Η ιστορία του – Τα χαρακτηριστικά του – Οι δραστηριότητές του – Το χτες και το σήμερα

από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Η γέννηση του Φωτογραφικού Κύκλου

Ο Φωτογραφικός Κύκλος γεννήθηκε μέσα από τα φωτογραφικά μου σεμινάρια με κίνητρο τη διατήρηση της δημιουργικής και φιλικής ατμόσφαιρας που κυριαρχούσε στη διάρκειά τους. Τα σεμινάρια αυτά ξεκίνησαν το 1981, μετά την οριστική διακοπή της επί δώδεκα χρόνια ενασχόλησής μου με τη δικηγορία. Από τότε και μέχρι το 1988 διεξάγονταν σε έναν ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο της οδού Αραχώβης, τον οποίο είχα ονομάσει Studio Quark.

Το 1984 αποφασίσαμε, μαζί με μερικούς παιδικούς φίλους, να ανοίξουμε ένα κατάστημα φωτογραφικών ειδών, τον «Φωτοχώρο», στον ισόγειο χώρο της οδού Τσακάλωφ 44 (γωνία με την οδό Λυκαβηττού). Το κατάστημα αυτό στήθηκε με στόχο το μεράκι και ενδεχομένως την κερδοφορία. Ικανοποιήθηκε πλήρως ο πρώτος στόχος, το μεράκι, και καθόλου ο δεύτερος, η κερδοφορία. Ο «Φωτοχώρος» έκλεισε οριστικά το 1990, μετά από μια απόπειρα συρρίκνωσής του, το 1988, στο μικρό παρακείμενο κατάστημα στην ίδια διεύθυνση, η οποία δεν φάνηκε να οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία.

Το Studio Quark διέθετε έναν πολύ καλά εξοπλισμένο σκοτεινό θάλαμο και μια αρκετά πλούσια φωτογραφική βιβλιοθήκη, που αποτελούσε και τη βάση της διδασκαλίας μου. Η παραμονή μου, το καλοκαίρι του 1983, επί ένα τετράμηνο στην Αμερική (Maine Photographic Workshops) και κυρίως η γνωριμία μου με τον Garry Winogrand επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τις απόψεις μου και την κατεύθυνση της φωτογραφίας μου. Στα χρόνια που ακολούθησαν άρχισα σιγά-σιγά να νιώθω τον ρόλο μου ως «δασκάλου», ενώ η σχέση μου με τους «μαθητές» μου άρχισε να γίνεται πιο στενή, αλλά και πιο ευρεία, αφού υπερέβαινε πλέον τη φωτογραφική διδασκαλία.

Οι σχολικές χρονιές του 1986 και του 1987 έδειξαν μια άνοδο όχι μόνο του αριθμού των μαθητών αλλά και του επιπέδου τους. Γέννησαν επίσης την επιθυμία όλων να βρεθεί ένας τρόπος συνέχειας της γοητευτικής αλλά μικρής περιόδου των σεμιναρίων. Το πρόσχημα ήταν να μοιραζόμαστε τον θάλαμο και να ωφελούμαστε όλοι από τη βιβλιοθήκη, στην πραγματικότητα όμως θέλαμε να βρισκόμαστε μαζί για να ασχολούμαστε με όλα αυτά που για τους υπόλοιπους δεν είχαν αξία. Έτσι γεννήθηκε το 1988 ο Φωτογραφικός Κύκλος με τη νομική μορφή του σωματείου και με τα απαραίτητα είκοσι ιδρυτικά μέλη (μαθητές και φίλους).

Σύμφωνα με το καταστατικό σκοπός του σωματείου ήταν όλα τα παρακάτω που σχεδόν κατά γράμμα πραγματοποιήθηκαν:

«Ο σκοπός τού Σωματείου είναι πολιτιστικός και μορφωτικός. Συγκεκριμένα, το Σωματείο στοχεύει στην προβολή και καλλιέργεια τής τέχνης γενικώς και ειδικότερα τής τέχνης τής Φωτογραφίας. Τον σκοπό του το Σωματείο θα επιδιώκει να τον πραγματοποιήσει: Με τη διοργάνωση σεμιναρίων, εκθέσεων, προβολών, διαλέξεων με θέματα που έχουν πάντοτε σχέση με τις τέχνες, τα γράμματα και τις πνευματικές εν γένει δραστηριότητες. Με την πρόσκληση Ελλήνων και αλλοδαπών καλλιτεχνών φωτογράφων για τη διοργάνωση προβολών, διαλέξεων, εκθέσεων και σεμιναρίων γύρω από την δουλειά τους και τη φωτογραφία γενικώς. Με την πρόσκληση καλλιτεχνών και δασκάλων σε σχέση με άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Με την παραγωγή τηλεοπτικών εκπομπών, ταινιών βίντεο ή άλλων μέσων με θέματα φωτογραφικά ή γενικώς καλλιτεχνικά. Με την έκδοση περιοδικών, εφημερίδων, βιβλίων, καταλόγων, αφισών, δελταρίων. Με την ίδρυση εντευκτηρίου, σκοτεινού θαλάμου, φωτογραφικού στούντιο, βιβλιοθήκης, καφενείου, γκαλερί. Με τη διοργάνωση ταξιδιών και εκδρομών με στόχο τη φωτογραφία και την καλλιτεχνική παιδεία. Με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.»

Γνωστοποιήσαμε αμέσως την ίδρυση του σωματείου σε όλους τους πρώην μαθητές των σεμιναρίων μου, αλλά και σε πολλούς από τους φωτογράφους με τους οποίους είχα γνωριστεί μέσω του «Φωτοχώρου». Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο αριθμός των μελών είχε φτάσει σε επίπεδο μερικών εκατοντάδων. Η συρρίκνωση του φωτογραφικού καταστήματος το 1988 και ο περιορισμός του στον μικρό χώρο των 25 τ.μ. της Τσακάλωφ, άφησε ελεύθερο τον υπόλοιπο μεγάλο χώρο των 150 τ.μ. για να εγκαταστήσουμε έναν μεγάλο θάλαμο οκτώ θέσεων, έναν πιο μικρό με μεγαλύτερους μεγεθυντήρες δύο θέσεων, έναν χώρο για εμφάνιση φιλμ και έναν μεγάλο χώρο βιβλιοθήκης-εντευκτηρίου. Η περιπέτεια του Φωτογραφικού Κύκλου είχε πλέον ξεκινήσει.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Κύκλου

Τίποτα πιο εύκολο από τη δημιουργία μιας ένωσης προσώπων με υλικές διεκδικήσεις. Οι συμμετέχοντες ξέρουν τι ζητούν, τι επιδιώκουν και τι περιμένουν. Τίποτα πιο δύσκολο από τη δημιουργία μιας ένωσης προσώπων με πνευματικούς και μεταφυσικούς στόχους.

Ο πρώτος ενθουσιασμός των μαζικών εγγραφών προς στιγμήν μας παρέσυρε, αλλά δεν αργήσαμε να αντιληφθούμε, όσοι τουλάχιστον ξεκινήσαμε μαζί αυτή την περιπέτεια, ότι με την ευρύτατη και πολυποίκιλη σύνθεση των μελών που απαρτίζανε το σωματείο στο ξεκίνημά του, δεν θα μπορούσε να γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα για την καλλιέργεια των τεχνών, αλλά ούτε και των φιλικών συνευρέσεων. Για μας τουλάχιστον δεν υπήρχε κανένα νόημα στη συστέγαση όλων των διαφορετικών καλλιτεχνικών πεποιθήσεων και κατευθύνσεων, οι οποίες πολύ φυσικά έχουν διαφορετικές αφετηρίες και βάσεις. Ο Φωτογραφικός Κύκλος κέρδισε σιγά-σιγά σε ομοιογένεια και κατάφερε έτσι να εκφράσει μέσα από το έργο του –και με την πάροδο βέβαια μερικών χρόνων– μια άποψη και μια κατεύθυνση σε σχέση με την τέχνη της φωτογραφίας, έστω και αν αυτό σήμαινε μια μικρή συρρίκνωση του αριθμού των μελών του.

Η διαπίστωση ότι η πλειοψηφία των μελών είχε (και έχει) παρακολουθήσει το βασικό σεμινάριό μου, μπορεί να κάνει κάποιον να ισχυριστεί ότι ο Κύκλος ήταν (και είναι) ένας σύλλογος αποφοίτων. Αν και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να αποδεχτώ έναν τέτοιο ισχυρισμό, εντούτοις δεν νομίζω ότι είναι απολύτως αληθινός, διότι μόνο μια μικρή μειοψηφία από τους μαθητές μου γράφονται ως μέλη στον Κύκλο, ενώ αρκετοί είναι και εκείνοι που ακολουθούν εμφανώς διαφορετικές κατευθύνσεις με συνέπεια να μην έχουν κανένα λόγο να είναι μέλη του Κύκλου. Επομένως αυτό που κάνει τα μέλη να είναι μέλη είναι από τη μια η ανάγκη για μια παρέα που τους ευχαριστεί και από την άλλη (και κυρίως) η πεποίθηση ότι βρίσκονται με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονται ενδιαφέροντα και οράματα που τους είναι πολύτιμα και που δεν μπορούν να μοιραστούν με τους υπόλοιπους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Και μάλιστα –ακόμα βαθύτερα– επειδή δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί τους είναι πολύτιμα. Ένας άλλος, τέλος, παράγοντας που προσδίδει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στον Κύκλο είναι η εποικοδομητική και ειλικρινής κριτική (από όλα τα μέλη), στην οποία όλοι δίνουμε μεγάλη σημασία. Αν επομένως ένας φωτογράφος κινείται σε πολύ διαφορετικές περιοχές από αυτές που εκτιμά η πλειοψηφία των μελών, είναι φυσικό να μη θέλει, από ένα σημείο και ύστερα, να αποτελεί μέρος του σώματος του Κύκλου.

Τα παραπάνω είναι δυνατόν να κάνουν έναν καχύποπτο, ή ακόμα και έναν αθώο, παρατηρητή, να σκεφτεί ότι στον Κύκλο καλλιεργείται και προωθείται ένα πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο είδος φωτογραφίας. Πριν από όλα να επισημάνω ότι χρησιμοποίησα το ρήμα «προωθείται» εσκεμμένα, για να τονίσω ότι στον Κύκλο ουδέποτε ασχολούμαστε με την προώθηση φωτογραφιών και φωτογράφων, μια και δεν τους θεωρούμε προϊόντα μιας αγοράς. Προτιμούμε να ασχολούμαστε με την καλλιέργεια των φωτογράφων και του κοινού. Επειδή όμως έχουμε όλοι την πεποίθηση ότι ο κάθε φωτογράφος είναι μοναδικός, δεν προσπαθούμε να στοχεύσουμε σε ένα είδος φωτογραφίας, όσο να αποκλείσουμε κατευθύνσεις με τις οποίες μας χωρίζουν διαφορές αξιών και πεποιθήσεων. Καλλιτεχνικών αλλά και γενικότερα πνευματικών.

Τα επαγγέλματα των φωτογράφων-μελών δεν μας απασχολούν. Είτε έχουν σχέση με τη φωτογραφία είτε όχι. Όπως δεν μιλάμε για επαγγελματίες ποιητές, ιερείς ή εραστές, με την ίδια λογική δεν μιλούμε (στον Κύκλο πάντα) για επαγγελματίες καλλιτέχνες. Στους επαγγελματίες φωτογράφους την κριτική την κάνουν οι πελάτες και η αγορά. Ούτε οι δάσκαλοι, ούτε οι τεχνοκριτικοί, ούτε οι επιμελητές. Στους καλλιτέχνες την κριτική την κάνουν οι άνθρωποι τους οποίους εκτιμούν ή/και αγαπούν. Με την ίδια λογική δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «Καριέρα». Προτιμούμε τη λέξη «Έργο». Θεωρούμε εξάλλου ότι κάθε φωτογραφία, από μόνη της, ή ακόμα σωστότερα στο πλαίσιο του έργου ενός φωτογράφου, εκφράζει μια άποψη του ίδιου αφενός πάνω στον κόσμο και αφετέρου πάνω στην τέχνη της φωτογραφίας. Αν αυτά τα δύο δεν προκύπτουν από το ίδιο το έργο, τότε αποτύχαμε. Δεν θα καταφύγουμε, όμως, στη βοήθεια επεξηγηματικών σχολίων που λειτουργούν ως δεκανίκια ενός ανάπηρου έργου. Εξ ου και η διαφωνία μας με την εννοιολογική (conceptual) φωτογραφία. Η πάλη, για μας, πρέπει να βρίσκεται μέσα στη φωτογραφία, όχι έξω από αυτήν. Θέλουμε να πουλάμε φωτογραφίες μας, αλλά όχι να παίζουμε το παιχνίδι μιας χρηματιστηριακής αγοράς τέχνης. Και αυτό από σεβασμό στην τέχνη και στους αγοραστές. Θέλουμε να αλλάξουν πολλά πράγματα στον κόσμο, αλλά θεωρούμε ότι αυτά είναι στόχος της πολιτικής, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας, αλλά όχι της τέχνης. Η τέχνη αλλάζει τους ανθρώπους με τρόπους μυστικούς και θαυμαστούς. Αν αυτοί αλλάξουν τον κόσμο, τόσο το καλύτερο.

Με λίγα λόγια αγαπάμε την τέχνη και τη φωτογραφία και προσπαθούμε να κάνουμε όσο γίνεται καλύτερα αυτό που εκείνες κάνουν καλύτερα. Να δίνουν δηλαδή την πνευματική διάσταση του κόσμου των αισθήσεων. Πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό δεν το ξέρουμε με ακρίβεια. Το ψάχνουμε. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία η κατεύθυνση προς την οποία το αναζητούμε. Γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να αποκλείσουμε εκείνες τις κατευθύνσεις που μας φαίνονται εύκολες και απατηλές. Στην αναζήτησή μας αυτή τον πρώτο λόγο έχει η χαρά μας και η επιμονή μας, ακολουθούν οι σκέψεις μας, οι καλλιτέχνες που αγαπούμε, οι φωτογραφίες των φίλων μας και οι επιλογές ζωής που κάνουμε. Αν όλα αυτά συνθέτουν έναν χαρακτήρα, δεν το γνωρίζω. Και μάλλον αμφιβάλλω. Ίσως όμως αν προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είσαι, να είναι ευκολότερο να ορίσεις πρώτα ποιος δεν θες να είσαι.

Η «βαριά σκιά» του προέδρου

Όλα αυτά τα χρόνια κουράστηκα να ακούω δύο αντίθετα σχόλια. Από τη μια ότι ο Κύκλος θα ήταν καλύτερα χωρίς τον Ριβέλλη και από την άλλη ότι ο Ριβέλλης θα ήταν καλύτερα χωρίς τον Κύκλο. Δεν δέχομαι και αρνούμαι να καταλάβω οποιοδήποτε από αυτά. Η βαριά σκιά ενός δασκάλου, και μάλιστα ιδρυτή ενός σωματείου, είναι αναμφισβήτητη, πόσο μάλλον όταν αυτός έχει και διαφορά ηλικίας από τα μέλη. Εγώ όμως χωρίς τον Κύκλο θα ήμουν λειψός, αφού ο Κύκλος υπήρξε για μένα μια οικογένεια (με τους καλούς και κακούς συγγενείς). Και ο Κύκλος, το πιθανότερο, θα είχε (παρά τη μεγάλη αξία των μελών του) διαλυθεί, αν δεν λειτουργούσα ως συνδετικός κρίκος πολλών διαφορετικών χαρακτήρων, όταν μάλιστα όχι απλώς δεν υπάρχουν κοινά άμεσα συμφέροντα, αλλά συχνά τα έμμεσα συμφέροντα μοιάζουν συγκρουόμενα. Πέραν των άλλων όμως, αν κατά το ξεκίνημά του το σωματείο δεν είχε ωφεληθεί από τη δωρεάν παραχώρηση –από εμένα προς το σωματείο– της χρήσης τόσο του χώρου της Τσακάλωφ όσο και του εξοπλισμού, Κύκλος σήμερα μάλλον δεν θα υπήρχε. Επομένως ο Κύκλος είμαι εγώ μαζί με όλα τα μέλη που πέρασαν και τα διακόσια πενήντα που παραμένουν μέσα σε μια διάρκεια είκοσι έξι χρόνων κοινών προσπαθειών.

Η «βαριά σκιά» του διαδικτύου

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο κάθε φωτογράφος είχε ανάγκη από σκοτεινό θάλαμο, από βιβλία, από εκθέσεις, από συναντήσεις, από συζητήσεις, από επικοινωνία. Ο θάλαμος του Κύκλου ήταν αφορμή για γνωριμίες και ανταλλαγή απόψεων. Η βιβλιοθήκη μάς άνοιξε τα μάτια. Στις παρουσιάσεις της Πέμπτης γνωρίσαμε άλλους φωτογράφους. Στις εκθέσεις του «Φωτοχώρου» ανακαλύψαμε δουλειά που μας έκανε να καμαρώνουμε. Και ξαφνικά, γρηγορότερα από όσο φανταζόμασταν, όλα άλλαξαν με την αναπόφευκτη επιβολή της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο καθένας πλέον μπορεί από το σπίτι του, με τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, να επεξεργάζεται τις φωτογραφίες του όπως θέλει. Το έργο των μεγάλων φωτογράφων βρίσκεται στη διάθεση οποιουδήποτε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες. Τα βιβλία γενικώς έχουν αρχίσει να χάνουν οπαδούς. Ο καθένας μπορεί ανέξοδα να εκθέτει τις φωτογραφίες του στο διαδίκτυο σε κοινούς ιστότοπους ή ακόμα και σε προσωπικά sites. Η επικοινωνία γίνεται μέσω likes και ψευδωνύμων. Η «παρέα» αρχίζει πλέον να μην έχει νόημα. Ήδη από το 2005 η εικόνα μέλους που να χρησιμοποιεί τον θάλαμο του Κύκλου ήταν σπάνια εξαίρεση και τα βιβλία μαραινόντουσαν στα ράφια. Εντούτοις, η εικόνα δεν είναι τελικά τόσο σκοτεινή όσο ακούγεται. Για όλους εμάς, μέλη του Κύκλου, που αγκαλιάσαμε χωρίς δισταγμό τη νέα τεχνολογία, δεν αρκούν τα απρόσωπα likes, ούτε τα πολλές φορές χρησιμότατα blogs. Έχουμε ανάγκη από εκθέσεις, από βιβλία, από προσωπική επαφή και από ζωντανές παρουσιάσεις και συναντήσεις. Έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι και τούτη δω η επανάσταση, όπως όλες οι επαναστάσεις, θα αποδειχθεί τελικά μια αναγκαία μεταρρύθμιση που θα συνδυάζει τα καλά δύο κόσμων. Του παλιού και του νέου. Ή, όπως λέει ο νεαρός ήρωας στον «Γατόπαρδο» του Giuseppe Lampedusa, «όλα πρέπει να αλλάξουν για να μείνουν όπως ήταν».

Τα σεμινάρια

Το βασικό φωτογραφικό σεμινάριο που διδάσκω εδώ και τριάντα τρία χρόνια, μαζί με όλα τα επιμέρους συμπληρωματικά ή προχωρημένα φωτογραφικά (και κινηματογραφικά) σεμινάρια μου που με τα χρόνια προστέθηκαν στο πρώτο, αποτέλεσαν και αποτελούν τον κορμό του Κύκλου, αφού η πλειοψηφία των μελών τα έχει παρακολουθήσει.

Πέραν όμως από τα σεμινάρια αυτά διάχυτη ήταν η πεποίθηση ότι τα μέλη είχαν ανάγκη και από άλλη γενικότερη –γύρω από διάφορα θεωρητικά θέματα– εκπαίδευση. Έτσι κατά καιρούς επιχειρήσαμε να διοργανώσουμε και άλλα σεμινάρια και διαλέξεις. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν δύο σειρές μαθημάτων ιστορίας τέχνης, η πρώτη στα αγγλικά με τον φίλο Bill Reed και η δεύτερη με τον νυν καθηγητή της Καλών Τεχνών Ανδρέα Ιωαννίδη. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε σειρά σεμιναρίων του συνθέτη Γιώργου Κουμεντάκη με διάφορα θέματα που αφορούσαν την κλασική μουσική. Ο Δημήτρης Λίβας, παλαιό μέλος του Κύκλου, οργάνωσε επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά ομιλιών με τον Στέφανο Ροζάνη. Αλλά και τα τεχνικά σεμινάρια είχαν τη δική τους επιτυχία. Εκείνα με θέμα τα άριστα ασπρόμαυρα τυπώματα (fine printing) και την έγχρωμη εκτύπωση με τον John Pack είχαν σημαντική προσέλευση μελών. Έγιναν, τέλος, και μικρής διάρκειας σεμινάρια για τον κινηματογράφο με ομιλητές τον Παντελή Βούλγαρη και τον Βασίλη Σπηλιόπουλο.

Έχουν γίνει επίσης πολυάριθμες διαλέξεις με διάφορους ομιλητές, όπως ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, οι φωτογράφοι Κωνσταντίνος Μάνος, Κώστας Μπαλάφας, Bernard Plossu, οι συγγραφείς Βασίλης Αλεξάκης, Γιώργος Μπράμος, ο φιλόλογος Ανδρέας Μπελεζίνης, οι σκηνοθέτες Παντελής Βούλγαρης, Εύα Στεφανή, Βασίλης Λουλές, Κατερίνα Φιλιώτη, η κοινωνιολόγος Άννα Φραγκουδάκη, οι φιλόσοφοι Παύλος Σούρλας, Ευγενία Βεγλερή, οι γκαλερίστες Nancy Lieberman, Μαρίνα Ηλιάδη, Τζούλια Δημακοπούλου, Ιλεάνα Τούντα, ο συνθέτης Νίκος Κυπουργός, ο φυσικός Γιώργος Γραμματικάκης, οι δικηγόροι Χρίστος Ζουράρις, Νίκος Φραγκάκης, η πιανίστα Λήδα Ζουρνατζή, ο γραφίστας Γιάννης Καρλόπουλος, η ιστορικός τέχνης Νίκη Λοϊζίδη, ο τηλεοπτικός παραγωγός Jean-Marie Drot, ο «παραμυθάς» Δημήτρης Προύσαλης, ο θεατρολόγος Πλάτων Μαυρομούστακος, και άλλοι.

Οι εκθέσεις

Οι ατομικές φωτογραφικές εκθέσεις στην Τσακάλωφ είχαν ήδη δειλά ξεκινήσει από το 1984 με την ίδρυση του «Φωτοχώρου», ως ένα μέσο ποιοτικής και ουσιαστικής προβολής του καταστήματος. Η ίδρυση όμως του Κύκλου συνδυάστηκε με την επιθυμία όλων μας να λειτουργήσουν οι εκθέσεις ως ένα μέσο στην πορεία των φωτογράφων-μελών προς την καλλιτεχνική τους ωριμότητα. Αρχικά, από το 1988 μέχρι το 1990, οι εκθέσεις γίνονταν στον μεγάλο χώρο του εντευκτηρίου-βιβλιοθήκη. Μετά το οριστικό κλείσιμο του καταστήματος το 1990 μεταφέρθηκαν στον μικρό χώρο τής οδού Τσακάλωφ.

Το 1990 και το 1992 διοργανώσαμε δύο πολύ μεγάλες ομαδικές εκθέσεις των μελών του Κύκλου στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο πάρκο Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ). Τα επόμενα δύο χρόνια διοργανώσαμε δύο παρόμοιες εκθέσεις στον Μύλο της Θεσσαλονίκης. Το 1990 εκθέσαμε πορτρέτα Ελλήνων λογοτεχνών από μέλη του Κύκλου στην Εβδομάδα Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Παρίσι. Το 1994 διοργανώσαμε μια μικρή ομαδική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη σε συνεργασία με το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών («Περιπλάνηση στη ζωή του Ελληνικού Οδηγισμού»). Οι φωτογράφοι μέλη Κύκλου είχαν επί ένα διάστημα φωτογραφίσει διάφορες δραστηριότητες και εκδηλώσεις του ΣΕΟ. Το 1997 τρεις φωτογράφοι του Κύκλου συμμετείχαν, μαζί με ισάριθμους Κυπρίους, στη φωτογράφιση, έκθεση και έκδοση λευκώματος με τον τίτλο Κύπρος, Έξι φωτογραφικά βλέμματα. Η έκθεση έγινε στην Κύπρο και την Αθήνα. Το 1998, για τα δέκα χρόνια του Κύκλου, διοργανώσαμε μια μεγάλη ομαδική έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου (τότε στην οδό Ηρακλείτου) και καλύψαμε όλους τους τοίχους από το ισόγειο μέχρι την ταράτσα. Το 2001 κάναμε μια μεγάλη έκθεση ακόμα, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, με τον τίτλο «Αθήνα 2001: Φωτογραφικές όψεις και Απόψεις». Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης έκθεσης ήταν ότι σχεδιάστηκε και προετοιμάστηκε έτσι ώστε οι φωτογράφοι που συμμετείχαν να έχουν αναλάβει ένα θέμα σε σχέση με την πόλη μας, ώστε στο τέλος να έχουμε ένα πανόραμα προσωπικών απόψεων πάνω στην Αθήνα στο γύρισμα του αιώνα. Ένας αξιόλογος κατάλογος συνόδευσε την έκθεση. Η έκθεση μεταφέρθηκε έναν χρόνο μετά και στη Λευκωσία. Το 2001, επίσης, διοργανώσαμε με πρωτοβουλία και επιμέλεια της Μαρίας Ξεναρίου μια έκθεση στην Perugia της Ιταλίας με τον τίτλο «Το βλέμμα Ελλήνων φωτογράφων». Το 2003 διοργανώσαμε στις Φωτογραφικές Συναντήσεις Κυθήρων ομαδική έκθεση φωτογράφων μελών του Κύκλου. Το 2006 διοργανώσαμε σε συνεργασία με τον Διεθνή Αερολιμένα Ελ. Βενιζέλος ομαδική έκθεση με θέμα το πορτρέτο (στο επίπεδο αφίξεων του Αερολιμένα). Το 2008 για τα είκοσι χρόνια του Κύκλου διοργανώσαμε στο Μουσείο Μπενάκη μια μεγάλη ομαδική έκθεση με προβολή των φωτογραφιών σε είκοσι τηλεοπτικά μόνιτορ. Το 2011 διοργανώσαμε στο Μουσείο Μπενάκη έκθεση τεσσάρων φωτογράφων που εξέφραζαν τις διαφορές και τις ομοιότητες των φωτογραφικών κατευθύνσεων στον Κύκλο. Ο τίτλος της άλλωστε ήταν χαρακτηριστικός: «Τέσσερις ορίζοντες». Τέσσερις κατάλογοι-μονογραφίες συνόδευαν την έκθεση. Από το 2011 και κάθε χρόνο διοργανώνουμε σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ένωση τις εκθέσεις «Φωτογραφικά ζεύγη», στις οποίες δύο μέλη του Κύκλου που συνδέονται με φωτογραφικούς, συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς εκθέτουν κάθε χρόνο τη δουλειά τους. Το 2014 διοργανώσαμε στον χώρο τέχνης The Box ομαδική έκθεση με τίτλο «Θάλασσες».

Πολυάριθμες ήταν και οι μικρότερες ομαδικές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις και μέρη, όπως στο Εθνικό Ωδείο, στην ΚΕΘΕΑ Διάβαση, στο μπαρ Booze, στην Galerie Transit του Στρασβούργου, στο Montreal του Καναδά, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, στον Φυρκά των Χανίων, στο Παυσίλυπο της Καρδίτσας, στη Ροδιακή Έπαυλη, στο Ξενία της Ναυπάκτου, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, στο Μορφωτικό Κέντρο Στεμνίτσας, και αλλού.

Διοργανώθηκαν επίσης πάρα πολλές ατομικές εκθέσεις στον «Φωτοχώρο» και αλλού, υπό την αιγίδα πάντοτε του Κύκλου. Θα αναφέρω ενδεικτικά τους φωτογράφους Γιάγκο Αθανασόπουλο, Περικλή Αντωνίου, Αναστασία Βουτυροπούλου, Τάσο Βρεττό, Λεωνίδα Δημακόπουλο, Νίκο Δημολίτσα, Τάκη Διαμαντόπουλο, Λία Ζαννή, Solveigh Kaehler, Χάρη Κακαρούχα, Στράτο Καλαφάτη, Μανώλη Κανακάκη, Νανά Καραμαγκιώλη, Δημήτρη Καρπούζη, Πάνο Κοκκινιά, Χρήστο Κοψαχείλη, Ένη Κούκουλα, Γιάννη Ζαφείρη, Γιάννη Μαραπά, Μάνο Μαργαρίτη, Γιώργο Μαρίνο, Πηνελόπη Μασούρη, Δημήτρη Μασσέλο, Ελένη Μουζακίτη, Μανώλη Μπαμπούση, Περικλή Μπούτο, Δημήτρη Μυτά, Ανδρέα Σφυρίδη, Ανδρέα Σχοινά, Έφη Παλαιολόγου, Λεωνίδα Παπαδόπουλο, Γιάννη Παπανικολάου, Λάμπρο Παπανικολάτο, Κατερίνα Παττακού, Μαρία Παυλάκη, Γιάννη Παυλίδη, Κωστή Πετράκη, Κώστα Πιττακή, Μιχάλη Πολιτόπουλο, Σταύρο Πρωτογεράκη, Νατάσα Τσελέπογλου, Νίκο Χατζηγεωργιάδη, Μαίρη Χριστοφίδη κ.ά.

Πάντοτε όμως προσπαθούσαμε να δείξουμε και δουλειά αλλοδαπών φωτογράφων, αν και προσκρούσαμε συχνά στην οικονομική αδυναμία μας. Παρόλα αυτά δείξαμε φωτογραφίες του Lucien Aigner, της Joan Barker, του Jean-François Bauret, του Henri Cartier-Bresson (από τη συλλογή του Ρένου Ξείππα), του Fabien Deflou, του John Pack, του Bernard Plossu και του Tadanori Saito.

Οι εκδόσεις

Οι φωτογραφικές εκδόσεις ήταν πάντα ο πρώτος (αν και ο δυσκολότερος) στόχος μας. Τα πρώτα ομαδικά λευκώματα με φωτογραφίες μελών του Κύκλου κυκλοφόρησαν το 1990. Το ένα (μικρό) από το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας (στη σειρά Hellenic Photography Selections) του Σταύρου Μωρεσόπουλου, εκδότη του περιοδικού Φωτογραφία. Και το άλλο (μεγάλο) από τις εκδόσεις Γνώση. Και τα δύο με τον τίτλο Φωτογραφικός Κύκλος. Εκτός αυτών των δύο κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Φωτοχώρος και έξι κατάλογοι ομαδικών εκθέσεων του Κύκλου (Φωτογραφικός Κύκλος, κατάλογος έκθεσης στο Κέντρο Τεχνών 1992, Μύλος, κατάλογος έκθεσης στον Μύλο Θεσσαλονίκης 1993, Κύκλος 94, κατάλογος έκθεσης στον Μύλο Θεσσαλονίκης 1994, Κύπρος: Έξι φωτογραφικές διαδρομές, κατάλογος έκθεσης στο Σπίτι της Κύπρου 1998, Δέκα χρόνια Κύκλος, κατάλογος έκθεσης στο Σπίτι της Κύπρου 1998 και Αθήνα 2001: Φωτογραφικές όψεις και απόψεις, κατάλογος έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη 2001).

Στον τομέα των λευκωμάτων-μονογραφιών από τις Εκδόσεις Φωτοχώρος κυκλοφόρησαν μονογραφίες των φωτογράφων-μελών: Βασίλη Βούκλιζα, Αλέξανδρου Βούτσα, Βασίλη Γεροντάκου, Νίκου Δημολίτσα, Γιάννη Ζαφείρη, Πάνου Κοκκινιά, Σάββα Λαζαρίδη, Δημήτρη Μυτά, Ιωάννας Ράλλη, Σιλουανού, Ανδρέα Σχοινά. Κυκλοφόρησε, επίσης, και μια σειρά πανομοιότυπων μικρών μονογραφιών, που ονομάστηκε «Μικρή Σειρά», των φωτογράφων-μελών: Θωμά Άνεμου, Περικλή Αντωνίου, Ζωής Γαμπιεράκη, Άκη Δέτση, Λεωνίδα Δημακόπουλου, Νίκου Δημολίτσα, Λίας Ζαννή, Solveigh Kaehler, Χάρη Κακαρούχα, Δημήτρη Κανέλλο, Χρήστου Κοψαχείλη, Νανάς Καραμαγκιώλη, Σταμάτη Λαγάνη, Εύης Μαυρομάτη, Ελένης Μουζακίτη, Δημήτρη Μυτά, Στέλλας Νάστου, Λάμπρου Παπανικολάτου, Κατερίνας Παττακού, Μαρίας Παυλάκη, Κωστή Πετράκη, Μιχάλη Πολιτόπουλου, Μανόλη Πρινιανάκη, Σταύρου Πρωτογεράκη, Γκλόρυς Ροζάκη, Πάνο Ροζάκη, Ζωής Σιοτρόπου, Ανδρέα Σχοινά, Αμαλίας Σωτηροπούλου, Νατάσας Τσελέπογλου, Νίκου Τσιφόρου, Νίκου Χατζηγεωργιάδη, Κώστα Χατζηπέτρο. Όλα τα παραπάνω λευκώματα-μονογραφίες εκδόθηκαν με πόρους των ίδιων των φωτογράφων

Η εκδοτική δραστηριότητα ήταν κάτι που μας ενδιέφερε πάντοτε πολύ περισσότερο από τις εκθέσεις. Και, παρά τη διάδοση του διαδικτύου, στον Κύκλο εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι τα βιβλία είναι κάτι που κάθε φωτογράφος ονειρεύεται και πρέπει να επιδιώκει. Εντούτοις, είναι μάλλον σίγουρο ότι ένα φωτογραφικό καλλιτεχνικό λεύκωμα δύσκολα μετατρέπεται από όνειρο σε πραγματικότητα. Το κόστος παραγωγής είναι δυσβάσταχτο, η διανομή εξαιρετικά προβληματική και οι πωλήσεις (άσχετα από την ποιότητα των φωτογραφιών και τη φήμη του φωτογράφου) εξαιρετικά περιορισμένες.

Μια άλλη εκδοτική δραστηριότητα που μας γοήτευε ιδιαίτερα ήταν η έκδοση εφημερίδας ή περιοδικού. Ξεκινήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με ένα έντυπο που είχε εμφάνιση εφημερίδας (σε καλύτερο όμως χαρτί και με διτονική εκτύπωση) και με τον τίτλο Φωτογραφικός Κύκλος, το οποίο από το επόμενο φύλλο μετατράπηκε σε Φωτοχώρος. Διανεμόταν δωρεάν και στηριζόταν στις λιγοστές διαφημίσεις εισαγωγέων φωτογραφικών ειδών. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε ότι θα έπρεπε να βάλουμε μια μικρή τιμή (200 δραχμές). Απογοητευτήκαμε όμως πικρά, όταν διαπιστώσαμε ότι αυτή η τόσο χαμηλή τιμή απομάκρυνε πληθώρα αναγνωστών, οι οποίοι έσπευδαν μέχρι τότε να προμηθευτούν τη δωρεάν έκδοση. Μετά από έξι φύλλα αποφασίστηκε η διακοπή της έκδοσης. Στη συνέχεια, σε συνεργασία με το περιοδικό Φωτογράφος, εκδώσαμε δύο ένθετα στο περιοδικό με τον τίτλο Φωτογραφικός Κύκλος και σταματήσαμε και πάλι.

Οι αποτυχίες μάς έκαναν πιο φιλόδοξους και κινηθήκαμε με πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Να βγάλουμε ένα περιοδικό τόσο καλό σε εμφάνιση και περιεχόμενο, ώστε εκείνος που θα το αγόραζε να το φύλαγε για να το βιβλιοδετήσει και να το κρατήσει στη βιβλιοθήκη του. Το ονομάσαμε και αυτό Φωτοχώρος. Μετά το κλείσιμο του ομώνυμου καταστήματος το 1990, το όνομα αυτό χαρακτήριζε πλέον τις εκδόσεις μας, την εκθεσιακή μας αίθουσα και λίγο αργότερα το μπαράκι μας. Η τιμή του περιοδικού ορίστηκε περίπου στην τιμή των περιοδικών του περιπτέρου (1.500 δρχ). Κυκλοφορούσε ανά τετράμηνο. Εκδόθηκαν δεκατρία τεύχη από το 1994 μέχρι το 1999, οπόταν και σταμάτησε η έκδοσή του. Η επιτυχία του ήταν σημαντική για τα δεδομένα της έκδοσης. Έφτασε να πουλάει και τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα με μια υποτυπώδη διανομή. Είχε αρκετούς συνδρομητές. Η ύλη του ήταν ενδιαφέρουσα και η εκτύπωση πραγματικά υψηλής ποιότητας. Είχε πάντοτε πορτφόλιο νέων φωτογράφων, θεωρητικά άρθρα, συνεντεύξεις, μεταφράσεις ξένων άρθρων, παρουσιάσεις μεγάλων φωτογράφων, κριτική βιβλίων, κλπ. Εκτός από εμένα, στο περιοδικό έγραφαν τακτικά ο Αντώνης Κυριαζάνος (αρχισυντάκτης του περιοδικού), η Γκλόρυ Ροζάκη, ο Χρήστος Κοψαχείλης, ο Βασίλης Αλεξάκης, ο Γιάννης Δημητριάδης, ο Σύλλας Ζήλιας κ.ά. Η κούραση για την έκδοση του περιοδικού ήταν μεγάλη και την επωμιζόμασταν ο Αντώνης Κυριαζάνος και εγώ (συγγραφή, κυνήγι και συγκέντρωση ύλης, σχεδίαση και στήσιμο, επίβλεψη εκτύπωσης, αποστολή συνδρομών, διανομή, επιστροφή τευχών κλπ.). Εντούτοις, αυτό που οδήγησε στη διακοπή της κυκλοφορίας του δεν ήταν η κούραση της εκδοτικής δουλειάς, η οποία αντισταθμιζόταν από την ικανοποίηση του αποτελέσματος, όσο η αδυναμία συγκέντρωσης διαφημίσεων, χωρίς τις οποίες η ακριβή αυτή έκδοση δεν μπορούσε να επιβιώσει.

Οι εκδρομές

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισαν οι εκδρομές –των μαθητών αρχικά και των μελών στη συνέχεια– στο Ναύπλιο. Ήταν μια ευκαιρία για καλύτερη γνωριμία των μελών μεταξύ τους, για συζητήσεις και γλέντια και καθόλου για φωτογράφιση ή μάθημα. Κάθε χρόνο γίνονταν δύο εκδρομές στο Ναύπλιο. Έδρα μας ήταν το μπαράκι «Αναδρομή» και διαμονή μας το ξενοδοχείο Διόσκουροι. Φαγητά, ποτά και χοροί. Συχνά η εκδρομή επεκτεινόταν μέσω Κοσμά και Γερακίου στη Σπάρτη και στον Μυστρά και σχεδόν πάντα περιλάμβανε και επίσκεψη στις Μυκήνες. Η μετοίκησή μου στη Σύρο διέκοψε αυτή τη συνήθεια. Τώρα πλέον οι εκδρομές γίνονται στο νησί μου. Δύο μεγάλα ταξίδια έγιναν το 1989 και το 1990 στην Αίγυπτο και στη Ρωσία και ένα (ίσως και το καλύτερο) το 1996 στην Τοσκάνη, που συνδυάστηκε και με βραδινά μαθήματα κριτικής στο παλιό σπίτι όπου είχαμε την έδρα μας στην Pistoia. Μερικά άλλα ταξίδια (με μικρό αριθμό μελών) έγιναν στη Σικελία (2007), στη Verona (2008) και στη Σκωτία (2010).

Οι Πέμπτες

Αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησαν οι, περίφημες πλέον, παρουσιάσεις της Πέμπτης. Στον χώρο του εντευκτηρίου, στριμωγμένα σε καρέκλες αλλά και κατάχαμα, περί τα εξήντα μέλη (τόσοι μπορούσαν να χωρέσουν) παρακολουθούσαν την παρουσίαση της δουλειάς ενός ή δύο φωτογράφων-μελών. Η επιτυχία ήταν τέτοια, ώστε μαζεύονταν πολλοί έξω από το παράθυρο-βιτρίνα επί της Τσακάλωφ για να βλέπουν στο βάθος την προβολή, χωρίς να μπορούν όμως να ακούν και τα σχόλια. Δεν ήταν εύκολο να βρεθεί ο ρυθμός και το ύφος των παρουσιάσεων. Από την αρχή επέμεινα ότι δεν ήταν σωστό να παρασυρόμαστε σε αυστηρή κριτική, πολύ περισσότερο που η παρουσίαση ήταν ένα είδος γιορτής για τον προσκεκλημένο φωτογράφο, ο οποίος σχεδόν πάντοτε (όπως μόνον εκείνος είχε τότε τέτοιο δικαίωμα) είχε προσκαλέσει εξωκυκλικούς φίλους και συγγενείς να τον δουν και να τον θαυμάσουν. Είχε καθιερωθεί να προετοιμάζω μαζί με τον φωτογράφο την παρουσίαση και να σχολιάζω πρώτος. Στην πορεία υιοθετήθηκαν διάφορες άλλες προσεγγίσεις, όπως να μη διαλέγω εγώ τις φωτογραφίες και να μη μιλάω πρώτος και φτάσαμε στο σημείο να δοκιμάσουμε να είμαι και απών (κάτι που όταν μετακόμισα στη Σύρο δεν μου έπεφτε και άσχημα), αλλά όλες αυτές οι δοκιμές, αν και είχαν τα πλεονεκτήματά τους, εγκαταλείφθηκαν κατόπιν διαφωνίας των περισσοτέρων. Από πέρυσι δοκιμάστηκε με επιτυχία τις Πέμπτες η συμμετοχή και άλλων μελών ως παρουσιαστών-επιμελητών δίνοντάς μου τη χαρά να συμμετέχω πλέον ως απλός θεατής-σχολιαστής από τις θέσεις του κοινού.

Μετά την αποχώρησή μας από το ακίνητο της οδού Τσακάλωφ, το 2005, αποφασίστηκε να μεταφέρουμε τις παρουσιάσεις σε διάφορα άλλα ιδρύματα που πρόθυμα μας παραχωρούσαν τις αίθουσές τους, μια και ο Κύκλος είχε σημαντική φήμη και ήταν γνωστό ότι μπορούσε να «μαζεύει κόσμο», κάτι που όλα τα ιδρύματα επιδιώκουν. Κάναμε παρουσιάσεις στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, όπως και σε εκείνο του Ινστιτούτου Γκαίτε, αλλά καταλήξαμε και εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο μεγάλο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς πρώτον διότι ήταν το μεγαλύτερο, δεύτερον για να τιμήσουμε το Μουσείο που μας φιλοξενούσε και τρίτον για να μη μπερδεύονται τα μέλη σχετικά με τον εκάστοτε τόπο παρουσίασης. Τα μειονεκτήματα της Πειραιώς ήταν και είναι η απόσταση από το κέντρο και το μεγάλο μέγεθος (τετρακόσιες θέσεις) που τρομάζει τους παρουσιάζοντες και αυξάνει το άγχος τους. Το δεύτερο όμως αυτό μειονέκτημα είναι ταυτόχρονα και το βασικό πλεονέκτημά του, αφού ο μεγάλος χώρος επιτρέπει την προσέλευση πολλών φίλων και αγνώστων.

Η βιβλιοθήκη

Η βιβλιοθήκη του Κύκλου είχε τη βάση της στη δική μου προσωπική φωτογραφική βιβλιοθήκη, την οποία ξεκίνησα το 1977, όταν ξεκίνησε και το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία. Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα τότε, ήταν του Bruce Davidson, που έγινε έτσι ο πρώτος –μεταφορικά– δάσκαλός μου. Συγκινητικό ήταν επομένως το γεγονός, όταν, τριάντα χρόνια μετά και αφού είχαμε δωρίσει τη βιβλιοθήκη μας στο Μουσείο Μπενάκη, ο Bruce Davidson στα εγκαίνια της ατομικής του έκθεσης στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, την οποία είχα επιμεληθεί ο ίδιος, μου χάρισε εκείνο το ίδιο πρώτο βιβλίο, καθώς και ένα άλλο με τις φωτογραφίες του από το τσίρκο, με μια αφιέρωση στην οποία με αποκαλούσε –αυτός πλέον– δάσκαλό του.

Όταν ξεκίνησα τα μαθήματα στο υπόγειο Studio Quark η βιβλιοθήκη είχε ήδη πάρα πολλά βιβλία και ήταν η βασική πηγή των γνώσεών μου. Οι διαφάνειες από τα βιβλία αυτά (περίπου δέκα χιλιάδες) αποτέλεσαν αρχικά και για μεγάλο διάστημα τον κορμό των σεμιναρίων μου. Στα χρόνια της οδού Τσακάλωφ τα βιβλία πολλαπλασιάζονταν με γεωμετρική ταχύτητα. Η βιβλιοθήκη έφτασε τους τέσσερις χιλιάδες τόμους, πολλές δε από τις εκδόσεις ήταν ανεκτίμητες σε χρηματική αξία, καθότι εξαιρετικά σπάνιες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα μέλη (που μόνον αυτά είχαν το δικαίωμα εισόδου στο εντευκτήριο και πρόσβασης στη βιβλιοθήκη) διάβαζαν μετά μανίας τα βιβλία αυτά. Σιγά-σιγά το ενδιαφέρον μειώθηκε. Οι παλαιοί αναζητούσαν καινούργια, αλλά καινούργια δύσκολα υπήρχαν αφενός λόγω οικονομικής αδυναμίας και αφετέρου λόγω αυστηρότερης πλέον επιλογής. Οι νέοι δεν έδειχναν το ανάλογο ενδιαφέρον για τα βιβλία, ενώ το internet παρείχε την ευκαιρία περιήγησης σε άπειρα ονόματα διάσημων και άσημων φωτογράφων. Για μένα προσωπικά το ενδιαφέρον είχε μετατεθεί από τους μεγάλους φωτογράφους, των οποίων το έργο ήξερα πλέον απέξω, στους νέους φωτογράφους μαθητές μου, των οποίων το έργο βελτιωνόταν εντυπωσιακά από χρονιά σε χρονιά.

Εργαζόμενοι – Εντευκτήριο – Καφενείο

Από την ίδρυση του Φωτογραφικού Κύκλου αποφασίστηκε η δημιουργία στο εντευκτήριο ενός μικρού μπαρ με ποτά και λίγα εδέσματα. Μερικοί φίλοι-μαθητές-μέλη του Κύκλου είχαν αναλάβει να κάνουν βάρδιες για να καλύπτουν τις ανάγκες του θαλάμου, του εντευκτηρίου και του μπαρ. Μεταξύ των πρώτων που επωμίστηκαν αυτή την ευθύνη ήταν η Νανά Καραμαγκιώλη, ο Πάνος Κοκκινιάς, η Αναστασία Βουτυροπούλου, η Ένη Κούκουλα, ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος, η Έφη Παλαιολόγου, ο Ανδρέας Σχοινάς, η Λία Ζαννή, η Ιόλη Παράσχη, η Βασιλική Κατριβάνου και η Δήμητρα Σταυροπούλου. Πολύ γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι η δουλειά ήταν τόσο πολλή και ήθελε επένδυση τόσων ωρών, ώστε αποφασίστηκε να αναλάβουν τη δουλειά, με πλήρη και κανονική απασχόληση, ο Ανδρέας Σχοινάς (ως υπεύθυνος θαλάμου) και η Λία Ζαννή (ως υπεύθυνη γραμματείας). Το αυτοσχέδιο μπαράκι όμως προκαλούσε προβλήματα και εγκυμονούσε φορολογικούς κινδύνους. Έτσι το 1997 αποφασίσαμε –και με μεγάλο κόπο καταφέραμε– να πάρουμε μια άδεια και να μετατρέψουμε τον μικρό παρακείμενο χώρο των 25 τ.μ. σε ένα πολύ χαριτωμένο και ευχάριστο μπαρ, ανοικτό στο κοινό, το οποίο διακόσμησε χρωματικά η Νανά Καραμαγκιώλη, που ήταν επίσης υπεύθυνη για τη χρωματική διακόσμηση του μεγάλου εντευκτηρίου. Το μπαράκι-καφενείο, το οποίο ανέλαβε να διαχειρίζεται ο Θοδωρής Κοντογιαννόπουλος, μέλος του Κύκλου, έδωσε πολύ κέφι στις συναντήσεις μας και στις φωτοκυκλικές παρέες, ενώ φιλοξενούσε και τις εκθέσεις των μελών. Δυστυχώς, έξι χρόνια μετά χρειάστηκε να κλείσει διότι δεν απέφερε το παραμικρό κέρδος, ενώ δημιουργούσε προβλήματα με τους ενοίκους και περιοίκους.

Ο σκοτεινός θάλαμος

Όταν το 1984 ανοίξαμε το κατάστημα «Φωτοχώρος» όλοι οι εισαγωγείς φωτογραφικών ειδών με είχαν αποτρέψει να ασχοληθώ με τον σκοτεινό θάλαμο ισχυριζόμενοι ότι ήταν κάτι που είχε πεθάνει. Δεν είχα την ίδια γνώμη και μπορώ να πω ότι ο «Φωτοχώρος» συνετέλεσε στην νέα άνθηση του ασπρόμαυρου σκοτεινού θαλάμου. Πείσαμε την Ilford να φέρει καλά ασπρόμαυρα χαρτιά και δεν περνούσε μέρα χωρίς να πουλήσουμε έναν πλήρη σκοτεινό θάλαμο. Όταν έγινε ο θάλαμος του Κύκλου, τον εξοπλίσαμε με ό,τι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η διεθνής αγορά. Ήταν αυτό που συνήθως αποκαλείται ως state of the art θάλαμος.

Πρέπει να σημειώσω με έκπληξη ότι επί τόσα χρόνια τίποτα δεν κλάπηκε και τίποτα δεν καταστράφηκε στον θάλαμο, αντίθετα με όσα μαθαίναμε ότι συμβαίνουν σε διάφορες σχολές. Και να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω εξαρτήματα ήταν ελεύθερα στη διάθεση των μελών. Αλλά και γενικότερα στον Κύκλο δεν σημειώθηκαν κλοπές. Ακόμα και από τη βιβλιοθήκη κλαπήκανε ελάχιστα βιβλία και (αξιομνημόνευτο) όσα (λίγα) έτυχε να κλαπούν ήταν εντελώς ασήμαντα, τόσο που δεν θελήσαμε καν να αντικαταστήσουμε. Κάτι που μας καθησύχασε για το κακό γούστο των κλεπτών.

Από την Τσακάλωφ στο Μπενάκη (από το χτες στο σήμερα)

Το 2003 το Μουσείο Μπενάκη αποφάσισε να δημιουργήσει ένα φωτογραφικό τμήμα και ανέθεσε στον Φωτογραφικό Κύκλο την ευθύνη της δημιουργίας και διαχείρισής του. Η απόφαση αυτή ήταν τιμή για τον Κύκλο, αλλά και ευκαιρία για στενότερη συνεργασία με έναν σημαντικό πολιτιστικό οργανισμό. Η εμπειρία αυτή πρόσφερε πολλά σε όλα τα μέλη του Κύκλου και συνέβαλε στη διατήρηση και ενίσχυση του ενδιαφέροντος για τη φωτογραφία, τόσο στους κύκλους των μελών όσο και ευρύτερα. Η σχέση αυτή δεν ήταν πάντοτε εύκολη, αλλά η συμβολή του Μουσείου στη διάδοση της φωτογραφίας και στην υποστήριξη νέων καλλιτεχνών είναι αδιαμφισβήτητη και όλοι επωφεληθήκαμε από αυτό.

Πέρα όμως από την επιθυμία ή τη βούληση των μελών, υπήρχε το μόνιμο πρόβλημα της αναντιστοιχίας των εξόδων προς τα έσοδα. Τα έσοδα του σωματείου ήταν (και είναι) μόνον οι ετήσιες εισφορές των μελών. Οι σπάνιες και ελάχιστες χορηγίες που πήραμε από το Υπουργείο Πολιτισμού και από το Ίδρυμα Κωστοπούλου χρησιμοποιήθηκαν για συγκεκριμένες δραστηριότητες. Μια τυχόν αύξηση της εισφοράς θα σήμαινε και σίγουρη μείωση των μελών. Μπροστά στο αδιέξοδο και αφού πέρασαν δύο άπραγα χρόνια μαρασμού (2003-2005) αποφασίστηκε η αποχώρηση από το ακίνητο της οδού Τσακάλωφ. Η έδρα πλέον του σωματείου περιορίστηκε στον μικρό χώρο της ίδιας διεύθυνσης. Είναι αλήθεια ότι στη λύση αυτή οδήγησε και η ψηφιακή επανάσταση. Ο σκοτεινός θάλαμος παρέμενε ουσιαστικά αχρησιμοποίητος. Ελάχιστοι πλέον διέθεταν αναλογική μηχανή, και οι λίγοι φανατικοί του παρελθόντος είχαν δικό τους σκοτεινό θάλαμο. Η μετακόμισή μου στη Σύρο στέρησε το εντευκτήριο από τη σχεδόν συνεχή μου παρουσία, που ήταν κατά τα πρώτα χρόνια χρήσιμη για συμβουλές και κριτική, το κλείσιμο του καφενείου δεν ευνοούσε την παρέα και τα βιβλία μας παρέμεναν στα αζήτητα. Ο Γόρδιος δεσμός δεν μπορούσε να λυθεί παρά μόνο με δύο τρόπους. Ή με ενοικίαση νέου (έστω πιο μικρού και οικονομικά προσιτού) χώρου, κάτι όμως για το οποίο τα μέλη δεν εκδήλωναν προθυμία, είτε με μετακόμιση όλων των δραστηριοτήτων μας στο ήδη φιλόξενο Μουσείο Μπενάκη. Η λύση αυτή –εξακολουθώ να το πιστεύω– ήταν όχι απλώς η καλύτερη, αλλά και η μόνη δυνατή. Κάθε αλλαγή βέβαια συνοδεύεται και από έναν φόβο, αλλά κρύβει και μια ελπίδα για ανανέωση

Ο εξοπλισμός του θαλάμου (πανάκριβος και ζηλευτός κάποτε) χαρίστηκε ή πουλήθηκε εξευτελιστικά. Κανείς πια δεν αγόραζε τέτοια εξαρτήματα. Η βιβλιοθήκη μπορούσε να πουληθεί, αλλά δεν μας έκανε καρδιά. Ήταν κάτι που μας είχε συντροφεύσει και την αγαπούσαμε. Θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τις πανάκριβες εκδόσεις και να χαρίσουμε τα υπόλοιπα. Θα ήταν σαν να την καθιστούσαμε ανάπηρη. Προτιμήθηκε η δωρεά στο Μουσείο Μπενάκη, όχι μόνον ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία που μας παρέχει, αλλά διότι ελπίσαμε ότι έτσι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα. Είναι αλήθεια πάντως ότι δεν διαπιστώνω και κάποια δίψα από πλευράς της πλειοψηφίας των νέων φωτογράφων για ενημέρωση και ανάγνωση και έτσι δεν μένει παρά να επαναλάβω για άλλη μια φορά ότι όλα τα πράγματα έχουν τον χρόνο τους και τις συνθήκες τους και ότι μαζί με μας αλλάζουν και αυτά. Ας έχουμε τη σοφία να παρακολουθούμε το ρεύμα χωρίς αναγκαστικά να παρασυρόμαστε από αυτό.

Σήμερα, το Μουσείο Μπενάκη μάς προσφέρει τα αμφιθέατρά του για κάθε είδους συνάντηση, παρουσίαση, διάλεξη. Στο μέτρο του δυνατού (λόγω του πυκνού προγραμματισμού του) μας προσφέρει εκθεσιακούς χώρους (στις αρχές του επόμενου έτους προγραμματίζουμε μεγάλη ομαδική έκθεση), ενώ μπορούμε να χρησιμοποιούμε και τα ευχάριστα καφενεία του. Αλλά οι δραστηριότητές μας επεκτείνονται και πέρα από το Μουσείο. Από πέρυσι, κάθε Τρίτη, διοργανώνουμε επίσης προβολές και συναντήσεις στο φιλόξενο καφενείο-μπαρ Rosebud του μέλους μας Δημήτρη Χαραλά. Ενώ και το αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στην οδό Μασσαλίας μας παραχωρείται για εκδηλώσεις, αλλά και ο εκθεσιακός του χώρος όποτε τον θελήσουμε («Φωτογραφικά ζεύγη» και άλλα). Σε αυτά να προσθέσουμε και τον φιλόξενο χώρο τέχνης The Box του μέλους μας Βασίλη Ραγουζαρίδη.

Το παρόν λεύκωμα δίνει όμως και μια άλλη διάσταση που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστη και με την οποία νομίζω ότι και όλα τα παλαιά μέλη θα συμφωνήσουν. Ουδέποτε στον «Φωτογραφικό Κύκλο» γινόταν τόσο καλή και τόσο πολλή φωτογραφία. Πάντα υπήρχαν καλοί φωτογράφοι στον Κύκλο. Ουδέποτε όμως τόσοι πολλοί και με δουλειά σε βάθος.

Είναι όμως αδύνατον να μην υπάρχουν και αρνητικές πλευρές. Και, νομίζω, ότι αυτές εντοπίζονται στη δυσκολία των γνωριμιών και των επαφών, που εξασφάλιζε ο συγχρωτισμός του θαλάμου και οι συχνές εκδρομές. Μπορεί όμως αυτό να είναι απλώς το τίμημα της νέας εποχής. Η άλλη, δηλαδή, πλευρά των ψηφιακών ευκολιών και της ταχύτητας (και προχειρότητας) του διαδικτύου. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι όσα από τα μέλη έχουν έρθει σε εκδρομές και σεμινάρια της Σύρου έχουν γνωριστεί μεταξύ τους και έχουν σφυρηλατήσει δεσμούς παρέας. Γι’ αυτό και κάποιος μίλησε για μέλη δύο ταχυτήτων. Το ίδιο έχει συμβεί και με όσους συναντώνται τις Τρίτες στο Rosebud ή τις Πέμπτες στο Μουσείο. Τα forum και τα chatrooms δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις συναντήσεις. Πρόκειται όμως για μια δυνατότητα που την ασκεί κανείς στον βαθμό που την έχει ανάγκη. Αλλιώς δεν πειράζει. Μένει η καλή φωτογραφία.

Τα μέλη

Από τον Κύκλο πέρασαν μέχρι σήμερα περισσότεροι από δύο χιλιάδες άνθρωποι. Διαβάζοντας τη λίστα με τα ονόματά τους (και είμαι σίγουρος ότι πολλά θα μου έχουν διαφύγει) μου έρχεται σωρεία σκέψεων. Άλλοι έκαναν έναν κύκλο σεμιναρίων και έφυγαν. Το όνομά τους δεν μου θυμίζει τίποτα. Λίγοι ήρθαν από απλή περιέργεια. Οι περισσότεροι όμως (ειδικά όσο τα χρόνια περνούσαν) ήξεραν τι ζητούν και τι περίπου θα βρουν. Αυτό έκανε την ατμόσφαιρα των σεμιναρίων και του σωματείου πιο ενδιαφέρουσα. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν ερασιτέχνες, αν και η λέξη επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αρνητικές και θετικές. Πάντως δεν ζούσαν κατά κύριο λόγο από τη φωτογραφία. Λίγοι ήταν οι επαγγελματίες που ήρθαν και ακόμα λιγότεροι αυτοί που έμειναν. Σχεδόν πάντα μάλιστα, όταν κάποιο μέλος είχε την επιθυμία ή την τάση να κάνει καριέρα (καλλιτεχνική ή επαγγελματική), μάλλον αποχωρούσε. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως «Κυκλικός». Αυτό εξηγεί (χωρίς να δικαιολογεί) γιατί πολύ συχνά σε βιογραφικά παλαιών μαθητών και μελών απουσιάζει η μνεία της σχέσης τους με τον Κύκλο και με τα σεμινάριά μου. Μερικοί «έδεσαν» με τον Κύκλο, έμειναν αρκετά χρόνια και μετά αποχώρησαν. Αρκετοί από αυτούς επανεμφανίστηκαν. Πολλά είναι τα ονόματα που μου φέρνουν στο μυαλό ταξίδια, εκθέσεις, παρουσιάσεις, πάρτι, διασκεδάσεις. Κυρίως καλές αναμνήσεις. Λίγες είναι οι κακές. Με εκπλήσσει πάντοτε πόσο κοντά έχω βρεθεί με πολλούς και πόσο μακριά μετά από λίγο. Και πόσο πάλι κοντά μετά την επανεμφάνισή τους. Μερικοί αποχωρούν διότι δεν ενστερνίζονται (ή δεν ενστερνίζονται πλέον) τις «Κυκλικές» απόψεις περί φωτογραφίας. Και αυτό το δέχομαι ως απολύτως λογικό. Άλλοι πάλι αποχωρούν (και το καταλαβαίνω επίσης), όταν διαισθανθούν ότι οι φωτογραφίες τους δεν αναγνωρίζονται από το ευρύτερο περιβάλλον του Κύκλου στο ύψος που εκείνοι θα ήθελαν. Με κίνδυνο να κατηγορηθώ από μερικούς μπορώ πάντως να πω ότι πολλά από τα παλαιά μέλη τα νοσταλγώ φιλικά, αλλά λίγα τα νοσταλγώ φωτογραφικά. Οι φωτογράφοι που έμειναν και οι νέοι που ήρθαν στον Κύκλο έχουν προχωρήσει πολύ μπροστά.

Σήμερα είμαστε περίπου διακόσιοι πενήντα. Μερικοί (για πρώτη φορά) είναι μόνιμοι κάτοικοι επαρχιακών πόλεων. Γράφτηκαν αφού πείστηκαν ότι ο Κύκλος δεν είναι μια κλειστή κοινωνία, στην οποία για να γραφτεί κανείς απαιτούνται ειδικές τελετές μύησης, μια φήμη που είχε επιμόνως καλλιεργηθεί από διάφορους καλοθελητές τα τελευταία χρόνια.

Στη σημερινή σύνθεση του Φωτογραφικού Κύκλου συμμετέχουν πολύ λίγα από τα μέλη που γράφτηκαν κατά την ίδρυσή του. Αν δεν κάνω λάθος, εκτός από εμένα και τη Νανά Καραμαγκιώλη, στους πρώτους εγγεγραμμένους συγκαταλέγονται ο Ανδρέας Σχοινάς, η Αναστασία Βουτυροπούλου, η Λία Ζαννή και ο Χρήστος Κοψαχείλης. Όλοι αυτοί, νομίζω χωρίς εξαίρεση, διατέλεσαν μέλη όλων των Διοικητικών Συμβουλίων έκτοτε, υπό τη δική μου μόνιμη προεδρία. Η αλλαγή φρουράς θα ήταν μια εύλογη σκέψη. Εντούτοις, έχω την αίσθηση ότι αυτή η αλλαγή πρέπει να καλλιεργηθεί και να προετοιμαστεί. Στην προσπάθειά μου αυτή παρακάλεσα τρία από τα παλαιότερα μέλη (τον Χρήστο Κοψαχείλη, τον Μάνο Λυκάκη και τον Μιχάλη Πολιτόπουλο) να δεχτούν να λειτουργήσουν ως ένα άτυπο διευθυντήριο (η πολιτική συγκυρία μάς έκανε να τους αποκαλέσουμε «τρόικα») που θα με βοηθάει, αφενός με τις συμβουλές του και αφετέρου αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στη διοίκηση του σωματείου. Παράλληλα, ανάθεσα και σε άλλα μέλη συγκεκριμένους ρόλους, όπως την παρουσίαση φωτογράφων και την κριτική των φωτογραφιών. Η επιλογή της τροϊκανής σύνθεσης δεν οφείλεται μόνο στα ιδιαίτερα φιλικά μου συναισθήματα, αλλά και στις αλληλοσυμπληρούμενες ικανότητες και αρετές των τριών μελών, καθώς και σε ένα κοινό τους χαρακτηριστικό, την ολύμπια ψυχραιμία τους, ψυχικό γνώρισμα που ουδέποτε διέκρινε τη δική μου διοικητική δραστηριότητα. Ο Κύκλος διοικείται σήμερα από ένα επταμελές διοικητικό συμβούλιο με τριετή θητεία (Πλάτων Ριβέλλης, Νανά Καραμαγκιώλη, Ανδρέας Σχοινάς, Λία Ζαννή, Χρήστος Κοψαχείλης, Μάνος Λυκάκης και Μιχάλης Πολιτόπουλος).

Το λεύκωμα

Πιστεύω ότι η σημασία και η αξία ενός σωματείου καθορίζεται περισσότερο από την ποιότητα της σύνθεσης των μελών του, παρά από τον όγκο των δραστηριοτήτων του. Και ότι η διάρκεια ζωής του σωματείου δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τη δυναμική αυτής της σύνθεσης. Ο Φωτογραφικός Κύκλος, άγνωστο πότε αλλά σίγουρα κάποτε, θα κλείσει και τον δικό του κύκλο. Θα μπορεί όμως για πάντα να καμαρώνει ότι συνέβαλε στη δημιουργία ενός –καλλιτεχνικά και φωτογραφικά– καλλιεργημένου κοινού και ότι βοήθησε τα μέλη του να εκφράσουν την πνευματικότητά τους. Το παρόν λεύκωμα δεν σηματοδοτεί κάποιο τέλος, αλλά ούτε και συνδυάζεται με κάποια συγκεκριμένη επέτειο του σωματείου, ακριβώς για να αποφύγει την παγίδα των επετειακών πανηγυρισμών. Είναι απλώς το δείγμα μιας δουλειάς που γινόταν, γίνεται και θα γίνεται σε βάθος και με διάρκεια από όλα τα μέλη του σωματείου για να τιμήσουν τη δημιουργικότητά τους και την τέχνη που έχουν επιλέξει. Είναι όμως ταυτόχρονα και η απόδειξη του εύρους των ατομικών καλλιτεχνικών προτάσεων που παρουσιάζουν οι φωτογράφοι-μέλη, ενώ παραμένουν πιστοί στις γενικές κατευθύνσεις που συνιστούν την ταυτότητα του Φωτογραφικού Κύκλου.

Πλάτων Ριβέλλη

Πρόεδρος και συνιδρυτής του
Φωτογραφικού Κύκλου