fbpx

03. Τεχνική και καλλιτεχνική ορολογία

Παρασκευή, 31 Μαρτίου 2017 17:50

Το τρίτο από τα είκοσι έξι video της πρώτης ενότητας μαθημάτων "Learning Photography" από τον Πλάτωνα Ριβέλλη.

Προσέγγιση της τέχνης μέσα από την τεχνική και την καλλιτεχνική ορολογία

Όταν μιλάμε για τέχνη είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος αφορά εμάς που κάνουμε φωτογραφία και έχει να κάνει με αυτό που θεωρούμε ότι είναι η τεχνική. Αλλά είναι μια τεχνική που για μας είναι απαραίτητη. Είναι μια τεχνική γλώσσα προσέγγισης της φωτογραφίας. Αυτή η τεχνική διαμορφώνει την αισθητική της φωτογραφίας, με απώτερο στόχο το αποτέλεσμα της φωτογραφίας, με ακόμα απώτερο στόχο το περιεχόμενο και εντεύθεν το ύφος του φωτογράφου. Επομένως, κάθε επιλογή τεχνική πρέπει να εκφράζει τον φωτογράφο. Αν θα έχω μεγάλη μηχανή, μικρή, πολύ μικρή ή ογκωδέστατη. Αν θα χρησιμοποιώ τρίποδο ή όχι. Δεν είναι μόνο θέμα αν θέλω να έχω ακίνητη τη μηχανή και πολύ καθαρή την ευκρίνεια. Αν αποδέχομαι τη φλου φωτογραφία ή αν με ενοχλεί η φλου φωτογραφία. Όλα αυτά είναι πρακτικά. Αν το φλου το οποίο έχω επιλέξει ως καλό σε μια φωτογραφία είναι κακό σε άλλη. Και πράγματι, πότε θα είναι κακό; Όταν το φλου λειτουργεί ως φλου και όχι ως εργαλείο για μια φόρμα που θέλω να με βοηθήσει.

Η αλλαγή του φακού, τεράστιας σημασίας, διότι η αλλαγή του φακού είναι το πώς βλέπουμε. Αλλιώς βλέπει ένας με πολύ περιορισμένο φακό κι αλλιώς ένας με έναν πολύ ευρυγώνιο φακό. Αλλιώς βλέπει ένας που τα θέλει όλα καθαρά (βάθος πεδίου), αλλιώς ένας που θέλει να πηγαίνει σε ένα σημείο το ενδιαφέρον. Θα μου πείτε, είμαι υποχρεωμένος όλη μου τη ζωή να ακολουθώ αυτή την επιλογή ως φωτογράφος; Όχι βέβαια. Αλλά θα πρέπει το επόμενο βήμα να προκύπτει από μια δική σας ανάγκη. Δηλαδή, η ανία είναι μία τέτοια ανάγκη, η επιλογή ενός θέματος που απαιτεί μια αλλαγή ουσιαστικής τεχνικής επιλογής είναι αληθινή. Άρα όλες οι επιλογές αυτές βοηθούν ή προδίδουν την αλήθεια του φωτογράφου. Αν ο φωτογράφος αλλάζει γωνίες λήψης ή αλλάζει μηχανές απλώς και μόνο γιατί θέλει να παίξει με τις μηχανές, τότε αυτό δεν οφείλεται σε μια αληθινά δική του ανάγκη αλλαγής, άρα θα προδώσει τη σύμβαση αλήθειας που θέλει να έχει με το περιεχόμενο της δουλειάς του.

Όταν βλέπουμε φωτογραφίες, εμείς οι φωτογράφοι, είμαστε σε θέση να κρίνουμε τα λάθη που δείχνει η προσέγγιση αυτή, λάθη που είναι τεχνικά μεν αλλά που έχουν επιρροή στο ποιητικό αποτέλεσμα της φωτογραφίας, όπως θα ήταν από τη μεριά ενός λογοτέχνη η κριτική του λόγου ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος και όχι του περιεχομένου ή της ιστορίας του μυθιστορήματος. Μόλις όμως αφήσουμε αυτόν τον χώρο στον οποίο λίγο-πολύ μπορούμε να συνεννοηθούμε, λέω λίγο-πολύ διότι και πάλι υπάρχει ένα ποσοστό αφαιρετικής γλώσσας, αλλά μόλις φύγουμε από τον χώρο αυτόν και πάμε στον χώρο τον ποιητικό, εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πάρα πολύ. Πώς θα μιλήσω με συγκεκριμένη ορολογία ποιητικά; Είπαμε ότι η φωτογραφία είναι μια τέχνη οπτικής ποίησης. Και κάθε τέχνη, όλη η τέχνη είναι μια ποίηση με Π κεφαλαίο. Πώς θα την προσγειώσω σε λέξεις κατανοητές από το ευρύ κοινό; Πώς θα τις φέρω να γίνουν λεξικά αυτές οι λέξεις; Άρα εκεί έχω μια αδυναμία. Θα μπορούσα να μιλάω με έναν τρόπο επίτηδες ακατανόητο για να υπογραμμίσω το μυστήριο που θέλω να διαφυλάξω. Μέχρις ενός σημείου έχει μια λογική, αλλά από κει και πέρα είμαστε άνθρωποι και θέλουμε να επικοινωνούμε και επικοινωνώντας χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα αυτή υιοθετούμε αφηρημένες έννοιες, τις οποίες (περίπου) καταλαβαίνουμε, διότι και εκεί υπάρχει μια συνθήκη. Οι λέξεις-έννοιες που επανέρχονται συνέχεια στην τέχνη και στη Φωτογραφία είναι η λέξη αφαίρεση, η λέξη μυστήριο που ήδη χρησιμοποιήσαμε, η λέξη πνεύμα που ήδη χρησιμοποιήσαμε, η λέξη υπέρβαση που ήδη χρησιμοποιήσαμε, όλες αυτές οι λέξεις, η λέξη μεταφορά, η λέξη μεταμόρφωση, όλες αυτές οι λέξεις κάτι μας λένε πάρα πολύ σημαντικό, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούμε να τις υποστηρίξουμε. Όπως είναι το έργο τέχνης. Άρα καλούμαστε να επικοινωνήσουμε σχετικά με ένα έργο, ενώ δεν έχουμε τα εργαλεία να επικοινωνήσουμε, διότι χρησιμοποιούμε μια πολύ συγκεκριμένη γλώσσα που σημαίνει πάντοτε κάτι, σημαίνον-σημαινόμενο, ερμηνεία, για να προσεγγίσουμε κάτι που δεν θέλουμε να ερμηνεύσουμε και δεν μπορούμε. Έτσι είναι, δεν πειράζει. Ένας μεγάλος ποιητής θα μπορούσε να μας μιλάει για φωτογραφίες με ποιητικό λόγο, ένας μεγάλος μουσικός να μας μιλάει με μουσικό λόγο, αλλά και πάλι η επικοινωνία που ως άνθρωποι έχουμε εξασφαλίσει είναι ο προφορικός λόγος. Αν και με μεγάλη μου έκπληξη και ενδιαφέρον έμαθα τελευταία ότι είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι ο άνθρωπος πρώτα τραγούδησε και μετά μίλησε. Είχε πρώτα την ανάγκη της μελωδίας και μετά της επικοινωνίας με έννοιες λογικές.

Κλείνει αυτή η παρένθεση και ερχόμαστε λοιπόν σε αυτούς τους όρους. Η υπέρβαση. Δεν αρκεί να δείξω κάτι, το βλέπω ότι είναι δέντρο, αλλά στην άλλη φωτογραφία βλέπω ότι είναι δέντρο και με ενδιαφέρει περισσότερο, τι έγινε από το ένα δέντρο στο άλλο; Λίγες είναι οι στιγμές που η τέχνη γίνεται υπερβατική. Υπερβατική γίνεται όταν είναι σπουδαία. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το υπερβατικό; Θα μπορούσε να σημαίνει ότι ταυτίζομαι τόσο πολύ με το θέμα, (ο Αξελός ο φιλόσοφος το έχει πει αυτό), ώστε το διαπερνώ, περνάω από μέσα του και επανέρχομαι στο ίδιο θέμα διαφορετικός. Σαν να λέω: τόσο πολύ με ενδιαφέρει το θέμα, τόσο πολύ το αναγνωρίζω, που τελικά το διαπερνάω. Γι' αυτό και είναι ενδιαφέρον να δουλεύει κανείς ένα θέμα όχι με μαθηματική εμμονή, αλλά με συνεχή προσέγγιση, έτσι ώστε να φτάσει το όριο της «γνωριμίας» του σε τέτοιο βαθμό που μετά θα το εγκαταλείψει. Θεωρητικά δεν ισχύει αυτό. Όταν φτάσει κανείς στην υπέρβαση πρέπει να αλλάξει στόχο διότι έχει οδηγηθεί στο ζητούμενο. Μην ξεχνάμε ότι στις λατινογενείς γλώσσες η υπέρβαση είναι transcendence έχει τη λέξη trans που σημαίνει διαπερνώ. Όχι υπερβαίνω αλλά διαπερνώ. Δεν ορίζεται η υπέρβαση, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς εδώ έχω υπέρβαση εκεί δεν έχω πάρα μόνον με αρκετή ελευθερία και περίπου.

Η αφαίρεση τώρα. Η αφαίρεση είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι όταν μιλάμε ποιητικά οι λέξεις είναι αφαιρετικές, δεν είναι αποδεικτικές όπως είναι στον καθημερινό μας λόγο. Αλλάζει νόημα η ίδια λέξη αν χρησιμοποιηθεί ποιητικά και ένας ήχος αν χρησιμοποιηθεί μουσικά. Έχουν γίνει και απόπειρες να γίνουν μουσικά κομμάτια, απόπειρες ενδιαφέρουσες αν και καλλιτεχνικά αποτυχημένες, με ήχους, με τριξίματα, με θορύβους. Να μετατραπούν οι θόρυβοι σε κάτι ποιητικό. Το έχει πετύχει ο Ταρκόφσκι στις ταινίες του που έχει ελάχιστη έως σπάνια μουσική και έχει θορύβους, ήχους, αναφορές ηχητικές που λειτουργούν καλλιτεχνικά. Στη φωτογραφία η αφαίρεση έχει και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο και διάσταση, ότι η διαδικασία της φωτογραφίας είναι αφαίρεση. Εκεί μοιάζει με την γλυπτική. Σηκώνω τη μηχανή και στην πραγματικότητα έχω διαλέξει από πριν. Θα πάρω αυτόν τον άνθρωπο ή αυτό το δέντρο και από την ώρα που τον διάλεξα και σήκωσα τη μηχανή αποκλείω, βγάζω πράγματα. Κινούμαι έτσι ώστε να πετάξω πράγματα που δε χρειάζομαι από το κάδρο. Αυτά που πέταξα είναι πιο σημαντικά για το νόημα του έργου από αυτά που έβαλα μέσα. Η αξία της φωτογραφίας έγκειται στην ακρίβεια του αποκλεισμού των πραγμάτων, διότι ο κόσμος είναι εκεί, δεν τον έβαλα εγώ. Η μετακίνηση της μηχανής, ή η επιλογή του κάδρου ή η τοποθέτησή μου απέναντι στο αντικείμενο που φωτογραφίζω υποδηλώνει τη διάθεσή μου να αφαιρέσω. Είναι μία μάνα και ένα παιδί; Αφαιρώ το παιδί και αφήνω το χέρι του να ακουμπάει τη μάνα. Αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη ένταση.

Θα συνεχίσω όμως με δύο άλλες σημαντικές και εξίσου αφηρημένες έννοιες που είναι σημαντικές σε κάθε φωτογραφία. Η φωτογραφία χρειάζεται αντιθέσεις και εντάσεις. Πώς δημιουργούνται αυτές; Όταν υπάρχει διάλογος. Σε μια ταινία ο σεναριογράφος θέλει να περιγράψει μια ερωτική ιστορία. Είναι κάποιος που αγαπάει κάποια, μέχρι εκεί πολύ ωραία η αγάπη αλλά τι με ενδιαφέρει εμένα. Ξαφνικά πεθαίνει ο ένας απ' τους δύο ή εμφανίζεται ένας τρίτος. Η ένταση που δημιουργείται από τη νέα δύναμη που μπαίνει στην αφήγηση δίνει νέα πνοή στο σενάριο και ούτω καθ' εξής. Στη φωτογραφία λοιπόν περιγράφω κάτι. Πρέπει να φέρω μία ένταση στο κάδρο. Δεν θα βάλω έναν άνθρωπο να δέρνει ένα άλλον, αλλά μπορεί να βάλω ένα χρώμα, μπορεί να βάλω ένα αντικείμενο, μπορεί να βάλω μια κλίση της μηχανής, η φωτογραφία είναι πολύ φτωχή και γι’ αυτό πολύ δυνατή. Μπορεί δηλαδή να δημιουργήσει την ένταση μέσα από το ίδιο της το κάδρο και έτσι πρέπει, γιατί ο θεατής δεν ξέρει καλά τι βλέπει. Σε μια καλή φωτογραφία αν σας ρωτήσει κάποιος τι ήταν η φωτογραφία που είδες στην έκθεση και σου άρεσε, λογικά δεν πρέπει να είσαι σε θέση να του απαντήσεις, διότι μόλις του πεις: ήταν η φωτογραφία ενός παιδιού, θα σκεφτείς ότι το σημαντικό δεν ήταν το παιδί μόνο, αλλά και το μαύρο σκοτάδι από πίσω, ή ένας λευκός φιόγκος. Αυτός ο λευκός φιόγκος με το παιδί ή το μαύρο σκοτάδι δημιουργεί έναν διάλογο χωρίς αποτέλεσμα αλλά με ένταση. Και αυτή η ένταση δημιουργεί συγκίνηση. Άρα αφαίρεση, υπέρβαση (αυτό που νομίζω ότι βλέπω δεν είναι αυτό που βλέπω), μεταφορά, διάλογος, αντίθεση, ένταση καταλήγει στη συγκίνηση που είναι αυτό που θέλω να περάσω στο θεατή για να επικοινωνήσω μαζί του.