Μουσείο Μπενάκη - Φωτογραφικός Κύκλος
Έκθεση Φωτογραφίας
14 Μαΐου έως 12 Ιουνίου
Εγκαίνια Παρασκευή 13 Μαΐου 2011, 20.00
Κουμπάρη 1 - Κολωνάκι
Φωτογραφικοί Ορίζοντες
Τέσσερις φωτογράφοι τού Φωτογραφικού Κύκλου»
Βασίλης Γεροντάκος - Άγγελος Μίχας - Βασίλης Ραγουζαρίδης - Ανδρέας Σχοινάς
Ομαδική έκθεση τεσσάρων φωτογράφων μελών τού «Φωτογραφικού Κύκλου» μέσα από την οποία επιχειρείται να δοθεί το στίγμα και τα όρια τού είδους τής φωτογραφίας που καλλιεργείται στον «Κύκλο» και υποστηρίζεται από τους φωτογράφους που είναι και μέλη αυτού τού σωματείου. Ο τίτλος τής έκθεσης είναι μια αναφορά στα σημεία τού καλλιτεχνικού ορίζοντα στο πλαίσιο των οποίων φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις διαφυλάττουν την ιδιαιτερότητα τού κάθε δημιουργού υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την καλλιτεχνική συγγένειά τους. Πρόκειται δηλαδή για δύο ασπρόμαυρες και δύο έγχρωμες προτάσεις, η κάθε μια από τις οποίες κινείται σε διαφορετική θεματική και αισθητική περιοχή από τις άλλες, αλλά όλες μαζί αναδεικνύουν τα κοινά στοιχεία τής καλλιτεχνικής ταυτότητας τού «Φωτογραφικού Κύκλου». Οι δύο «ασπρόμαυροι» φωτογράφοι είναι ο Βασίλης Ραγουζαρίδης και ο Ανδρέας Σχοινάς και οι δύο «έγχρωμοι» ο Βασίλης Γεροντάκος και ο Άγγελος Μίχας.
Ο Βασίλης Γεροντάκος ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τη μοναδική ιδιότητα τής φωτογραφίας να καταγράφει με ακρίβεια εκείνες τις φευγαλέες σκέψεις και αισθήσεις που ξεκινούν από τα μάτια μας για να καταχωνιαστούν πάραυτα στο ασυνείδητό μας. Γι’ αυτό και μπορεί κανείς να δει τις φωτογραφίες του ανακατωμένες, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, άσχετα από τις απεικονίσεις τους και από το χρώμα τους ή τις σκιές τους, συνδεδεμένες μόνον από την περίεργα πειθαρχημένη και επαναλαμβανόμενη φόρμα τους. Ταυτόχρονα όμως αυτές οι άτακτα ριγμένες εικόνες του κτίζουν μια νέα σύνθεση τού κόσμου που ξέρουμε, κάτι που μας προτρέπει να απελευθερώσουμε και το δικό μας βλέμμα και τα δικά μας όνειρα. Αυτό εκπληρώνει ένα ακραίο ζητούμενο τής τέχνης. Να συγκινήσει αλλά και να εμπνεύσει.
(Απόσπασμα από τον πρόλογο τού Πλάτωνα Ριβέλλη
στον κατάλογο τής έκθεσης
με τις φωτογραφίες τού Βασίλη Γεροντάκου)
Για τον Άγγελο Μίχα ο κόσμος είναι οι άνθρωποι. Και για αυτόν όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ωραίοι. Είναι προφανές ότι, αν δεν τρέφει συμπάθεια για τον άγνωστο που βρίσκεται μπροστά στον φακό του, δεν θα πατήσει το κουμπί. Γι’ αυτό και ένιωσε ειλικρινή έκπληξη όταν άρχισε να αντιμετωπίζεται ευρύτερα το πρόβλημα τής παραβίασης τού ιδιωτικού χώρου μέσα από την κατάχρηση των καταγραφικών μέσων. Για εκείνον η φωτογράφιση των ανθρώπων είναι ένας τρόπος γνωριμίας. Όχι μόνο δεν αισθάνεται ότι βιάζει την προσωπικότητά τους ή ότι παραβιάζει τον χώρο τους, αλλά μάλλον φαίνεται να τους προσκαλεί στη δική του ιδιωτική σφαίρα.
Δεν υπάρχουν κανόνες που να καθορίζουν την προσέγγιση και φωτογράφιση των ανθρώπων στον δρόμο πέρα από εκείνους που θέτουν οι κοινοί, και δυστυχώς τόσο περιφρονημένοι πλέον, κανόνες ευγένειας καθώς και η πολύτιμη, και δυστυχώς τόσο περιφρονημένη πλέον, ανθρωπιά. Πολύ συχνά ένας άνθρωπος μπορεί με πονηριά να κρύψει την απουσία των παραπάνω στην καθημερινή του ζωή. Είναι όμως πολύ δύσκολο να το κάνει όταν φωτογραφίζει. Η ταχύτητα και η αμεσότητα τού μέσου θα αποκαλύψει τις προθέσεις του και θα επισκιάσει το φωτογραφικό αποτέλεσμα.
Για ένα είτε έμπειρο είτε αθώο βλέμμα είναι φανερό ότι οι φωτογραφίες τού Άγγελου Μίχα χαρακτηρίζονται από ευγένεια και ανθρωπιά. Ο φωτογράφος δεν έχει άλλες προθέσεις όταν φωτογραφίζει παρά να διατυμπανίσει ότι ήταν εκεί, μπροστά σε μια ανθρωπότητα που, ακόμα και όταν φαίνεται λυπημένη, είναι όμορφη, όπου το χιούμορ έρχεται να διασκεδάσει την ασχήμια, όπου η μοναξιά είναι αξιοπρέπεια και η μοναδικότητα προνόμιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μίχας δεν υποκύπτει σε φορμαλιστικές ακροβασίες. Ίσως να αισθάνεται ότι και αυτό ακόμα θα ήταν μια ιδιοτελής χρησιμοποίηση των ανθρώπων. Και ότι ο σεβασμός επιβάλλει τη διακριτικότητα. Οι φωτογραφίες του είναι άμεσες, ουσιαστικές και καθόλου φλύαρες, υπερφίαλες ή ναρκισσιστικές. Αυτό που έχει να πει το λέει πολύ έντονα, αλλά και πολύ απλά. Συνήθως η φόρμα είναι αυτή που δίνει την αίσθηση και το μέτρο τής προσέγγισης. Ο Μίχας είναι παρών αλλά δεν επιθυμεί να το διατυμπανίσει. Ούτε όμως και να το αποκρύψει. Οι φωτογραφίες του δεν είναι κλεμμένες, αλλά ούτε εκβιασμένες. Δεν έχουν ούτε γέλια, ούτε κλάματα. Ίσως λίγο χαμόγελο και πάντα μια κρυμμένη σκέψη.
Δείγμα ευγένειας και διακριτικότητας είναι επίσης το γεγονός ότι οι φωτογραφίες του δεν υποκύπτουν σε στερεότυπα που καταπιέζουν τα άτομα. Το μέρος όπου τραβήχτηκαν δεν μετράει και τόσο. Στην Κούβα, στην Ελλάδα, ή στην Ινδία οι άνθρωποι είναι το ίδιο καλοσυνάτοι, το ίδιο όμορφοι, το ίδιο μόνοι, το ίδιο αστείοι, το ίδιο λυπημένοι.
Οι φωτογραφίες τού Άγγελου Μίχα μέσα στην κυριαρχία μιας γενικευμένης φωτογραφικής αμετροέπειας, ανίας, φλυαρίας, κενότητας και αυθάδειας, έρχονται να μας θυμίσουν ότι το φωτογραφικό μέσο γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα από δημιουργούς που σεβάστηκαν με την ίδια αφοσίωση τον κόσμο και την τέχνη. Ο Μίχας μέσα από το έργο του μάς μεταφέρει τη χαρά και την αγάπη του για τη φωτογραφία και για τον άνθρωπο.
(Απόσπασμα από τον πρόλογο τού Πλάτωνα Ριβέλλη
στον κατάλογο τής έκθεσης
με τις φωτογραφίες τού Άγγελου Μίχα)
Ο Ανδρέας έχει ένα μεγάλο χάρισμα που δεν έχει σχέση με τη φωτογραφική του δεινότητα αλλά με την προσωπικότητά του. Δεν τρομάζει τους ανθρώπους με την παρουσία του. Και έτσι όλοι αφήνονται με εμπιστοσύνη και ηρεμία στον φακό του. Είτε είναι παιδιά, είτε γέροι, πλούσιοι ή φτωχοί, Έλληνες ή αλλοδαποί, ωραίοι, αδιάφοροι, ή άσχημοι. Έχει επίσης την ικανότητα και ευφυΐα - και αυτή τη φορά αναφέρομαι σε φωτογραφικές αρετές – να δημιουργεί πάντοτε (ακόμα και στις σχετικά πιο ασήμαντες φωτογραφίες του) ένα ενδιαφέρον κάδρο και μια στιβαρή αλλά – το υπογραμμίζω – διακριτική φόρμα. Μια φόρμα που ουδέποτε παρεμβαίνει για να ταράξει το περιεχόμενο, αλλά που είναι πάντοτε παρούσα. Η πληθώρα των μικρογεγονότων που περιλαμβάνουν οι φωτογραφίες εξαφανίζονται κάτω από το κυρίαρχο φωτογραφικό γεγονός που γεννιέται από την παρέμβαση τού κάδρου του. Και ο θεατής έχει πάντοτε την αίσθηση ότι καθοδηγείται από τον φωτογράφο στο καίριο σημείο που συνιστά αυτό το φωτογραφικό γεγονός. Εντούτοις πρόκειται για μια αίσθηση απατηλή, διότι οι λεπτομέρειες που συνθέτουν τη φωτογραφία ήταν και είναι συνεχώς παρούσες, με τη μόνη διαφορά ότι ουδέποτε κραυγάζουν. Έτσι μια πολυσύνθετη φωτογραφία παρουσιάζεται πάντοτε σαν μια πολύ απλή καταγραφή. Ό,τι συμβαίνει όμως στη φόρμα, έχει το αντίστοιχό του στο περιεχόμενο. Το γέλιο που συνήθως προκαλούν οι φωτογραφίες τού Ανδρέα Σχοινά δεν είναι παρά η πόρτα εισόδου τής φωτογραφίας. Μια πιο επίμονη θεώρησή της αποκαλύπτει παράλληλα - ή σε δεύτερο επίπεδο - πότε μια θλίψη, πότε μια συμπόνια, πότε μια ειρωνεία. Τα παιδιά των φωτογραφιών τού Ανδρέα είναι πάντοτε μόνα. Τα ζευγάρια πάντοτε αγκαλιασμένα. Οι γέροι ουδέποτε αποκρουστικοί ή τραγικοί, αλλά μάλλον τρυφεροί. Οι καθωσπρέπει συχνά αχαλίνωτοι και οι φουκαράδες ή οι τρελοί απρόσμενα σοβαροί.
Ο κόσμος τού Ανδρέα είναι ο πιο συνηθισμένος κόσμος τής σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Παπάδες, γλέντια και γάμοι, ποδόσφαιρο, λιτανείες και τελετές. Εντούτοις έχουμε συνεχώς την εντύπωση ότι ο Ανδρέας βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν και παρουσιάζει γεγονότα που δεν συμβαίνουν. Το βλέμμα του όμως έχει μάθει να διαπερνά το προφανές και το κάδρο του να αναδεικνύει το κοινότοπο. Ο φακός του είναι ένας θεατρικός προβολέας που απλώς επισημαίνει και υπογραμμίζει εκείνα που το βλέμμα τού κοινού θεατή αδυνατεί πλέον να διακρίνει.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει με μια λέξη το περιεχόμενο αυτών των φωτογραφιών. Είναι άραγε ουμανιστικές; Αποπνέουν την αγάπη τού Ανδρέα για τους ανθρώπους και τη χαρά του για τη ζωή; Εκφράζουν τη σχέση τους με τους εικονιζόμενους; Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Γιατί η δύναμη των φωτογραφιών βρίσκεται στις αντιφάσεις τους. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που θα τις έκανε ακατάλληλες για οποιαδήποτε επαγγελματική χρήση, η οποία απαιτεί μονοσήμαντες πληροφορίες. Ο Ανδρέας προσεγγίζει χωρίς καμία αμφιβολία με αγάπη τους φωτογραφιζόμενους. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτει τις αδυναμίες τους, έτσι ώστε η χαρά τής επιφάνειας να συμπληρώνεται, χωρίς όμως να σκιάζεται, από τη λύπη που κρύβεται στο υπόβαθρο. Ο κόσμος τού Ανδρέα, από όπου και αν προέρχεται, έχει αποχρώσεις μιας ιδιότυπης Αυλής των Θαυμάτων. Τα παιδάκια είναι πιο σοβαρά από όσο θα περίμενε κανείς και πάντοτε απελπιστικά μόνα τους. Οι παπάδες έχουν σημαντικότερο ρόλο σαν σύμβολα και πρόσωπα μιας κοινωνίας και λιγότερο σαν θρησκευτικοί λειτουργοί. Οι πτωχοί τω πνεύματι και οι πτωχοί κατά το βαλάντιο είναι αδελφοί όλων των άλλων, αστών ή εύπορων. Αλλά τίποτα δεν θα ήταν τόσο σύνθετο και πυκνό αν έλλειπε το ιδιότυπο χιούμορ τού Ανδρέα, ένα χιούμορ όχι σαρκαστικό, σαν τού Winogrand, ούτε σκληρό σαν τής Arbus. Πρόκειται για το γέλιο τού Ανδρέα, ο οποίος αγαπάει τελικά, ίσως όχι τόσο τους μεμονωμένους ανθρώπους, όσο την τρέλα τους, την ιδιορρυθμία τους, ακόμα και τη μιζέρια τους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τού δείχνουν εμπιστοσύνη, γιατί στο βλέμμα του αναγνωρίζουν την ανοχή, την κατανόηση και την τρυφερότητα που ο ίδιος νιώθει για αυτόν τον κόσμο, που για εκείνον είναι όλοι, όλος ο κόσμος.
(Αποσπάσματα από τον πρόλογο τού Πλάτωνα Ριβέλλη
στον κατάλογο τής έκθεσης
με τις φωτογραφίες τού Ανδρέα Σχοινά)
Φωτογραφίες
Εγκαίνια