτης και πιο άσημης περιόδου (π.χ. «Matinee Idol») δείχνουν ότι η Αμερική είναι ένα φαινόμενο πιο πολύπλοκο από όσο νομίζουμε, συχνά γοητευτικό, συχνά τρομακτικό, από το οποίο δεν μπορέσαμε (ή και δεν θελήσαμε) να απαλλαγούμε. Στην τελευταία και τέταρτη κατηγορία εντάσσεται ο Fritz Lang. Εδώ έχουμε έναν σκηνοθέτη που δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις. Είχε την ευφυΐα να δει τις αδυναμίες τού συστήματος και να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τις ρωγμές που του επέτρεπαν μια σχετική αυτονομία. Εντούτοις, οι καλές ταινίες του τής αμερικανικής περιόδου αφενός δεν έχουν το σφρίγος και το πάθος εκείνων τού Nicholas Ray και αφετέρου κουβαλούν το βάρος τής σύγκρισης με τις ταινίες του τής γερμανικής περιόδου. Ο δημιουργός των ταινιών «Ο κουρασμένος Θάνατος», «Μ», «Γυναίκα στο φεγγάρι» και τόσων άλλων αριστουργημάτων ήταν αδύνατον να ξεπεράσει τον παλιό εαυτό του όταν από ανάγκη βρέθηκε στο πλαίσιο τής αμερικανικής βιομηχανίας τού θεάματος. Ίσως να υπάρχει και μια άλλη κατηγορία. Μια πέμπτη, όπου θα μπορούσαν ενταχθούν τα «καλά παιδιά» (και τόσο ταλαντούχα) τής βιομηχανίας αυτής, που έδωσαν ένα-δυο αριστουργήματα, αλλά όχι ένα συγκροτημένο καλλιτεχνικό έργο, μια πρόταση, μια συνολική δημιουργία. Η παράθεση ονομάτων αυτής τής κατηγορίας εδώ θα έμπλεκε τα πράγματα. Είναι σίγουρο πάντως ότι ο αμερικανικός κινηματογράφος (γιατί όχι λόγου χάριν με τον John Ford, ή με τον Sam Fuller) θα με απασχολήσει και σε επόμενα βιβλία μου, αν υπάρξουν.

Πλάι στον μεγάλο Fritz Lang τής γερμανικής περιόδου δεν μπορώ να μην κατατάξω τον σπουδαίο συμπατριώτη του Friedrich Murnau. Τον πονεμένο, μοναχικό άνθρωπο, που κατάφερε την εποχή του να σπάσει όλα τα ταμεία με τον σπουδαίο «Τελευταίο άνθρωπο», αλλά και να μας δώσει ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα τού παγκόσμιου κινηματογράφου, το «Χάραμα», ταινία που όπως ήταν φυσικό δεν έσπασε κανένα ταμείο. Ο σημερινός γερμανικός κινηματογράφος δύσκολα μπορεί να προβάλει άλλο τόσο σημαντικό όνομα όσο αυτό τού Wim Wenders. Ενός ανθρώπου που γνωρίζει και λατρεύει τον κινηματογράφο όσο λίγοι, που έχει κάνει μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες τού παγκόσμιου κινηματογράφου τα τελευταία τριάντα χρόνια, αλλά που συχνά αδυνατεί να σταθεί σε απόσταση από το έργο του και να ξεκαθαρίσει πότε οι εμμονές του τον εμπνέουν (λόγου χάριν η επιρροή τού αμερικανικού κινηματογράφου όταν γυρίζει τις ταινίες του στην Ευρώπη) και πότε τον παρασέρνουν (όπως η επιρροή τού αμερικανικού κινηματογράφου όταν γυρίζει τις ταινίες του στην Αμερική). Τέλος την αγάπη μου για τον Luis Buñuel κληρονόμησε ο Pedro Almodóvar. Δεν αρνούμαι ότι όταν πριν από είκοσι περίπου χρόνια είδα για πρώτη φορά ταινία τού Almodóvar παρασύρθηκα με αρνητικό τρόπο από την κιτς πλευρά του και δεν κατάφερα να χαλαρώσω και να εκτιμήσω το περιεχόμενο τού έργου του. Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια για να καταφέρω να αφεθώ στη γοητεία του και να μπορέσω να κατατάξω πολλές από τις ταινίες του στις πιο αγαπημένες μου («Ο νόμος τού πόθου», «Όλα για τη μητέρα μου», «Μέσα στα σκοτάδια», «Τι έχω κάνει για να μου αξίζει κάτι τέτοιο;!!» κ.ά.).

Όπως ανέφερα πιο πάνω, οι επιλογές μου είναι απόλυτα προσωπικές. Υπάρχουν και άλλοι πολλοί και καλοί σκηνοθέτες. Αν συνεχίσω και με τρίτο τόμο, είναι πολύ πιθανόν να συμπεριλάβω τον Roberto Rossellini, τον Sergei Eisenstein, τον Werner Herzog, τον Jean-Luc Godard, τον John Ford, τον Jim Jarmusch, τον Rainer Werner Fassbinder, τον Akira Kurosawa, τον Victor Sjöström, τον Pupi Avati ή και να ασχοληθώ με μεμονωμένες ταινίες νέων σκηνοθετών ή και με αρκετά μεμονωμένα αριστουργήματα τού βωβού κινηματογράφου. Και στην επόμενη έκδοση τού πρώτου μου βιβλίου για τον κινηματογράφο είμαι έτοιμος να συμπεριλάβω αρκετές σημαντικές ταινίες των δώδεκα μεγάλων σκηνοθετών, που δεν αναλύθηκαν στην πρώτη έκδοση. Όπως και να ’χει όμως, θα συνεχίσω να βλέπω καθημερινά ταινίες (χάρη και στη μεγάλη επανάσταση που έφεραν το DVD και το Internet), να γράφω γι’ αυτές, μια και έτσι χαίρομαι ακόμα περισσότερο και σε μεγαλύτερη διάρκεια την απόλαυση που μου προσφέρουν, και να προσπαθώ μέσα από τα μαθήματά μου και τα βιβλία μου να μοιράζομαι αυτή την απόλαυση με τους φίλους, τους μαθητές και τους αναγνώστες μου.

Βιβλία
Βιβλιοδεσία Μαλακή
Διαθεσιμότητα Διαθέσιμο
Διαστάσεις 17x24
Έκδοση
Έτος 2006
Σελίδες 568
Τύπος Βιβλίου Θεωρητικό για τον κινηματογράφο