fbpx

Η φωτογραφία στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μέρος πρώτο (Lightroom)

Πρόγραμμα Ταξινόμησης και Επεξεργασίας Adobe Photoshop Lightroom

1. Γενικά

α) Η αναλογική διαδικασία μετά τη λήψη

Ας θυμηθούμε τι έκανε ο αναλογικός φωτογράφος όταν επέστρεφε στο εργαστήριό του μετά τη λήψη. Εμφάνιζε τα φιλμ, έβαζε τα αρνητικά σε ειδικές θήκες, τα ταξινομούσε σε ειδικούς φακέλους με αρίθμηση και ονομασία, στη συνέχεια τύπωνε κοντάκτ (μικρές εξ επαφής φωτογραφίες των αρνητικών), ταξινομούσε με ανάλογο τρόπο και τα κοντάκτ, μελετούσε με μεγεθυντικό φακό (λούπα) τις μικρές φωτογραφίες του κοντάκτ, σημείωνε με ένα χρωματιστό κέρινο μολύβι τις προτιμήσεις του και έφθανε η στιγμή που θα έκανε μικρές κόπιες εργασίας. Τις εκτύπωνε και τις εμφάνιζε στα υγρά χωρίς σημαντικές επεμβάσεις και όταν στεγνώνανε τις μελετούσε στο φως για να αποφασίσει ποιες άξιζαν τον κόπο να τις μεγεθύνει και πώς περίπου φανταζόταν την εκτύπωσή τους. Μετά άρχιζε η κοπιώδης και λεπτομερής εργασία εκτύπωσης. Στη διάρκειά της ο φωτογράφος αποφάσιζε για το ενδεχόμενο μικρού διορθωτικού κροπαρίσματος (κοψίματος δηλαδή ολίγων χιλιοστών για βελτίωση του κάδρου). Μετά αποφάσιζε για τη σκληρότητα του αποτελέσματος (σκληρό ή μαλακό χαρτί ή μέσω φίλτρου). Στη συνέχεια μπορεί να αποφάσιζε να κρατήσει μερικές περιοχές της φωτογραφίας πιο ανοιχτές (Dodging) και να κάψει άλλες για να γίνουν πιο σκούρες (Burning). Και αυτό γινόταν σχεδόν κάθε φορά. Μετά από διάφορες δοκιμές σε κομμάτια χαρτιού ή και σε πλήρες χαρτί, τύπωνε την τελική φωτογραφία. Αν ήταν πολύ λεπτολόγος μπορεί και να έκανε μια διόρθωση προοπτικής με το μαρζέρ και να την περνούσε στο τέλος από σελήνιο για να τονίσει τα μαύρα και να αυξήσει τη διάρκεια ζωής της. Αν ήταν και ιδιαίτερα επιμελής θα σημείωνε όλα τα στοιχεία του τυπώματος (ύψος κεφαλής μεγεθυντήρα, διάφραγμα εκτύπωσης, χρόνο εκφώτισης, χρόνοους καψίματος και κρατήματος, ενδεχομένως και χρόνους στον εμφανιστή), ώστε να μπορέσει εύκολα να επαναλάβει την εκτύπωση αν χρειαστεί. Στη συνέχεια έπλενε, στέγνωνε και ίσιωνε τη φωτογραφία, ρετουσάριζε τα ελαττώματα (Spotting) και τη φυλούσε σε ειδικό χώρο. Αυτά έκαναν οι περισσότεροι και αυτά πρέπει και σήμερα να κάνουν. Υπήρχαν βέβαια μερικοί που έκαναν μερικά δύσκολα ακόμη. Ας πούμε χρησιμοποιούσαν περισσότερα είδη εμφανιστών, ή έκαναν μάσκες για να εξισορροπήσουν ακραίες αντιθέσεις κ.ά. Όλα λοιπόν αυτά τα παραπάνω, τα απαραίτητα, αλλά και αρκετά ακόμη που στον σκοτεινό θάλαμο ούτε διανοηθήκαμε οι περισσότεροι να κάνουμε, μας τα προσφέρει και με πολύ μεγαλύτερη ευκολία το Lightroom. Και δεν βλέπω τον λόγο γιατί να θέλουμε ακόμα περισσότερα.

Και πρέπει στο σημείο αυτό να προσθέσω κάτι ακόμα. Εδώ και πολλά χρόνια και εγώ όπως και οι περισσότεροι φωτογράφοι, διάσημοι ή όχι, είχα σταματήσει να τυπώνω τις φωτογραφίες μου και τις εμπιστευόμουν σε άξιους τεχνίτες του θαλάμου, παλιούς μαθητές μου στην πλειοψηφία τους, που είχαν κάνει την εκτύπωση επάγγελμα. Πολύ λίγοι φωτογράφοι είχαν αγάπη και αδυναμία στον θάλαμο. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή ο θάλαμος ήταν μαγικός, αλλά μόνον στην αρχή. Στο τέλος καταντούσε μια πολύωρη αγγαρεία, με ορθοστασία και ανθυγιεινές συνθήκες που σου έτρωγε μάλιστα και υπερβολικά πολύ χρόνο. Με την ψηφιακή όμως τεχνολογία, με τα προγράμματα και τους υπολογιστές έγινε πλέον πανεύκολη όλη η διαδικασία που ακολουθεί τη λήψη. Και δεν βρίσκω καμία αξία στο να επιμείνουμε να την κάνουμε δυσκολότερη. Είμαι ευγνώμων στη νέα τεχνολογία που μου επιτρέπει και πάλι να ασχοληθώ με τη δεύτερη φάση της δημιουργικής φωτογραφίας, καθισμένος και όχι όρθιος, στο φως και όχι στο σκοτάδι και μάλιστα να κάνω και μερικές επεμβάσεις που στον θάλαμο ουδέποτε είχα αποτολμήσει.

β) Η ψηφιακή διαδικασία μετά τη λήψη

Με την ψηφιακή τεχνολογία δεν υπάρχει πλέον ούτε φιλμ, ούτε κοντάκτ. Δεν είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να κρατάμε όλες τις φωτογραφίες που τραβήξαμε. Εντούτοις ενδείκνυται να τις ξεφορτώνουμε όλες από την κάρτα μνήμης και με την ησυχία μας να κάνουμε το λεγόμενο «ξεσκαρτάρισμα».

Μόλις λοιπόν επιστρέψουμε από τη λήψη αδειάζουμε τις φωτογραφίες από την κάρτα, κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας ένα Card reader λόγω της μεγαλύτερης ταχύτητας που προσφέρει, χωρίς να μπλέξουμε καθόλου με το πρόγραμμα της μηχανής, το οποίο στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται καν να φορτώσουμε στον υπολογιστή μας.

Μετά το ξεφόρτωμα αρχίζει η δουλειά μας, δηλαδή η ταξινόμηση, η επιλογή, η επεξεργασία και ενδεχομένως το τύπωμα. Για όλες αυτές τις διαδικασίες έχουμε ανάγκη από διάφορα ψηφιακά προγράμματα. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι φωτογράφοι που χρησιμοποιούν ψηφιακή μηχανή. Η φωτογραφία δεν μπορεί να τελειώνει στη μηχανή. Ακόμα και αν τυπώνουν τις φωτογραφίες τους σε εξωτερικά εργαστήρια, και μόνον για την επιλογή, την ταξινόμηση, την ανεύρεση, την αντιγραφή, την αποστολή και για άλλα πολλά έχουν ανάγκη από τον υπολογιστή και τα προγράμματά του.

Υπάρχουν πολλά προγράμματα και προφανώς αξιόπιστα και καλά. Το σωστό είναι ο φωτογράφος να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με ένα από αυτά ώστε να μη χάνει τον χρόνο του με τις διαδικασίες. Προσωπικά επέλεξα το Lightroom για τους λόγους που εξήγησα και θα εξηγήσω και πάλι, χωρίς αυτό φυσικά να είναι μονόδρομος.

γ) Υπολογιστής και οθόνη

Είπαμε πιο πάνω ότι δεν χρειάζεται να δώσει κανείς πολλά χρήματα για φωτογραφική μηχανή. Ίσως αυτή η οικονομία να είναι απαραίτητη, διότι από την άλλη πλευρά πρέπει να δώσει αρκετά χρήματα για έναν ισχυρό υπολογιστή και μια πάρα πολύ καλή οθόνη. Ο υπολογιστής πρέπει να είναι ο καλύτερος που μπορεί να αντέξει η τσέπη μας (με ισχυρή μνήμη RAM, με μεγάλο σκληρό δίσκο, με πολύ καλή κάρτα γραφικών, ακόμα καλύτερα και με πρόγραμμα στα 64 bits κλπ.) και η οθόνη καλύτερη από όσο μπορεί να αντέξει η τσέπη μας και σε ένα μέγεθος όχι μικρότερο των 24" και με ανάλυση τουλάχιστον υψηλής ευκρίνειας. Υπάρχουν αρκετοί που δουλεύουν με δύο οθόνες εκ των οποίων η μία έχει τη φωτογραφία και η άλλη τα εργαλεία του κάθε προγράμματος. Αυτό, αν και μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή για έναν απλό φωτογράφο και όχι γραφίστα, δεν μπορεί να γίνει με το Lightroom. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να επιλέξουμε την εμφάνιση μιας δεύτερης οθόνης που θα δείχνει την επιλεγμένη φωτογραφία και αυτή η οθόνη να μεταφερθεί στο δεύτερο Monitor. Αλλά έτσι κι αλλιώς μια μεγάλη οθόνη (μεγάλη σε διαστάσεις και μεγάλη σε ανάλυση για να δείχνει μεγάλη τη φωτογραφία και να χωράει όλες τις εντολές του προγράμματος) επιτρέπει άνετη εργασία και τη δυνατότητα να προβάλλονται ταυτόχρονα όλα τα στοιχεία του προγράμματος, χωρίς να χρειάζεται να σκρολάρουμε.

Όσο για την ποιότητα της οθόνης θα πρέπει να είναι η καλύτερη (μάρκα και τύπος). Γιατί αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ανάμεσα σε δυο οθόνες με ίδιο μέγεθος και ανάλυση, αλλά διαφορά στην ποιότητα, μπορεί αν υπάρχει μια σχέση τιμής 1 προς 10. Και αυτό προφανώς κάτι σημαίνει.

Στην οθόνη γίνεται η εκτίμηση και η διόρθωση των φωτογραφιών μας. Πρέπει επομένως να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτά που μας δείχνει. Απαιτείται επομένως μια αρχική ρύθμιση της οθόνης με ένα εξάρτημα που λέγεται Calibrator και που μας εγγυάται σταθερά και πιστά χρώματα και μάλιστα σε ταύτιση με όλες τις καλιμπραρισμένες οθόνες των λοιπών τεχνικών με τους οποίους ενδεχομένως θα συνεργαζόμαστε. Η ρύθμιση αυτή καλό είναι να επαναλαμβάνεται από καιρού εις καιρόν. Αν όμως η οθόνη μας είναι πολύ καλή, ίσως και να μη χρειάζεται καλιμπράρισμα, διότι συνήθως είναι σωστά καλιμπραρισμένη από μόνη της.

Όταν εργάζεστε πάνω στην επεξεργασία των φωτογραφιών σας, προσέξετε τον περιβάλλοντα φωτισμό. Δεν πρέπει να υπάρχουν αντανακλάσεις πάνω στην οθόνη, γι' αυτό και είναι χρήσιμα τα πτερύγια που συνοδεύουν για τον λόγο αυτό τις καλές οθόνες. Όποτε κάνουμε επεξεργασία φωτογραφιών το φως του δωματίου πρέπει να είναι το ίδιο, σταθερό. Πρέπει επίσης να είναι τεχνητό και κατά το δυνατόν ουδέτερο και όχι από το παράθυρο, το οποίο εκτός του ότι είναι πολύ έντονο, αλλάζει και θερμοκρασία στη διάρκεια της ημέρας. Αντίθετα δεν είναι σωστό το απόλυτο σκοτάδι, διότι τότε το φως τής οθόνης μάς παρασύρει σε λάθος εκτιμήσεις. Ένα μικρό φως κοντά στην οθόνη (αλλά όχι πάνω της) είναι επιβεβλημένο.

Υπάρχουν επίσης ειδικά Stands με καλιμπραρισμένο σε ένταση και θερμοκρασία φως Daylight για την εκτίμηση των τελικών φωτογραφιών. Πέραν όμως του ότι οι φωτογραφίες είναι συχνά πολύ μεγάλες και αυτό προϋποθέτει Stand μεγάλο και ακριβό, δεν είναι σίγουρο ότι έτσι έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Αν η φωτογραφία προορίζεται για έκθεση δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, σίγουρο ότι ο φωτισμός στον εκθεσιακό χώρο θα είναι ίδιος σε ένταση και θερμοκρασία. Και αν η φωτογραφία προορίζεται για αναπαραγωγή, ο έλεγχος πρέπει να γίνεται στο τελευταίο στάδιο της αναπαραγωγής και όχι στην εκτύπωση της φωτογραφίας. Ας φροντίσουμε λοιπόν να έχουμε ένα σταθερό και ουδέτερο φως στο εργαστήριό μας για την εκτίμηση των φωτογραφιών μας και δεν χάθηκε ο κόσμος αν τα χρώματα ή η φωτεινότητα της φωτογραφίας αποκλίνουν λίγο. Μια καλή φωτογραφία αντέχει όλες τις αποκλίσεις. Μια κακή γαντζώνεται σε αυτές γιατί δεν έχει άλλα περιθώρια.

δ) Περί αγγλικών

Η ορολογία στο Lightroom είναι στα αγγλικά και δεν υπάρχει ελληνική εκδοχή. Θα πρότεινα επίσης ό,τι γράφετε για χρήση στο Lightroom να το κάνετε με λατινικούς χαρακτήρες. Αναγνωρίζω ότι μερικοί θα έχουν πρόβλημα με τη χρήση και κατανόηση της αγγλικής γλώσσας. Ίσως μερικοί να αντιδράσουν με εθνοκεντρική λογική. Εντούτοις, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η δομή της αγγλικής γλώσσας ταιριάζει στη λογική των υπολογιστών, ενώ οι πιο αναλυτικές και περιγραφικές γλώσσες, όπως η δική μας ή η γαλλική, πιθανόν να δημιουργούν αμφισημίες και συγχύσεις στις εντολές. Από την άλλη πλευρά η αγγλική γλώσσα στην εποχή μας είναι ένα είδος εσπεράντο και ειδικά σε ό,τι αφορά τους υπολογιστές και το διαδίκτυο βοηθάει την επικοινωνία. Ας το δεχτούμε λοιπόν, ας το εκμεταλλευτούμε, ας χαρούμε ότι υπάρχουν και μερικές λέξεις που όλη η ανθρωπότητα καταλαβαίνει και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους απαραίτητους όρους.

2. Η Δομή του Lightroom (Έκδοση 5.7.1)

α) Πλεονεκτήματα και «φιλοσοφία» του Lightroom

Οι ευκολίες και οι δυνατότητες των ψηφιακών προγραμμάτων δημιούργησαν την πλάνη ότι ο φωτογράφος έχει ανάγκη από όλα όσα αυτά τα προγράμματα μπορούν να κάνουν. Και για ένα διάστημα παρά λίγο να το πιστέψουμε. Ευτυχώς όμως η ραγδαία εξάπλωση της ψηφιακής φωτογραφίας που αγκάλιασε σχεδόν τους πάντες, έσπρωξε τις εταιρείες κατασκευής προγραμμάτων να αποφασίσουν τι είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ένας φωτογράφος. Έτσι και η Αdobe, που προφανώς δεν θα είναι η μόνη που το αποφάσισε και το πραγματοποίησε, απέσπασε από το δημοφιλές της πρόγραμμα του Photoshop ένα τμήμα που αφορά την επεξεργασία των αρχείων Raw (ACR, Adobe Camera Raw), το συμπλήρωσε με ολίγα ακόμη, το άλλαξε (και μάλλον το βελτίωσε) από άποψη εμφάνισης και έφτιαξε τον Φωτεινό Θάλαμο, το Lightroom, ένα πρόγραμμα σχεδιασμένο με φωτογραφική λογική, που λειτουργεί το ίδιο σε PC και σε Apple. Οι εντολές που αναφέρονται στο παρόν βιβλίο αναφέρονται σε PC, αλλά οι χρήστες Apple ξέρουν να κάνουν τις αναγκαίες προσαρμογές (Command αντί για Control κλπ.).

Το Lightroom υποστηρίζει τα Raw αρχεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των μηχανών και φυσικά τα DNG αφού προωθούνται από την εταιρεία κατασκευής του. Υποστηρίζει επίσης τα JPEG και τα TIFF, καθώς και το PSD, που είναι το αρχείο του Photoshop. Υποστηρίζει και video (μια και οι φωτογραφικές μηχανές τραβούν πλέον και αυτό) σε αρχεία AVI, MP4 και MOV, αλλά με αυτό φυσικά δεν θα ασχοληθούμε.

Στο Lightroom ενσωματώθηκαν όλες οι φωτογραφικές ανάγκες και όχι μόνο η επεξεργασία. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτό το ένα και μόνο πρόγραμμα για να ταξινομήσει τις φωτογραφίες του, να τους δώσει λέξεις- κλειδιά, να τις αναζητήσει όσος και αν είναι ο αριθμός τους με ταχύτατο, ακριβή και εύκολο τρόπο με βάση άπειρα κριτήρια, να τις επεξεργαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, να τις τυπώσει πανεύκολα, να τις οργανώσει για προβολή και, τέλος, να τις ανεβάσει στο διαδίκτυο.

Δεν μπόρεσε βέβαια ούτε το πρόγραμμα αυτό να αποφύγει τον πειρασμό που έχουν όλοι οι προγραμματιστές, δηλαδή να βάλει πιο πολλά πράγματα από όσα χρειάζονται και να τα κάνει με περισσότερους από έναν τρόπους. Αυτή όμως είναι η γενική τάση των ψηφιακών προγραμματιστών που επειδή «έχουν πολύ πιπέρι βάζουν και στα λάχανα». Στο χέρι μας όμως είναι να ξεχωρίσουμε και να κρατήσουμε αυτά που χρειαζόμαστε και μας ταιριάζουν.

Προτού μπει κανείς σε λεπτομέρειες πρέπει να καταλάβει το σκεπτικό που υπάρχει πίσω από το Lightroom, το οποίο πράγματι ξεφεύγει τόσο από το Photoshop, όσο και από τα άλλα παρόμοια προγράμματα επεξεργασίας. Το Lightroom δεν έχει φωτογραφίες το ίδιο, μέσα του. Βλέπει απλώς τις φωτογραφίες που έχουμε αποθηκεύσει κάπου αλλού, είτε στον υπολογιστή μας, αν έχουμε αρκετή μνήμη, είτε σε έναν εξωτερικό δίσκο. Το Lightroom έχει απλώς έναν κατάλογο, στον οποίο «εισάγουμε» τις φωτογραφίες μας, ή για την ακρίβεια, συνδέουμε τον κατάλογο με τις φωτογραφίες μας που διατηρούμε σε κάποιο γενικό φάκελο. Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει παρά μικρές JPEG εκδοχές των φωτογραφιών μας για να τις βλέπουμε στην οθόνη μας και μαζί όλες τις επεξεργασίες που έχουμε κάνει πάνω στις φωτογραφίες μας, είτε αυτές αφορούν επεμβάσεις, είτε την ονομασία τους. Μπορεί επομένως να έχουμε σε έναν φάκελο όλες τις φωτογραφίες μας και αυτές να έχουν έναν όγκο εκατοντάδων Gigabytes και το πρόγραμμα με τον κατάλογό του να μη μας επιβαρύνει περισσότερο από 5 με 10 Gigabytes. Αυτό είναι το πρώτο πλεονέκτημα.

Το δεύτερο είναι ότι αντιμετωπίζει όλες τις φωτογραφίες, ακόμα και τις JPEG, σαν Raw. Δηλαδή όλες οι επεμβάσεις μας καταγράφονται στον κατάλογο και συνοδεύουν τη φωτογραφία είτε στην οθόνη μας, είτε στην εκτύπωση, είτε στην αποστολή μέσω Internet, αλλά αν πάμε να δούμε τη φωτογραφία στη βάση της, στον φάκελο- μάνα, θα είναι όπως καταγράφηκε για πρώτη φορά. Μπορεί δηλαδή να έχουμε μετατρέψει μια JPEG φωτογραφία σε ασπρόμαυρη και να τη χρησιμοποιούμε σαν ασπρόμαυρη. Η φωτογραφία όμως θα παραμένει πάντα έγχρωμη στη βάση της. Αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα.

Το τρίτο σημαντικό πλεονέκτημα είναι, όπως είπαμε, ότι το ίδιο το πρόγραμμα κάνει όλα όσα χρειάζεται ο φωτογράφος. Κάνει δηλαδή τη δουλειά δύο ή τριών προγραμμάτων μαζί.

Τέλος, επειδή το πρόγραμμα αυτό υποστηρίζεται από μια πολύ σημαντική εταιρεία στον χώρο της επεξεργασίας της εικόνας (Adobe), και επειδή η εταιρεία αυτή μετά τη μακρόχρονη εμπειρία με το υπερ- πρόγραμμα που είναι το Photoshop κατάλαβε την ιδιαιτερότητα των απλών φωτογράφων, έχει κανείς κάθε λόγο να πιστεύει ότι το πρόγραμμα θα συνεχίσει να βελτιώνεται και να εμπλουτίζεται και να υποστηρίζεται, όπως άλλωστε έχει συμβεί μέχρι σήμερα.

β) Modules (Ενότητες)
To Lightroom έχει επτά κεφάλαια που αντιστοιχούν σε αντίστοιχες βασικές εργασίες. Αυτά τα κεφάλαια τα ονομάζει Modules και είναι τα εξής: το πρώτο είναι το Library (Βιβλιοθήκη-Αρχείο) και αφορά την εισαγωγή και εξαγωγή των φωτογραφιών, την ταξινόμηση, την αναζήτηση και την ονοματοδοσία τους, την εισαγωγή λέξεων-κλειδιών και γενικά ό,τι θα κάναμε στο εργαστήριό μας προτού να μπούμε στον θάλαμο. Το δεύτερο κεφάλαιο λέγεται Develop (Εμφάνιση) και περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες επεξεργασίας, σαν να είχαμε μπει στον σκοτεινό μας θάλαμο και να ετοιμάζαμε τη φωτογραφία για εκτύπωση. Το τρίτο κεφάλαιο λέγεται Map και ασχολείται με τον εντοπισμό και την προβολή των τόπων όπου τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες. Το τέταρτο κεφάλαιο λέγεται Book και είναι ένας πρόχειρός τρόπος να στήνεται ένα βιβλίο με φωτογραφίες. Το πέμπτο κεφάλαιο λέγεται Slideshow (Προβολή των φωτογραφιών) και αφορά τον τρόπο προβολής σε οθόνη των επιλεγμένων μας φωτογραφιών. Το έκτο κεφάλαιο λέγεται Print (Εκτύπωση) και αφορά την εκτύπωση της φωτογραφίας που έχουμε επιλέξει σε χαρτί. Και, τέλος, το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο λέγεται Web (Διαδίκτυο) και αφορά τη δημιουργία σελίδων με τις φωτογραφίες μας για ανέβασμα στο Internet. Με Control+Alt+ και αριθμούς από 1 έως 7 περνούμε απευθείας Τα κεφάλαια Map, Book και Web προσωπικώς δεν με απασχολούν γιατί δεν τα θεωρώ φωτογραφικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος, πέραν του ότι αν κάποιος θέλει να φτιάξει ένα βιβλίο ή έναν ιστότοπο θα πρέπει να το κάνει με πιο υπεύθυνο και επαγγελματικό τρόπο απευθυνόμενος σε έναν επαγγελματία και έμπειρο γραφίστα και σχεδιαστή. Κατά συνέπεια δεν θα απασχολήσουν το περιεχόμενο αυτών των σημειώσεων.

γ) Shortcuts (Συντομεύσεις)
Το Lightroom κάνει πάρα πολλά πράγματα και δίνει στον χρήστη άπειρες επιλογές τόσο για εργασίες, όσο και για την εμφάνιση του προγράμματος που μπορεί να ταιριάξει με τις επιθυμίες, τις συνήθειες και τα γούστα του φωτογράφου. Αν κάποιος βαλθεί να τις απαριθμήσει θα χρειαστεί χιλιάδες σελίδες. Θα προσπαθήσω να σας μνημονεύω μόνον εκείνα που εγώ προσωπικά χρησιμοποιώ και με τον τρόπο που τα χρησιμοποιώ.

Σχεδόν όλες οι ενέργειες γίνονται είτε με εντολές είτε με συντομογραφίες (Shortcuts) του πληκτρολογίου. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι πολλές από αυτές υπακούνε σε εντολή με ένα μόνο πλήκτρο, το οποίο μάλιστα συχνά είναι το αρχικό γράμμα της ενέργειας στα αγγλικά. Μερικά από αυτά τα shortcuts (υπάρχουν κι άλλα) αναγράφονται σε μία πινακίδα που αποκαλύπτεται στην οθόνη, αν από την ετικέτα Help πάνω αριστερά πατήσουμε το Module Shortcuts που για κάθε Module είναι διαφορετικό. Πολλά όμως από τα shortcuts που αναφέρονται στο αμέσως πιο κάτω πρώτο Module του Library ισχύουν και στα υπόλοιπα Modules. Ο αναγνώστης θα τα δοκιμάσει και θα το αντιληφθεί.

Προσέξτε επίσης ότι τα περισσότερα shortcuts στους υπολογιστές (και στο συγκεκριμένο πρόγραμμα) δεν λειτουργούν παρά μόνον αν η επιλεγμένη γλώσσα (και το πληκτρολόγιο) είναι τα Αγγλικά και μάλιστα συνήθως US, δηλαδή Αμερικανικά.

δ) Panels
Μόλις ανοίξει το Lightroom παρατηρούμε ότι στο κέντρο έχει έναν μεγάλο χώρο όπου προβάλλονται οι φωτογραφίες, όλες μαζί σαν κοντάκτ, το οποίο εν προκειμένω ονομάζεται Grid (πλέγμα), ή μία-μία μεγεθυμένη, ή μερικές μαζί για συγκρίσεις. Ο κεντρικός αυτός χώρος περικλείεται από τέσσερις πλευρές σαν μακριές πινακίδες, οι οποίες ονομάζονται Panels.

α) Το επάνω Panel περιλαμβάνει δεξιά τις επικεφαλίδες, που λειτουργούν ως κουμπιά μετάβασης, των κεφαλαίων (Modules). Ονομάζεται Module Picker.

β) Το κάτω Panel ονομάζεται Filmstrip και αποτελείται από μια λουρίδα όλων των φωτογραφιών που έχουμε φορτωμένες (στον φάκελο που εκείνη τη στιγμή είναι επιλεγμένος), ως ένα αντίγραφο του κεντρικού κοντάκτ (Grid), και η λουρίδα αυτή προχωράει με κάτι βελάκια αριστερά και δεξιά (ή με μια μπάρα από κάτω), ενώ μόλις πατήσουμε με Double-Click μια φωτογραφία, αυτή μεγεθύνεται και προβάλλεται στο κέντρο. Μετά αρκεί ένα μόνο κλικ για να προχωρήσουμε σε άλλη. Από πάνω ακριβώς, στην μπάρα του Filmstrip, υπάρχουν από αριστερά οι επιλογές για κύρια και βοηθητική οθόνη, η επιλογή για εμφάνιση των φωτογραφιών στο Grid, η επιλογή με μενού που ανοίγει (Pop up menu) για το Folder που θέλουμε να βλέπουμε, ενώ αναγράφεται και η πληροφορία για το Folder και τη φωτογραφία όπου βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή, αλλά και οι πληροφορίες για τον συνολικό αριθμό φωτογραφιών του επιλεγμένου Folder και για τον αριθμό των επιλεγμένων εκείνη τη στιγμή φωτογραφιών. Στη συνέχεια υπάρχουν δύο χρήσιμα βελάκια που μας πηγαινοφέρνουν πίσω και μπρος (Back - Forward) ανάμεσα στις δύο τελευταίες κάθε φορά επιλογές μας. Αν δηλαδή είμαστε ανάμεσα σε Library και Develop, ή ανάμεσα σε δύο Folders με φωτογραφίες μας τα βελάκια μάς πάνε πίσω-μπρος με ένα πάτημα. Τέλος, στο άκρο δεξιά η επιλογή φίλτρων. Η βασική χρησιμότητα του Filmstrip, το οποίο στην ουσία αντιγράφει το Grid, είναι ότι αν είμαστε σε άλλο Module, μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας όλο το Grid των φωτογραφιών για επιλογές, χωρίς να επιστρέφουμε στο πρώτο Module.

γ) Το αριστερό και το δεξί στην πραγματικότητα είναι μεγάλα ομαδικά Panels, που περιλαμβάνουν περισσότερα ατομικά κεφάλαια ή μικρότερα Panels, καθένα από τα οποία αναφέρεται σε μια ειδική εντολή για μια εργασία. Αυτά τα ατομικά επιμέρους Panels περιλαμβάνουν εντολές για εργασίες, οι οποίες είναι διαφορετικές για κάθε Module. Θα τις εξετάσουμε μαζί με τα Modules χωριστά. Ονομάζονται αντίστοιχα Left Panel και Right Panel. Στο δεξί και το αριστερό Panel οι ετικέτες-τίτλοι των εργασιών συνοδεύονται από ένα βελάκι το οποίο όταν δείχνει οριζόντια κρύβει τα στοιχεία κι όταν δείχνει προς τα κάτω τα αποκαλύπτει. Με ένα κλικ του ποντικιού πάνω στην ετικέτα τα ανοιγοκλείνουμε. Αυτό προφανώς γίνεται για να μη χρειάζεται να σκρολάρουμε όταν είναι όλα ανεπτυγμένα και δεν χωράνε. Πάντως στο πλάι δεξιά και αριστερά υπάρχει και μπάρα για το Scrolling.

Αυτά όμως τα Panels είναι ενδεχόμενο να μην τα χρειαζόμαστε συνέχεια και να μας ενοχλούν κόβοντας χώρο από την περιοχή των φωτογραφιών. Όλα, πλην του επάνω, μπορούμε να τα αυξομειώνουμε σέρνοντάς την άκρη τους με το ποντίκι. Μπορούμε το καθένα από αυτά να το εξαφανίζουμε και να το επανεμφανίζουμε πατώντας την περιοχή έξω από το όριο του προγράμματος. Μπορούμε με δεξί κλικ πάνω στην ίδια περιοχή να επιλέξουμε να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται αυτόματα όλο το Panel όταν πλησιάζουμε, ή να γίνεται με δική μας απόφαση (Manual). Προτιμότερο το τελευταίο. Το επιλέγετε μία φορά για κάθε Panel και ησυχάζετε.

Μπορούμε επίσης (και μετά από λίγη εξοικείωση όλα αυτά θα γίνονται μηχανικά):
α) Να εξαφανίζουμε και να επανεμφανίζουμε τα Panels (και αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο) πατώντας τα πλήκτρα F5, F6, F7 και F8 αντίστοιχα για το πάνω, το κάτω, το αριστερό και το δεξί Panel.
β) Να εξαφανίζουμε και να επανεμφανίζουμε το δεξί και το αριστερό μαζί, πατώντας το πλήκτρο Tab.
γ) Να τα εξαφανίζουμε και να τα επανεμφανίζουμε όλα μαζί, πατώντας ταυτόχρονα τα πλήκτρα Shift και Tab.
δ) Να έχουμε Full Screen με μία φωτογραφία και μαύρο φόντο, πατώντας το F. Και ξαναπατώντας το να επιστρέφουμε στην κανονική οθόνη του προγράμματος.
ε) Να μεταβαίνουμε διαδοχικά από το πλήρες Lightroom συμπεριλαμβανομένης της γραμμής των Windows, στην εικόνα χωρίς τη γραμμή των Windows, και στη συνέχεια στην εικόνα χωρίς ούτε την μπάρα των μενού του Lightroom, για να ξαναγυρίσουμε στο πλήρες Lightroom. Με Control+Alt+F επανερχόμαστε στην κανονική εικόνα του Lightroom.
στ) Να εξαφανίζουμε μια και καλή όλα μαζί τα panels καθώς και τη γραμμή των windows πατώντας Control+Shift+F και να τα επαναφέρουμε με τον ίδιο συνδυασμό.
ζ) Να απομονώνουμε προς στιγμή μια φωτογραφία μας (άσχετα από οτιδήποτε δείχνει η οθόνη) για να τη δούμε καλά χωρίς περισπασμούς, πατώντας μια φορά το πλήκτρο L (αρχικό τού Light). Με ένα πάτημα η οθόνη σκοτεινιάζει κατά 80%, με ένα άλλο κατά 100% και μένει μόνη φωτισμένη η φωτογραφία με κατάμαυρο το φόντο. Με ένα άλλο πάτημα του L επανερχόμαστε στα κανονικά.

Τα πολλά επιμέρους τμήματα του δεξιού και του αριστερού Panel μπορεί να δημιουργήσουν ενδεχομένως μια σύγχυση και μια κούραση με το συνεχές άνοιγμα και κλείσιμό τους και με το σκρολάρισμα της πλαϊνής μπάρας. Υπάρχουν διαθέσιμες διάφορες επιλογές. Αν κάνουμε δεξί κλικ στην κορυφή, ή στο τέλος, ή στην ετικέτα κάθε επί μέρους Panel, θα ανοίξει μια μεγάλη σειρά επιλογών που περιλαμβάνει δυνατότητα να διαλέξουμε την κάθε ενέργεια χωριστά, ή να κρυφτούν όλες οι ενέργειες, ή να διπλωθούν και να ξεδιπλωθούν όλα τα επί μέρους Panels μαζί, ή να ανοίγει μόνον ένα τη φορά (Solo Mode). Αν δηλαδή είμαστε σε αυτή τη Solo επιλογή, κάθε φορά που θα επιλέγουμε μια επί μέρους εργασία θα ανοίγει αυτή και θα κλείνουν οι άλλες. Αν θελήσουμε και άλλη ανοικτή θα πατήσουμε την καινούργια και μαζί το πλήκτρο Shift. Με νέο πάτημα επανερχόμαστε στο Solo. Αν κάποια εργασία δεν μας ενδιαφέρει καθόλου μπορούμε να επιλέξουμε να μη φαίνεται για να μη μας μπερδεύει.

ε) Toolbar (Γραμμή εργαλείων)
Μεταξύ φωτογραφίας και κάτω Panel υπάρχει η μπάρα με τα εργαλεία. Αυτή μπορεί να εξαφανιστεί πατώντας το Τ (αρχικό της λέξης Toolbar) και να επανεμφανιστεί πάλι με το Τ. Το τι θα δείχνει αυτή η μπάρα το επιλέγουμε από το βελάκι στη δεξιά της άκρη (αν ακουμπήσουμε τον κέρσορα επάνω του λέει Select toolbar content). Σε κάθε Module περιλαμβάνονται και επιλέγονται διαφορετικές εντολές.

στ) Back up (Αντίγραφα ασφαλείας)
Όπως θα δούμε πιο κάτω το Back up του Καταλόγου γίνεται αυτομάτως, όποτε έχουμε ορίσει. Μπορεί όμως να χρησιμοποιούμε δύο υπολογιστές (σπίτι-γραφείο ή Laptop-Desktop) και να θέλουμε να είναι πάντα ενημερωμένοι και έτοιμοι για χρήση με όλα τα στοιχεία των φωτογραφιών μας και του προγράμματος. Καλό είναι επίσης να έχουμε Back up όχι μόνο του καταλόγου, αλλά και της βάσης των φωτογραφιών μας. Για μια τέτοια δουλειά είναι απαραίτητο ένα πρόγραμμα συγχρονισμού, κάτι που θα έπρεπε να έχουμε για κάθε εργασία μας στον υπολογιστή. Τα προγράμματα αυτά (από τα δημοφιλέστερα είναι το Sync Back, αλλά υπάρχουν πολλά) χρειάζεται να τα προγραμματίσουμε άπαξ και μετά απλώς να συνδέουμε και να δίνουμε εντολές.

Σε όλους τους υπολογιστές που θέλουμε να έχουμε ενημερωμένους με τις φωτογραφίες μας και τον κατάλογό μας, όπως και σε όλους τους εξωτερικούς σκληρούς δίσκους που θέλουμε να χρησιμοποιούμε ως Back up ασφαλείας, θα πρέπει να αντιγράψουμε τον φάκελο που έχουμε φτιάξει στον αρχικό υπολογιστή (τον Γονικό Φάκελο -Parent Folder- ή Φάκελο-Μαμά, ή Μητρικό Φάκελο), ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις φωτογραφίες μας ταξινομημένες μέσα από το Lightroom, μαζί με τον κατάλογό μας, που περιλαμβάνει όλες τις οδηγίες που δώσαμε στο πρόγραμμα, όλες τις επεμβάσεις που κάναμε στις φωτογραφίες μας, όλα τα ονόματα που προσθέσαμε, με λίγα λόγια όλα τα Data και τα Previews (τις μικρές φωτογραφίες που προβάλλονται στην οθόνη).

Αφού αντιγράψουμε (και φυσικά με το ίδιο όνομα) τον Γονικό Φάκελο, θα συνδέσουμε τον έναν υπολογιστή με τον άλλον ή με τον σκληρό δίσκο. Στον σκληρό δίσκο πρέπει να έχουμε δώσει ένα όνομα για να διακρίνεται από άλλους. Οι δυο υπολογιστές μπορεί να συνδεθούν με καλώδιο δικτύου. Αν θέλουμε ταχύτερη μεταφορά δεδομένων ή αν δεν έχουμε κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να «βλέπει» ο ένας τον άλλον, μπορούμε να συνδέουμε πάντα πρώτα τον εξωτερικό σκληρό δίσκο και να ενημερώνουμε τον άλλον υπολογιστή μέσω αυτού. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να έχουμε τουλάχιστον ένα Back up σε σκληρό δίσκο, αν όχι δύο σε διαφορετικά μέρη.

Μόλις γίνει η σύνδεση, θα ανοίξουμε το πρόγραμμα Back up και θα φτιάξουμε ένα (ή από ένα) Profile σύμφωνα με το οποίο ο ένας δίσκος (του υπολογιστή ή ο εξωτερικός) θα είναι η πηγή των δεδομένων (Source) και ο άλλος ο αποδέκτης (Destination). Θα δώσουμε ονόματα, αλλά ακόμα πιο σωστό είναι να προσθέσουμε και τον Serial number του δίσκου (δεν κάνουμε τίποτα εμείς, βρίσκεται αυτόματα μόλις δώσουμε την εντολή). Έτσι δεν θα υπάρχει κίνδυνος να γίνει σύγχυση μεταξύ διαφόρων δίσκων.

Στη συνέχεια θα περιγράψουμε την εργασία που θέλουμε να γίνει. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον δυνατότητες. Η πρώτη είναι οι δύο δίσκοι να αλληλοενημερωθούν με βάση τις ημερομηνίες των αλλαγών και του αν θα προστίθενται ή και θα αφαιρούνται δεδομένα. Και η δεύτερη, ο ένας να γίνει καθρέφτης του άλλου και συγκεκριμένα ο αποδέκτης να γίνει ο καθρέφτης της πηγής. Προτιμώ το δεύτερο ως πιο ασφαλές. Μπορεί να προσθέσουμε και μερικές μικροεντολές (όπως να επιτρέψουμε και τη διαγραφή στοιχείων, κάτι απαραίτητο βέβαια, ή επίσης να μη μας ενημερώνει το πρόγραμμα για το τι θα διαγράψει, γιατί δεν θα βγάζουμε άκρη, ή να κρατάει τα διαγεγραμμένα και τις αλλαγές για ένα διάστημα σε άλλο φάκελο). Όταν ολοκληρωθεί το Profile, δεν θα έχουμε παρά να κάνουμε τη σύνδεση και να δίνουμε την εντολή. Τα Profiles μπορεί να πολλαπλασιαστούν απεριόριστα και να γίνουν και ανάποδα (από τον Α στον Β δίσκο αλλά και από τον Β στον Α). Καλό θα είναι για να μην μπλεκόμαστε να τηρούμε μια ρουτίνα αντιγραφών και φυσικά να είμαστε πολύ συγκεντρωμένοι και προσεκτικοί όταν δίνουμε τις εντολές.

Τα πολλά Back up ενδείκνυνται διότι οι δίσκοι πιο συχνά από όσο φανταζόμαστε χαλάνε. Θα ήταν τραγικό να χάσουμε τις φωτογραφίες μας (και κυρίως αυτές, γιατί ο κατάλογος αντιπροσωπεύει απλώς μεγάλο κόπο και

χρόνο).
Εννοείται ότι αν χρησιμοποιούμε το Lightroom και σε δεύτερο υπολογιστή θα πρέπει να το έχουμε

φορτώσει και στον υπολογιστή αυτόν και να του έχουμε υποδείξει πού είναι ο κατάλογος και οι φωτογραφίες, δηλαδή ο Γονικός Φάκελος. Αν χρησιμοποιούμε έναν σκληρό δίσκο για Back up, απλώς θα του έχουμε φορτώσει τον Γονικό Φάκελο.

3. Library (Βιβλιοθήκη-Αρχείο)

α) Panels

Τα δύο πλαϊνά Panels του Library περιλαμβάνουν τα εξής:
Το αριστερό Panel περιλαμβάνει εντολές για διάφορες εργασίες και πληροφορίες. Πάνω-πάνω υπάρχει το

Navigator (πλοήγηση), όπου βλέπουμε την επιλεγμένη φωτογραφία και το τμήμα της πάνω στο οποίο ενδεχομένως ζουμάρουμε. Αμέσως μετά πληροφορίες για τον Κατάλογο (συνολικό αριθμό φωτογραφιών, την μία και μόνη επιτρεπτή Quick Collection που μπορεί να έχουμε φτιάξει, ή την τελευταία εισαγωγή φωτογραφιών). Πιο κάτω έχουμε τους φακέλους (Folders), εννοείται, αφού πρώτα τους φορτώσουμε. Ακολούθως, τις προσωρινές συλλογές με φωτογραφίες μας που ενδεχομένως θα κάνουμε. Και, τέλος, τα Links για μετάβαση στις διευθύνσεις κοινωνικής δικτύωσης (Facebook κλπ.). Πάνω ακριβώς από τη συλλογή των Folders υπάρχει μία μπάρα στην οποία αναγράφεται ο σκληρός δίσκος όπου περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες μας. Αυτή η μπάρα ονομάζεται Volume Browser διότι μπορεί να μας δώσει διάφορες πληροφορίες για αυτόν. Με δεξί κλικ επιλέγουμε τι θέλουμε να βλέπουμε (π.χ. σε πιο Folder του δίσκου βρίσκονται οι φωτογραφίες μας, τον ελεύθερο χώρο του, τις ιδιότητές του, αν είμαστε ή όχι συνδεδεμένοι με αυτόν σε περίπτωση που είναι εξωτερικός κλπ.).

Το δεξί Panel περιλαμβάνει τις εργασίες του Library, δηλαδή: το Ιστόγραμμα της προβαλλόμενης φωτογραφίας (τη διάταξη δηλαδή φωτεινών και σκοτεινών περιοχών). Αυτό θα μας είναι πιο χρήσιμο (αν τελικώς αποδειχτεί χρήσιμο) στο Develop. Στη συνέχεια μια πρόχειρη διόρθωση (Quick Develop) των φωτογραφιών. Το Auto Develop είναι κάπως χρήσιμο για πρόχειρες φωτογραφίες που απλώς θέλουμε να δούμε και να δείξουμε. Η διόρθωση που κάνει είναι συνήθως αποδεκτή. Αλλά για σωστές διορθώσεις πρέπει να πάμε στο Develop. Η εργασία που ακολουθεί είναι μία από τις σημαντικότερες. To Keywording, δηλαδή η διαδικασία με την οποία προσδίδουμε στις φωτογραφίες μας λέξεις-κλειδιά. Μετά έρχεται όλη η λίστα των λέξεων-κλειδιών. Και, τέλος, τα Metadata, δηλαδή όλα τα στοιχεία της επιλεγμένης κάθε φορά φωτογραφίας, όπως όνομα αρχείου, χρόνος και στοιχεία λήψης, φακός, διάφραγμα, κλπ.

β) Toolbar (Γραμμή εργαλείων)
Στο Toolbar του Library μπορούμε να επιλέξουμε τα εξής:

α) Τον τρόπο που θα βλέπουμε τις φωτογραφίες (View). Με την επιλογή αυτή εμφανίζονται οι εξής υποεπιλογές: Πρώτον, να εμφανίζονται όλες μαζί ως κοντάκτ (Grid). Δεύτερον, μία-μία μεγεθυμένη. Επιλέγεται με ένα κλικ και μεγεθύνεται με δεύτερο Double Click, ή με ένα κλικ στο Loupe view, ή πατώντας το Ε. Τρίτον, δύο-δύο για σύγκριση (Compare), όπου η μία θεωρείται η Επιλεγμένη και είναι ενεργή και η άλλη Υποψήφια (Select, Candidate). Τότε εμφανίζονται επιπροσθέτως στην μπάρα ένα λουκέτο, ένα κουμπί με την ένδειξη Sync και κάτι βελάκια δεξιά. Αν επιλέξουμε να είναι το λουκέτο κλειστό, οι ενέργειές μας μεταφέρονται παράλληλα και στις δύο φωτογραφίας. Αν θέλουμε τα μεγέθη των δύο φωτογραφιών (μετά από τυχόν αλλαγές) να ταυτίζονται, πατάμε το κουμπί συγχρονισμού (Sync). Αν θέλουμε να αφαιρέσουμε μία από τις δύο χωρίς να την αντικαταστήσουμε, πατάμε το Χ που εμφανίζεται επάνω της με το ποντίκι. Και τέλος μεταβάλουμε τις φωτογραφίες, αλλάζοντας τη σχέση τους, ή αλλάζοντας την εκάστοτε υποψήφια, ή προχωρώντας στην επόμενη και την προηγούμενη. Σε αυτό μπορεί να παίξουν ρόλο και τα βελάκια του πληκτρολογίου. Τέταρτον, πολλές μαζί που τις επιλέγουμε για συγκρίσεις (Survey view). Τακτοποιούνται στην οθόνη αυτομάτως από το πρόγραμμα. Πατώντας το Χ αφαιρούμε αυτή που διαλέξαμε (την αφαιρούμε μόνο από τις επιλογές, όχι και από το κοντάκτ) και οι υπόλοιπες επανατακτοποιούνται αυτόματα ως προς τη διάταξη και το μέγεθος. Κάνοντας κλικ (με πατημένο Control) σε φωτογραφίες του Filmstrip τις προσθέτουμε στο Survey view.

β) Το κριτήριο με το οποίο μπαίνουν στη σειρά οι φωτογραφίες στο Grid (Sort). Αριστερά δύο γράμματα ΑΖ (το πρώτο και το τελευταίο του λατινικού αλφαβήτου) επιτρέπουν την επιλογή ανιούσης ή κατιούσης σειράς. Δεξιά δυο μικρά βελάκια επιτρέπουν την επιλογή (με Pop up menu) ανάμεσα από πολλά κριτήρια. Τα πιο χρήσιμα είναι με το File name (όνομα αρχείου) αλφαβητικά, με το Added order (με τη σειρά που προστέθηκαν στον κατάλογο) και με το Capture time (με τη σειρά που τραβήχτηκαν). Πολύ χρήσιμη είναι και η επιλογή User order (με τη σειρά του χρήστη), η οποία όμως εμφανίζεται ως επιλογή μόνον από τη στιγμή που ο χρήστης έχει κάνει κάποια μετακίνηση φωτογραφίας στο Grid.

γ) Τη δυνατότητα περιστροφής των φωτογραφιών με δύο καμπυλωτά βελάκια (Rotation). Η περιστροφή μπορεί να γίνει και με τη χρήση του Control μαζί με τις αγκύλες του πληκτρολογίου.

δ) Τη μετάβαση στην επόμενη και την προηγούμενη φωτογραφία με δύο μικρά στην ευθεία βελάκια (Previous, Next).

ε) Τη δυνατότητα να ξεκινήσει αυτόματα ένα Slideshow των επιλεγμένων φωτογραφιών πατώντας το μοναδικό (προς τα δεξιά και μεγαλύτερο) βελάκι (Slideshow). Το ξεκίνημα ενός Slideshow επιτυγχάνεται και με τα πλήκτρα Control+Enter. Η επιλογή αυτή εξαφανίζεται αν έχουμε επιλέξει Compare View.

στ) Την επιλογή του μεγέθους των Thumbnails (των μικρών φωτογραφιών του Grid) με τον συρόμενο δείκτη δεξιά (Thumbnails size). Η επιλογή αυτή εμφανίζεται βέβαια μόνον όταν το View είναι στην επιλογή Grid.

ζ) Τέλος, τη δυνατότητα να ζουμάρουμε τη φωτογραφία μεγεθύνοντάς την σταδιακά μέσω της μπάρας Zoom, η οποία όμως εμφανίζεται (πολύ λογικά) μόνον όταν επιλέξουμε είτε Loop View είτε Compare. Για ζουμάρισμα όμως είναι γενικώς καλύτερα να βασιζόμαστε στο κλικ του ποντικιού (βλ. πιο κάτω στο Navigator- Zoom).

η) Οι άλλες επιλογές έχουν σχέση με τις αξιολογήσεις φωτογραφιών βάσει αστερίσκων, χρωμάτων και σημαιών. Επειδή γενικά δεν συμφωνώ με τέτοιες αξιολογήσεις, τις παραβλέπω, ώστε να μη συνωστίζονται οι εντολές στην μπάρα.

γ) Parent Folder (Γονικός Φάκελος - Η βάση των φωτογραφιών)
Η πρώτη δουλειά του φωτογράφου, προτού καν ασχοληθεί με το πρόγραμμα, είναι να συγκεντρώσει όλες τις φωτογραφίες του, κάθε τύπου αρχείου, με οποιαδήποτε διάταξη Folders (πολλά, ανάκατα, χύμα, όπως και αν βρίσκονται) σε έναν μοναδικό φάκελο, τον οποίο θα ονομάσει κάπως π.χ. Photos συν το όνομά του. Εμείς εδώ θα αναφερόμαστε σε αυτόν ως «Γονικό Φάκελο (Parent Folder)». Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με την ταξινόμηση των φωτογραφιών αυτών. Αυτή θα την κάνουμε μέσα από το Lightroom και ό,τι κάνουμε εκεί αυτομάτως θα μεταφέρεται στον Γονικό Φάκελο. Ο φάκελος αυτός μπορεί να δημιουργηθεί στον υπολογιστή μας ή σε έναν εξωτερικό σκληρό δίσκο. Μπορούμε όμως να έχουμε περισσότερους υπολογιστές και σκληρούς δίσκους και για λόγους ασφαλείας να κρατάμε τον φάκελο με τις φωτογραφίες μας σε όλους αυτούς. Στην περίπτωση αυτή κάθε φορά που θα αλλάζουμε υπολογιστή ή δίσκο, θα πρέπει να κάνουμε ενημέρωση, ώστε οι τυχόν αλλαγές που θα έχουμε κάνει να μεταφέρονται σε όλους τους όμοιους φακέλους.

δ) Catalog (Κατάλογος)
Μόλις ανοίξουμε το πρόγραμμα παρατηρούμε ότι ανοίγει εκεί όπου το είχαμε αφήσει την τελευταία φορά. Αν το ανοίξουμε για πρώτη φορά θα ανοίξει στο Library, όπου έτσι κι αλλιώς θέλουμε να πάμε. Η πρώτη μας δουλειά είναι να φτιάξουμε έναν Κατάλογο. Άλλωστε μας το ζητάει. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν, δύο ή όσους θέλουμε καταλόγους και να τους δώσουμε την ονομασία που επιθυμούμε. Δεν είναι σκόπιμο όμως να φτιάξουμε πολλούς γιατί περιπλέκουμε και καθυστερούμε τις διαδικασίες. Λόγος για περισσότερους καταλόγους υπάρχει ή αν οι φωτογραφίες μας είναι πάρα πολλές, ή αν έχουμε διαφορετικές δραστηριότητες π.χ. επαγγελματική φωτογραφική δραστηριότητα και προσωπική και θέλουμε να ξεχωρίσουμε και να προστατεύσουμε τη μία από την άλλη.

Για να φτιάξουμε κατάλογο ανοίγουμε επάνω από το File την επιλογή New Catalog. Στο παράθυρο που ανοίγει επιλέγουμε τη θέση όπου θέλουμε να γίνει ο Κατάλογος και την ονομασία του, η οποία όπως θα δούμε έχει ως Extension τα γράμματα lrcat (από το lightroom catalog). Μπορούμε να φτιάξουμε τον κατάλογο όπου θέλουμε. Θεωρώ όμως πιο σωστό να τον φτιάξουμε μέσα στον Γονικό Φάκελο. Έτσι θα είναι αυτόματη και η ενημέρωσή του όποτε κάνουμε Back up στις φωτογραφίες μας. Ο μόνος λόγος να τον κάνει κανείς εκτός του Γονικού Φακέλου είναι αν ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή είναι πολύ μικρός για τις φωτογραφίες, οπόταν τις βάζουμε σε άλλο δίσκο και κρατάμε τον Κατάλογο στον υπολογιστή για να δουλεύουμε επάνω του όταν δεν έχουμε και τον σκληρό με τον Γονικό. Διότι είναι δυνατόν να προσθέτουμε π.χ. λέξεις-κλειδιά χρησιμοποιώντας τα Previews, τις μικρές φωτογραφίες που αποθηκεύονται στον κατάλογο για να χρησιμοποιούνται στο Grid σαν κοντάκτ. Αλλά δεν μου φαίνεται και πολύ χρήσιμη ή σίγουρη αυτή η διαδικασία. Επομένως ο κατάλογος θα γίνει μέσα στον Γονικό Φάκελο. Αν θέλουμε και δεύτερο κατάλογο, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία. Επισημαίνω όμως ότι η δημιουργία ενός δεύτερου καταλόγου πρέπει να προκύψει από μεγάλη ανάγκη, διότι οπωσδήποτε κάτι τέτοιο θα μας μπερδεύει, αν μη τι άλλο όταν θα ανοίγουμε το πρόγραμμα και αυτό δεν θα ξέρει ποιον από όλους τους καταλόγους θα πρέπει να ανοίξει.

Μπορούμε, αν θέλουμε, να φτιάξουμε τη δική μας επικεφαλίδα-πινακίδα για τον κατάλογό μας. Από το Edit πάνω-αριστερά επιλέγουμε το Identity Plate Setup και αντικαθιστούμε έτσι την πάνω αριστερά πινακίδα (αυτήν που έχει το όνομα της εταιρείας και του προγράμματος). Μπορούμε να δώσουμε από ένα όνομα σε κάθε κατάλογό μας για τον αναγνωρίζουμε εύκολα όταν ανοίγει, όπως επίσης ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γυρίζουμε στην αρχική επιγραφή απενεργοποιώντας (Disabling) τη δική μας επιγραφή με την ίδια παραπάνω διαδικασία. Όταν γίνεται μια εργασία που διαρκεί (π.χ. εισαγωγή πολλών φωτογραφιών κλπ.) η επικεφαλής πινακίδα αντικαθίσταται από μια άλλη που δείχνει την πορεία της ή των εργασιών. Το Lightroom μπορεί να κάνει πολλές εργασίες παράλληλα.

ε) Preferences (Προτιμήσεις)
Μία και μόνη φορά πρέπει να ενημερώσουμε το πρόγραμμα για μερικές από τις προτιμήσεις μας. Ανοίγουμε πάνω αριστερά το Edit (από το Library). Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι καλό θα είναι ο χρήστης του προγράμματος να ψάξει με ψυχραιμία όλες τις εντολές που αναγράφονται σε αυτούς τους μικρούς καταλόγους κάτω από τις ετικέτες του μενού πάνω αριστερά, διότι εκεί θα ενημερωθεί πρακτικά για όλες τις δυνατότητες του προγράμματος. Και εκεί θα πρέπει να καταφύγει όταν έχει ξεχάσει πού θα βρει μια εντολή και πώς γίνεται κάτι. Και φυσικά υπάρχει μια λογική στη σχέση τίτλου και εντολών που περιλαμβάνει. Από το Edit λοιπόν ανοίγουμε την εντολή Preferences (Προτιμήσεις). Πολλές από τις εντολές που περιέχονται σε αυτές τις ετικέτες περιλαμβάνονται αυτούσιες και σε άλλα Modules όταν χρειάζονται. Άλλες πάλι προστίθενται ή αφαιρούνται.

Ως προς τις προτιμήσεις θα κάνω τις παρακάτω προτάσεις που εσείς βέβαια μπορείτε να δεχθείτε ή να αλλάξετε.

Στην πρώτη σελίδα (General) πρέπει να δώσετε εντολή ποιον κατάλογο θα ανοίγει το πρόγραμμα με το ξεκίνημα. Αυτόν που του ορίζετε; Να σας ρωτάει κάθε φορά; Να ανοίγει τον τελευταίο που είχε ανοίξει; κλπ. Το πιο απλό είναι να του δώσετε εντολή (να βρείτε δηλαδή με Βrowsing τη διεύθυνση του καταλόγου σας) να ανοίγει τον έναν και μοναδικό ή έναν από όλους και αν ενδεχομένως χρειαστεί να ανοίξετε άλλον (αν έχετε πολλούς), να του το λέτε τότε πατώντας από το File την εντολή Open Catalog (ή Control+O). Στις Import Options τσεκάρετε μόνο το μεσαίο από τα τρία τετραγωνάκια. Το πρώτο λέει ότι σε περίπτωση που το Lightroom είναι ανοιχτό, μόλις συνδέσετε μια κάρτα μνήμης θα σας ανοίγει αμέσως την κάρτα εισαγωγής. Αν προτιμάτε να έχετε εσείς τον έλεγχο, μην το τσεκάρετε. Υπάρχει περίπτωση μόλις φορτώσετε οποιοδήποτε μέσο με φωτογραφίες να σας ανοίγει το πρόγραμμα ενώ το έχετε κλειστό. Αυτό όμως δεν ελέγχεται από το Lightroom, αλλά από το Auto Play Windows με δεξί κλικ πάνω στον δίσκο με τα αρχεία σας, επιλογή του Auto Play και στην περίπτωση των Pictures δώστε εντολή ποιο πρόγραμμα να ανοίγει ή, αν προτιμάτε, να σας ρωτάει πρώτα. Το δεύτερο τετραγωνάκι αναφέρεται στο αν θέλουμε να διατηρούνται τα ονόματα ή όχι που δίνει η μηχανή. Μάλλον λοιπόν όχι, αφού θα βάλουμε τα δικά μας. Όσο για το τρίτο μάλλον δεν θα δεν θέλετε να ξεκινάει ένα Splash screen γιατί δημιουργεί καθυστέρηση, και στη συνέχεια δεν θέλετε να ψάχνει μόνο του για ενημερώσεις, δεν θέλετε να ξεχωρίζει την ίδια φωτογραφία σε Raw και σε JPEG (πέραν που είπαμε να μην το κάνετε) και δεν θέλετε να κάνει προειδοποιητικό ήχο όταν τελειώνει η εισαγωγή ή η εξαγωγή φωτογραφιών.

Από τη δεύτερη σελίδα (Presets) επιλέξτε την εντολή να κάνει το πρόγραμμα ανάμιξη από μόνο του όταν για πρώτη φορά του δίνετε εντολή να μετατρέψει σε ασπρόμαυρη μια φωτογραφία σας. Το κάνει πολύ καλά και σας βοηθάει να πάρετε μια σωστή ιδέα και μετά μπορείτε πάντα να την τελειοποιήσετε. Στην τρίτη σελίδα (External Settings) βάλτε με τη σειρά τόσο στο πάνω τμήμα όσο και στο κάτω τα εξής: PSD (είναι το αρχείο που χρησιμοποιεί το Photoshop, αλλά θαυμάσια μπορείτε να βάλετε και TIFF), sRGB, 8bits (ακόμα όμως και 16) και 240 (ή και 300).

Στην τέταρτη σελίδα (File Handling) γράψτε με τη σειρά τα εξής: DNG, Camera Raw και πλάι το μεγαλύτερο νούμερο, Full Size και επιλέξτε το Embed (αυτό σημαίνει να διατηρεί και το αρχείο Raw τής μηχανής που έχετε ακόμα και αν τα έχετε μετατρέψει σε DNG). Στην πραγματικότητα το μέγεθος των Previews (αυτό που διαλέξαμε Full Size) δεν παίζει και μεγάλο ρόλο για το Lightroom διότι το πρόγραμμα έχει δικό του τρόπο κατά την εισαγωγή των φωτογραφιών για να φτιάχνει τα Previews. Στη συνέχεια αφήστε κενά τα δύο τετραγωνάκια και ως προς τα άλλα τρία, το πρώτο δεν έχει σημασία τι θα επιλέξετε, στο δεύτερο Underscore και στο τρίτο επιλέξτε Leave As-Is. Τέλος, κάτω-κάτω επιλέξτε έναν αριθμό 10 GB. Και αν έχετε πολύ μεγάλο σκληρό δίσκο, ακόμα μεγαλύτερο από 10. Έτσι θα επιταχύνετε τη λειτουργία του προγράμματος.

Στην τελευταία σελίδα (Interface) στα End Marks επιλέξτε None και έτσι θα φύγει και η χαζή διακόσμηση στο αριστερό μπροστινό Panel (εκτός και αν προτιμάτε κάποια από αυτές που προτείνει). Δεξιά επάνω αφήστε το Default (εκτός αν θέλετε μικρότερα ή μεγαλύτερα γράμματα). Τα δύο κάτω να μείνουν και αυτά στο Default (αφορούν το σκοτείνιασμα της οθόνης με το L). Τα από κάτω και το Main και το Secondary Window να γίνουν Dark Gray (αφορά το φόντο των φωτογραφιών) και τα από κάτω None (αφορά την ενδεχόμενη υφή του φόντου). Στο κομμάτι των Keywords επιλέξτε να χωρίζονται οι λέξεις-κλειδιά με Comma και διαλέξτε το τετραγωνάκι που λέει να συμπληρώνει τις λέξεις-κλειδιά που ήδη έχετε, γιατί αυτό είναι κάτι που επιταχύνει σημαντικά τη διαδικασία. Στο Filmstrip (δηλαδή στο κάτω Panel) επιλέξτε τα Show badges, Show stack counts και Show photos on Navigator. Στο τέλος υπάρχει μια επιλογή για να ζουμάρει η φωτογραφία πάντοτε στο κέντρο της (και από κει να την κινούμε για να βλέπουμε το υπόλοιπο). Μάλλον είναι καλύτερα να μείνει ατσεκάριστη η επιλογή, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε ζουμαρισμένο εκείνο το μέρος της φωτογραφίας που επιλέξαμε να ζουμάρουμε.

στ) Catalog Settings (Ρυθμίσεις καταλόγου)
Η επόμενη σειρά ρυθμίσεων που πρέπει να φροντίσουμε είναι το Catalog Settings όπου πηγαίνουμε είτε από την πρώτη σελίδα των Preferences είτε από το Edit. Εδώ στην πρώτη σελίδα (General) το μόνο που χρειάζεται να διαλέξουμε είναι κάθε πότε θα κάνει Back up στον κατάλογο (προσοχή: στον κατάλογο, όχι στις φωτογραφίες). Μια φορά την εβδομάδα όταν πάτε να κλείσετε το πρόγραμμα είναι μια καλή λύση. Αν εκείνη την ώρα δεν έχετε χρόνο να περιμένετε, μπορείτε να επιλέξετε Skip και το κάνει την επόμενη φορά. Όταν μαζευτούν αρκετά Back up πηγαίνετε στον Γονικό Φάκελο και διαγράψτε τα παλαιότερα για να μην επιβαρύνεται η μνήμη.

Στη δεύτερη σελίδα (File Handling) επιλέξτε στο πρώτο ένα νούμερο λίγο μεγαλύτερο από την οθόνη που χρησιμοποιείτε. Επειδή οι περισσότερες πλέον είναι HD μάλλον το μεγαλύτερο νούμερο είναι το ενδεικνυόμενο. Αν τυχόν η οθόνη σας είναι ακόμα μεγαλύτερη, το Lightroom θα επιλέγει μόνο του το 1:1. Στο δεύτερο το High και στο τρίτο το Never και στην τελευταία σελίδα (Metadata) επιλέξτε τα δύο πρώτα μόνον. Αν τσεκάρετε και το τρίτο, τότε όλες οι πληροφορίες (τα Metadata δηλαδή) θα συνοδεύουν τις φωτογραφίες σας και σε άλλα προγράμματα, κάτι που δεν υπάρχει λόγος να γίνεται για όλες και αυτόματα. Αν πάλι θέλετε να ενσωματωθούν οι πληροφορίες αυτές, μπορείτε να το επιλέξετε κατά περίπτωση από την ετικέτα Metadata (πάνω-πάνω στο Library) και να διαλέξετε την εντολή Save Metadata to File.

ζ) View Options (Επιλογές Επισκόπησης)
Υπάρχει ακόμα μία κατηγορία προτιμήσεων τα View Options από τον φάκελο View. Στην πρώτη σελίδα (Grid View) διαλέξτε τα λίγο πιο μεγάλα εικονίδια του Grid, αυτά που ονομάζονται Expanded, και επιλέξετε αριστερά επάνω να φαίνονται τα Extras. Από τα υπόλοιπα διαλέξτε και τα τρία. Το πρώτο για να δείχνει τα στοιχεία που αναφέρει μόνο όταν το ποντίκι πάει επάνω σε μια Thumbnail φωτογραφία και όχι συνέχεια (όταν είναι Compact cells). To Tint grid cells γιατί βοηθάει να βλέπετε χρωματισμένα τα κελιά όταν χρησιμοποιείτε χρωματικές επιλογές των φωτογραφιών. Και το τελευταίο για να σας θυμίζει τι είναι το κάθε σημάδι που εμφανίζεται στο Thumbnail, όταν ακουμπάτε επάνω του τον κέρσορα.

Πιο κάτω τσεκάρετε μόνο το Thumbnail Badges, διότι μας δίνει διάφορες χρήσιμες πληροφορίες για τις φωτογραφίες. Όπως αν η φωτογραφία είναι σε μία ή περισσότερες συλλογές (με κλικ επάνω στο εικονίδιο μαθαίνουμε σε ποιες συλλογές βρίσκεται). Ή αν η φωτογραφία έχει λέξεις-κλειδιά (με κλικ επάνω στο εικονίδιο ανοίγει το Keywording). Ή αν η φωτογραφία είναι κροπαρισμένη (με κλικ επάνω στο εικονίδιο ανοίγει το Cropping). Ή αν η φωτογραφία έχει υποστεί τονική επεξεργασία (με κλικ επάνω στο εικονίδιο ανοίγει το Develop Module). Επίσης, βλέπουμε αν η φωτογραφία είναι Virtual Copy.

Μετά θα πάτε στα Expanded Cell Extras (αφού αυτά έχετε προτιμήσει) και θα διαλέξετε τι να βλέπετε στα Thumbnails του Grid. Από τις πολυάριθμες επιλογές ως πιο χρήσιμες θεωρώ το Folder (τον φάκελό τους στον κατάλογο), το Extension (για να ξέρετε αμέσως αν είναι DNG ή JPEG), τις Cropped dimensions (τις διαστάσεις δηλαδή σε Pixels μετά το ενδεχόμενο ξανακαδράρισμα) και, φυσικά, το όνομα αρχείου (File Name). Τέλος, κάτω- κάτω, μπορείτε να διαλέξετε να βλέπετε (ή όχι) τις αξιολογήσεις (αστεράκια, χρώματα) και τα σημάδια για περιστροφή της εικόνας (Rotation).

Στη δεύτερη σελίδα των View Options (Loupe View) επιλέγουμε τι πληροφορίες θέλουμε να βλέπουμε όταν μεγεθύνεται η κάθε φωτογραφία. Μας δίνονται δύο δυνατότητες (Info1 και Info2) με τρεις πληροφορίες για την καθεμιά. Προτείνω στο Info1 να επιλεγούν: File Name - Copy Name - File Extension, και στο Info2: Cropped Dimensions - Common Photo Settings - Camera Model. Οι επιλογές που αναφέρονται στο πότε να φαίνονται αυτές οι πληροφορίες να μείνουν κενές. Ο λόγος είναι ότι δεν θα μας ενοχλούν με την παρουσία τους αν δε τις θέλουμε, αν όμως προς στιγμή θέλουμε να τις συμβουλευτούμε, μπορούμε να πατήσουμε το I (από το Information) μία φορά για να δούμε το Info1, άλλη μία για να δούμε το Info2 και άλλη μία για να σβήσει.

η) Import (Εισαγωγή φωτογραφιών)
Στο κάτω σημείο του αριστερού Panel του Library υπάρχουν δύο επιλογές με την ονομασία Import και Export. Για να εισαγάγουμε επομένως φωτογραφίες στον κατάλογο, όπως λόγου χάριν τις αρχικές φωτογραφίες από τον Γονικό Φάκελο, πρέπει να ενεργοποιήσουμε την εντολή Import και να ακολουθήσουμε τις οδηγίες της. Διευκρινίζω και πάλι ότι όταν λέμε εισαγωγή δεν εννοούμε την πλήρη φωτογραφία (αυτή παραμένει με τον όγκο της στον Γονικό Φάκελο), αλλά μόνον την «εικόνα» της, ώστε ο κατάλογος να μπορεί να πηγαίνει να τη βρίσκει στον σκληρό δίσκο και να προσθέτει στη σωστή θέση τα στοιχεία της (λέξεις-κλειδιά, όνομα αρχείου, στοιχεία επεξεργασίας κλπ.).

Αν ανοίξουμε το παράθυρο του Import, που μοιάζει πολύ με την εικόνα του Library, θα δούμε την εξής δομή και τα εξής στοιχεία: Ένα παράθυρο στον μεγάλο κεντρικό χώρο όπου εμφανίζονται οι υποψήφιες για εισαγωγή φωτογραφίες, ένα αριστερό Panel που έχει σχέση με την πηγή (Source) των φωτογραφιών, ένα κεντρικό άνω Panel που έχει σχέση με την ενέργεια που θα κάνουμε και ένα δεξιό που έχει σχέση με τον προορισμό (Destination) των φωτογραφιών. Κάτω αριστερά έχει ένα βελάκι που μας δίνει τη δυνατότητα να περιορίσουμε τα στοιχεία της κάρτας και να μικρύνει έτσι το μέγεθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνουμε. Δεν θα πάθουμε και τίποτα να έχουμε όλες τις επιλογές ανοικτές. Στο κάτω τμήμα υπάρχει ένα Toolbar με επιλογές Grid Loupe και Loupe View, Thumbnail Size και Sorting (με λίγες επιλογές). Αν διαλέξουμε το Loupe View για να βλέπουμε μεγάλες φωτογραφίες, θα καθυστερεί λίγο το φόρτωμα και θα πρέπει για κάθε μία να επιλέγουμε είτε με το πλήκτρο P να συμπεριληφθεί είτε με το X να αποκλειστεί η συγκεκριμένη φωτογραφία από την εισαγωγή. Ίσως λοιπόν είναι απλούστερο να εισαχθούν όλες και μετά από το Grid να επιλεχθούν και να απαλειφθούν όσες είναι για απόρριψη.

Η πηγή είτε θα είναι σε κάποιο σκληρό δίσκο (τον D με τα αρχεία μας, ή κάποιον άλλον συνδεδεμένο, αλλά ποτέ στον C με το λειτουργικό και τα προγράμματα), ή σε κάποιο κινητό αποθηκευτικό μέσο (στικάκι, δισκάκι, DVD, κάρτα μνήμης) και μέσα εκεί σε κάποιο φάκελο. Αν δεν το δούμε να αναγράφεται, θα πρέπει να πάμε εκεί που λέει (πάνω αριστερά) Select a source (επιλέξτε μια πηγή) και να κάνουμε Browsing μέχρι να καταλήξουμε στον φάκελο των φωτογραφιών. Πατώντας το Select a source παρατηρούμε ότι κρατάει τις πιο τελευταίες πηγές που χρησιμοποιήσαμε, έτσι ώστε αν χρησιμοποιούμε μία συχνά να τη βρίσκουμε εκεί.

Οι ενέργειες που μπορούμε να κάνουμε είναι βασικά τρεις: να αντιγράψουμε, να μετακινήσουμε, να προσθέσουμε (Copy, Move, Add). Υπάρχει και μία επιλογή που μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε αντιγραφή και ταυτόχρονα να μετατρέψουμε τα Raw αρχεία μας σε DNG. Επειδή έτσι κι αλλιώς όμως υπάρχει ανά πάσα στιγμή αυτή η δυνατότητα στο Lightroom, δεν βλέπω γιατί πρέπει να γίνεται μέσα στη φασαρία της εισαγωγής των φωτογραφιών. Υπάρχει σχετική εντολή μετατροπής στην ετικέτα Library πάνω αριστερά (Convert Photo to DNG), όπου με την επιλογή της ανοίγει παράθυρο με πολύ σαφείς και κατανοητές εντολές. Επιστρέφοντας στη διαδικασία εισαγωγής πατάμε πάνω στην κάθε εντολή (Copy, Move, Add) και βλέπουμε να αναγράφεται από κάτω αναλυτικά η διαδικασία. Συνήθως αυτό που θα κάνουμε θα είναι Copy. Αν μάλιστα οι φωτογραφίες βρίσκονται σε κάρτα μνήμης, μόνο η επιλογή Copy επιτρέπεται από το πρόγραμμα για να προστατέψει την κάρτα. Με το Copy αντιγράφονται οι φωτογραφίες στον Γονικό Φάκελο από τον φάκελο κάποιου αποθηκευτικού μέσου και προστίθενται στον κατάλογο. Αυτή θα είναι η βασική μας ενέργεια. Μετά, αφού βεβαιωθούμε ότι μπήκανε και αν βεβαίως θέλουμε, μπορούμε να τις σβήσουμε από το αρχικό αποθηκευτικό μέσο. Το Add θα το χρειαστούμε μόνο την πρώτη φορά, αν έχουμε περάσει όλες μας τις φωτογραφίες στον Γονικό Φάκελο και θέλουμε να ενημερώσουμε για πρώτη φορά τον κατάλογο. Η εντολή τότε είναι να προστεθούν οι φωτογραφίες στον κατάλογο χωρίς να αλλάξουν θέση. Αν όμως για παράδειγμα ξεκινούσαμε από τα διάφορα σημεία του σκληρού μας δίσκου να φορτώνουμε τις φωτογραφίες στο Lightroom, τότε θα διαλέγαμε το Move διότι θα θέλαμε να μεταφερθούν σε νέο τόπο (στον Γονικό Φάκελο) και να προστεθούν στον κατάλογο.

Η πιο καθαρή όμως και ασφαλής διαδικασία για την πρώτη εισαγωγή φωτογραφιών στο Lightroom είναι η ακόλουθη:

Πριν από όλα να αντιγράψουμε όλες τις φωτογραφίες μας στον Γονικό Φάκελο και αφού βεβαιωθούμε ότι αντιγράφτηκαν, τότε και μόνον τότε να τις σβήσουμε από τους διάφορους φακέλους όπου τις είχαμε πριν. Επιλέγοντας (από το Import) τον Γονικό Φάκελο να μην ξεχάσουμε να επιλέξουμε και την εντολή Include Subfolders ώστε να μπουν και όλοι οι υποφάκελοι. Δεύτερον, να επιλέξουμε Add στο Import του Lightroom, που σημαίνει να προστεθούν στον κατάλογο χωρίς να μεταφερθούν. Και πράγματι δεν θέλουμε να μεταφερθούν αφού ο Γονικός Φάκελος όπου τις βάλαμε θέλουμε να είναι και η παντοτινή τους βάση. Από κει και ύστερα για όποιες φωτογραφίες προσθέτουμε θα επιλέγουμε το Copy, δηλαδή να αντιγράφονται οι φωτογραφίες στον Γονικό Φάκελο και να προστίθενται στον κατάλογο. Αν θέλουμε να σβήσουμε τις φωτογραφίες από κει που τις πήραμε, θα το κάνουμε εκ των υστέρων και αφού βεβαιωθούμε ότι έχουν φορτωθεί όλες χωρίς προβλήματα.

Μένει όμως να δώσουμε εντολή στο δεξιό Panel του Import για τον προορισμό των φωτογραφιών. Πού θα πάνε δηλαδή και με ποιες ενδεχομένως προσθήκες. Το δεξιό Panel έχει μια σειρά από σετ εντολών. Ας τα εξετάσουμε ένα προς ένα. Η πρώτη επιλογή του πρώτου σετ (File Handling) έχει σχέση με το μέγεθος των Previews, των φωτογραφιών δηλαδή που διαλέγουμε και μεγεθύνουμε στην οθόνη. Αν επιλέξουμε το 1:1, που προσωπικά προτιμώ, αργούν λίγο περισσότερο όταν τις φορτώνουμε για πρώτη φορά στον κατάλογο και τον επιβαρύνουν με μεγαλύτερο βάρος στη μνήμη, αλλά μετά ανοίγουν αμέσως και διατηρούν τον έλεγχο της ευκρίνειας και της μείωσης του οπτικού θορύβου. Επομένως το μόνο τους μειονέκτημα είναι ο όγκος μνήμης που καταλαμβάνουν. Με τα μεγέθη όμως των σημερινών σκληρών δίσκων κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αποτελεί πρόβλημα.

Η δεύτερη επιλογή (Do not import suspected duplicates) είναι πολύ χρήσιμη σε περίπτωση που φορτώνουμε φωτογραφίες από κάποια πηγή που έχει και άλλες τις οποίες πιθανόν έχουμε ξαναφορτώσει (π.χ. μια κάρτα μνήμης που ξεχάσαμε να αδειάσουμε). Αν επιλέξουμε να μην φορτώνει τις ίδιες φωτογραφίες, τότε όταν οι φωτογραφίες που πρόκειται να φορτωθούν ανοίξουν στον κεντρικό χώρο της οθόνης, θα παρατηρήσουμε ότι οι παλαιές ανάμεσά τους δεν είναι τσεκαρισμένες και μάλιστα είναι και πιο αχνές. Αυτές από μόνες τους θα εξαιρεθούν. Το πρόγραμμα συγκρίνει τις φωτογραφίες με βάση το όνομα αρχείου, την ημερομηνία και το μέγεθος. Η τρίτη επιλογή (Make a second copy) εμφανίζεται αν επιλέξουμε το Copy ή το Move, αλλά μάλλον δεν υπάρχει λόγος να τσεκαριστεί. Αν χρειάζεστε αντίγραφα, ας τα κάνετε αργότερα με ξεχωριστή απόφαση.

Το επόμενο σετ εντολών αφορά τη μετονομασία (Rename). Συνήθως (πλην ειδικών εξαιρέσεων) δεν υπάρχει λόγος να δίνετε νέα ονομασία από δω. Υπάρχει πάντα η ευχέρεια να το κάνετε μετά την εισαγωγή τους. Αν πάντως τις μετονομάσετε, θα το κάνετε με το ίδιο όνομα για όλες και αυτομάτως θα δοθεί αύξων αριθμός.

Το τρίτο σετ εντολών αναφέρεται στη δυνατότητα να δώσουμε σε όλες τις φωτογραφίες χαρακτηριστικά κοινής επεξεργασίας (π.χ. να γίνουν όλες ασπρόμαυρες). Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι σώφρων και σκόπιμο. Δεν είναι όμως καθόλου άσκοπο να δώσουμε μια-δυο λέξεις-κλειδιά σε όλες τις φωτογραφίες από την εισαγωγή τους. Αν λόγου χάριν είναι όλες στο ίδιο μέρος τραβηγμένες ή αν όλες περιλαμβάνουν το ίδιο πρόσωπο.

Και φτάνουμε στο πιο κρίσιμο σετ εντολών, αυτό που ορίζει τον προορισμό. Προφανώς προορισμός θα είναι πάντα ο Γονικός Φάκελος στον σκληρό δίσκο όπου τον έχουμε βάλει. Και αν τον έχουμε βάλει στον δίσκο του υπολογιστή μας, τότε θα είναι μαζί με τα υπόλοιπα αρχεία μας στον δίσκο D. Και από τον Γονικό Φάκελο θα διαλέξουμε τον υποφάκελο που προτιμούμε. Όταν βάζουμε νέες φωτογραφίες, καλό είναι να επιλέγουμε στην αρχή του σετ με τον τίτλο Destination την πρώτη εντολή που μας λέει να τις βάλει σε έναν ακόμα υποφάκελο. Έτσι οι νεοεισαγόμενες φωτογραφίες θα μπουν σε έναν δικό τους υποφάκελο, αφενός για να βεβαιωθούμε ότι μπήκαν και αφετέρου για να σκεφτούμε μήπως θέλουμε να σβήσουμε καμία. Μετά μπορούμε να τις ενσωματώσουμε στους υπάρχοντες φακέλους και να σβήσουμε αυτόν τον προσωρινό υποφάκελο. Το όνομα του προσωρινού αυτού υποφακέλου μπορεί να είναι οτιδήποτε πρόχειρο. Ο υποφάκελος αυτός θα εμφανιστεί αμέσως στο δεξί Panel του Import στη θέση που επιλέξαμε (ώστε εύκολα να μπορούμε να το ελέγξουμε) αλλά με πλάγια γράμματα διότι ακόμα δεν υπάρχει πραγματικά όπως οι υπόλοιποι. Επίσης, θα επιλέξουμε στο αμέσως πιο κάτω τετράγωνο η εισαγωγή να γίνει σε έναν φάκελο και όχι σε περισσότερους με βάση την ημερομηνία. Αν μάλιστα οι φωτογραφίες που θα αντιγράψουμε βρίσκονται σε περισσότερους υποφακέλους προκύπτει και μία νέα δυνατότητα (παράλληλα με τις εντολές «Με βάση την ημερομηνία» και «Σε ενιαίο φάκελο») που λέει «Με βάση τους αρχικούς φακέλους», οπόταν μεταφέρονται με τη διάταξη που είχαν στο φάκελό τους. Να σημειωθεί εν προκειμένω κάτι σημαντικό: το Lightroom δεν βλέπει μεμονωμένες φωτογραφίες παρά μόνον φακέλους που έχουν μέσα φωτογραφίες. Αν για παράδειγμα έχουμε μια φωτογραφία μόνη της στο Desktop, δεν θα μπορέσουμε να την εισαγάγουμε παρά μόνον αν τη βάλουμε μέσα σε ένα Folder.

Αν επιλέξουμε την εντολή Add (πάνω-πάνω), όπως θα κάνουμε την πρώτη φορά που θα φορτώσουμε ολόκληρο τον Γονικό Φάκελο, θα διαπιστώσουμε ότι εξαφανίζεται το σετ εντολών Destination. Και είναι λογικό, δεδομένου ότι δεν θα μεταφερθούν κάπου αυτές οι φωτογραφίες. Θα παραμείνουν στον Γονικό Φάκελο και απλώς θα φορτωθούν στον κατάλογο. Η μόνη μας επιλογή μπορεί να είναι το 1:1 Preview.

Ανακεφαλαιώνοντας σχετικά με την πρώτη φορά:
α) Φορτώνουμε όλες τις φωτογραφίες που έχουμε σε έναν Γονικό Φάκελο, που δημιουργούμε είτε στον δίσκο του υπολογιστή μας είτε σε ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο. Στον Γονικό Φάκελο δίνουμε ένα όνομα (π.χ. Photos και το όνομά μας).
β) Ανοίγουμε το Lightroom και επιλέγουμε από το File την εντολή New Catalog.
γ) Στο παράθυρο που ανοίγει κάνουμε Browsing για να πάμε στον Γονικό Φάκελο και να δώσουμε όνομα στο Folder του καταλόγου (π.χ. το όνομά μας και τη λέξη Catalog).
δ) Με το OK ολοκληρώνεται η διαδικασία και ανοίγει ο νέος κατάλογος. Αμέσως μας ζητάει να κάνουμε Import τις νέες φωτογραφίες.
ε) Πατάμε το Import αριστερά κάτω και μόλις ανοίξει η κάρτα εισαγωγής επιλέγουμε επάνω το Add.
στ) Επιλέγουμε αριστερά τον Γονικό Φάκελο (μαζί με την εντολή Include Subfolders) και ενδεχομένως δεξιά το 1:1. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να επιλέξουμε.
ζ) Πατάμε το Import κάτω δεξιά στην Κάρτα Εισαγωγής και η διαδικασία ολοκληρώνεται.

Στο κάτω τμήμα της Κάρτας Εισαγωγής υπάρχουν οδηγίες για να φτιάξει ο χρήστης ένα Preset ώστε να μη χρειαστεί να ξανακάνει αυτή τη διαδικασία, αλλά απλώς κάθε φορά να επικαλείται αυτό το Preset και να πατάει το Import. Επειδή η διαδικασία είναι και κρίσιμη και εύκολη θα προτιμούσα ο χρήστης να δείχνει κάθε φορά λίγη προσοχή και να το ξανακάνει επιλέγοντας όσα (λίγα) απαιτούνται.

Με κάθε ενέργεια που εντελλόμαστε το Lightroom να πραγματοποιήσει (π.χ. εισαγωγή, εξαγωγή, μεταφορά, μετονομασία κλπ.) ανοίγει μια μικρή μπάρα πάνω στην κορυφή του αριστερού Panel, και μας δείχνει την εξέλιξη της ενέργειας. Αν προσθέσουμε και δεύτερη και τρίτη ενέργεια, ανοίγουν αντίστοιχες μικρές μπάρες από κάτω από την πρώτη. Για να σταματήσουμε μια ενέργεια αρκεί να πατήσουμε το Χ στα δεξιά της. Για να δούμε την εξέλιξη της κάθε επόμενης ενέργειας μπορούμε να πατήσουμε το μικρό τριγωνάκι αριστερά.

θ) Διαχείριση φακέλων στο Lightroom

Μπορούμε να κάνουμε ό,τι τροποποιήσεις θέλουμε στους φακέλους των φωτογραφιών μας στο Lightroom και όλες οι τροποποιήσεις μεταφέρονται αυτομάτως στον Γονικό Φάκελο. Γι' αυτό και δεν χρειάζεται (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) να ξανανοίξουμε αυτόν τον αρχικό φάκελο. Οι διεργασίες πάνω στους φακέλους μπορεί να είναι οι εξής:

α) Να κάνουμε έναν νέο υποφάκελο σε έναν υπάρχοντα φάκελο και να τον ονομάσουμε (με δεξί κλικ πάνω στο Folder και «Create Folder Inside...»).
β) Να μετονομάσουμε έναν φάκελο (με δεξί κλικ πάνω στο Folder και «Rename»).
γ) Να αφαιρέσουμε έναν φάκελο (με δεξί κλικ πάνω στο Folder και «Remove»).

δ) Να μεταφέρουμε το περιεχόμενο ενός φακέλου σε έναν άλλο. Επιλέγουμε με Control+A το σύνολο των φωτογραφιών και με Drag and drop τις οδηγούμε στον άλλον. Στο παράθυρο που ανοίγει επιλέγουμε Move.
ε) Αν γίνει κάποια τροποποίηση απευθείας σε ένα από τα Folders του Γονικού Φακέλου και θέλουμε να ενημερωθεί και ο κατάλογος, επιλέγουμε στο Lightroom το ομώνυμο Folder, κάνουμε δεξί κλικ και «Synchronize Folder». Ακολουθούμε τις οδηγίες.

στ) Αν ο φάκελος περιλαμβάνει υποφακέλους, τότε έχει αριστερά ένα βελάκι, με το οποίο κρύβουμε ή αποκαλύπτουμε τους υποφακέλους.

ι) Διαχείριση φωτογραφιών στο Grid

Στο Grid εμφανίζονται όλα τα Thumbnails των φωτογραφιών κάθε επιλεγμένου Folder. Μια μπάρα στα δεξιά μάς επιτρέπει να σκρολάρουμε ψάχνοντας. Για να επιταχύνουμε το ψάξιμο μπορούμε σε οποιοδήποτε σημείο της μπάρας να πατήσουμε κλικ μαζί με Control και να μεταβούμε αμέσως εκεί.

Για να αλλάξουμε τη θέση φωτογραφιών στο Grid μετακινούμε μία μεμονωμένη ή και ομάδα φωτογραφιών, τις οποίες επιλέγουμε όπως συνήθως (με κλικ και Control, ή Shift και δεύτερο κλικ) και με Drag and drop την/τις μεταφέρουμε στο σημείο που θέλουμε. Προσοχή: να «πιάνουμε» τις φωτογραφίες με τον κέρσορα από το σώμα και όχι από τα περιθώρια. Επίσης, αν οι φωτογραφίες που μετακινούμε δεν είναι στο τελευταίο Folder της πυραμίδας, αν δηλαδή υπάρχουν υποδεέστερα ή ισότιμα άλλα Folder, δεν μπορεί να γίνει μετακίνηση, διότι το πρόγραμμα δεν ξέρει σε ποιον υποφάκελο βρίσκεται αυτή η φωτογραφία. Στην περίπτωση αυτή πρέπει από την ετικέτα Library να αποεπιλέξουμε την εντολή Show photos in subfolders (ώστε να μη συμπεριλαμβάνονται στον υπερ-φάκελο οι φωτογραφίες των υπο-φακέλων), και να μπορέσουμε να μετακινήσουμε τις φωτογραφίες. Όσο σέρνουμε την ή τις φωτογραφίες με το ποντίκι βλέπουμε ανάμεσα σε κάθε δυο φωτογραφίες να εμφανίζεται μια μαύρη σχισμή. Σημάδι ότι η μετακίνηση πραγματοποιείται. Σε μια από αυτές τις σχισμές θα αφήσουμε την ή τις φωτογραφίες να «πέσουν» στη νέα τους θέση.

Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στις επιλογές και αποεπιλογές φωτογραφιών διότι τα λάθη είναι εύκολα και μπορεί, δυστυχώς, και μοιραία. Τα Shortcuts για επιλογές και αποεπιλογές φωτογραφιών είναι τα εξής:
α) Με κλικ πάνω σε μια φωτογραφία αυτή ασπρίζει και γίνεται ενεργή. Με την προσθήκη και άλλων φωτογραφιών, αυτές γίνονται λίγο λιγότερο άσπρες από την πρώτη την ενεργή (ελαφρώς γκρι). Αυτό σημαίνει ότι αν είμαστε σε οποιαδήποτε επιλογή εκτός Grid, π.χ. Survey, Compare, Loupe, ό,τι κάνουμε θα επηρεάσει μόνον την ενεργή φωτογραφία. Ή ότι αν θέλουμε να συγχρονίσουμε τις φωτογραφίες μεταξύ τους, οι πληροφορίες από την ενεργή θα περάσουν και στις υπόλοιπες επιλεγμένες.
β) Με κλικ σε μια μη επιλεγμένη φωτογραφία αποεπιλέγονται όλες οι προηγούμενες. Με κλικ όμως στο σώμα της φωτογραφίας (δηλ. στο «ψαχνό», στο θέμα, στο Thumbnail) μιας από τις ήδη επιλεγμένες, αλλά όχι ενεργής, αυτή παίρνει απλώς τη θέση της ενεργής, χωρίς να αποεπιλεγούν οι άλλες. Για να ακυρωθεί η επιλογή όλων των επιλεγμένων και να απομείνει αυτή στην οποία κάναμε το κλικ, θα πρέπει το κλικ αυτό να γίνει στο περιθώριο της φωτογραφίας.
γ) Με Control και κλικ προσθέτουμε φωτογραφίες.
δ) Με Shift και δεύτερο κλικ διαλέγουμε σειρά φωτογραφιών.
ε) Με Control και Α διαλέγουμε όλες τις φωτογραφίες.
στ) Με Control και D αποεπιλέγουμε τις φωτογραφίες.
ζ) Μέσου του Edit και επιλέγοντας το]ην εντολή Invert selection αντιστρέφουμε την επιλογή και οι επιλεγμένες αποεπιλέγονται, ενώ αυτομάτως επιλέγονται οι πρώην μη επιλεγμένες.
η) Καλού κακού πάνγτως όταν πρόκειται να κάνουμε μια σημαντική ενέργεια (π.χ. Delete) ας πατάμε πρώτα το Control+D για να μην παρασύρουμε και φωτογραφίες που έμειναν από λάθος επιλεγμένες.

Με Control+Ζ (γενικός κανόνας στο Lightroom) κάνουμε Undo και μπορούμε να επαναλάβουμε την κίνηση επ' άπειρον για συνεχή Undo. Με Control+Υ κάνουμε Redo.

Όπου και αν είμαστε μέσα στο Lightroom πατώντας το πλήκτρο G (από τη λέξη Grid) επανερχόμαστε στο Library και στο Grid.

Για να αφαιρέσουμε μία ή περισσότερες φωτογραφίες, πρώτα την/τις επιλέγουμε και ύστερα με δεξί κλικ επιλέγουμε το Delete photo (ή photos). Το παράθυρο που θα ανοίξει για επικύρωση μας δίνει τη δυνατότητα είτε να την κάνουμε Delete from disk (δηλαδή μια για πάντα), είτε να την κάνουμε απλώς Remove (δηλαδή μόνο από τον κατάλογο). Όταν όμως έχουμε φτάσει στο Delete, ας είμαστε αποφασιστικοί και ας την διαγράψουμε πλήρως. Αν παρ' όλα αυτά την κάνουμε μόνο Remove και μετανιώσουμε, επανέρχεται με ένα Synchronize Folder. Αν τη διαγράψουμε πλήρως, πηγαίνει προσωρινά στο Recycle bin, από όπου μπορούμε να την ανακτήσουμε (με Open και Restore) υπό την προϋπόθεση ότι δεν το έχουμε αδειάσει. Επανέρχεται βέβαια στον Γονικό Φάκελο από όπου μπορούμε να την ανακτήσουμε με το Synchronize Folder.

Τέλος, εκτός από τη δυνατότητα της περιστροφής των φωτογραφιών με τα δύο βέλη της Rotation, υπάρχει και η δυνατότητα περιστροφής της φωτογραφίας ως καθρέφτης. Η σχετική εντολή βρίσκεται στην ετικέτα View κάτω-κάτω (Enable Mirror Image Mode). Η ίδια εντολή διαφορετικά (Flip Horizontal) υπάρχει και στην ετικέτα Photo με τον τίτλο Flip Vertical. Όπου έρχεται το πάνω κάτω. Η μόνη περίπτωση που μπορεί κανείς να φανταστεί ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι χρήσιμο για έναν φωτογράφο είναι οι περιπτώσεις των αντανακλάσεων που συχνά έχουμε δει να παρουσιάζονται ανάποδα ως κανονικές καταγραφές.

Υπάρχει περίπτωση να εμφανιστεί πλάι σε μία ή όλες τις φωτογραφίες ένα ερωτηματικό. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα βλέπει τον κατάλογο αλλά δεν βλέπει τις φωτογραφίες. Αν δεν βλέπει ούτε τον κατάλογο δεν έχει τι να ανοίξει και μας το λέει από το ξεκίνημα του προγράμματος. Αν όμως έχουν χαθεί οι φωτογραφίες αυτό μπορεί να σημαίνει δύο κυρίως πράγματα. Ή ότι ο σκληρός δίσκος με τον Γονικό Φάκελο δεν είναι συνδεδεμένος (οπόταν τον συνδέουμε), ή ότι μετακινήθηκαν φωτογραφίες εκτός Lightroom και τοποθετήθηκαν σε άλλη θέση. Πατώντας το ερωτηματικό δίνουμε εντολή να πάει το πρόγραμμα να τις εντοπίσει, πράγμα το οποίο κάνει ταχύτατα. Αρκεί οι φωτογραφίες να είναι συνδεδεμένες.

ια) Navigator - Zoom (Πλοηγός - Ζουμ)
Το Navigator (Πλοηγός) βρίσκεται στο πάνω-πάνω σημείο του αριστερού Panel του Library, μπορεί να μεγαλώνει ή να μικραίνει μαζί με όλο το Panel, όπως επίσης μπορεί να κρύβεται ή να εμφανίζεται μόνο αυτό με το βελάκι του, ή βεβαίως και με όλο το Panel. Είναι αρκετά χρήσιμο και μάλλον βολεύει να είναι ανοιχτό. Στο Navigator εμφανίζεται η φωτογραφία που επιλέγουμε στο Grid και η φωτογραφία πάνω στην οποία βρίσκεται ο κέρσορας στο Filmstrip.

Η πιο σημαντική συνεισφορά του Navigator είναι στο ζουμάρισμα της εικόνας. Η εικόνα που επιλέγουμε στο Grid ή στο Filmstrip με ένα κλικ μεγεθύνεται και καλύπτει το κεντρικό τμήμα της οθόνης (Loupe View). Την ίδια στιγμή το βελάκι του κέρσορα του ποντικιού μετατρέπεται σε λούπα (μεγεθυντικό φακό) με ένα συν στο κέντρο του. Με ένα δεύτερο κλικ επάνω της μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο και βλέπουμε ένα μόνο τμήμα της. Την ίδια στιγμή η λούπα μετατρέπεται σε μικρή γροθιά με την οποία μπορούμε να σέρνουμε τη φωτογραφία για να βλέπουμε και τα υπόλοιπα τμήματά της. Παράλληλα πάνω στον Navigator ένα παραλληλόγραμμο μάς δείχνει μετακινούμενο ποιο ακριβώς τμήμα της φωτογραφίας (από το σύνολό της) βλέπουμε.

Στη γραμμή πάνω από την εικόνα του Navigator υπάρχει μια επιλογή βαθμών ζουμαρίσματος ως εξής: Fit (δηλαδή η φωτογραφία να χωράει ολόκληρη στα όρια του κεντρικού παραλληλόγραμμου της οθόνης). Fill (δηλαδή η φωτογραφία να φτάνει στα άκρα του ορίου - κάθετου ή οριζοντίου ανάλογα με την κατεύθυνσή της - του παραλληλόγραμμου). 1:1 (δηλαδή η φωτογραφία στο πραγματικό μέγεθος των Pixels της, οπόταν εμφανίζεται ένα μικρό τμήμα της). Και, τέλος, μια διαφορετική ακόμη μεγέθυνση που διαλέγουμε από μία κλίμακα επιλογών που μας αποκαλύπτεται πατώντας πάνω σε ένα βελάκι. Μια μεγέθυνση 2:1 είναι μια πολύ καλή αναλογία για ακόμα μεγαλύτερη φωτογραφία, χωρίς να αλλοιώνεται η εικόνα από εμφάνιση Pixels.

Το πρόγραμμα θυμάται ποια είναι η τελευταία επιλογή μας (π.χ. Fit και 1:1) και κάθε φορά που πατάμε τη λούπα και μετά τη μικρή γροθιά η μεγέθυνση αλλάζει ανάμεσα σε Fit και 1:1. Η ίδια εναλλαγή μπορεί να γίνει πατώντας το Spacebar. Αν θέλουμε να δούμε και τις τέσσερις μεγεθύνσεις διαδοχικά μέχρι και τη φάση του Grid, μπορούμε πατώντας Control+ (συν) για zoom-in και Control- (πλην) για zoom-out να έχουμε με κάθε πάτημα αυτή τη σειρά ξεκινώντας από το Grid: Control+ / Fit-Fill-1:1-2:1, Control- / 1:1-Fill-Fit-Grid. Όλες οι αλλαγές απεικονίζονται πάνω στην πλήρη φωτογραφία στο Navigator.

Αν θέλουμε πάλι μόνο προσωρινά να δούμε τη μεγέθυνση που έχουμε διαλέξει (1:1), μπορούμε να πατήσουμε και να κρατήσουμε πατημένο το αριστερό κλικ του ποντικιού είτε πάνω στην εικόνα είτε πάνω στο Navigator και μετά κρατώντας το πατημένο να κινήσουμε τον κέρσορα είτε πάνω στην εικόνα είτε πάνω στο Navigator για να δούμε διαφορετικά τμήματα της φωτογραφίας μεγεθυμένα. Αν αφήσουμε το ποντίκι η φωτογραφία επανέρχεται στο Fit.

Γενικώς εκεί που πατάμε το κλικ, αυτό το σημείο μεγεθύνεται. Εκτός αν στις αρχικές προτιμήσεις, στο Interface κάτω-κάτω έχουμε επιλέξει την εντολή να ανοίγει το ζουμάρισμα πάντα στο κέντρο της εικόνας.

ιβ) Ταξινόμηση φωτογραφιών και φακέλων

Για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες του Lightroom πρέπει ο χρήστης αφενός να απαλλαγεί από μερικές εδραιωμένες συνήθειές του και αφετέρου να αφιερώσει λίγο χρόνο, ειδικά στην αρχή. Οι συνήθειες στις οποίες αναφέρομαι αφορούν τις ταξινομήσεις που βασίζονται στην πυραμιδοειδή λογική. Δηλαδή, έχουμε ένα Folder και ένα υπο-Folder και ένα υπο-υπο-Folder κ.ο.κ. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο στο Lightroom, και αν μάλιστα έχουμε και πληθώρα φωτογραφιών, θα καταλήξουμε να έχουμε ένα τεράστιο δέντρο με Folders το οποίο θα σκρολάρουμε χωρίς τελειωμό. Επίσης, μερικές πληροφορίες που κάποτε θεωρούσαμε κορυφαίες, όπως είναι η ημερομηνία που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες, τώρα πια βρίσκονται ενσωματωμένες ψηφιακά μέσα στις φωτογραφίες μας ως Metadata και μπορούμε όποτε θέλουμε να τις ανασύρουμε με τη βοήθεια φίλτρων.

Από την άλλη πλευρά το Lightroom προσφέρει μια ανεκτίμητη βοήθεια, την οποία είναι αλήθεια δεν έχουμε συνηθίσει να αξιοποιούμε. Αυτή των Keywords, των λέξεων-κλειδιά. Τα Keywords βέβαια προϋποθέτουν ότι θα αφιερώσουμε κάποιο χρόνο στην αρχή για να μπορέσουμε μετά να αξιοποιήσουμε αυτή την πολύτιμη για μας βάση δεδομένων.

Στο σημείο αυτό πρέπει ο κάθε χρήστης να πάρει μερικές αποφάσεις και να οργανώσει τα Keywords με βάση το δικό του μυαλό, τον δικό του χαρακτήρα, τις δικές του εμμονές, ακόμα και τις δικές του υστερίες. Δεν μπορεί να υπάρξει γενικός κανόνας, όπως δεν υπάρχει κανόνας για το πώς κάποιος τακτοποιεί τα συρτάρια του ή τα χαρτιά του.

Με βάση αυτές τις σκέψεις θα πρέπει τα Folders που θα φτιάξουμε στο αριστερό Panel του Library να είναι τα λιγότερα δυνατά. Και κατά το δυνατόν χωρίς υπο-Folders. Από τη στιγμή που πολλαπλασιάζει κανείς τους υποφακέλους δημιουργεί ανάγκη για ακόμα περισσότερους. Άρα η λογική είναι: λίγοι φάκελοι και ό,τι χρειάζεται θα το βρίσκουμε με τη βοήθεια των Keywords.

Το Lightroom όμως μας δίνει μια πρόσθετη ευκολία. Μπορούμε να ψάξουμε τις φωτογραφίες που αναζητούμε ακόμα και με τη βοήθεια οποιοδήποτε κειμένου, είτε αυτό αφορά τις λεζάντες, είτε οτιδήποτε. Αν επομένως έχουμε ξεχάσει τη λέξη-κλειδί μπορούμε να πληκτρολογήσουμε κάποια λέξη που μας θυμίζει κάτι σχετικό με τη φωτογραφία και το πρόγραμμα θα μας τη βρει.

Η πρώτη μας επομένως δουλειά μόλις φορτώσουμε για πρώτη φορά τις φωτογραφίες μας θα είναι να φτιάξουμε τους βασικούς φακέλους μας, να τους δώσουμε τα ονόματα που θέλουμε και σιγά-σιγά να μεταφέρουμε τις φωτογραφίες μας σε αυτούς και να σβήσουμε τους άχρηστους φακέλους, όπως περιγράψαμε παραπάνω.

ιγ) Περί επιλογών και διαγραφών

Το τι και πώς διαλέγουμε και διαγράφουμε είναι ένα μεγάλο ζήτημα που ο κάθε φωτογράφος πρέπει να λύσει σύμφωνα με τις συνήθειές του και τον χαρακτήρα του. Προσωπικά έχω καταλήξει σε μερικούς κανόνες που εφαρμόζω στη δική μου φωτογραφική διαδικασία. Οι κάθε άλλο παρά υποχρεωτικοί αυτοί κανόνες είναι οι κάτωθι και τους παραθέτω ως δείγμα και όχι ως παράδειγμα και ακόμα λιγότερο ως υποχρέωση.

α) Πριν από όλα δεν ισχύει ο σεβασμός που είχαμε καλλιεργήσει απέναντι στα αρνητικά και στα κοντάκτ μας. Τα συρτάρια μας και οι θήκες των αρνητικών μας ήταν γεμάτα με φωτογραφίες στις οποίες δεν θα ρίχναμε ποτέ μια δεύτερη ματιά (και δικαίως). Τώρα πρέπει να κρατάμε εκείνες τις φωτογραφίες που παρουσιάζουν κάποιο έστω μικρό ενδιαφέρον.

β) Δεν μπορούμε να κρίνουμε οριστικά και για πάντα με την πρώτη ματιά πάνω στις φωτογραφίες μας, ειδικά αν αυτή η ματιά βρίσκεται χρονικά πολύ κοντά με τη λήψη.
γ) Οι φωτογραφίες που έχουν κάποιο ενδιαφέρον δεν είναι μόνον οι καλλιτεχνικές, αλλά μπορεί να είναι και οικογενειακές ή και επαγγελματικές. Πρέπει επομένως να φτιάξουμε ανάλογα Folders. Με την πρώτη επιλογή θα κατατάξουμε τις φωτογραφίες στον οικείο φάκελο με προτεραιότητα φυσικά στις φωτογραφίες καλλιτεχνικής αξίας.

δ) Η πρώτη επιλογή πρέπει πολύ εύκολα να καταλήξει στις απολύτως απορριπτέες, Σε αυτές που δεν υπάρχει λόγος να μας απασχολήσουν περισσότερο. Οι τεχνικές αδυναμίες όμως δεν πρέπει να μας επηρεάσουν διότι μπορεί να διορθωθούν σε μεγάλο βαθμό στη φάση της επεξεργασίας.
ε) Η δεύτερη επιλογή και διαγραφή πρέπει να εστιαστεί στις όμοιες. Σε αυτές δηλαδή που τραβήξαμε με σκοπό να βγει καλύτερη μια φωτογραφία. Πρέπει να πάρουμε απόφαση ποιες έχουν ενδιαφέρον και ποιες όχι. Και να διαλέξουμε αυτήν ή αυτές που, όπως λέγεται, «παίζουν».

στ) Με τα παραπάνω διαδοχικά Delete πρέπει να καταλήξουμε σε ένα σύνολο αξιοπρεπών φωτογραφιών και όχι αναγκαστικά αριστουργηματικών. Βλέποντας δηλαδή ως Slideshow τις φωτογραφίες μας να έχουμε την αίσθηση ότι βλέπουμε φωτογραφίες (προφανώς οι συντριπτικά περισσότερες θα είναι μέτριες), αλλά ούτε απόπειρες, ούτε σαφείς αποτυχίες. Το πάτημα του πλήκτρου Delete πρέπει δηλαδή να μας αφήνει αίσθηση ανακούφισης και όχι αμηχανίας. Να πρόκειται για ξεκαθάρισμα και όχι για αριστείο ή βραβείο. Να απαρνηθούμε την επιείκεια αλλά και την αυστηρότητα.

ζ) Οι φωτογραφίες επομένως που γλύτωσαν τον Καιάδα θα μείνουν μαζί μας για πάντα. Άλλοτε θα τις θεωρούμε καλύτερες και άλλοτε χειρότερες. Άλλοτε θα τις εντάσσουμε σε μια έκθεση και σε μια έκδοση και άλλοτε όχι. Δεν θα είμαστε αναγκαστικά υπερήφανοι για αυτές, αλλά σίγουρα δεν θα πρέπει και να ντρεπόμαστε. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μας συντροφεύουν όλη τη ζωή αποτυχημένες απόπειρες φωτογραφιών με την ελπίδα ότι κάποτε στη διάρκεια του βίου μας θα αλλάξουν οι προτιμήσεις του κοινού ή οι δικές μας και οι πάλαι ποτέ «βάτραχοι» θα μετατραπούν σε «πρίγκηπες». Επομένως: αποφασιστικότητα χωρίς αυτοκτονικές διαθέσεις.

ιδ) Διακρίσεις, αξιολογήσεις

Η ευρέως διαδεδομένη συνήθεια (ειδικά στο διαδίκτυο) της ιεράρχησης των φωτογραφιών δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και δεν κατανοώ το νόημά της. Η βασική διάκριση είναι μία (και όχι εύκολη): Φωτογραφίες ή Μη Φωτογραφίες. Όταν ξεκαθαρίσουμε αυτό, τα υπόλοιπα δεν έχουν νόημα. Προφανώς μερικές θα είναι καλύτερες από άλλες, αλλά ποιος ο λόγος να τις παρασημοφορήσω με διαφορετικά παράσημα. Αν μου ζητήσουν π.χ. για μια έκθεση είκοσι φωτογραφίες θα διαλέξω ανάμεσά τους εκείνες που θεωρώ καλύτερες για την περίσταση. Και ίσως μια άλλη φορά άλλες.

Κατά συνέπεια τα αστεράκια, οι σημαιούλες, και τα χρωματάκια του Lightroom δε με αφορούν. Ο μόνος λόγος που μπορεί να χρησιμοποιήσω ένα χρώμα είναι για να διαλέγω γρήγορα φωτογραφίες ανάμεσα σε πολλές που βλέπω. Αν πρέπει λόγου χάριν να διαγράψω φωτογραφίες ανάμεσα σε ένα σύνολο, αντί να κάνω κάθε φορά δεξί κλικ και Delete photo και Delete from disk, πατάω σε κάθε μία που θέλω να απομακρύνω το πλήκτρο 6 που αντιστοιχεί στο κόκκινο χρώμα και όταν τελειώσω επιλέγω από τα φίλτρα Attribute το κόκκινο και βλέπω μπροστά μου όλες τις επιλεγμένες φωτογραφίες. Τις ελέγχω γρήγορα άλλη μια φορά και μετά με ένα κλικ τις διαγράφω όλες.

ιε) Ψηφιοποίηση αρνητικών

Οι παλιοί φωτογράφοι που περνούν στην ψηφιακή τεχνολογία έχουν πολλές φωτογραφίες σε αρνητικά. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα να μην επωφεληθούν και αυτές από τις ευκολίες της νέας τεχνολογίας. Γι' αυτό πρέπει να κάνουμε πρώτα μια επιλογή (όχι υπερβολικά αυστηρή) στα κοντάκτ μας και να διαλέξουμε τις φωτογραφίες που έχουν κάποια καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία. Στη συνέχεια με ένα Film scanner (όχι κοινό Scanner) θα σκανάρουμε τα αρνητικά (χωρίς να τα διορθώσουμε μέσω Scanner) και θα εντάξουμε στη συλλογή μας στο Lightroom τις (θετικές) φωτογραφίες που θα προκύψουν, δίνοντάς τους ενδεχομένως και το Keyword «Αναλογική» ή κάτι παρόμοιο. Από κει και μετά θα τις αντιμετωπίσουμε ως κανονικές φωτογραφίες. Μόνο που δεν θα έχουν τις αυτονόητες πληροφορίες περί χρονολογίας κλπ., τις οποίες όμως μπορούμε να δώσουμε εμείς μέσω File names ή Keywords. Και φυσικά δεν θα πετάξουμε τα αρνητικά και τα κοντάκτ, αλλά θα τα αφήσουμε να κοιμούνται σε μερικά συρτάρια.

ιστ) Ψηφιοποίηση κοντάκτ

Αυτό όμως που σχεδόν κανείς δεν κάνει είναι την ψηφιοποίηση των κοντάκτ, η οποία μπορεί να αποβεί πολύ χρήσιμη. Οι περισσότεροι φωτογράφοι κατά το παρελθόν ακολουθούσαν τη σωστή πρακτική να κάνουν κοντάκτ (τυπώματα εξ επαφής) όλων των αρνητικών ενός φιλμ μικρού ή μεσαίου φορμά. Τα κοντάκτ αυτά έπαιρναν μια αρίθμηση που αναλογούσε στην αρίθμηση του φύλλου των αρνητικών του φιλμ.

Για να σκανάρουμε τα κοντάκτ μας και να τα περάσουμε και αυτά στο Lightroom, το ευκολότερο είναι να τα φωτογραφίσουμε με μια ψηφιακή μηχανή. Αν μάλιστα διαθέτουμε και αντιγραφικό μηχάνημα (δηλαδή Stand για τη μηχανή με φώτα δεξιά και αριστερά) θα το κάνουμε με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα. Αλλιώς, ένα τρίποδο στη βεράντα με διάχυτο φωτισμό ημέρας θα λύσει το πρόβλημα. Η φωτογράφιση θα πάρει πολύ λίγη ώρα, διότι τα κοντάκτ έχουν όλα το ίδιο μέγεθος, άρα δεν χρειάζεται μετακίνηση της μηχανής και επανεστίαση.

Όταν ολοκληρώσουμε την αντιγραφή, φορτώνουμε από την κάρτα μνήμης τις φωτογραφίες των κοντάκτ και σε δεύτερη (πιο κοπιαστική) φάση ξακρίζουμε τις φωτογραφίες στο πρόγραμμα (Develop Cropping), και τους δίνουμε με λέξεις-κλειδιά τις πληροφορίες για τον χρόνο και το θέμα τους. Μετά θα είναι πολύ εύκολο να εντοπίσουμε σε πιο φιλμ βρίσκονται οι φωτογραφίες π.χ. μιας εκδρομής ή μιας επαγγελματικής λήψης και αν θέλουμε να σκανάρουμε ακόμα κάποιο αρνητικό να το βρούμε εύκολα μέσα στο αρχείο μας.

Πέραν όμως αυτών θα μπορούμε να ξεχωρίζουμε μια φωτογραφία της οποίας το αρνητικό δεν αξίζει για σκανάρισμα και φύλαξη, αλλά που ίσως τη θέλουμε για αναμνηστικούς λόγους και να τη μεγεθύνουμε από το μικρό δείγμα του κοντάκτ δεδομένου ότι δεν απαιτείται μεγάλη ανάλυση για προβολή στην οθόνη.

ιζ) File name (Όνομα αρχείου).

Είναι σκόπιμο οι φωτογραφίες μας να έχουν και όνομα αρχείου. Οι λεζάντες μπορεί να είναι πιο περιγραφικές, ειδικά αν αναφέρονται σε αναμνηστικές φωτογραφίες. Για να δώσουμε σε μια φωτογραφία όνομα αρχείου μπορούμε να πατήσουμε το F2. Αυτομάτως ανοίγει ένα παράθυρο όπου μπορούμε να διαλέξουμε με το βελάκι πάνω δεξιά τον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να εμφανίζεται το όνομα αρχείου μας. Αν πατήσουμε κάτω-κάτω το Edit μπορούμε φερ’ ειπείν να επιλέξουμε το Custom Text, που σημαίνει ότι κάθε φορά θα γράφουμε εμείς το κείμενο που μας ενδιαφέρει και ενδεχομένως μετά να προσθέσουμε ως επιλογή έναν αύξοντα αριθμό. Προσέξτε όμως ότι αυτός ο αριθμός πρέπει να είναι το Sequence (ώστε σε κάθε ονοματοδοσία να αλλάζει και να μην είναι οι ίδιος αυξανόμενος) και να έχει τουλάχιστον δύο μηδενικά πριν από το 1 ώστε να μην προκαλείται σύγχυση στις ταξινομήσεις (όπως όταν ξεκινάει από το 1 και μετά το 9 πηγαίνει στο 11 κλπ.). Άρα η επιλογή θα είναι: Custom Text + Sequence 001 και αυτό θα συμβαίνει κάθε φορά, μέχρι να το αλλάξουμε. Αν θέλουμε να δώσουμε το ίδιο όνομα σε περισσότερες φωτογραφίες, τις διαλέγουμε όλες, πατάμε το F2 και με το ΟΚ παίρνουν όλες το ίδιο όνομα με διαφορετικό αύξοντα αριθμό.

Μπορούμε όμως και αλλιώς να δώσουμε όνομα (αλλά μόνο σε μία-μία φωτογραφία), αν ανοίξουμε στο δεξί Panel του Library τα Metadata και γράψουμε το όνομα στο πάνω τετραγωνάκι. Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε και να τροποποιήσουμε το όνομα, διότι εκεί αναγράφεται πάντα το όνομα της φωτογραφίας που επιλέγουμε, ενώ με το F2 αναγράφεται στο παράθυρο το όνομα που τελευταία φορά χρησιμοποιήσαμε και όχι αυτό της επιλεγμένης φωτογραφίας.

ιη) Keywords (Λέξεις-κλειδιά)
Για να αξιοποιηθεί η δυνατότητα των λέξεων-κλειδιά πρέπει να τηρηθούν μερικοί κανόνες τους οποίους θα θέσει και θα γνωρίζει ο χρήστης. Για παράδειγμα: εγώ προσωπικά χρησιμοποιώ πάντα λατινικούς χαρακτήρες - αν απαιτούνται δύο λέξεις τις ενώνω σε μία - διαχωρίζω τα Keywords με κόμμα - ξεκινούν όλα με κεφαλαίο γράμμα - δεν δίνω σύνθετα Keywords με πολλές λέξεις και δεν φτιάχνω ομάδες Keywords (όπως θα δούμε είναι περιττό) - δίνω το μικρό όνομα του εικονιζόμενου στον πιο κοντινό μου γνωστό και από κει και πέρα δίνω το επώνυμο στους υπόλοιπους - αν υπάρχει παρατσούκλι ή υποκοριστικό το προτιμώ - δίνω τα θέματα των φωτογραφιών (πορτρέτα, αγάλματα, θάλασσα, βράχια κλπ.) και οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για θεματική ενότητα μόνον στις καλλιτεχνικές φωτογραφίες κ.ο.κ. Επίσης, με την εισαγωγή των φωτογραφιών (ήδη από την κάρτα Import) δίνω μια-δυο λέξεις που είναι φανερό ότι αφορούν όλες. Μετά την κάθε εισαγωγή φωτογραφιών η πρώτη μου έννοια είναι να δώσω τις προφανείς λέξεις-κλειδιά. Η πιο μεγάλη δουλειά είναι στην αρχή που πρέπει να δοθούν οι λέξεις στις πολλές αρχικές φωτογραφίες. Όταν πληκτρολογείτε όμως μια λέξη που ήδη υπάρχει, το πρόγραμμα αμέσως βγάζει μια λίστα που συνέχεια περιορίζεται με κάθε γράμμα που προστίθεται. Έτσι, γράφοντας ένα-δυο γράμματα μπορείτε να επιλέξετε ολόκληρη τη λέξη. Τα Keywords άλλωστε μπορεί να δίνονται και ομαδικά σε πολλές φωτογραφίες μαζί. Επιλέγουμε δηλαδή έναν αριθμό φωτογραφιών και μόλις γράψουμε τη λέξη αυτή πηγαίνει σε όλες. Μπορεί να αφαιρούνται και ομαδικά με τον ίδιο τρόπο.

Τα Keywords απονέμονται αν ανοίξουμε τη σχετική εντολή Keywording στο δεξί Panel του Library και επιλέξουμε το μικρό παραλληλόγραμμο με την εντολή Click here to add Keywords. Το ίδιο γίνεται αν πατήσουμε τα πλήκτρα Control+K (από το Keywords). Εκεί θα γράψουμε τη λέξη-κλειδί (μία-μία ή περισσότερες χωρισμένες με κόμματα). Αν δεν πατήσουμε το Enter και δεν σβήσει το λευκό αυτό το παραλληλόγραμμο, δεν έχει ολοκληρωθεί η ονοματοδοσία και δεν μπορούμε να κάνουμε άλλη ενέργεια.

Αν επιλέξουμε μία ή περισσότερες φωτογραφίες, οι λέξεις-κλειδιά που τους έχουμε δώσει αναγράφονται στο από πάνω γκρίζο παραλληλόγραμμο με την ένδειξη Keyword Tags. Αν σε μια ομάδα επιλεγμένων φωτογραφιών μερικές έχουν ένα δεδομένο Keyword και άλλες όχι, τότε η λέξη αυτή συνοδεύεται από έναν αστερίσκο. Αν τον αφαιρέσουμε, η λέξη πηγαίνει και στις υπόλοιπες φωτογραφίες.

Τα υπόλοιπα σετ εντολών στο Keywording του δεξιού Panels είναι μάλλον άχρηστα. Αντίθετα η Keywording List έχει κάποια χρησιμότητα, όπως θα δούμε. Υπάρχει όμως εν προκειμένω ένα μικρό πρόβλημα. Αν μας δίνουν και άλλοι φωτογραφίες να προσθέσουμε (π.χ. αναμνηστικές από φίλους) προστίθενται τα δικά τους Keywords (διότι οι λέξεις-κλειδιά εμφανίζονται και σε άλλα συγγενή προγράμματα δεδομένου ότι συνοδεύουν τις φωτογραφίες). Καλό θα είναι επομένως όταν αποστέλλουμε φωτογραφίες να βρίσκουμε τρόπο με το πρόγραμμα εξαγωγής να κρύβουμε τα στοιχεία (Metadata) που συνοδεύουν τη φωτογραφία. Κάθε τόσο μπορούμε να ξεκαθαρίζουμε τη λίστα μας από τα ξένα Keywords επιλέγοντας από την ετικέτα πάνω-πάνω Metadata την εντολή (κάτω-κάτω) Purge Unused Keywords, η οποία απομακρύνει αυτόματα όσα Keywords δεν χρησιμοποιούνται.

ιθ) Εντοπισμός φωτογραφιών - Φίλτρα

Μπορεί να έχουμε τεράστιο αριθμό φωτογραφιών και με τη βοήθεια των λέξεων-κλειδιά να μπορούμε ταχύτατα να εντοπίσουμε τη μία και μόνη που μας ενδιαφέρει. Πριν από όλα ας δούμε πώς είναι οργανωμένο το σύστημα των φίλτρων.

Για να φιλτράρουμε φωτογραφίες πρέπει να διαλέξουμε από τη λίστα των Folders στο αριστερό Panel του Library εκείνη τη συλλογή φωτογραφιών που θέλουμε να ψάξουμε. Μπορεί φυσικά να είναι και το σύνολο, ή ένας μόνον υποφάκελος.

Η αρχική μπάρα των φίλτρων (πάνω από το Grid) είναι κρυμμένη και αποκαλύπτεται μόνο αν το θέλουμε με το πάτημα της λοξής καθέτου (\ - με κατεύθυνση από αριστερά επάνω προς δεξιά κάτω - back slash). Φυσικά υπάρχει και η σχετική εντολή από την ετικέτα View πάνω-πάνω (Show Filter Bar). Η μπάρα αυτή είναι τόσο διακριτική και ενοχλεί τόσο λίγο ώστε μπορούμε να την αφήσουμε και συνέχεια ανοιχτή.

Η μπάρα των φίλτρων έχει τρεις επιλογές και μια αναίρεση (Text - Attribute - Metadata - None). Με το Text ανοίγει μια δεύτερη μπάρα που μας επιτρέπει να πληκτρολογήσουμε μια λέξη, συνδυασμό λέξεων, ένα τμήμα λέξης κλπ. και σύμφωνα με τις εντολές που θα δώσουμε να ψάξει πού υπάρχει αυτή η λέξη (ή ακόμα και πού δεν υπάρχει), το τμήμα της ή ο συνδυασμός Οι επί μέρους αυτές επιλογές αποκαλύπτονται αν πατήσουμε τα διπλά βελάκια πλάι σε κάθε επιγραφή της δεύτερης μπάρας. Είναι πράγματι μια πολύ χρήσιμη δυνατότητα αν δεν θυμόμαστε μια λέξη-κλειδί. Με το Attribute φιλτράρονται οι φωτογραφίες με βάση τα αστεράκια, τα σημαιάκια, τα χρώματα και τα εικονικά αντίγραφα (βλ. παρακάτω). Με το Metadata έχουμε τη δυνατότητα μεγάλου αριθμού φίλτρων, μεταξύ των οποίων και τα Keywords. Αν θέλουμε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε συνδυασμένα και τα τρία (Text - Attribute - Metadata) για να φιλτράρουμε τις φωτογραφίες (π.χ. οι φωτογραφίες «πέντε αστέρων», με τη λέξη-κλειδί «Agalmata», που φέρουν στo όνομα αρχείου το τοπωνύμιο «Delfoi»).

Τα φίλτρα περιορίζουν φυσικά το σύνολο των φωτογραφιών που βλέπουμε στο Grid σε εκείνες που ανταποκρίνονται στο φίλτρο. Αν π.χ. ως φίλτρο επιλέξουμε από τα Metadata με ένα κλικ το Keyword «Epaminondas», θα παραμείνουν στην οθόνη μόνον οι φωτογραφίες όπου εμφανίζεται ο Επαμεινώνδας. Αν φύγουμε και πάμε σε άλλο Folder, συνήθως δεν θέλουμε να παραμείνει το προηγούμενο φίλτρο και να μας εμποδίζει. Διότι δεν θα βλέπουμε καμία φωτογραφία αφού θα έχουμε πάει σε περιοχή διαφορετική. Και αν κλείσουμε το πρόγραμμα και το ξανανοίξουμε μετά από καιρό, δεν θέλουμε να ξανανοίξει με τα φίλτρα ενεργοποιημένα. Πάνω λοιπόν δεξιά στην μπάρα των φίλτρων έχει ένα λουκέτο. Αν το λουκέτο είναι κλειδωμένο, το φιλτράρισμα θα μας ακολουθεί συνέχεια. Αν το λουκέτο είναι ανοιχτό, το φιλτράρισμα θα αυτοακυρώνεται μόλις φύγουμε από το σχετικό Folder και δεν θα επανέρχεται όταν επιστρέφουμε. Αν παρ' όλα αυτά το θέλουμε και πάλι ενεργό, αρκεί να πατήσουμε Control+L και θα επανεμφανίζεται. Με τον ίδιο συνδυασμό πλήκτρων ή με το πάτημα του None πάνω στην μπάρα θα εξαφανίζονται και τα φίλτρα.

Όταν είμαστε σε ένα επιλεγμένο Keyword με αποτέλεσμα να έχει γίνει και ο περιορισμός των φωτογραφιών, και θελήσουμε να τις ξαναδούμε όλες από την αρχή για να αποφασίσουμε νέο φιλτράρισμα, μπορούμε να πάμε στην κορυφή της λίστας (υπάρχει Scroll-bar στο πλάι), όπου αναγράφεται η ένδειξη All Keywords.

Στην μπάρα των Metadata υπάρχουν αρχικά τέσσερις στήλες. Οι στήλες αυτές έχουν τη δυνατότητα να πολλαπλασιαστούν μέχρι τις οχτώ, αρκεί να πατήσουμε δεξιά επάνω το μικρό εικονίδιο (που μοιάζει με γραμμένη σελίδα) και αυτομάτως θα μας δώσει τη δυνατότητα να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε μια στήλη. Η κάθε στήλη μπορεί να αφορά διάφορα κριτήρια φίλτρων (π.χ. με ποια μηχανή έχουν τραβηχτεί οι φωτογραφίες, σε ποια χώρα, με τι φακό κλπ.). Από όλα τα κριτήρια το πιο ενδιαφέρον είναι τα Keywords. Θα πρότεινα να επιλέξετε για όλες τις στήλες αυτό το κριτήριο. Η επιλογή γίνεται πατώντας πάνω στην αριστερή λέξη που υποδηλώνει το κριτήριο, οπόταν ανοίγει μία λίστα και διαλέγετε ό,τι θέλετε. Αν πάλι κάποια στιγμή θέλετε να δείτε π.χ. ποιες φωτογραφίες σας έχουν τραβηχτεί με τηλεφακό, αρκεί να ξανανοίξετε τη λίστα και να διαλέξετε το ανάλογο φίλτρο.

Ανά πάσα στιγμή μπορείτε να περάσετε στον προεπιλεγμένο (Default) αριθμό και ιδιότητα φίλτρων (δηλαδή στα τέσσερα φίλτρα) με περιεχόμενο Date, Camera, Lens, Label, αρκεί να επιλέξετε στη λίστα που βρίσκεται πλάι στο λουκετάκι πάνω δεξιά στην μπάρα των φίλτρων την εντολή Default columns. Αν θέλετε να ξαναγυρίσετε στον αριθμό και στο περιεχόμενο που είχατε διαλέξει (π.χ. οκτώ και όλα Keywords) θα πρέπει να έχετε σώσει αυτή τη δική σας επιλογή μέσω της εντολής Save Current Settings as Preset, επιλογή που υπάρχει μέσα στην ίδια λίστα. Ενδεχομένως κάποιος να απορήσει γιατί να χρειάζονται πολλές λίστες για το ίδιο φίλτρο (Keyword). Ο λόγος είναι απλός. Αν επιλέξουμε στην πρώτη στήλη την λέξη π.χ. Epaminondas, θα διαπιστώσουμε ότι περιορίστηκαν οι φωτογραφίες σε εκείνες που περιλαμβάνουν τον Επαμεινώνδα, αλλά ταυτόχρονα θα παρατηρήσουμε ότι στη δεύτερη στήλη περιορίστηκαν και τα Keywords. Παρέμεινα μόνον όσα αφορούν τις επιλεγμένες φωτογραφίες με τον Επαμεινώνδα. Αν στη δεύτερη στήλη επιλέξουμε Pelopidas, θα περιοριστούν ακόμα περισσότερο οι επιλεγμένες φωτογραφίες, αφού θα μείνουν μόνον εκείνες που περιλαμβάνουν τον Επαμεινώνδα μαζί με τον Πελοπίδα, ενώ παράλληλα θα περιοριστούν ακόμα περισσότερο οι λέξεις της τρίτης στήλης των Keywords. Μπορεί λοιπόν έτσι συνεχίζοντας μέχρι οχτώ στήλες να φτάσουμε κάποτε στο τέλος που θα έχει μείνει η μόνη από τις λόγου χάριν 100.000 φωτογραφίες που θα περιλαμβάνει π.χ. τον Επαμεινώνδα, τον Πελοπίδα, την Πενθεσίκλεια, τον Μήτσο, τον Αζόρ, στην εκδρομή στην Τρίπολη, με το παλιό 2CV, στο σπίτι του παππού (οι επιλογές Keywords ήταν εν προκειμένω οχτώ δηλαδή Epameinondas, Pelopidas, Penthesikleia, Mitsos, Azor, Tripoli, 2CV, Pappous). Σκεφτείτε να έπρεπε να αναζητήσετε αυτή τη φωτογραφία μέσα στα οικογενειακά άλμπουμ. Αν πάλι θέλετε να βρείτε ποια ασπρόμαυρη πανοραμική σας φωτογραφία είχε πάρει μέρος στην έκθεση του MOMA με θέμα τη Μύκονο, θα επιλέξετε διαδοχικά Β+W-Panoramikes-Mykonos-MOMA (η σειρά δεν ενδιαφέρει).

Υπάρχει όμως και άλλη μία εκπληκτική δυνατότητα. Μπορούμε στην πρώτη στήλη των Keywords (αλλά και στις επόμενες) να κρατήσουμε πατημένο το πλήκτρο Control και να επιλέξουμε και άλλα Keywords. Με κάθε νέο πάτημα θα προστίθενται στις επιλογές οι φωτογραφίες που αντιστοιχούν σε αυτό το νέο Keyword και ταυτόχρονα θα προστίθενται στην πλαϊνή στήλη τα νέα Keywords που περιλαμβάνονται στην κάθε νέα επιλογή. Θα μπορούσαμε δηλαδή στην παραπάνω επιλογή να πατήσουμε στην ίδια στήλη τις λέξεις Β+W-Panoramikes- Mykonos και μόνο στην πλαϊνή το ΜΟΜΑ που θα περιορίσει αυτομάτως την επιλογή μας. Ό,τι μας βολεύει καλύτερα.

Μπορούμε επίσης να πάμε για πιο γρήγορα στο δεξί Panel και να ανοίξουμε την Keyword List, η οποία περιλαμβάνει όλες τις λέξεις-κλειδιά με τον αριθμό φωτογραφιών που έχει η καθεμιά τους. Αν πάω τον κέρσορα πάνω στο Keyword που με ενδιαφέρει θα εμφανιστεί ένα μικρό άσπρο βελάκι δεξιά. Αν το πατήσω θα εμφανιστούν οι φωτογραφίες που έχουν αυτό το Keyword. Για να πάω σε άλλη επιλογή θα πρέπει να πατήσω Control+L για να φύγει το προηγούμενο φίλτρο και μετά θα πατήσω το νέο βελάκι. Εδώ όμως δεν μπορώ να κάνω διαδοχικό φιλτράρισμα. Επίσης, οι επιλογές αφορούν το σύνολο των φωτογραφιών του καταλόγου και όχι κάποιου συγκεκριμένου Folder.

Όπως βλέπετε με τα Keywords δεν χρειάζονται πολλά ειδικά Folders, αφήστε που αλλιώς θα είχατε την ανάγκη να επαναλαμβάνετε πολλές φορές την ίδια φωτογραφία σε διάφορα Folders. Αρκεί να μπείτε στον μεγάλο κόπο (μόνον στην αρχή) να σπαταλήσετε αρκετές (ευχάριστες κατ' εμέ) ώρες για να δώσετε τα Keywords σε κάθε φωτογραφία. Οι νεοεισαγόμενες δεν θα είναι ποτέ τόσο πολλές.

κ) Virtual Copy (Εικονικό αντίγραφο)
Μια από τις ανεκτίμητες βοήθειες του Lightroom είναι η δυνατότητα να κάνει πλασματικά αντίγραφα των φωτογραφιών (Virtual Copy), χωρίς να τα κάνει πραγματικά. Κάνοντας δεξί κλικ πάνω σε μια φωτογραφία ή πατώντας τα πλήκτρα Control+" (εισαγωγικά) δημιουργείται ένα εικονικό αντίγραφο (ή, αν θέλετε, ένα εν δυνάμει αντίγραφο) που δεν υπάρχει χωρίς το πρωτότυπο. Αν σβήσουμε το πρωτότυπο, θα σβήσει και το αντίγραφο. Αν θέλουμε, μπορούμε να κάνουμε με τον ίδιο τρόπο και άλλα πολλά εικονικά αντίγραφα. Όσα θέλουμε. Αν στις Preferences έχουμε επιλέξει στην τελευταία σελίδα (όπως πράγματι επιλέξαμε πιο πάνω) να φαίνονται τα στοιχεία στo Filmstrip (στο κάτω Panel), και στα View Options τα Thumbnail Badges (όπως επίσης επιλέξαμε πιο πάνω), τότε θα βλέπουμε (στο Grid και στο Filmstrip στο πάνω αριστερό της φωτογραφίας Master τον αριθμό των αντιγράφων (συνυπολογιζόμενης και της κύριας φωτογραφίας) και στο κάτω αριστερό των αντιγράφων ένα σημάδι ως γωνία γυρισμένης σελίδας, που σημαίνει ότι αυτά είναι αντίγραφα. Τα αντίγραφα θα είναι πάντα κολλημένα μαζί με τη Master φωτογραφία και με πάτημα των μικρών γραμμών στο πλάι είτε της κύριας είτε του τελευταίου αντιγράφου μπορούν να μαζεύονται και να κρύβονται πίσω από τη Master ή πάλι με πάτημα να αναπτύσσονται.

Αν δεν έχουμε τα στοιχεία στο Filmstrip και θέλουμε να ξέρουμε ποια είναι αντίγραφα για να τα σβήσουμε, θα διαλέξουμε μια από τις φωτογραφίες και με δεξί κλικ θα επιλέξουμε τη διαγραφή της. Αν στο παραθυράκι που θα ανοίξει έχει την εντολή Remove, τότε είναι αντίγραφο και μπορούμε άφοβα να τη σβήσουμε. Αν όμως η εντολή είναι Delete From Disk ή Remove, τότε πρόκειται για την κύρια φωτογραφία και πρέπει να προσέξουμε να μη τη σβήσουμε. Ένας άλλος τρόπος είναι να έχουμε διαλέξει στο View / View Options / Loupe View στην πρώτη σελίδα Info σαν επιλογή για προβολή, εκτός από το Filename, και το Copy Name (όπως άλλωστε το κάναμε). Αν τώρα πατήσει κάποιος το πλήκτρο I (από το Information), θα δοθούν οι πληροφορίες που ζήτησα πιο πάνω. Αν η φωτογραφία είναι Copy και όχι Master, τότε θα γράφει στις πληροφορίες Copy, ενώ αν είναι η Master θα γράφει το File name.

Ο λόγος που φτιάχνουμε Virtual Copies είναι για να κάνουμε επεμβάσεις διαφορετικές στην κάθε φωτογραφία και μετά να τις κρίνουμε βάζοντάς τες μαζί στο Compare. Π.χ. μία έγχρωμη και η ίδια σε ασπρόμαυρο πλάι-πλάι, άλλη μία με διαφορετικό Cropping κοκ.

Αυτές τις εικονικές φωτογραφίες μπορούμε να τις εξάγουμε ή να τις τυπώσουμε. Μόλις κάνουμε κάτι τέτοιο, το πρόγραμμα αμέσως και από μόνο του τις μετατρέπει σε πραγματικά αντίγραφα. Αν θέλουμε να δούμε μόνο τα Virtual Copies ή μόνο τις Master φωτογραφίες μπορούμε να πάμε στα φίλτρα, να ανοίξουμε τα Attributes και δεξιά-δεξιά να επιλέξουμε από τα φίλτρα Kind είτε το μεσαίο, για να δούμε μόνο τα Virtual, είτε το αριστερό, για να δούμε μόνο τα Master. Ακριβώς με την ίδια διαδικασία μπορεί κανείς να κάνει Virtual Copies και όταν βρίσκεται στο Develop.

κα) Export (Εξαγωγή φωτογραφιών)
Ας εξετάσουμε όμως και τον τρόπο με τον οποίο θα εξάγονται οι φωτογραφίες από το Lightroom για οποιαδήποτε χρήση.
Στο κάτω μέρος του αριστερού Panel και πλάι στο κουμπί Import υπάρχει άλλο ένα με την ένδειξη Export.

Μόλις το πατήσουμε, ανοίγει η Κάρτα Εξαγωγής. Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε δύο ενέργειες. Ή να βγάλουμε από το Lightroom τις φωτογραφίες που έχουμε επιλέξει και να τις γράψουμε κατευθείαν σε ένα CD ή DVD, ή να τις γράψουμε σε ένα εξωτερικό αποθηκευτικό μέσο (στικάκι ή σκληρό δίσκο). Στο αριστερό μέρος της Κάρτας Εξαγωγής υπάρχουν μερικά έτοιμα Presets από το πρόγραμμα, ενώ ο χρήστης μπορεί να προσθέσει και τα δικά του. Οι τέσσερις πιο πιθανοί λόγοι για εξαγωγή των φωτογραφιών πρέπει να είναι η αποστολή τους με e-mail, η αποστολή τους για προβολή σε οθόνη, η μεταφορά τους σε στικάκι ή σε σκληρό δίσκο και η αποστολή τους για εκτύπωση. Σε αυτές τις τέσσερις χρήσεις σημαντική διαφορά θα υπάρχει στο είδος του αρχείου που θα αποσταλεί και στο βαθμό ενδεχομένως του μεγέθους και της ποιότητας με την οποία θα μεταφερθούν τα αρχεία. Παρόλο που η εργασία αυτή δεν είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα μπορεί κάποιος να φτιάξει και εδώ (όπως και κατά την Εισαγωγή) τα δικά του Presets και να τους δώσει ένα όνομα.

Σημειώστε πάντως ότι οι φωτογραφίες μεταφέρονται, γράφονται, αποστέλλονται με όλες τις διορθώσεις που τους έχουμε επιβάλει, ακόμα κι αν είναι Virtual Copies, χωρίς να μεταβληθούν στο ελάχιστο οι αρχικές φωτογραφίες στον Γονικό Φάκελο.

Στο δεξί και μεγαλύτερο τμήμα της Κάρτας Εξαγωγής υπάρχουν οι ακόλουθες επιλογές. Πάνω-πάνω η επιλογή ανάμεσα σε CD/DVD ή σε Σκληρό Δίσκο (Hard Drive) ή σε E-mail. Το συνηθέστερο φυσικά είναι η επιλογή του δεύτερου. Από κάτω είναι η επιλογή του προορισμού. Εκεί δηλαδή όπου θα μεταφερθούν οι φωτογραφίες. Επιλέγουμε επάνω το Specific Folder και από κάτω με Browsing διαλέγουμε τον δίσκο, το Folder και ενδεχομένως ένα Subfolder στο οποίο δίνουμε και ένα όνομα. Στη συνέχεια μας δίδεται η δυνατότητα να αλλάξουμε ονόματα στις φωτογραφίες. Αν έχουμε λόγο, το κάνουμε.

Πιο κάτω στο File Settings διαλέγουμε το είδος του αρχείου που θα αποστείλουμε. Είτε διαλέγουμε το ίδιο (Original), είτε ένα από εκείνα που υποστηρίζει το Lightroom (JPEG, TIFF, DNG, PSD). Για το Internet, αλλά και για τις περισσότερες δουλειές που θέλουμε, θα διαλέξουμε το JPEG. Για να στείλουμε για εκτύπωση καλύτερα το TIFF (εκτός αν ο τεχνικός του εργαστηρίου προτιμάει κάτι άλλο). Το JPEG πρέπει να αποφασίσουμε αν θα εξαχθεί με την πλήρη ποιότητά του (συμπιεσμένο θα είναι έτσι κι αλλιώς αλλά αν η ποιότητα είναι στο 100%, δεν θα φαίνεται κανένα ελάττωμα), ή αν θα προτιμήσουμε μείωση της ποιότητας για να μειωθεί δραματικά και ο όγκος του, ώστε να αποσταλεί π.χ. με e-mail (μία μείωση στο 80% μειώνει τον όγκο σε λιγότερο από το μισό ή το ένα τρίτο, ανάλογα με τη φωτογραφία).

Το Color Space είναι καλύτερα στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι το απλό sRGB. Μπορεί το Adobe RGB να προσφέρει μεγαλύτερο εύρος χρωμάτων, αλλά πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι εκεί που προορίζεται θα υπάρχει η δυνατότητα για αξιοποίησή του. Οπωσδήποτε για το Internet το sRGB είναι αναγκαίο.

Το Image Sizing είναι σημαντικό ως προς τη μείωση του όγκου για αποστολή με e-mail, ή όταν θέλουμε απλώς να στείλουμε φωτογραφίες που θα προβληθούν σε μια οθόνη. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει λόγος να σπαταλήσουμε όγκο. Γι’ αυτό ας τσεκάρουμε το Resize to Fit. Αλλά για να προσδιορίσουμε πόσο πρέπει να μειωθεί, καλό θα είναι να ξέρουμε την ανάλυση σε Pixels της οθόνης για την οποία προορίζεται. Η πλειοψηφία των οθονών είναι σήμερα υψηλής ανάλυσης (τουλάχιστον), αλλά αυτό συνεχώς αλλάζει προς τα πάνω και πολλές είναι οι οθόνες που υπερβαίνουν το όριο της υψηλής ευκρίνειας. Αν πάντως δεν γνωρίζουμε την ανάλυση, ένας περιορισμός 1500 Χ 1000 είναι απολύτως λογικός. Η σχετική επιλογή μάς επιτρέπει να διαλέξουμε τη μεγάλη πλευρά, τη μικρή πλευρά ή και τις δύο. Αν διαλέξουμε τη μία από τις δύο, η άλλη θα πάει όπου την πάνε αυτομάτως οι διαστάσεις του αρχείου, αν διαλέξουμε και τις δύο θα ξέρουμε ακριβώς τι χώρο θα καταλαμβάνουν οι φωτογραφίες, είτε κάθετες είτε οριζόντιες, πάνω στην οθόνη. Για μια απλή ενημέρωση του λήπτη με e-mail θα αρκούσε μια διάσταση 800 Χ800. Μπορούμε να τσεκάρουμε και την επιλογή Do not enlarge, διότι αν τυχόν μια φωτογραφία είναι μικρότερη από τη διάσταση που έχουμε επιλέξει, τότε θα εμφανιστεί χειρότερη όταν μεγεθυνθεί. Η Resolution εφόσον η φωτογραφία πρόκειται να προβληθεί δεν μας ενδιαφέρει. Το Sharpening for the screen είναι χρήσιμο σε μία θέση Standard.

Αν τώρα θέλουμε να στείλουμε μια φωτογραφία για εκτύπωση, θα πρέπει να ξέρουμε το μέγεθος στο οποίο θα τυπωθεί. Θα επιλέξουμε λοιπόν όχι πλέον Pixels, ούτε μεγάλες ή μικρές πλευρές, αλλά διαστάσεις (Dimensions) και εκατοστά (cm). Αυτή τη φορά θα ανεβάσουμε την ανάλυση στα 300 και δεν θα επιλέξουμε το Do not enlarge διότι αν η ανάλυση σε σχέση με τις διαστάσεις δεν είναι αρκετή, ο τεχνικός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κάνει Resizing της φωτογραφίας. Τέλος, θα επιλέξουμε Sharpening για χαρτιά (γυαλιστερά ή ματ) σε μια τιμή και πάλι Standard. Τα Metadata καλό είναι να περιοριστούν στο Copyright Only. Εκτός και αν υπάρχει λόγος να μεταφερθούν στον αποδέκτη όλες οι επιμέρους πληροφορίες (στοιχεία λήψης, λέξεις κλειδιά κλπ.). Στο Post processing το Do nothing είναι η συνήθης επιλογή. Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε οι φωτογραφίες να πηγαίνουν απευθείας ως Attachment, να ανοίγουν στο πρόγραμμα Mailing (στέλνοντάς τες στο Export Action), αλλά είναι προτιμότερο να τις ελέγχουμε πρώτα και μετά να τις εντάσσουμε στο mail μας. Το πάτημα του κουμπιού Export ολοκληρώνει τη διαδικασία.

Μπορούμε να εξαγάγουμε φωτογραφίες με όλα τα στοιχεία και δεδομένα που εμπεριέχονται σε αυτές, ώστε να αποτελέσουν έναν νέο κατάλογο (ή μέρος αυτού) σε άλλον κατάλογο, σε άλλον υπολογιστή, σε άλλο πρόγραμμα. Αφού επιλέξουμε τις φωτογραφίες, επιλέγουμε την εντολή Exports as ctalog από το menu File πάνω αριστερά. Στο παράθυρο που ανοίγει επιλέγουμε το όνομα αυτού του νέου φακέλου και τη θέση που θα πάει. Στη συνέχεια για να τον φορτώσουμε στον άλλον υπολογιστή επιλέγουμε και πάλι από το File την εντολή Import from another catalog.

κβ) Collections (Συλλογές)
Μπορεί κανείς να φτιάξει μια συλλογή φωτογραφιών (Collection) από τις φωτογραφίες που ήδη υπάρχουν μέσα στο Lightroom, χωρίς να χρειαστεί να τις αντιγράψει. Οι φωτογραφίες της συλλογής μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως κανονικές φωτογραφίες για οποιοδήποτε σκοπό.

Για να φτιαχτεί μια συλλογή πρέπει πριν από όλα να πατήσουμε πάνω στο σημείο + που υπάρχει πλάι στον τίτλο Collection στο κάτω μέρος του αριστερού Panel του Library και να επιλέξουμε το Create. Ακολουθώντας τις οδηγίες θα δώσουμε στη συλλογή ένα όνομα. Μετά, μπορούμε να μεταφέρουμε στη συλλογή οποιαδήποτε φωτογραφία από το Grid με Drag and drop (και περισσότερες μαζί). Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας στο Grid και στο Filmstrip στο Badge των πληροφοριών θα εμφανιστεί ένα σήμα που θα υποδηλώνει ότι η φωτογραφία ανήκει σε μια (ή περισσότερες) Collections. Αν από λάθος επιχειρήσουμε να ξαναβάλουμε μία φωτογραφία στην ίδια Συλλογή, αυτήν δεν θα προστεθεί μια και υπάρχει ήδη. Αν θέλουμε να αφαιρέσουμε μία ή περισσότερες φωτογραφίες από την Collection, αφού πατήσουμε το Folder της Collection για να εμφανιστεί το δικό της Grid, μπορούμε να διαλέξουμε, μία, περισσότερες ή και όλες τις φωτογραφίες και να επιλέξουμε Remove from Collection, για αφαιρεθούν αυτομάτως από την Collection (εννοείται ότι θα παραμείνουν στο Lightroom).

Μπορούμε να ξεκινήσουμε και μία Quick Collection (μόνο μία όμως). Στο πάνω μέρος του αριστερού Panel θα δούμε ότι ήδη προβλέπεται αυτή η συλλογή. Αν επιλέξουμε είτε στο Grid είτε σε Loupe view (μεγεθυμένη) μία ή περισσότερες φωτογραφίες και πατήσουμε το πλήκτρο Β, οι φωτογραφίες αυτές αυτομάτως θα συμπεριληφθούν στην Quick Collection. Και αν θέλουμε να τις αφαιρέσουμε, αρκεί να ξαναπατήσουμε το Β. Χρειάζεται προσοχή εν προκειμένω διότι αν από λάθος πάμε να ξαναβάλουμε την ίδια φωτογραφία, η φωτογραφία αφαιρείται. Βέβαια ένα σύντομο μήνυμα επί της οθόνης μας προειδοποιεί σχετικά. Αν θελήσουμε να οριστικοποιήσουμε τη συλλογή και να την κάνουμε κανονική, αρκεί να πατήσουμε δεξί κλικ επάνω της και να επιλέξουμε στο παράθυρο που θα ανοίξει την εντολή Save Quick Collection, καθώς επίσης και να τσεκάρουμε την από κάτω εντολή που θα αναλάβει να σβήσει την Quick Collection μόλις σωθεί ως κανονική. Της δίνουμε αμέσως ένα όνομα, όπως μας ζητάει, και πατάμε το Save.

Μπορούμε επίσης να ξεκινήσουμε και μία Smart Collection. Σε αυτήν δεν προσθέτουμε φωτογραφίες, αλλά θέτουμε μερικά κριτήρια και όσες φωτογραφίες τα πληρούν μπαίνουν αυτομάτως μέσα. Με δεξί κλικ πάνω στο + των Collections επιλέγουμε να δημιουργήσουμε μία Smart Collection. Της δίνουμε όνομα, και θέτουμε τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι φωτογραφίες που θα ενσωματωθούν σε αυτήν. Π.χ. να έχουν πέντε αστέρια, ή να μην έχουν λέξεις-κλειδιά κλπ. Αν θέλουμε να τη σβήσουμε, πολύ απλά τη διαλέγουμε και επιλέγουμε Delete.

Μπορούμε επίσης να φτιάξουμε ένα Collection Set μέσα στο οποίο θα ενταχθούν επιμέρους απλές συλλογές. Μπορούμε, τέλος, να χαρακτηρίσουμε μια Collection ως Target Collection, οπόταν πατώντας το Β (όπως στην Quick) η φωτογραφία μπαίνει στην Target. Όλες αυτές οι επιλογές δίνονται ως δυνατότητες στην αρχική ετικέτα που ανοίγει με το σύμβολο συν για τη διαδικασία Create Collection.

κγ) Secondary Window (Βοηθητικό παράθυρο)
Μπορεί κανείς να ανοίξει ένα δεύτερο βοηθητικό παράθυρο (Secondary Window), το οποίο είτε θα καταλαμβάνει ένα δεύτερο Monitor σε περίπτωση που ο φωτογράφος έχει συνδέσει και δεύτερο στον υπολογιστή του, είτε θα καλύπτει εν μέρει την υπάρχουσα εικόνα του Lightroom. Το παράθυρο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την ή τις εικόνες του Library σε οποιαδήποτε μορφή (Grid, Loupe, Compare, Survey, ακόμα και Slideshow, αλλά το τελευταίο μόνο στην περίπτωση που υπάρχει δεύτερο Monitor). Κατ’ αρχήν δείχνει την επιλεγμένη στο μεγάλο Grid εικόνα, αλλά μπορούμε να κλειδώσουμε την εικόνα του, ώστε να μην επηρεάζεται από τις αλλαγές της μεγάλης οθόνης (ετικέτα Window, εντολή Secondary Display - Loupe Locked). Το βοηθητικό παράθυρο ανοίγει, αν πατήσουμε το 2 αριστερά στο Filmstrip. Ακόμα και αν αλλάξουμε Module το Secondary Window μένει ενεργό μέχρι να το κλείσουμε.

κδ) Sync Metadata – Sync Settings (Συγχρονισμός στοιχείων)
Στο κάτω δεξιό τμήμα του δεξιού Panel υπάρχουν οι ενδείξεις Sync Metadata και Sync Settings. Οι επιλογές αυτές γίνονται ενεργές αν υπάρχει επιλογή τουλάχιστον δύο φωτογραφιών (η μία από τις οποίες είναι αναγκαστικά η πρωτοεπιλεγμένη άρα αυτή που έχει το πιο λευκό περιθώριο). Η επιλογή της πρώτης εντολής ανοίγει ένα παράθυρο από το οποίο διαλέγουμε ποια στοιχεία από την ταυτότητα της φωτογραφίας θέλουμε να περάσουν από την προεπιλεγμένη σε όλες τις άλλες. Η επιλογή της δεύτερης ανοίγει ένα παράθυρο από το οποίο διαλέγουμε ποια στοιχεία από την επεξεργασία της φωτογραφίας θέλουμε να περάσουν από την προεπιλεγμένη σε όλες τις άλλες.

4. Develop (Επεξεργασία)

α) Panels

Το δεύτερο Module είναι το Develop και πρακτικά για τον φωτογράφο είναι και το πιο κρίσιμο. Ας δούμε πάλι την εικόνα του παραθύρου, όπως μας ανοίγει για πρώτη φορά αν επιλέξουμε από το άνω Panel τη λέξη Develop ή από το πληκτρολόγιο το γράμμα D.

Το πάνω και το κάτω Panel (Module Picker και Filmstrip) δεν αλλάζουν. Το αριστερό έχει πάλι πάνω-πάνω το Navigator και από πάνω του την επιλογή του ζουμ. Κάτω έχει τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο είναι τα Presets, δηλαδή οι έτοιμοι συνδυασμοί επεξεργασίας που έχει φτιάξει το πρόγραμμα ή που θα φτιάξει ο χρήστης. Δεν συμφωνώ με αυτές τις εμφανίσεις κονσέρβα διότι ό,τι κάνουν μπορεί να το κάνεο χρήστης ευκολότατα ο ίδιος έχοντας τον πλήρη έλεγχο. Στην ανάγκη θα μπορούσαμε να πούμε ας ξεκινήσεις από ένα Preset και το μετατρέπει. Πιστεύω ότι θα φάει περισσότερη ώρα να τα ψάχνει από του να αρχίσει ο ίδιος τις ρυθμίσεις. Αντίθετα, θα μπορούσε να φτιάξει ένα δικό του Preset και να το καταχωρίσει κάτω από τα User Presets αν διαπιστώσει ότι υπάρχουν μερικές κινήσεις με τις οποίες ξεκινάει πάντα την επεξεργασία του. Και πάλι όμως για να γλυτώσει ελάχιστο χρόνο.

Το δεύτερο κεφάλαιο (Snapshot) επιτρέπει τη λήψη μιας φωτογραφίας από τη φωτογραφία που επεξεργαζόμαστε, ώστε αν κάτι θέλουμε να αλλάξουμε ή να διαγράψουμε να μπορούμε πάντα να συγκρίνουμε με όσα ήδη είχαμε πετύχει. Το τρίτο κεφάλαιο (History) είναι και το πιο σημαντικό διότι κρατάει αρχείο όλων των κινήσεων που κάναμε στη διάρκεια της επεξεργασίας. Και μάλιστα χωρίς περιορισμό αριθμού. Το τελευταίο κεφάλαιο (Collections) έχει όλες τις συλλογές που ενδεχομένως έχουμε φτιάξει στο Library, ώστε να μη χρειάζεται να πηγαίνουμε μπρος-πίσω στα Modules. Πάντως αν χρειαστεί τέτοιο πηγαινέλα, είναι πολύ απλό διότι πατώντας το G μεταφερόμαστε στο Grid και το D πάλι στο Develop.

Το δεξί Panel περιλαμβάνει πολύ περισσότερα και συγκεκριμένα όλες τις εντολές επεξεργασίας. Πάνω- πάνω έχει το ιστόγραμμα, για το οποίο γίνεται λόγος επίσης παρακάτω. Ακριβώς από κάτω δίνονται πληροφορίες που αλλάζουν ανάλογα με τη θέση του κέρσορα. Και αμέσως μετά ακολουθεί η μπάρα των εργαλείων με τις πέντε κύριες εντολές επεξεργασίας (Cropping, Spotting, Red Eye Correction, Graduated Filter, Adjustment Brush).

Ακολουθούν οι βασικές (Basic) χρωματικές και τονικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν το σύνολο της φωτογραφίας. Και αμέσως από κάτω οι τονικές και χρωματικές ρυθμίσεις που μπορούν να επηρεάσουν πιο συγκεκριμένες περιοχές. Στη συνέχεια έρχονται οι πιο σπάνιες και λεπτομερείς επεμβάσεις, όπως ο τονισμός μιας ασπρόμαυρης ή και έγχρωμης φωτογραφίας (Split Toning) και η επέμβαση πάνω στις λεπτομέρειες (Detail) μιας φωτογραφίας, όπως είναι ο έλεγχος της ευκρίνειας και η αντιμετώπιση του οπτικού θορύβου.

Τέλος, περιλαμβάνονται οι ακόμα πιο σπάνιες και πρωτοποριακές επεμβάσεις όπως είναι η διόρθωση των ελαττωμάτων του κάθε συγκεκριμένου φακού (Lens Corrections), τα ειδικά εφέ (Effects), όπως είναι το βινιετάρισμα και η προσθήκη κόκκου και τέλος το καλιμπράρισμα της φωτογραφικής μηχανής (Camera Calibration), όσον αφορά τη συμπεριφορά της σε σχέση με τα τρία χρώματα και τα σκιερά.

Είναι πιστεύω φανερό ότι οι παραπάνω δυνατότητες ξεπερνούν κατά πολύ τις επιθυμίες αλλά και τις ικανότητες των περισσότερων φωτογράφων.

β) History – Histogram (Ιστορικό – Ιστόγραμμα)
Στο History (Ιστορικό) καταγράφονται όλες οι κινήσεις που κάνουμε πάνω σε μια φωτογραφία για να τη διορθώσουμε. Η πρώτη καταγραφή είναι με την εισαγωγή της φωτογραφίας στο πρόγραμμα. Οι κινήσεις καταγράφονται επ’ άπειρον χωρίς περιορισμό και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουμε σε οποιοδήποτε σημείο της επεξεργασίας επιλέγοντάς το. Αν απλώς σέρνουμε τον κέρσορα επάνω στα διάφορα στάδια, παρατηρούμε τις διάφορες εκδοχές της φωτογραφίας στον Navigator. Αν κάνουμε κλικ σε ένα από αυτά, θα δούμε μεγεθυμένη τη φωτογραφία στο κέντρο. Αν θεωρήσουμε ότι η υπόλοιπη μετά από αυτό το στάδιο επεξεργασία είχε πάρει λάθος δρόμο, μπορούμε κατευθείαν να συνεχίσουμε με νέες διαφορετικές επεμβάσεις, οπόταν όλες οι από κει και πάνω κινήσεις θα σβήσουν αυτομάτως.

Το Histogram (Ιστόγραμμα) μας δείχνει την κατανομή της τονικότητας κάθε φωτογραφίας ξεκινώντας αριστερά από το απόλυτο μαύρο μέχρι το απόλυτο άσπρο δεξιά. Υποτίθεται ότι μια σωστή φωτογραφία περιλαμβάνει όλους τους τόνους, μόνο που δεν υπάρχει ως έννοια η σωστή φωτογραφία. Και θα ήταν απόλυτο λάθος να γίνεται η επεξεργασία της φωτογραφίας μέσω ιστογράμματος. Θα ήταν σαν να δίνει θεραπεία ο γιατρός χωρίς να δει τον ασθενή στηριζόμενος μόνο στις εργαστηριακές εξετάσεις. Παρ’ όλα αυτά στην περίπτωση του Develop Module το Ιστόγραμμα μάς δίνει πολύ χρήσιμες πληροφορίες, κυρίως όσον αφορά το κλιπάρισμα (Clipping) των σκιερών και των φωτεινών. Αν δηλαδή «μπούκωσαν» τα μαύρα ή «κάηκαν» τα άσπρα. Με τα δύο μικρά βελάκια επάνω μπορεί κανείς να επιλέγει να φαίνονται ή να μη φαίνονται τα σφάλματα. Τα μπουκωμένα μαύρα εμφανίζονται αριστερά και έχουν χρώμα μπλε. Με αυτό το χρώμα βάφονται και στη φωτογραφία (αν το τριγωνάκι είναι επιλεγμένο). Τα καμένα άσπρα είναι δεξιά και βάφονται με κόκκινο χρώμα. Μπορούμε να επιλέξουμε να εμφανίζονται μόλις περνάει το ποντίκι επάνω τους, αλλά με πάτημα πάνω στα τριγωνάκια μπορούμε να τα μονιμοποιήσουμε μέχρι να τα ξαναπατήσουμε. Ακόμα ευκολότερα και με ένα μόνο κλικ στο πλήκτρο J μπορούμε να ενεργοποιούμε και να ακυρώνουμε τα δύο βελάκια ταυτόχρονα. Αν παρ’ όλα αυτά δεν εμφανίζονται μπλε ή κόκκινα, αυτό σημαίνει απλά ότι ούτε μπουκώσανε ούτε καήκανε. Ενώ βεβαίως δεν είναι σκόπιμο να μπουκώνουν ή να καίγονται, δεν είναι και προς θάνατον, αν αυτό κρίνουμε ότι βοηθάει τη φωτογραφία. Είναι πάντως αλήθεια ότι το απόλυτο μαύρο ρουφάει πολύ μελάνι στο χαρτί, ενώ το απόλυτο άσπρο έχει μηδενική πληροφορία και είναι σαν τρύπα. Μπορεί όμως και τα δύο να χρειάζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Επεμβαίνοντας με τις τονικές ρυθμίσεις, είναι πιθανό στις ακραίες περιπτώσεις να ενεργοποιούμε τις πληροφορίες του μπλε και του κόκκινου και ανάλογα να ρυθμίζουμε τους διακόπτες. Όχι όμως με γνώμονα αυτά τα χρώματα, αλλά με φρένο αυτά τα χρώματα. Στην κάτω πλευρά του Ιστογράμματος αναγράφονται πληροφορίες σχετικά με τα ποσοστά κάθε βασικού χρώματος σε κάθε συγκεκριμένο σημείο της φωτογραφίας, όταν ο κέρσορας βρίσκεται πάνω σε αυτό. Όταν το ποντίκι είναι εκτός φωτογραφίας, οι πληροφορίες αφορούν τις παραμέτρους λήψης της συγκεκριμένης φωτογραφίας, δηλαδή τον φακό, τα ISO, το διάφραγμα και την ταχύτητα. Οι πληροφορίες περί μπουκωμένων και καμένων μας δίνονται και στην περίπτωση αναλογικής φωτογραφίας και ασπρόμαυρης.

γ) Toolbar (Γραμμή εργαλείων)
Το Toolbar του Develop διαφέρει ριζικά από εκείνο του Library. Εδώ από δεξιά επιλέγουμε να βλέπουμε στην μπάρα τα εξής: View Modes, Navigate, Slideshow, Zoom, Grid Overlay, Soft Proofing. Υπάρχουν φυσικά και τα συνήθη αστεράκια και σημαιούλες, για όποιον ενδιαφέρεται. Αλλά και από τα παραπάνω τα πιο σημαντικά για το Module αυτό είναι τα δύο πρώτα.

Σχετικά με τα View Modes παρατηρούμε ότι δεν έχουμε επιλογή Grid, διότι τον ρόλο αυτό τον καλύπτει ικανοποιητικά το Filmstrip. Δεν έχουμε επιλογή Survey, διότι αυτό πρέπει ήδη να έχει γίνει για να έχουμε προχωρήσει σε επεξεργασία. Έχουμε όμως Loupe View, δηλαδή μεγέθυνση μιας φωτογραφίας και βέβαια έχουμε Compare, για σύγκριση δύο φωτογραφιών, αλλά πλέον όχι με τις ιδιότητες Επιλεγμένης και Υποψήφιας (Select - Candidate), αλλά με εκείνες τοy Πριν και Μετά (Before - After, εννοείται πριν και μετά από την επεξεργασία). Είναι χαρακτηριστικό της λεπτολογίας των σχεδιαστών του προγράμματος το γεγονός ότι τα δύο συμβολικά παραθυράκια του Compare στην περίπτωση του Library φέρουν τα γράμματα X και Y (αφού πρόκειται για δύο διαφορετικές φωτογραφίες), ενώ στην περίπτωση του Develop το γράμμα είναι ένα Υ δυο φορές (αφού πρόκειται για την ίδια φωτογραφία πριν και μετά).

Το σύμβολο του Compare έχει στο πλάι του (με ένα Pop up menu) τη δυνατότητα να προβάλει τις δύο όμοιες φωτογραφίες δεξιά και αριστερά καθέτως, πάνω και κάτω οριζοντίως, ή μία και μόνη φωτογραφία κομμένη στα δύο είτε καθέτως είτε οριζοντίως. Το ίδιο μπορεί να γίνει πατώντας διαδοχικά πάνω στο σύμβολο του Compare. Μόλις όμως επιλέξουμε το Compare, ανοίγουν επιπλέον επιλογές που μας επιτρέπουν να περάσουμε τις επεμβάσεις του Μετά στο Πριν και αντίστροφα, αλλά και να ανταλλαχθούν οι επεμβάσεις αμοιβαίως. Επανερχόμενοι στη μεγεθυμένη φωτογραφία, στην οποία μπορούμε να επανέλθουμε πατώντας και το D (αφού ήδη είμαστε μέσα στο Develop) βλέπουμε να επανεμφανίζονται τα σύμβολα της πλοήγησης (δύο βελάκια για την προηγούμενη και την επόμενη φωτογραφία), το Slideshow (ένα βελάκι προς τα δεξιά), του ζουμ (το οποίο όμως επιλέγουμε και από τις επιλογές πάνω από το Navigator, του Grid Overlay και του Soft Proofing.

Στην πορεία που διαλέγουμε τις διάφορες εργασίες επεξεργασίας, θα παρατηρήσουμε ότι αλλάζουν οι ευκαιρίες που μας προσφέρει το Toolbar και μας παρουσιάζονται επιλογές που χρησιμεύουν κατά περίπτωση.

δ) Αποφάσεις για επεξεργασία μιας φωτογραφίας

Αν ξεκινήσουμε να αναλύουμε κάθε μία από τις εργασίες επεξεργασίας χωριστά, τουλάχιστον ας το προσπαθήσουμε με μια λογική σειρά. Τη σειρά δηλαδή που θα ακολουθούσε ο αναλογικός φωτογράφος στον σκοτεινό θάλαμο. Και βέβαια, αν και αυτονόητο, πρέπει να θέσουμε μερικές γενικές αρχές.

Η επεξεργασία της φωτογραφίας δεν είναι κάτι τεχνικά απόλυτο, αλλιώς θα την εμπιστευόμασταν σε ένα ρομπότ. Το τελικό αποτέλεσμα έχει πάντοτε σχέση με τις προθέσεις του φωτογράφου και τη χρήση της φωτογραφίας. Αν η εφαρμογή της φωτογραφίας είναι εμπορική, τότε οι απαιτήσεις του στόχου θα καθορίσουν και το είδος της επεξεργασίας. Αν όμως πρόκειται για καλλιτεχνική, τότε απόλυτος οδηγός είναι οι προτιμήσεις του φωτογράφου. Αυτές θα καθορίσουν το αν, το ποια και το πόσο των επεμβάσεων. Δεν υπάρχει δηλαδή μια απόλυτη τεχνική ποιότητα και αλήθεια για κάθε φωτογράφο. Αλλιώς ο μάγος του σκοτεινού θαλάμου, ο Ansel Adams, θα ήταν ο καλύτερος φωτογράφος του κόσμου. Ενώ δεν είναι. Η καλύτερη τεχνική είναι αυτή που βοηθάει το έργο κάθε φωτογράφου. Και είναι η καλύτερη γι' αυτόν και όχι αναγκαστικά για τον άλλον. Γι' αυτό και είναι σημαντικό να επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι, και με τις καλλιτεχνικές μας επιλογές, τις επεμβάσεις μας και όχι αυτές εμάς. Δεν είναι σίγουρο, λόγου χάριν, ότι κάθε στραβή φωτογραφία πρέπει να ισιώνει, να αλφαδιάζεται. Αλλά και δεν πρέπει να αποφεύγουμε το ίσιωμα με επιχείρημα έναν πολύ κακώς εννοούμενο σεβασμό της λήψης.

Σε γενικές γραμμές, όταν μια επέμβαση μας ικανοποιεί, ίσως να είναι ήδη υπερβολική. Η ευκολία με την οποία γίνονται οι ψηφιακές επεμβάσεις, σε συνδυασμό με τη γοητεία της οθόνης και με τον εθισμό του ματιού μάς οδηγούν συνήθως σε υπερβολές. Για κάθε επέμβαση ισχύει το ότι το πιο λίγο είναι πάντοτε πιο καλό. Αυτό όμως που ίσως να προβληματίζει έναν νέο φωτογράφο είναι το πώς πρέπει να σκεφτεί για να αποφασίσει τις επεμβάσεις πάνω σε μια φωτογραφία. Πριν από όλα πρέπει να αντιληφθεί ότι η επεξεργασία δεν είναι κάτι σημαντικό από μόνο του, δεν είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε πανάκεια. Η πρώτη και καταλυτική απόφαση είναι ότι μια φωτογραφία την επιλέγουμε πρωτίστως ως ενδιαφέρουσα. Γι' αυτό και δεν πρέπει να ασχολούμαστε με ασήμαντες φωτογραφίες μας απλώς για άσκηση, ούτε να σπαταλάμε χρόνο με την ελπίδα να βελτιώσουμε μια φωτογραφία. Η φωτογραφική επεξεργασία έχει για σκοπό όχι να γεννήσει μια καλή φωτογραφία, αλλά να βοηθήσει μια αξιόλογη φωτογραφία να αναδείξει την αξία της. Ακόμα καλύτερα, να μην επιτρέψει σε κάτι ασήμαντο να παρεμποδίσει την ανάδειξή της, αλλά και, ακόμα παραπέρα, να μην αποδεχτεί μια επεξεργασία που θα επισκιάσει με την αυθάδειά της την αξία της. Η επεξεργασία πρέπει να είναι ό,τι και το έμπειρο μακιγιάζ σε μια όμορφη γυναίκα. Υπαρκτό αλλά φαινομενικά ανύπαρκτο

Η επεξεργασία μιας δικής μας φωτογραφίας που μας ενδιαφέρει μπορεί να είναι συναρπαστική, ενώ αντίθετα αν κάνουμε την ίδια δουλειά πάνω σε μια φωτογραφία μας που δεν είναι σίγουρο ότι μας πείθει, ο εκνευρισμός και η ανία μάς περιμένουν στη γωνία. Πριν ξεκινήσουμε επομένως την επεξεργασία πρέπει να μελετήσουμε και να καταλάβουμε γιατί μας αρέσει η συγκεκριμένη φωτογραφία. Γιατί την επιλέξαμε. Και να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε την προβολή των στοιχείων που κέντρισαν το ενδιαφέρον μας. Αν λόγου χάριν ένα λάθος σε σχέση με τη θερμοκρασία του φωτός στερεί την αληθοφάνεια της φωτογραφίας, πρέπει να διορθωθεί ώστε η φωτογραφία να λειτουργήσει απερίσπαστα. Αν το φόντο π.χ. αποσπά την προσοχή από το φωτογραφικό γεγονός, πρέπει ελαφρώς να σκουρύνει. Αν όμως χρειάζεται μία σύγκρουση των δύο, μπορεί να χρειαστεί να φωτιστεί. Αν πάλι θεωρήσουμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να τονιστεί η παραδοξολογία ενός αφύσικου φωτισμού (κάτι σπανιότερο, αλλά όχι αδύνατο), πρέπει να το τολμήσουμε και να κρίνουμε το αποτέλεσμα. Καμία όμως παρέμβαση δεν πρέπει να γίνει χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη και απόφαση. Δεν δοκιμάζουμε κάτι για να δούμε μήπως μας βολέψει. Αποφασίζουμε κάτι και το θέτουμε σε εφαρμογή για να δούμε αν το αποτέλεσμα συμπίπτει με την απόφασή μας όπως την είχαμε φανταστεί.

Οι πιο εύκολες αποφάσεις αφορούν το «νοικοκύρεμα» μιας φωτογραφίας. Την αφαίρεση των λεκέδων, των σημαδιών, ακόμα και το κροπάρισμα μιας άχρηστης ενοχλητικής λεπτομέρειας. Πρέπει να αφαιρέσουμε κάθε ζιζάνιο που, αν και ασήμαντο, τραβάει χωρίς λόγο την προσοχή μας. Αντίθετα, το δυσκολότερο βρίσκεται στην άλλη άκρη. Να μην κάνουμε μια τεχνικά τόσο τέλεια (οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό) φωτογραφία, ώστε ο θεατής να μην πιστεύει πλέον σε αυτή. Είναι η ίδια περίπτωση με μερικές άψογες ψηφιακές παρεμβάσεις στον κινηματογράφο, που αφαιρούν τη μαγεία που είχαν πολύ πιο άτεχνες αλλά in camera παρεμβάσεις της εποχής του βωβού. Δεν είναι διόλου απίθανο π.χ. ένα πολύ γεωμετρικό κροπάρισμα και αλφάδιασμα να οδηγήσει σε μια τόσο Clean σύνθεση που δεν θα είναι πλέον αληθινή και με αυτό εννοώ πειστική.

Δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά υπάρχουν αρχές. Και όσο πιο άγραφες και ενστικτώδεις είναι αυτές, τόσο πιο σωστές και αληθινές αποδεικνύονται. Αλλά η κάθε περίπτωση έχει τον δικό της τρόπο να δίνει νόημα στους κανόνες. Οι έντονες αντιθέσεις π.χ. μπορεί να είναι κολακευτικές, αλλά μπορεί να είναι και υπερβολικά δραματικές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που μια συγκεκριμένη φωτογραφία χρειάζεται το δράμα των αντιθέσεων. Ό,τι όμως και να κάνουμε πρέπει στη συνέχεια με κάποιο τρόπο να το συγκαλύπτουμε. Αν λόγου χάριν θέλουμε να κάνουμε πιο λευκό ένα ρούχο που ενδεχομένως αποτελεί ένα μείζων φωτογραφικό γεγονός σε μια φωτογραφία, πρέπει αφού το φωτίσουμε, στη συνέχεια λίγο να το μειώσουμε. Σαν τους Άγγλους λόρδους που έβαζαν τον υπηρέτη τους να φοράει λίγο τα καινούργια τους ρούχα για να μη δείχνουν απολύτως καινούργια. Ίσως μία να είναι η τελική φράση που μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός. Οι επεμβάσεις να γίνονται έτσι που να μη φαίνονται, αλλά όχι να γίνονται με σκοπό να μη φαίνονται. Όταν μια οδηγία σαν και αυτή έχει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός γρίφου, μπορεί να βοηθήσει καλύτερα γιατί εξαναγκάζει τον αποδέκτη να την ταιριάξει με τα δικά του αινίγματα.

Τέλος, θα προσθέσω μία ακόμα προτροπή. Δεδομένου ότι η ψηφιακή φωτογραφία με το Raw αρχείο και με τα προγράμματα τύπου Lightroom επιτρέπει την εύκολη και δια παντός επιστροφή σε ένα αψεγάδιαστο αρχικό υλικό, υπάρχει ο πειρασμός κάθε φορά να παρουσιάζουμε μια διαφορετική φωτογραφία, κυρίως όσον αφορά το κροπάρισμα και τις αναλογίες της, αλλά και την ασπρόμαυρη τυχόν εκδοχή της. Όπως επίσης να επιλέγουμε διαφορετική κάθε φορά φωτογραφία από την πανομοιότυπη σειρά που κάναμε κατά τη λήψη. Αποφασίστε άπαξ και κρατήστε αυτές τις επιλογές σας για πάντα. Δώστε δηλαδή στη φωτογραφία σας ταυτότητα (αλλά και αξιοπρέπεια). Και, παρακαλώ, μη μου πείτε ότι υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις όπου μερικές φωτογραφίες σπουδαίων φωτογράφων (π.χ. Strand, Kertesz, Evans) παρουσιάστηκαν με διαφορετικά κροπαρίσματα ή παρόμοιες φωτογραφίες (από την ίδια λήψη). Διότι θα σας απαντήσω ότι πρώτον είναι σπουδαίοι φωτογράφοι, δεύτερον ότι αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι μερικές αλλά ελάχιστες και τρίτον, ότι αυτό το έκαναν συνήθως (αν όχι πάντα) οι επιμελητές των εκθέσεων τους μετά τον θάνατο των φωτογράφων, απλώς και μόνο για να δείξουν πρωτοβουλία και πρωτοτυπία. Γι' αυτό, άλλη μια προτροπή: να κρατάτε μόνον ό,τι έχετε επιλέξει.

ε)White Balance (Εξισορρόπηση λευκού)
Η θερμοκρασία του φωτός παλαιά καθοριζόταν από το φιλμ που θα επέλεγε ο φωτογράφος και από τα φίλτρα που θα χρησιμοποιούσε κατά τη λήψη για διόρθωση. Η διόρθωση στον θάλαμο δεν μπορούσε παρά να ήταν πολύ περιορισμένη. Και τότε όμως επιβαλλόταν μια γενική αρχή που και σήμερα επιβάλλεται. Η τέλεια διόρθωση σπανίως εξυπηρετεί τη φωτογραφία. Αν λόγου χάριν διορθώσετε πλήρως μια φωτογραφία εσωτερικού χώρου που είναι ιδιαίτερα θερμή (πορτοκαλί), τότε θα καταλήξετε να δείχνετε ένα εσωτερικό που έχει χάσει τη ζεστασιά του.

Το Lightroom το έχει προβλέψει και γι’ αυτό προβλέπει δύο στάδια επέμβασης. Ένα σχεδόν αυτόματο και ένα που ακολουθεί με απόλυτο έλεγχο. Βλέποντας την αποτελεσματικότητα της επέμβασης αυτής αντιλαμβανόμαστε γιατί στη μηχανή το πολύ-πολύ να επιλέγουμε τον αυτοματισμό του White Balance.

Αν θεωρήσουμε ότι η θερμοκρασία του χρώματος μιας φωτογραφίας είναι εμφανώς λάθος ή υπερβολική (τις περισσότερες φορές πάντως δεν θα είναι), μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το σταγονόμετρο-δείκτη που υπάρχει πάνω αριστερά στο παραλληλόγραμμο διόρθωσης θερμοκρασίας φωτός. Το επιλέγουμε είτε κλικάροντας επάνω του, είτε πατώντας το W (από το αρχικό του White). Αμέσως παρατηρούμε ότι άλλαξαν οι επιλογές του Toolbar. Υπάρχει μια ένδειξη Show loupe που επιλεγμένη ενεργοποιεί μια μεγέθυνση λεπτομέρειας του μέρους της φωτογραφίας πάνω στο οποίο στοχεύει εκάστοτε το σταγονόμετρο. Και μάλιστα στο κάτω μέρος αυτής της μεγέθυνσης αναγράφονται τα ποσοστά στο συγκεκριμένο σημείο κάθε χρώματος από τα τρία βασικά. Δεξιά υπάρχει μια επιλογή (Scale) που κάνει αυτή τη μεγέθυνση ακόμα μεγαλύτερη. Τις περισσότερες φορές κάτι τέτοιο είναι περιττό. Υπάρχει επίσης μια ένδειξη Auto dismiss, δηλαδή μόλις επιλέξουμε οριστικά την περιοχή της μέτρησης, το σταγονόμετρο εξαφανίζεται και το Toolbar επανέρχεται στα βασικά του. Ίσως να είναι καλύτερα να μην την επιλέξουμε, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να αλλάζουμε επιλογές. Έτσι κι αλλιώς, όταν ικανοποιηθούμε, κλείνουμε τη μέτρηση πατώντας την επιλογή Done δεξιά στο Toolbar, ή ξαναπατώντας το W, ή πατώντας τη βάση του σταγονόμετρου, ή πατώντας το Escape.

Το σταγονόμετρο πρέπει να στοχεύσει σε μια περιοχή που τη θέλουμε ουδέτερα γκρι. Όχι άσπρη περιοχή, ούτε περιοχή με αντανακλάσεις. Πατώντας το κλικ εκεί επάνω θα δούμε τη χρωματική αλλαγή της φωτογραφίας, ενώ οι ενδείξεις των τριών χρωμάτων σχεδόν θα εξισωθούν. Αυτό θα πρέπει να μας βάλει σε υποψίες, αλλά παρ' όλα αυτά θα δεχθούμε τη μέτρηση. Σημειώστε ότι όση ώρα μετακινούμε το σταγονόμετρο πάνω στη φωτογραφία, χωρίς να κάνουμε κλικ, μπορούμε να παρακολουθούμε τις σταδιακές αλλαγές πάνω στην εικόνα του Navigator.

Επειδή δεν είναι σύνηθες να έχουμε την απόλυτη ισορροπία των τριών χρωμάτων, μπορεί να νιώσουμε ότι χρειαζόμαστε μια μικρή διόρθωση προς την πιο θερμή ή την πιο ψυχρή κατεύθυνση για να έρθει το χρώμα της φωτογραφίας σε κάτι πιο αληθοφανές. Τότε, θα πειράξουμε την από κάτω ρύθμιση με την ένδειξη Temp (Temperature, θερμοκρασία). Θα αγνοήσουμε το Pop up menu δεξιά στην ένδειξη As shot, διότι αυτό έχει προκαθορισμένες μετρήσεις Kelvin, άρα δεν θα χρειαζόμασταν όλη τη φασαρία με το σταγονόμετρο, και θα κουνήσουμε πολύ-πολύ μαλακά τον δείκτη θερμοκρασίας προς τα αριστερά (για ψυχρότερο αποτέλεσμα, σαν να χρησιμοποιούσαμε φιλμ με χαμηλότερο αριθμό Kelvin) ή προς τα δεξιά (για θερμότερο αποτέλεσμα, σαν να χρησιμοποιούσαμε φιλμ με υψηλότερο αριθμό Kelvin). Μπορούμε βέβαια να οδηγήσουμε τον κέρσορα πάνω στον αριθμό που υποδεικνύει τα Kelvin και είτε να τον επιλέξουμε και να γράψουμε τα Kelvin που νομίζουμε ότι είναι το σωστό, είτε να μετακινήσουμε τον κέρσορα δεξιά και αριστερά για να αλλάζει μόνος του ο αριθμός (ο κέρσορας τότε μεταμορφώνεται σε παλάμη με δείκτη προτεταμένο και βελάκια).

Από κάτω υπάρχει άλλη μία ρύθμιση με την ένδειξη Tint (απόχρωση). Αν εδώ μετακινήσουμε αριστερά τον δείκτη θα προσθέσουμε πράσινο και αν δεξιά Magenta (το συμπληρωματικό του πράσινου). Αυτό χρειάζεται όταν υπάρχουν τέτοιες αποχρώσεις στη φωτογραφία, κάτι που συμβαίνει με τα περισσότερα φώτα φθορισμού και δεν διορθώνεται μόνο με τις θερμότερες και ψυχρότερες αποχρώσεις του Temp.

Αν και η χρωματική διόρθωση μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε φωτογραφικό αρχείο, τη μεγαλύτερη ευελιξία και τα καλύτερα αποτελέσματα τα πετυχαίνουμε φυσικά με τα αρχεία Raw. Γι’ αυτό και αν η φωτογραφία είναι JPEG ή, φυσικά, αναλογική, οι περισσότερες επιλογές από το Pop up menu πλάι στο WB δεν θα εμφανιστούν, όπως δεν θα εμφανιστεί η επιλογή Kelvin. Θα διορθώσετε μόνον με τους δύο συρόμενους διακόπτες μέσα σε περιορισμένες δυνατότητες. Αν σκοπός μας είναι εξαρχής να κάνουμε μια ψηφιακή φωτογραφία ασπρόμαυρη, δεν θα ήταν ίσως λάθος να ξεκινήσουμε διορθώνοντας μια υπερβολικά λάθος θερμοκρασία φωτός. Η μετατροπή σε ασπρόμαυρο μερικές φορές θα είναι καλύτερη.

Ο συγχρονισμός περισσότερων φωτογραφιών με βάση την επεξεργασία μιας πρώτης, δεν με βρίσκει γενικώς σύμφωνο, ειδικά στην καλλιτεχνική χρήση της φωτογραφίας, διότι η κάθε φωτογραφία πρέπει να έχει τη δική της προσωπική προσέγγιση. Όσον αφορά όμως το White Balance ίσως να είναι η μόνη περίπτωση που δικαιολογεί αυτήν την ομοιομορφία. Αν δηλαδή πολλές φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί στον ίδιο ακριβώς χώρο με τον ίδιο φωτισμό, δεν θα ήταν λογικό να έχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη θερμοκρασία φωτός. Αν λοιπόν καταλήξουμε σε μια θερμοκρασία σε μία από αυτές (αυτή θα είναι η ενεργή με λευκό περιθώριο), θα διαλέξουμε (με Control και κλικ) και τις υπόλοιπες που θέλουμε να ταιριάξουν με αυτήν (και έτσι αυτές θα αποκτήσουνε ανοιχτό γκρι περιθώριο) και μετά θα πατήσουμε Shift+Contol+S. Θα ανοίξει τότε ένα παράθυρο με όλες τις πιθανές επεμβάσεις και εμείς θα αποεπιλέξουμε όλες και θα κρατήσουμε μόνον το White Balance. Μετά κάτω δεξιά θα πατήσουμε την επιλογή Sync. Και αυτομάτως όλες οι φωτογραφίες θα συγχρονιστούν με την πρώτη.

στ) Cropping (Περικοπή τμημάτων φωτογραφίας)
Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ένας φωτογράφος στον σκοτεινό θάλαμο θα ήταν να αποφασίσει αν η φωτογραφία του θέλει κάποια αφαίρεση μικρών τμημάτων. Ένα ξάκρισμα δηλαδή. Πολύ μελάνι έχει χυθεί σχετικά με το θεμιτό ή όχι του Cropping και του βαθμού κροπαρίσματος. Φυσικά και δεν υπάρχει κανόνας, ούτε και ηθική απαξία. Η φωτογραφία είναι πάνω από όλα η επιλογή κάδρου, με την έννοια ότι το κάδρο αποκλείει όσα δεν θέλει ο φωτογράφος, και δεύτερον μια διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται με τη λήψη, ούτε βέβαια εξαντλείται στη λήψη. Όσο παράλογο είναι να εξαιρεθεί η καθοριστική γνώμη του φωτογράφου από την επεξεργασία, άλλο τόσο είναι (και παρ’ όλα αυτά δοκιμάστηκε κατά καιρούς) να εξαιρεθεί ο φωτογράφος από τη λήψη (που μπορεί να την κάνει ένας άλλος) και ο φωτογράφος να περιορίζεται στις επιλογές της επεξεργασίας. Αν τώρα, ένας φωτογράφος επιχειρεί να προσδώσει αξία σε μία άνευρη φωτογραφία με το επανακαδράρισμα του Cropping, κάνει το ίδιο λάθος με έναν σκηνοθέτη που γύρισε μια άνευρη ταινία την οποία προσπαθεί να ζωντανέψει με το μοντάζ. Όπως λέγεται, μια δοκιμή θα σας πείσει. Δοκιμάστε να δώσετε αξία σε μια αδιάφορη φωτογραφία κροπάροντάς την όσο θέλετε. Θα διαπιστώσετε ευκολότατα ότι είναι αδύνατον. Μπορείτε όμως να βελτιώσετε μια ήδη ενδιαφέρουσα φωτογραφία με λίγες μικροδιορθώσεις στο καδράρισμα. Προσοχή όμως: εδώ υπεισέρχεται ο κίνδυνος της ψηφιακής ευκολίας. Επειδή στα ψηφιακά προγράμματα το κροπάρισμα είναι εύκολο και γρήγορο, μπορεί κανείς να πέσει στην παγίδα και να το κάνει πάντα και σε υπερθετικό βαθμό. Θα διαπιστώσει τότε ότι οι φωτογραφίες του έχουν αποκτήσει μια ρομποτική αίσθηση. Η υπερβολική χρήση διόρθωσης του κάδρου, μπορεί να οδηγήσει στη λογικής μιας σχολικής έκθεσης. Επομένως ναι στο κροπάρισμα, αλλά μόνον σε μια φωτογραφία που έχουμε ήδη επιλέξει. Ουδέποτε να προσπαθήσετε να επιλέξετε μια φωτογραφία με τη βοήθεια του κροπαρίσματος. Το κροπάρισμα θα πρέπει να βοηθάει τις ήδη επιλεγμένες φωτογραφίες. Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν σε περίπτωση επαγγελματικής φωτογραφίας, όπου ένα κροπάρισμα μπορεί να διευκολύνει σημαντικά τον φωτογράφο στον στόχο του να ικανοποιήσει τον πελάτη του.

Για να ξεκινήσει η διαδικασία του Cropping μπορούμε είτε να πατήσουμε το εικονίδιο με τις διαγραμμίσεις, είτε να πατήσουμε το R. Σημειώστε ότι τόσο το R, όσο και όλα τα άλλα Shortcuts που οδηγούν σε μια από τις επεμβάσεις των εικονιδίων αυτών λειτουργούν και από το Library πηγαίνοντάς μας απευθείας στη συγκεκριμένη ενέργεια.

Μόλις ανοίξει το παραλληλόγραμμο του Cropping, η επιλεγμένη φωτογραφία αποκτά τέσσερις δείκτες στις γωνίες της και από έναν στο κέντρο κάθε πλευράς της, ενώ ο κέρσορας του ποντικιού προσλαμβάνει τέσσερις διαφορετικές μορφές ανάλογα με το πού είναι τοποθετημένος. Αν βρίσκεται εκτός φωτογραφίας, μετατρέπεται σε ένα ημικυκλικό βελάκι και κινώντας τον βλέπουμε να περιστρέφεται η φωτογραφία γύρω από τον κεντρικό άξονά της. Αν ακουμπήσει επάνω στους γωνιακούς δείκτες, παίρνει τη μορφή σταυρού και σέρνοντάς τον προς την κατεύθυνση του κέντρου της φωτογραφίας μικραίνουμε και τις δύο πλευρές (κάθετη και οριζόντια εκείνης της γωνίας). Αν ακουμπήσει πάνω σε έναν από τους πλευρικούς δείκτες, γίνεται βελάκι και κινώντας τον μετακινούμε μόνον την πλευρά που έχουμε επιλέξει. Αν βρεθεί μέσα στη φωτογραφία, γίνεται χεράκι και μόλις με τις επεμβάσεις μας μικρύνει η φωτογραφία, με το χεράκι μπορούμε να μετακινήσουμε όλη τη φωτογραφία, ώστε τα νέα όριά της να αντιστοιχούν σε διαφορετικά τμήματά της. Αν μάλιστα θέλουμε η φωτογραφία από οριζόντια να γίνει κάθετη ή το αντίθετο μπορούμε να πατήσουμε το Χ και να το πετύχουμε. Παρατηρούμε επίσης ένα μικρό λουκέτο. Αν αυτό είναι ανοιχτό, τότε μπορούμε να αλλάξουμε τις αναλογίες πλευρών της φωτογραφίας. Αν είναι κλειστό (την επιλογή την κάνουμε απλώς κάνοντας κλικ επάνω του), τότε μετακινώντας τα όρια της φωτογραφίας μικραίνουν και οι άλλες πλευρές, έτσι ώστε να τηρηθεί η αρχική αναλογία. Έχουμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε διάφορες αναλογίες που περιλαμβάνονται σε ένα Pop up menu που ανοίγει πλάι στο λουκέτο ή και να φτιάξουμε δική μας αναλογία (Custom). Είναι μάλλον σκόπιμο να προτιμούμε το κλειστό λουκέτο για να κρατήσουμε μια ομοιομορφία στις φωτογραφίες μας. Το πρόγραμμα μετά από λίγο διαπιστώνει τις προτιμήσεις μας και έτσι το λουκέτο θα ανοίγει εκεί που το έχουμε αφήσει (κλειστό ή ανοιχτό).

Όταν για πρώτη φορά ανοίξαμε το εργαλείο κροπαρίσματος διαπιστώσαμε και κάτι γραμμές κάθετες και οριζόντιες που διατρέχουν συμμετρικά τη φωτογραφία. Αυτές είναι τοποθετημένες στα τρίτα της φωτογραφίας για να βοηθούν υποτίθεται τον φωτογράφο να τηρεί μερικούς υποτιθέμενους χρυσούς κανόνες σύνθεσης. Και σαν να μην έφτανε αυτό πατώντας το Ο μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα από μία σειρά βοηθημάτων σύνθεσης που φτάνουν μέχρι και τον χρυσό σαλίγκαρο. Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε περιστροφή της φωτογραφίας (με το ημικυκλικό βελάκι του ποντικιού), οι διαγραμμίσεις γίνονται πολύ λεπτομερέστερες για να βοηθήσουνε την ευθυγράμμιση. Την ίδια στιγμή που επιλέγουμε το εργαλείο και βλέπουμε τις γραμμές, διαπιστώνουμε ότι το Toolbar έχει αλλάξει και περιλαμβάνει μια επιλογή που λέγεται Tool Overlay. Από κει λοιπόν έχουμε τη δυνατότητα να αφαιρέσουμε αυτές τις όχι μόνον άχρηστες αλλά και ζαλιστικές διαγραμμίσεις και να διαλέξουμε την επιλογή Never για να εξαφανιστούν μια για πάντα. Αν ενδεχομένως σας πιάσει νοσταλγία για τον χρυσό κανόνα, μπορείτε να τον ξαναδείτε ανά πάσα στιγμή πατώντας το Ο ή επιλέγοντας στο Tool Overlay το Always ή το Auto.

Υπάρχει και ένα εργαλείο που απεικονίζεται με γωνιακούς χάρακες στην αριστερή άκρη. Με αυτό μπορείτε να σχεδιάσετε από την αρχή το παραλληλόγραμμο της φωτογραφίας ξεκινώντας από οποιοδήποτε σημείο της και αγνοώντας τις άκρες. Αν το λουκέτο είναι κλειστό, θα τηρηθούν οι αναλογίες, αλλιώς θα κινηθείτε ελεύθερα.

Μπορείτε επίσης να αλλάξετε την ισορροπία της φωτογραφίας. Να τη γείρετε δηλαδή προς οποιαδήποτε πλευρά. Αν απλώς θέλετε να τη στρέψετε προς μια πλευρά κατά 90 μοίρες, είναι εύκολο με το Rotation (Control και αγκύλες). Αν όμως θέλετε η περιστροφή να γίνει μόνο κατά λίγες μοίρες, πρέπει να μετακινήσετε σιγά-σιγά τον δείκτη πλάι στο αλφάδι (Straighten Tool) και στην ένδειξη Angle. Θα δείτε τότε ότι η φωτογραφία περιστρέφεται. Αν θέλετε να επιστρέψετε στο επίπεδο, πατήστε δυο φορές το όνομα του συρόμενου δείκτη (Sliding Control) και αυτός θα επιστρέψει αυτομάτως στο μηδέν ή για την ακρίβεια στην τιμή που για κάθε περίπτωση θεωρείται η μεσαία. Αυτό ισχύει για όλους τους συρόμενους δείκτες του προγράμματος. Αν πάλι θέλουμε να τηρηθεί ως αναφορά της περιστροφής μια συγκεκριμένη ευθεία, επιλέγουμε με ένα κλικ το αλφάδι, αυτό φεύγει από τη θέση του, γίνεται κίτρινο και ακολουθεί τον κέρσορα του ποντικιού, ενώ ένα σταυρουδάκι μάς υποδεικνύει από πού θα ξεκινήσουμε για να τραβήξουμε μια ευθεία (κάθετη ή οριζόντια). Τραβάμε την ευθεία με πατημένο το αριστερό κλικ του ποντικιού και μόλις το αφήσουμε η φωτογραφία περιστρέφεται με βάση την οριζόντια ή κάθετη αναφορά που υποδείξαμε.

Αν θέλουμε να αναιρέσουμε κάτι που κάναμε, πατάμε το Reset στο κάτω μέρος του παραθύρου του εργαλείου. Μόνο που τότε ακυρώνονται όλες οι επεμβάσεις του Cropping που τυχόν έχουν γίνει στην ίδια φωτογραφία και βρισκόμαστε πάλι στην αρχή με το εργαλείο Cropping ανοιχτό. Αν θέλουμε να αναιρέσουμε μόνο την τελευταία ενέργεια πατάμε Control+Z. Αν θέλουμε να οριστικοποιήσουμε τις επεμβάσεις μας, πατάμε ή το Done στο Toolbar, ή το Enter, ή το Escape, ή τέλος, το Close πλάι από το Reset. Όποτε στο μέλλον επιλέξουμε αυτή τη φωτογραφία και ξανανοίξουμε το εργαλείο του Cropping, η φωτογραφία θα ανοίξει ολόκληρη με φανερές τις επεμβάσεις και θα μπορούμε και πάλι ή να τη διατηρήσουμε εκεί όπου είχαμε μείνει (με το Done, το Enter, το Escape, ή το Close), ή να την επαναφέρουμε στην αρχική της μορφή με το Reset. Για να εξαφανιστεί το παράθυρο του συγκεκριμένου εργαλείου επεξεργασίας, πρέπει είτε να πατήσουμε το Close, είτε να επιλέξουμε άλλο εργαλείο. Αυτό βέβαια ισχύει για κάθε εργαλείο επεξεργασίας.

ζ) Basic (Βασικές ρυθμίσεις)
Αν συνεχίσουμε να ακολουθούμε την πορεία του αναλογικού φωτογράφου στον θάλαμο, μετά το Cropping πρέπει λογικά να φτάσουμε στην επιλογή φωτεινότητας και βαθμού αντιθέσεων. Πόσο δηλαδή σκούρα ή ανοιχτή μπορεί να βγει μια φωτογραφία. Αν η φωτογραφία είναι έγχρωμη, η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι πόσο σωστά θα βγουν τα χρώματα. Αυτά τα παραπάνω είναι προφανές ότι εξαρτώνται από τις προτιμήσεις του φωτογράφου. Ο παλαιός φωτογράφος για να πετύχει όλα αυτά δεν είχε πολλούς τρόπους. Θα επέλεγε το είδος του χαρτιού ή των φίλτρων για την επιθυμητή σκληρότητα, το διάφραγμα του φακού στον μεγεθυντήρα και τη διάρκεια εκφώτισης, και όλα αυτά θα του έδιναν συνδυαζόμενα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να επέμβει με τα χέρια του κρατώντας ή καίγοντας συγκεκριμένες περιοχές, ίσως και να έπαιζε με διαφορετικής σκληρότητας εμφανιστές χαρτιού. Για να φτάσει όμως σε αυτό που θα ήθελε, θα έπρεπε να έχει τυπώσει πολλά δείγματα και να τα ελέγξει στο λευκό φως. Όλα αυτά (και μερικά που ο αναλογικός φωτογράφος τα είχε διαγράψει από το μυαλό του λόγω δυσκολίας) ο ψηφιακός φωτογράφος θα τα κάνει σαν παιχνίδι (αλλά φυσικά όχι για να παίξει).

Η προσπάθεια βέβαια δεν είναι να εφαρμόσουμε όλα όσα το πρόγραμμα μάς προσφέρει, αλλά να ξεκινήσουμε από τα απλούστερα και πιο γενικά για να προχωρήσουμε στα πιο σύνθετα, τα οποία εμπεριέχουν πάντα τον κίνδυνο μεγαλύτερου λάθους.

Μετά τις ρυθμίσεις για τη θερμοκρασία του φωτός, που ήδη μελετήσαμε, έρχεται μια σειρά από συρόμενους δείκτες κάτω από τη γενική ένδειξη Basic (Βασικά) που χωρίζεται σε δύο υποκεφάλαια. Tone, δηλαδή τονικές ρυθμίσεις και Presence, δηλαδή Παρουσία ή καλύτερα γενική εμφάνιση της φωτογραφίας. Οι βασικές αυτές επεμβάσεις επηρεάζουν το σύνολο της φωτογραφίας και όχι επιλεγμένα τμήματά της. Σημειώνουμε, αν και προφανές, ότι όλες οι παρακάτω επεμβάσεις είναι πιο ευέλικτες όταν επεξεργαζόμαστε ένα αρχείο Raw. Το κεφάλαιο Tone έχει επάνω μια επιλογή Auto, η οποία δεν είναι κακή για μια αφετηρία των ρυθμίσεων. Οπωσδήποτε όμως δεν είναι αρκετή. Εκτός όμως της αμφίβολης ακρίβειάς τους, όλα τα Auto του προγράμματος, όπως και εκείνο που συναντήσαμε στην πρόχειρη επεξεργασία στο Library, ξεκινούν από μια τυφλή αντίληψη της ψηφιακής επεξεργασίας που φυσικά δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι η κάθε φωτογραφία. Αν για παράδειγμα μια φωτογραφία είναι τραβηγμένη το βράδυ, η αυτόματη ρύθμιση έχει την τάση να την κάνει σαν ημέρα.

Ο δείκτης Exposure (Έκθεση) έχει σχέση με την έκθεση στο φως. Αυξάνοντας ή μειώνοντας τον δείκτη είναι σαν να παίρναμε τη φωτογραφία με περισσότερο ή λιγότερο φως. Πρέπει δηλαδή να γίνει αντιληπτό ότι αυτή η ρύθμιση επηρεάζει όλη την κλίμακα της φωτογραφίας. Εντούτοις, οι υψηλοί τόνοι επηρεάζονται περισσότερο και γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε να μην υπερβάλλουμε στα λευκά. Ο δείκτης Contrast (Βαθμός αντιθέσεων) κάνει αυτό που λέει ακριβώς η λέξη, αυξομειώνει τις αντιθέσεις.

Οι δύο πρώτοι επομένως δείκτες που συναντήσαμε επιδρούν σε όλο το φάσμα. Αντιθέτως οι τέσσερις επόμενοι δείκτες, οι οποίοι δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκονται συγκεντρωμένοι λίγο πιο κάτω από τους πρώτους, επιδρούν σε πιο επιλεγμένες περιοχές του φάσματος. Οι δείκτες αυτοί επιδρούν επιλεκτικά στην αυξομείωση των υπέρλαμπρων και των λευκών (Highlights και Whites) και των σκοτεινών και των μαύρων (Shadows και Blacks).

Οι τρεις τελευταίο δείκτες υπενθυμίζω ότι βρίσκονται κάτω από μια επικεφαλίδα που λέγεται Presence. Και πολύ σωστά διότι αποδίδουν μια αίσθηση του συνόλου της εικόνας. Ο δείκτης Clarity (Σαφήνεια) τονίζει την ψευδαίσθηση καθαρότητας μιας εικόνας με την αύξηση των αντιθέσεων στους μεσαίους τόνους. Προσοχή στην υπερβολή (δεν θα κουραστούμε στο πλαίσιο της ψηφιακής φωτογραφίας να επαναλαμβάνουμε αυτή τη συμβουλή). Καλό είναι όταν κάνουμε αυτή την επέμβαση να έχουμε μεγεθύνει τη φωτογραφία για να βλέπουμε ευκρινέστερα το αποτέλεσμά της. Μπορεί σπανιότερα να χρειάζεται και μια αρνητική τιμή Clarity, αν λόγου χάριν θέλουμε να μειώσουμε τη σκληρότητα ενός προσώπου (όπως παλιά χρησιμοποιούσαν το Softening filter). Ο δείκτης Vibrance (Χρωματικό σφρίγος) επηρεάζει τα πιο αδύναμα (μη κορεσμένα) χρώματα, ώστε να μην εξαφανίζονται από τα πιο δυνατά, φέρνοντας έτσι ένα γενικό σφρίγος, μια δύναμη, στη φωτογραφία. Ο δείκτης Saturation (Κορεσμός) ανεβάζει τον κορεσμό όλων των χρωμάτων, δυνατών ή αδυνάτων, αυξάνοντας τη χρωματική ένταση όλης της φωτογραφίας. Η επέμβαση αυτή είναι επικίνδυνη διότι μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε υπερβολή έως και σε ψεύτικη εικόνα. Στην πλήρως αρνητική του τιμή ο δείκτης αυτός οδηγεί σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια και αφαιρεί όλα τα χρώματα, αλλά με ένα όχι κολακευτικό αποτέλεσμα για τη φωτογραφία.

Η σειρά πάντως με την οποία θα πρέπει να προχωρούμε είναι η εξής (περίπου). Κοιτούμε αν η έκθεση είναι προφανώς λάθος και προσπαθούμε λίγο να τη διορθώσουμε. Αν όχι, κοιτούμε αν υπάρχουν σημαντικά σημεία της φωτογραφίας που είναι βαριά υπερφωτισμένα ή υποφωτισμένα και επιχειρούμε με αντίστοιχα να τα μετριάσουμε. Αν τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει και η φωτογραφία είναι περίπου καλή, ξεκινούμε «πειράζοντας» λίγο τα Highlights τα οποία επιδρούν συχνά με απρόβλεπτα ευχάριστο τρόπο στη ζωντάνια της εικόνας και ίσως και τα Blacks, μήπως και η φωτογραφία γίνει πιο «σπιρτόζα», αφού αυτό επιδρά σε όλα τα χρώματα. Ενδεχομένως μετά από αυτή την επέμβαση να χρειαστεί λίγο να πειράξουμε και την Exposure. Τέλος, μπορούμε να πειραματιστούμε λίγο (με περισσή φειδώ) με το Clarity και το Vibrance μήπως βοηθήσουμε κι άλλο τη φωτογραφία. Τις περισσότερες φορές μια φωτογραφία πρέπει με αυτές τις ενέργειες να είναι ήδη καλή. Ο χειρισμός των συρόμενων (Sliding) διακοπτών είναι γενικώς στο πρόγραμμα ο εξής. Με το ποντίκι σύρουμε δεξιά ή αριστερά τον διακόπτη. Αν όμως συναντήσουμε δυσκολία στην επίτευξη μικρών διαφορών, τότε μπορούμε ή να τοποθετήσουμε τον διακόπτη πάνω στην τιμή δεξιά και κρατώντας πατημένο το αριστερό κλικ να σύρουμε το ποντίκι δεξιά ή αριστερά μέχρι να δούμε την επιθυμητή τιμή, ή να κάνουμε κλικ πάνω στην τιμή και μετά να ανατρέξουμε στα βελάκια του πληκτρολογίου και με τη βοήθειά τους να αυξομειώσουμε τις τιμές. Μπορούμε επίσης να γράψουμε την τιμή που θέλουμε πάνω στον επιλεγμένο αριθμό. Μπορούμε επίσης να τοποθετήσουμε απλώς (χωρίς κλικ) τον κέρσορα πάνω στη διαδρομή του δείκτη, οπόταν και φωτίζεται - δείγμα ότι είναι επιλεγμένεος - και μετά με τα πλήκτρα συν και πλην (ή τα βελάκια πάνω-κάτω) του πληκτρολογίου αυξομειώνουμε την τιμή του. Πατώντας ταυτόχρονα το Shift τα βήματα των αλλαγών γίνονται μεγαλύτερα (π.χ. κατά είκοσι μονάδες) και πατώντας το Alt γίνονται μικρότερα (π.χ. κατά μία μονάδα). Τέλος, με διπλό κλικ πάνω στον δείκτη (ή πάνω στην ονομασία του αριστερά) επιστρέφουμε στη μέση (default) τιμή.

η) Στοχευμένες τοπικές ρυθμίσεις: Tone Curve (Τονική Καμπύλη)
Οι επόμενες δύο κατηγορίες ρυθμίσεων (Τονικές και Χρωματικές) έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι διαθέτουν ένα μικρό κουμπί, έναν «στόχο» (target), όπως λέγεται, με τον οποίο μπορεί κανείς να διαλέξει ένα οποιοδήποτε σημείο της εικόνας και να επιφέρει εκεί τις αλλαγές, είτε σέρνοντας το ποντίκι πάνω και κάτω (αυξάνοντας ή μειώνοντας την τιμή επέμβασης αντίστοιχα), είτε πατώντας το συν (για αύξηση) και το πλην (για μείωση) από τα αντίστοιχα πλήκτρα του πληκτρολογίου. Ο στόχος προσφέρει τη δυνατότητα στον χρήστη, αφενός να επιλέξει με μεγάλη ακρίβεια την περιοχή που τον ενδιαφέρει, χωρίς να αγωνιά αν επέλεξε τα σωστά χρώματα που την εκφράζουν, και αφετέρου να βλέπει τις αλλαγές πάνω στη φωτογραφία, χωρίς να παίζει το βλέμμα του από τη φωτογραφία στον διακόπτη.

Αν οι τονικές διορθώσεις που κάναμε με τις βασικές ρυθμίσεις δεν μας ικανοποιούν, μπορούμε να προχωρήσουμε σε πιο λεπτομερείς με επιλογή τμημάτων του τονικού φάσματος. Αυτή τη δυνατότητα μας την προσφέρει η τονική καμπύλη (Tone Curve). Στην πραγματικότητα πρόκειται γι’ αυτό που αποκαλούσαμε κατά την αναλογική εποχή Χαρακτηριστική Καμπύλη και που χρησίμευε για να εκφράζει γραφιστικά την εικόνα του κοντράστ των υλικών. Όσο πιο κάθετη ήταν αυτή η καμπύλη, τόσο πιο υψηλό το κοντράστ. Αυτό ισχύει και με την τονική καμπύλη του Lightroom.

Όταν επιλέξουμε το σχετικό εργαλείο στο δεξί Panel, ανοίγει μια εικόνα, η οποία ερμηνεύεται ως εξής. Η κάτω οριζόντια ευθεία απεικονίζει τους τόνους που έχει η φωτογραφία (αριστερά τα μαύρα, δεξιά τα λευκά και ενδιαμέσως τα γκρι). Η αριστερή κάθετη ευθεία απεικονίζει τους τόνους που ενδεχομένως θα αποκτήσει η φωτογραφία με τις επεμβάσεις μας (κάτω τα μαύρα, πάνω τα λευκά και ενδιαμέσως τα γκρίζα). Όταν δεν έχει γίνει καμία επέμβαση, η γραμμή που ξεκινάει από την αριστερή κάτω γωνία είναι απολύτως ευθεία και οι τόνοι ταυτίζονται. Με τις επεμβάσεις μας τμήματα της ευθείας κινούνται προς τα πάνω και γίνονται πιο ανοιχτά και άλλα προς τα κάτω και γίνονται πιο σκούρα και η ευθεία γίνεται καμπύλη ή κυματοειδής (σε σχήμα S). Οι τρόποι να επέμβουμε πάνω στην τονική κλίμακα είναι οι εξής:

α) Επεμβαίνουμε (με έναν από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν) στους συρόμενους διακόπτες, οι οποίοι εκφράζουν ο καθένας ένα τεταρτημόριο του τονικού φάσματος. Τεταρτημόρια όχι μεταξύ τους ίσα και πάντως αλληλοκαλυπτόμενα. Οι τέσσερις διακόπτες αντιστοιχούν στα τέσσερα τμήματα που χωρίζονται στην οριζόντια ευθεία με τρία σημεία. Αν οδηγήσουμε τον κέρσορα πάνω στο κάθε τμήμα, θα δούμε πάνω στην καμπύλη και ποια περιοχή επηρεάζει. Οι τέσσερις αυτές περιοχές ονομάζονται: Highlights (Πολύ φωτεινά) - Lights (Φωτεινά) - Darks (Σκοτεινά) - Shadows (Πολύ σκοτεινά). Οι δύο μεσαίοι διακόπτες επηρεάζουν επομένως το (μεγαλύτερο) μεσαίο τμήμα του φάσματος και οι δύο ακραίοι τα πολύ ακραία. Μετακινώντας τους συρόμενους διακόπτες παρακολουθούμε την καμπύλη να μεταβάλλεται ανάλογα. Τα τρία σημεία στην κάτω ευθεία του σχήματος καθορίζουν ποιο κομμάτι της φωτογραφίας επηρεάζεται από τους τέσσερις συρόμενους διακόπτες. Μπορούμε επομένως να μετακινούμε αυτά τα σημάδια για να αλλάξουμε τα όρια αν αυτό μας βολεύει. Π.χ. να διευρύνομε λίγο προς το κέντρο την περιοχή των Πολύ σκοτεινών, χωρίς όμως να καλύψουμε τόσο μεγάλη περιοχή μέχρι την άκρη των Σκοτεινών.

β) Μπορούμε να οδηγήσουμε τον κέρσορα πάνω στην καμπύλη με οδηγό τις τέσσερις αντίστοιχες διαβαθμίσεις που χωρίζουν την κάτω ευθεία. Μόλις ο κέρσορας ακουμπήσει πάνω στην καμπύλη τοποθετείται ένα σημείο το οποίο μετακινείται πάνω ή κάτω αλλάζοντας τη σχέση των τόνων.

γ) Αν επιλέξουμε τον «στόχο» (αυτομάτως αποκτά δύο βελάκια) και τον μεταφέρουμε με το ποντίκι πάνω στο σημείο της φωτογραφίας που μας ενδιαφέρει, μπορούμε με τους τρόπους που προαναφέραμε στο ίδιο κεφάλαιο πιο πάνω, να αυξομειώνουμε την τονικότητα στην αντίστοιχη περιοχή, η οποία μάλιστα μας υποδεικνύεται με ένα κυκλάκι πάνω στην καμπύλη. Παράλληλα παρακολουθούμε τις αλλαγές να αποτυπώνονται στους αντίστοιχους συρόμενους διακόπτες, αλλά και πάνω αριστερά αναγράφονται σε ποσοστά οι αξίες πριν και μετά την επέμβαση.

δ) Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε με δεξί κλικ μια από τις έτοιμες καμπύλες κοντράστ (Linear - Γραμμικό, Strong Contrast - Υψηλό κοντράστ και Medium Contrast - Μεσαίο κοντράστ) που βρίσκονται πλάι στην ένδειξη Point

Curve.
ε) Αν πατήσουμε πάνω στο μικρό εικονίδιο με την καμπύλη, αποσύρονται οι συρόμενοι διακόπτες, αλλά

το ποντίκι αποκτά τη δυνατότητα να προσθέσει σημεία (κυκλάκια) επάνω στην καμπύλη, όσα και όπου θέλουμε και να επέμβουμε πάνω σε αυτά. Μπορούμε επίσης να αφαιρέσουμε αυτά τα σημεία είτε με δεξί κλικ και επιλογή Delete Control Point, είτε επιλέγοντας και σέρνοντας το αποβλητέο σημείο ( Drag and drop) εκτός τετραγώνου.

Όποτε θελήσουμε να αναιρέσουμε ό,τι κάναμε και να αρχίσουμε από την αρχή, αρκεί με δεξί κλικ πάνω στο κεντρικό τετράγωνο να επιλέξουμε Reset All, είτε, αν είμαστε στο Point Curve, με δεξί πάλι κλικ πάνω στο κεντρικό τετράγωνο να επιλέξουμε Flatten Curve.

Για να μην παρασυρόμαστε σε ακραίες και απότομες επεμβάσεις τονικότητας, μπορούμε να κρατάμε πατημένο το Alt όση ώρα σέρνουμε ένα σημείο της καμπύλης, ώστε η κίνησή μας να γίνεται πολύ μαλακή.

Οι επεμβάσεις που έχουν γίνει στο Basic δεν αντικατοπτρίζονται στο Tone Curve. Αν η καμπύλη όταν ανοίγουμε αυτό το εργαλείο δεν είναι απολύτως ευθεία, οφείλεται σε μικρές διορθώσεις που το πρόγραμμα μπορεί να κάνει μόνο του κατά την εισαγωγή της φωτογραφίας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η προσθήκη των Curve Points, προφανώς εντάσσεται στην προσπάθεια (πραγματική ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί για την Adobe) να μην υστερεί το Lightroom από τον μεγάλο αδελφό που είναι το Photoshop. Πρέπει όμως όλοι να αντιληφθούν, ακόμα και οι σχεδιαστές των προγραμμάτων, ότι το κάθε πρόγραμμα (ανάμεσα σε αυτά τα δύο ή και σε οποιαδήποτε άλλα) πρέπει να έχει τη δική του φιλοσοφία και να μην το περιπλέκουμε ανώφελα ή με μικρό όφελος. Οι γνώστες του σκοτεινού θαλάμου θα έμεναν απόλυτα ικανοποιημένοι από όλα τα προηγούμενα και με το παραπάνω και ας έλειπαν τα υπερβολικά Curve Points. Αν για να ελέγξουμε το κοντράστ είχαμε κατά την παλαιά εποχή την ποικιλία των χαρτιών (5 αρχικά και 11 αργότερα με τα φίλτρα πολυκοντράστ) συν τις τοπικές διορθώσεις με τα χέρια, τώρα το Lightroom μας προσφέρει την βασική γενική διόρθωση κοντράστ με συρόμενο διακόπτη με εύρος εκατόν πενήντα μονάδων, συν μια επιλογή με τέσσερις περιοχές και συρόμενους διακόπτες με εύρος διακοσίων μονάδων για τον καθένα, συν τρεις τυφλοσούρτικες προεπιλεγμένες θέσεις κοντράστ, συν τη δυνατότητα να επιλέξουμε μέσα στη φωτογραφία το σημείο που θέλουμε να αλλάξουμε ως πιο φωτεινό ή πιο σκούρο, συν φυσικά τις τοπικές διορθώσεις που θα δούμε αμέσως μετά. Δεν νομίζω επομένως ότι η προσθήκη των Curve Points ήταν καθοριστική και αναγκαία. Από την άλλη πλευρά όσο φορτώνονται τα προγράμματα, γίνονται πιο πολύπλοκα, πιο απωθητικά και πιο εκφοβιστικά. Στο σημείο αυτό ακολουθούν τις φωτογραφικές μηχανές που φορτώνονται με νέα ευρήματα συνήθως άχρηστα που σχεδόν κανένας καλός φωτογράφος δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει. Πιστεύω λοιπόν ότι ένας καλός φωτογράφος με το Basic και 3-4 ακόμα ρυθμίσεις πρέπει να τελειώνει με την επεξεργασία. Αλλιώς ας θεωρήσει τον εαυτό του τεχνικό εργαστηρίου. Είναι από τα παραπάνω σαφές ότι δεν είμαι φανατικός οπαδός αυτής της λεπτομερειακής τονικής ρύθμισης.

θ) Εργαλεία τοπικής επεξεργασίας: Graduated Filter – Radial Filter - Adjustment Brush (Φίλτρο Ντεγκραντέ – Ελλειψοειδές Φίλτρο - Πινέλο Διόρθωσης)
Για να συνεχίσουμε την τονική επεξεργασία πρέπει να επιστρέψουμε στα εργαλεία τοπικής επεξεργασίας πάνω- πάνω, δηλαδή στο Graduated Filter, το οποίο στην φωτογραφική καθομιλουμένη έχει επικρατήσει ως Φίλτρο ντεγκραντέ, στο Radial Filter, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε Ελλειψοειδές Φίλτρο και στο Adjustment Brush, το οποίο ελεύθερα θα αποδίδαμε ως Πινέλο Διόρθωσης. Το Ντεγκραντέ καθορίζει μια περιοχή με ευθείες γραμμές μέσα στην οποία επεμβαίνουμε, το Ελλειψοειδές κάνει το ίδιο σε μια κυκλικο-ελλειψοειδή περιοχή που εμείς ορίζουμε, ενώ το Πινέλο βάφει ελεύθερα (εξ ου και η ονομασία του) για να καθορίσει την περιοχή της επέμβασης, η οποία μπορεί να έχει όποιο σχήμα θέλουμε.

Είναι γεγονός ότι όσο και να φροντίσουμε την τονική διόρθωση όλης της φωτογραφίας θα υπάρχουν σχεδόν πάντοτε μερικά σημεία που θα θέλουν σημαντικά περισσότερη διόρθωση από το σύνολο της φωτογραφίας. Αυτό το κάναμε και στον σκοτεινό θάλαμο είτε σκεπάζοντας μια περιοχή για να μη δεχτεί τόσο φως, ώστε να παραμείνει πιο φωτεινή (Dodging), είτε εκθέτοντας μια περιοχή για να δεχτεί περισσότερο φως, ώστε να γίνει πιο σκούρα (Burning In). Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο χρησιμοποιούσαμε είτε τα χέρια μας, είτε χαρτόνια με τη βοήθεια συρμάτων κλπ. Φροντίζαμε όμως πάντοτε να κουνάμε ελαφρά τα χέρια μας και τα χαρτόνια για να μη φαίνονται τα όρια τής επέμβασης και να μοιάζουν όλα αβίαστα και φυσικά. Το ίδιο επιδιώκεται και σήμερα με τις τοπικές επεμβάσεις αλλά με απείρως ευκολότερους τρόπους.

Η βασική διαφορά του Photoshop και του Lightroom ως προς τις τοπικές τονικές επεμβάσεις είναι ότι στο πρώτο υπάρχει η δυνατότητα πλήρους και ακριβούς επιλογής των ορίων (Selection) οποιουδήποτε μικρού ή μεγάλου τμήματος και οποιουδήποτε σχήματος, ενώ στο δεύτερο η επιλογή είναι πιο γενική όπως ακριβώς γινόταν στον σκοτεινό θάλαμο. Δεν σας κρύβω ότι σε κάποιες φωτογραφίες θα με διευκόλυνε η λεπτομερής και ακριβής επιλογή. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι τελικά θα απέβαινε προς όφελος της φωτογραφίας, όπως επίσης δεν είμαι σίγουρος ότι και εγώ δεν γίνομαι συχνά θύμα των ευκολιών που μου προτείνουν να γνωρίσω. Θα ήταν ίσως άλλη μια ευκαιρία για να κάνουν όλοι περισσότερα άχρηστα πράγματα λησμονώντας τα αναγκαία. Η χαρά μου για την ύπαρξη της ψηφιακής τεχνολογίας και προγραμμάτων όπως το Lightroom πρέπει να είναι αρκετή απόδειξη ότι δεν είμαι παρελθοντολάτρης. Αλλά όλη μας η ζωή έχει υποστεί μαζί με την αναμφισβήτητη ευκολία της τεχνολογικής προόδου και μια βαθύτερη ποιοτική μείωση. Η τεχνολογική πρόοδος δεν ευθύνεται γι’ αυτήν, αλλά η άσκοπη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της κάπου θα φταίει. Ας απαιτούμε επομένως και ας χρησιμοποιούμε ό,τι χρειαζόμαστε και όχι ό,τι είναι εφικτό να μας προσφέρουν. Η καλή φωτογραφία δεν χρειάζεται υπερβολική ακρίβεια γιατί αυτή σκοτώνει πολύ εύκολα την ψευδαίσθηση. Όπως η ομορφιά μιας ώριμης γυναίκας στηρίζεται στην προσωπικότητά της και όχι στην ταχυδακτυλουργία του αισθητικού της χειρουργού. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η τεχνική τελειότητα δεν πρέπει να βγάζει μάτι, γιατί τότε υποκαθιστά το περιεχόμενο.

Ας επανέλθουμε όμως στις επεμβάσεις του Graduated και του Radial Filter καθώς και του Adjustment Brush. Οι επεμβάσεις όσον αφορά την ποικιλία τους είναι ίδιες και για τα τρία εργαλεία. Μπορούμε τοπικά να επέμβουμε αλλάζοντας την Έκθεση (Exposure), τη Φωτεινότητα (Brightness), τον Βαθμό των αντιθέσεων (Contrast), την Καθαρότητα (Clarity), τον Κορεσμό (Saturation), την Ευκρίνεια (Sharpness) και το Χρώμα, συν μερικές τοπικές προκαθορισμένες «βελτιώσεις» όπως Λεύκανση δοντιών (Teeth Whitening), Υπογράμμιση της ίριδας των ματιών (Iris Enhance), Μαλάκωμα δέρματος (Soften Skin) και άλλα που θυμίζουν περισσότερο αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις παρά φωτογραφικές. Οι ανάγκες (ή οι υποτιθέμενες ανάγκες) πολλών επαγγελματιών φωτογράφων έχουν οδηγήσει σε σειρά νέων μικροπρογραμμάτων από διάφορες εταιρείες που μπορεί να προστεθούν στο Lightroom (γνωστών ως Plug in), τα περισσότερα από τα οποία αφορούν τέτοιας φύσεως αισθητικές παρεμβάσεις. Άλλωστε γιατί να εκπλήσσεται κανείς αφού όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω η γενική λογική των παρεμβάσεων τείνει προς τον πλήρη έλεγχο και την αποβολή κάθε πιθανού ελαττώματος. Όταν θα συνειδητοποιήσουμε ότι χωρίς ελαττώματα δεν υπάρχει ομορφιά, θα πρέπει να γίνουν πολλές αναθεωρήσεις..

Οι επεμβάσεις μέσω των συρόμενων διακοπτών γίνονται και πάλι με όλους τους τρόπους που προαναφέραμε. Για να επέμβουμε χρωματικά (και στα τρία εργαλεία) πρέπει να διαλέξουμε ένα χρώμα ανοίγοντας από το παραλληλόγραμμο των χρωμάτων το Color picker και επιλέγοντας με το σταγονόμετρο που εμφανίζεται το χρώμα που θέλουμε. Το χρώμα αυτό χρωματίζει αμέσως το παραλληλόγραμμο των χρωμάτων. Μπορούμε να κρατήσουμε πατημένο το σταγονόμετρο (με το κλικ του ποντικιού) και να περάσουμε με αυτό μέσα στη φωτογραφία. Οδηγώντας το σταγονόμετρο πάνω από ένα χρώμα στη φωτογραφία και αφήνοντας το κλικ του ποντικιού, επιλέγεται το χρώμα αυτό. Για να είμαστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει ίχνος χρώματος στην επέμβασή μας πρέπει να ανοίξουμε το Color picker και να σύρουμε τον συρόμενο διακόπτη που ρυθμίζει την ένταση του χρώματος όλο αριστερά. Τώρα το παραλληλόγραμμο των χρωμάτων πήρε ένα Χ και κλείδωσε οριστικά στο ουδέτερο.

Για να κλείσει το εργαλείο και να ολοκληρωθούν οι επεμβάσεις μπορούμε να πατήσουμε το Escape, ή το Done στο Toolbar, ή το Close στο κάτω μέρος του παραθύρου τοy εργαλείου. Για να προστεθεί νέα επέμβαση πατάμε το New πάνω δεξιά. Για να ελεγχθεί το αποτέλεσμα της επέμβασης (πριν και μετά) πατάμε το σημαδάκι κάτω δεξιά με το άσπρο κι μαύρο τετράγωνο και για να ακυρώσουμε την επέμβαση (που ακυρώνει όμως όλες τις επεμβάσεις του ίδιου φίλτρου στη συγκεκριμένη εικόνα) πατάμε το Reset.

Με την επιλογή του εργαλείου το Toolbar αλλάζει και πάλι και έχει μια επιλογή για το αν οι γραμμές των επεμβάσεων θα φαίνονται πάντα, ποτέ, ή αυτομάτως (Show Edit Pin). Νομίζω ότι βολεύει το πάντα και όποτε θέλουμε να τις εξαφανίσουμε για να αποτιμήσουμε το αποτέλεσμα, μπορούμε να πατάμε το Η (από το Hide) και να το ξαναπατάμε για να επανεμφανιστούν.

Όταν ολοκληρωθεί η επέμβασή μας πατάμε το Done στο Toolbar, ή το Enter, ή το Escape, ή το Close στο κάτω μέρος του παραθύρου. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε με νέα επέμβαση στην ίδια φωτογραφία, πατάμε τη λέξη New στο παράθυρο πάνω δεξιά και αυτομάτως κλείνει η παλιά επέμβαση και μας επιτρέπεται να ξεκινήσουμε νέα. Μόλις οριστικοποιηθεί η επέμβαση, η πινέζα χάνει το μαύρο κεφαλάκι και γίνεται λευκή. Μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επανέλθουμε επιλέγοντας με ένα κλικ την πινέζα (ανάμεσα σε περισσότερες πινέζες πολλαπλών επεμβάσεων), και έτσι να την ενεργοποιήσουμε και να διορθώσουμε τις ρυθμίσεις. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε την πινέζα και να πατήσουμε το πλήκτρο Delete για να αφαιρέσουμε όλως διόλου τη ρύθμιση.

Μπορούμε επίσης ανά πάσα στιγμή να ελέγχουμε το αποτέλεσμα της επέμβασης πατώντας το κάτω αριστερά στο σύμβολο με τα δύο τετραγωνάκια (μαύρο και άσπρο). Αυτό επιτρέπει το κλείσιμο και άνοιγμα του εργαλείου αυτοστιγμεί για να συγκρίνουμε το με και χωρίς. Το πριν και το μετά. Μόνο που αν έχουμε κάνει περισσότερες επεμβάσεις θα τις αναιρεί και θα τις επαναφέρει όλες μαζί. Γι' αυτό ας το χρησιμοποιούμε από την αρχή των επεμβάσεών μας.

Αν θέλουμε να επιστρέψουμε στα πριν μπορούμε να πατήσουμε το κουμπί Reset κάτω στο παράθυρο του εργαλείου. Μόνο που και πάλι το κουμπί αυτό θα αναιρέσει όλες τις επεμβάσεις. Άρα αν θέλουμε να αφαιρέσουμε μία συγκεκριμένη ή πρέπει να την κάνουμε Delete, όπως είπαμε παραπάνω, ή να πάμε πίσω με το Control+Z αν ήταν η τελευταία, ή να την αναζητήσουμε από το History αριστερά.

ι) Graduated Filter (Φίλτρο ντεγκραντέ)
Επιλέγουμε το σύμβολο του Ντεγκραντέ πάνω δεξιά (είναι το δεύτερο από τα αριστερά), ή πατάμε το πλήκτρο Μ. Ανοίγει ένα παράθυρο (αν δεν ανοίξει ολόκληρο πατήστε το βελάκι δεξιά επάνω) που σας παρουσιάζει τα κεφάλαια των πιθανών επεμβάσεων, συν μερικά κρυμμένα και προκατασκευασμένα (Presets) στο Pop up menu από πάνω. Μόλις βάλετε τον κέρσορα πάνω στη φωτογραφία θα διαπιστώσετε ότι έχει πάρει τη μορφή σταυρού. Κάντε κλικ στην αρχή της περιοχής που σας ενδιαφέρει να επηρεάσετε με κατεύθυνση τη μείωση της επέμβασης, σύρετε το ποντίκι και σταματήστε στο τέλος της περιοχής που σας ενδιαφέρει. Αποκαλύπτονται τρεις λευκές γραμμές με απόσταση μεταξύ τους. Η μεσαία έχει και ένα σημείο στο κέντρο, έναν μικρό κύκλο σαν πινέζα (Pin) με μαύρο κεφάλι. Η περιοχή πριν από την πρώτη γραμμή (πρώτη σε σχέση με την κατεύθυνση που δώσαμε) θα επηρεαστεί πλήρως από την επέμβαση. Προσέξτε το αυτό διότι η πρώτη εντύπωση είναι ότι οι γραμμές καθορίζουν τα όρια της επέμβασης, ενώ δεν είναι έτσι. Αν επομένως δεν θέλαμε να ξεκινήσει η επέμβαση τόσο μπροστά θα έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει την κίνησή μας πιο πέρα. Η περιοχή πέρα από την τελευταία λευκή γραμμή δεν επηρεάζεται καθόλου. Οι περιοχές ανάμεσα στις δύο εξωτερικές γραμμές επηρεάζονται σταδιακά (όλο και λιγότερο) εξ ου και ο όρος του βαθμιαίου, φθίνοντος, φίλτρου.

Αν διευρύνουμε την απόσταση των γραμμών μεταξύ τους, πράγμα το οποίο γίνεται σέρνοντας το ποντίκι αφού τοποθετήσουμε τον κέρσορα πάνω στις ακριανές γραμμές (οπόταν μετατρέπεται σε χεράκι), η μετάβαση γίνεται ακόμα πιο βαθμιαία. Αν σφίξουμε τις γραμμές μεταξύ τους, η μετάβαση θα γίνει πολύ πιο απότομα. Αν τοποθετήσουμε τον κέρσορα πάνω στην πινέζα, θα γίνει και πάλι χεράκι για να σύρουμε από κει όλο το σύστημα των γραμμών χωρίς αλλαγές μεταξύ τους, αλλά απλώς για αλλαγή θέσης. Αν τοποθετήσουμε τον κέρσορα πλάι στην πινέζα ο κέρσορας θα μετατραπεί σε ημικυκλικό βελάκι και θα μας επιτρέψει την περιστροφή των τριών γραμμών για καλύτερη επιλογή περιοχής. Αν ξεκινήσουμε από μια πλευρά και θέλουμε οι γραμμές να κινηθούν σε ευθεία χωρίς ταλαντεύσεις, μπορούμε να πατάμε το Shift όπως τις διαγράφουμε αρχικά. Μετά μπορούμε φυσικά να τις μετακινήσουμε ή να τις περιστρέψουμε.

Συνοπτικά: Η ενέργεια υπάρχει πλήρης πριν από την πρώτη γραμμή (από την πλευρά που ξεκινήσαμε την κίνηση), βαθμιαία μειώνεται μέχρι την τρίτη γραμμή, μετά από την οποία μηδενίζεται. Πλησιάζοντας τις γραμμές η επέμβαση γίνεται πιο απότομη και φανερή και απομακρύνοντάς τε πιο μαλακιά και σταδιακή.

ια) Radial Filter (Ελλειψοειδές Φίλτρο)
Το Ελλειψοειδές Φίλτρο κάνει ό,τι και το Ντεγκραντέ αλλά σε σχήμα που ορίζεται στα όρια ενός κύκλου ή μιας έλλειψης που σχεδιάζει με το ποντίκι του ο χρήστης. Μόλις επιλέξουμε το φίλτρο ο κέρσορας του ποντικιού μετατρέπεται σε σταυρό και μόλις τον τοποθετήσουμε στο σημείο όπου μας ενδιαφέρει να επέμβουμε κρατώντας πατημένο το αριστερό κλικ τον σέρνουμε για να σχηματιστεί μία έλλειψη, το ακριβές σχήμα της οποίας μπορούμε να διαμορφώσουμε με σχετική ακρίβεια, διευρύνοντάς το προς τα πάνω, τα κάτω, δεξιά ή αριστερά, ή να το μετατρέψουμε σε κύκλο, αν έχουμε πατήσει το πλήκτρο Shift. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το Ντεγκραντέ, μπορούμε να το περιστρέψουμε τοποθετώντας τον κέρσορα έξω από την περιφέρειά του ή και να το μετατοπίσουμε σέρνοντάς το από την πινέζα που εμφανίζεται στο κέντρο του. Μπορούμε επίσης να αντιστρέψουμε την επέμβασή μας επιλέγοντας το μέσα ή το έξω από την περιφέρεια μέσω του διακόπτη Invert Mask. Τέλος, εν προκειμένω υπάρχει και η επιλογή Feather (πούπουλο) που κάνει τα όρια της επέμβασης περισσότερο ή λιγότερο έντονα. Συνήθως η επιθυμία μας είναι να μη φαίνονται με σαφήνεια τα όρια αυτά, οπόταν χρησιμοποιούμε ένα ποσοστό Feather. Το Feather δηλαδή είναι το ψηφιακό αντίστοιχο του «κουνήματος» των χεριών μας στο Burning και Dodging του Σκοτεινού Θαλάμου.

ιβ) Adjustment Brush (Πινέλο Διόρθωσης)
Με το πινέλο διόρθωσης βάφουμε μια συγκεκριμένη περιοχή, πάνω στην οποία θέλουμε να επέμβουμε. Σχεδόν όλα όσα ελέχθησαν για το Ντεγκραντέ και το Ελλειψοειδές φίλτρο σχετικά με τη διαχείριση των πινεζών, αλλά και με άλλες ρυθμίσεις, ισχύουν και εδώ. Μπορούμε να προσθέτουμε επεμβάσεις που μετά συμβολίζεται η καθεμία με τη δική της πινέζα, μπορούμε να αφαιρούμε την επέμβαση κάνοντας Delete στην επιλεγμένη πινέζα, μπορούμε να επιλέγουμε μια προηγούμενη πινέζα και να διορθώνουμε την επέμβαση, μπορούμε να κρύβουμε ή να εμφανίζουμε τις πινέζες με το πλήκτρο Η, μπορούμε να επιλέγουμε Presets επεμβάσεις, με τον ίδιο τρόπο ολοκληρώνουμε τις επεμβάσεις και επανερχόμαστε σε αυτές και με τον ίδιο τρόπο ελέγχουμε τα αποτελέσματα. Προς αποφυγή συγχύσεων όταν είναι επιλεγμένο το Πινέλο δεν εμφανίζονται παρά οι δικές του πινέζες και όταν είναι επιλεγμένο κάποιο από τα άλλα Φίλτρα και πάλι μόνο οι δικές του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε παράλληλα και τα τρία φίλτρα.

Το παράθυρο του εργαλείου είναι κατά το πρώτο τμήμα του πανομοιότυπο με αυτό των άλλων δύο. Μια όμως και εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με πινέλα και βάψιμο, είναι απαραίτητο και ένα δεύτερο παράθυρο που να ασχολείται με τα χαρακτηριστικά του πινέλου και της μπογιάς. Αφού επιλέξουμε το εργαλείο, αν φέρουμε το πινέλο πάνω στη φωτογραφία, όπως και όταν το ποντίκι βρίσκεται πάνω στους διακόπτες με τις ενδείξεις Size και Feather (για να βλέπουμε τις αυξομειώσεις του πινέλου), διαπιστώνουμε ότι ο κέρσορας έχει μεταμορφωθεί σε δύο επάλληλους κύκλους με ένα + (συν) στο κέντρο του. Με αυτόν τον διπλό κύκλο αρχίζουμε να βάφουμε την περιοχή πάνω στην οποία θέλουμε να επέμβουμε. Ανάλογα με την περιοχή που βάφουμε, αν δηλαδή η περιοχή είναι πολύ μεγάλη και ομοιόμορφη ή πολύ μικρή και σύνθετη, πρέπει να αλλάζουμε το μέγεθος, δηλαδή τη διάμετρο, του πινέλου. Αυτό γίνεται με τη ρόδα του ποντικιού, ή με τον συρόμενο διακόπτη με την ένδειξη Size, ή με τις αγκύλες του πληκτρολογίου. Επίσης, όπως είπαμε αναφερόμενοι στην εποχή του σκοτεινού θαλάμου όταν κουνούσαμε τα χέρια μας για να μη φαίνονται τα όρια της επέμβασης, έτσι και τώρα ο δεύτερος κύκλος επιτελεί αυτό το καθήκον. Σβήνει την κίνηση. Όσο μεγαλύτερος τόσο πιο μαλακή η μετάβαση. Αυτό ελέγχεται από τον διακόπτη με την ένδειξη Feather (πούπουλο), ή με τις αγκύλες έχοντας πατημένο το Shift. Τις περισσότερες φορές αυτός ο διακόπτης είναι καλό να βρίσκεται στο 100. Δηλαδή στην πολύ μαλακή μετάβαση. Ενδιαφέρει επίσης η ένταση με την οποία βάφουμε. Θα μπορούσαμε με συχνές επαναλήψεις (περάσματα του πινέλου) να κτίζουμε το βάψιμο. Ή με μια και μόνη να τελειώνουμε. Αυτό ρυθμίζεται από το Flow (ροή) της μπογιάς. Και εδώ το συνηθέστερο είναι το 100. Και φυσικά ανά πάσα στιγμή μπορούμε να το αλλάξουμε. Τέλος, υπάρχει και η επιλογή Density (πυκνότητα) η οποία ρυθμίζει την καλυπτική δύναμη της μπογιάς. Αυτό σπανιότερα μας ενδιαφέρει, αλλά το συνηθέστερο είναι να βρίσκεται και αυτή η ρύθμιση στο 100.

Μετά την επέμβαση και με ενεργή την πινέζα, μπορούμε να βάλουμε τον κέρσορα πάνω στην πινέζα, οπόταν αυτός μετατρέπεται σε βέλος δύο κατευθύνσεων. Τότε με πατημένο το κλικ σέρνουμε δεξιά και αριστερά τον κέρσορα αυξομειώνοντας έτσι την ένταση της επέμβασης.

Υπάρχει το ενδεχόμενο είτε να έχουμε κάνει λάθος κατά το βάψιμο, είτε να έχουμε αλλάξει γνώμη. Στην περίπτωση αυτή επιλέγουμε την εντολή Erase (σβήσιμο) και διαπιστώνουμε ότι ο κύκλος του πινέλου έχει πάρει σαν σύμβολο το - (πλην). Όπου τώρα βάψουμε, θα αφαιρούμε ενέργεια. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε και ένα δεύτερο πινέλο με διαφορετικά χαρακτηριστικά από το πρώτο (επιλογές Α και Β).

Τέλος, υπάρχει μια πολύ χρήσιμη επιλογή με την ένδειξη Auto Mask. Καλό είναι να την έχουμε πάντα επιλεγμένη. Με την αυτόματη μάσκα ενεργοποιημένη το πρόγραμμα αντιλαμβάνεται περίπου τα όρια του αντικειμένου που επιχειρούμε να βάψουμε και προσπαθεί να μείνει μέσα στα όρια αυτά, μειώνοντας έτσι τα λάθη. Υπάρχουν δύο επιλογές κατά το βάψιμο, για να βλέπουμε πού και πόσο επεμβαίνουμε. Η πρώτη είναι να έχουμε επιλέξει κάποια από τις ενέργειες. Π.χ. να έχουμε δώσει λίγο παραπάνω Exposure και μετά να αρχίσουμε να βάφουμε βλέποντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα. Υπάρχει όμως και μια άλλη μέθοδος, που εγώ προτιμώ. Να κρατούμε όλους τους δείκτες στο μηδέν, και να ενεργοποιούμε το Overlay (με το πλήκτρο Ο), δηλαδή ένα χρώμα που απλώς μας δείχνει πού και πόσο βάφουμε. Το χρώμα αυτό είναι το κόκκινο, και αποτελεί αναφορά στο φίλτρο- μάσκα που χρησιμοποιούσαν οι γραφίστες για να καλύπτουν περιοχές που δεν ήθελαν να επηρεαστούν. Για να φαίνεται το Overlay καθαρότερα και να ξεχωρίζει από το φόντο δίνεται η δυνατότητα να επιλέξει κανείς αντί για το κόκκινο, το πράσινο, ή το σκούρο γκρι, ή το ανοιχτό γκρι (πατώντας διαδοχικά το Ο και έχοντας μονίμως πατημένο το Shift). Μια άλλη αιτία αυτής της επιπλέον ρύθμισης μπορεί να είναι η πολιτικώς ορθή επιθυμία να καλύψουν τους φωτογράφους με αχρωματοψία ή δυσχρωματοψία. Αν δεν έχετε ειδικό πρόβλημα, το κόκκινο ας παραμείνει η επιλογή μας. Μόλις επομένως βάψουμε με το κόκκινο, ελέγχουμε αν η «μπογιά» καλύπτει και περιοχές που δεν θέλουμε, τις οποίες αφαιρούμε με το Erase πινέλο. Μετά κρύβουμε το Overlay (με το Ο) και τότε αρχίζουμε να επιφέρουμε και να ελέγχουμε τις αλλαγές. Να μην εκπλήσσεστε, τέλος, διαπιστώνοντας ότι το Lightroom αργεί λίγο όταν εφαρμόζονται οι αλλαγές του εργαλείου αυτού. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Απαιτεί μεγάλη υπολογιστική δύναμη.

Μπορούμε να προσθέσουμε όσες νέες επεμβάσεις με νέα πινέλα θέλουμε και μάλιστα στην ίδια περιοχή. Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε να αφαιρέσουμε όλο το χρώμα από τη φωτογραφία (με το Saturation όλο αριστερά) και μετά να βάψουμε κάτι επί μέρους και να επαναφέρουμε το χρώμα ανεβάζοντας το Saturation.

ιγ) Στοχευμένες τονικές ρυθμίσεις: Hue-Saturation-Luminance / Color (Απόχρωση-Κορεσμός-Φωτεινότητα / Χρώμα)
Οι αλλαγές των χρωμάτων είναι πάντοτε μια πολύ λεπτή και δύσκολη ενέργεια και κυρίως απόφαση, διότι η αλλοίωσή τους προκαλεί πολύ εύκολα μια έλλειψη αληθοφάνειας. Οτιδήποτε πάντως έχει επιτευχθεί μέχρι αυτό το στάδιο της επεξεργασίας με τις περιορισμένες (λόγω μη ανάμιξης των χρωμάτων) τονικές αλλαγές, ορθώς προηγήθηκε και πιθανόν να έφτιαξε τη φωτογραφία προτού να φτάσουμε στην επέμβαση πάνω στα ίδια τα χρώματα που κρύβει μεγαλύτερους κινδύνους σφαλμάτων και υπερβολών. Στο σετ ενεργειών που τιτλοφορείται HSL-Color-B+W περιλαμβάνονται οι εξής ρυθμίσεις. Οι δύο πρώτες που αφορούν τα χρώματα και η τρίτη που αφορά τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όταν όμως αυτές προέρχονται από χρώματα όπως συμβαίνει με τις ψηφιακές φωτογραφίες.

Το πρώτο εργαλείο έχει τρία σκέλη: Hue (Χροιά), Saturation (Κορεσμός), Luminance (Φωτεινότητα), τα οποία μπορεί να επιλέξουμε να εμφανίζονται το καθένα χώρια ή όλα μαζί (All). Η πρώτη επιλογή μοιάζει πιο λογική. Τα χρώματα που απασχολούν αυτό το εργαλείο είναι τα τρία βασικά, τα τρία συμπληρωματικά (απλώς το Cyan ονομάζεται εδώ Aqua), αλλά προστίθεται και το Πορτοκαλί και το Μωβ (Orange, Purple). Έχουμε τρεις επομένως επιλογές και κάθε μία που ανοίγουμε περιλαμβάνει οκτώ χρώματα με ισάριθμους συρόμενους διακόπτες.

Το Hue αφορά την απόχρωση των χρωμάτων. Μετακινώντας τον συρόμενο διακόπτη του Κόκκινου (βασικό χρώμα), λόγου χάριν, διαπιστώνουμε ότι προς τη μια άκρη το χρώμα στη φωτογραφία μετατρέπεται σε κίτρινο και προς την άλλη σε Magenta. Τα δύο, δηλαδή, δευτερεύοντα χρώματα των οποίων το κόκκινο είναι συστατικό. Μετακινώντας πάλι τον διακόπτη του Κίτρινου (δευτερεύον χρώμα), διαπιστώνουμε ότι προς τη μια άκρη το χρώμα μετατρέπεται σε κόκκινο και προς την άλλη σε πράσινο, που είναι τα δύο βασικά χρώματα που περιέχονται στο κίτρινο. Το Saturation επηρεάζει την ένταση των χρωμάτων. Προς τη μια μεριά μοιάζει ξεβαμμένο, σαν ξεβαμμένο ρούχο από τον ήλιο και προς την άλλη «βγάζει μάτι». Το Luminance, πάλι, κάνει αυτό που λέει το όνομά του. Ανάβει ή σβήνει έναν προβολέα πάνω στο συγκεκριμένο χρώμα.

Το δεύτερο χρωματικό εργαλείο (Color) κάνει ακριβώς το ίδιο με το HSL, αλλά με ανάποδες επιλογές. Περιλαμβάνει τα οκτώ χρώματα του HSL και όταν τα ανοίξουμε διαπιστώνουμε ότι το καθένα τους έχει τρεις επιλογές με ισάριθμους συρόμενους διακόπτες (Hue - Saturation - Luminance).

Επειδή είναι πολύ πιθανό να μην είναι πάντα εύκολο να προσδιορίσουμε ποιο είναι το χρώμα που θέλουμε να επηρεάσουμε, μπορεί πάλι με τον «στόχο», που ήδη γνωρίσαμε στο Tone Curve και υπάρχει και εδώ, να επιλέγουμε το σημείο του χρώματος που μας ενδιαφέρει και επιλέγοντας το να το αλλάζουμε, είτε σύροντας πάνω ή κάτω το ποντίκι, είτε χρησιμοποιώντας τα βελάκια του πληκτρολογίου. Φυσικά θα επηρεάζεται εξίσου κάθε περιοχή που έχει το αντίστοιχο χρώμα, ενώ παράλληλα θα παρακολουθούμε τον βαθμό της αλλαγής από τους συρόμενους διακόπτες των χρωμάτων, τους οποίους η επιλογή αυτή θα επηρεάζει και θα κινούνται για να την αποτυπώσουν.

ιδ) Στοχευμένες τονικές ρυθμίσεις: B&W (Ασπρόμαυρο)
Αν και η επιλογή μας για τη μετατροπή της έγχρωμης φωτογραφίας σε ασπρόμαυρη θα πρέπει να έχει προηγηθεί όλων των παραπάνω ρυθμίσεων, ας εξετάσουμε εδώ μια πρόσθετη λεπτομερή ρύθμιση που σχετίζεται με τα χρώματα που αποτελούν την ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Αρχικά, ανάμεσα στις προτιμήσεις που επιλέξαμε την πρώτη φορά που ανοίξαμε το πρόγραμμα, υπήρχε και μία που επέβαλε την αυτόματη ανάμιξη των χρωμάτων κατά τη μετατροπή της έγχρωμης φωτογραφίας μας σε ασπρόμαυρη. Η ανάμιξη αυτή είναι τόσο καλή που συνήθως δεν χρειάζεται τίποτε άλλο πέραν από τη ρύθμιση του κοντράστ. Σε αντίθεση με το απλό Grayscale όπου κατά τη μετατροπή σε γκρίζους τόνους όλα τα χρώματα αντιμετωπίζονται με την ίδια βαρύτητα, με το σύστημα του Lightroom το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο ελκυστικό και αληθοφανές. Αν ανοίξουμε το B+W σε μια φωτογραφία που έχουμε ήδη μετατρέψει σε ασπρόμαυρη, θα διαπιστώσουμε ότι οι συρόμενοι διακόπτες των οκτώ χρωμάτων έχουν τοποθετηθεί σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις ανάλογα πάντα με τη φωτογραφία.

Το B+W στα εργαλεία χρωματικών επιλεκτικών ρυθμίσεων μας επιτρέπει με τη βοήθεια του γνωστού «στόχου» να επιλέγουμε ένα σημείο της ασπρόμαυρης φωτογραφίας που θέλουμε να ανεβάσουμε ή να κατεβάσουμε τονικά, και να το κάνουμε με ασφάλεια, χωρίς να απαιτούνται εικασίες για το ποια χρώματα αντιστοιχούν σε εκείνο το σημείο, παρακολουθώντας παράλληλα τους συρόμενους δείκτες που επηρεάζονται να παίρνουν τις νέες τους θέσεις.

Επομένως, αν έχουμε αρχικά μετατρέψει τη φωτογραφία σε ασπρόμαυρη και στη συνέχεια έχουμε επέμβει στα σημεία και τις περιοχές που θέλαμε, δεν μας μένει παρά ένα πέρασμα και από το Β+W των Χρωματικών Ρυθμίσεων. Ο γνωστός «στόχος» θα είναι πάλι ιδιαίτερα χρήσιμος. Προσοχή όμως: αν η φωτογραφία μας είναι πραγματική μονοτονική, δηλαδή από την αρχή ασπρόμαυρη και όχι έγχρωμη όπως είναι όλες οι ψηφιακές, τότε το πρόγραμμα των επιλεκτικών χρωματικών διορθώσεων δεν θα μπορεί να μας προσφέρει καμία βοήθεια και γι’ αυτό ούτε καν θα ανοίξει.

Αν επιλέξετε από τη μηχανή να μετατραπούν εξαρχής οι φωτογραφίες σας σε ασπρόμαυρες, πρώτον η μετατροπή θα είναι πολύ χειρότερη από όταν γίνεται μέσα από το πρόγραμμα και δεύτερον, εφόσον θα τραβάτε πάντα σε Raw, δεν έχει κανένα νόημα να τις μετατρέψετε, διότι οι φωτογραφίες θα εισάγονται πάντοτε όπως γεννήθηκαν. Πέραν τούτου το πιθανότερο είναι ότι το Lightroom δεν θα διαβάζει τα JPEG Previews (ασπρόμαυρα εν προκειμένω) που θα έχει φτιάξει το πρόγραμμα της μηχανής, αλλά θα χρησιμοποιεί τα (καλύτερα) δικά του, που θα είναι έγχρωμα, αφού οι εισαγόμενες φωτογραφίες θα είναι έτσι κι αλλιώς έγχρωμες.

ιε) Spotting (Αφαίρεση λεκέδων)
Στα αγγλικά παλαιότερα χρησιμοποιούνταν δύο διαφορετικοί όροι για την περίπτωση του ελληνιστί ρετουσαρίσματος. Το Spotting που σημαίνει αφαίρεση λεκέδων και το Retouching που σημαίνει παραλλαγή της φωτογραφίας (π.χ. αφαίρεση ρυτίδων). Το Lightroom έχει σχεδιασθεί κυρίως για το πρώτο, αλλά τα καταφέρνει και στο δεύτερο. Πάντως το πρώτο είναι που χρειάζεται η φωτογραφία. Όλα τα υπόλοιπα ο φωτογράφος καλείται να τα έχει πετύχει είτε με τη σωστή λήψη (και κυρίως τη σωστή για κάθε περίπτωση φωτομέτρηση) είτε με την αξιοποίηση όλων των παραπάνω τονικών εργαλείων. Τα όρια βεβαίως για άλλη μια φορά δεν είναι απόλυτα, ούτε πρέπει άλλωστε να είναι. Ο φωτογράφος ας κρίνει ελεύθερα, αλλά υπεύθυνα. Υπάρχουν όμως μερικές εργασίες αφαίρεσης και παραλλαγής (σπανιότατα απαραίτητες) που γίνονται πολύ ευκολότερα στο Photoshop.

Μόνο που στη φωτογραφία, ούτε παλιά ούτε τώρα, δεν υπάρχει λόγος να προσθέτει κανείς ή να αφαιρεί αντικείμενα. Αυτό γίνεται στη ζωγραφική. Στην περίπτωση της φωτογραφίας ο δημιουργός χειρίζεται εκφραστικά την πραγματικότητα ως έχει και επεμβαίνει πάνω της με φωτογραφικά μέσα. Πλησιάζοντας ή απομακρυνόμενος, γονατίζοντας ή σκαρφαλώνοντας, μεταβάλλοντας το κάδρο με την κίνησή του, αλλάζοντας το βάθος πεδίου, σκουραίνοντας ή ξανοίγοντας μια περιοχή, υποβαθμίζοντας ή τονίζοντας μία άλλη, αλλά ουδέποτε προσθαφαιρώντας. Αυτό δεν σημαίνει την ύπαρξη κάποιου ταμπού, αλλά τη λογική και ευφυή εκμετάλλευση των ιδιαιτεροτήτων ενός μέσου. Για να το προσεγγίσουμε αστειευόμενοι, μπορεί η παροιμία να λέει ότι «μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται», αλλά επειδή το Photoshop μπορεί να το κάνει και αυτό, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνουν και οι φωτογράφοι. Οι φωτογράφοι πρέπει να μείνουν πιστοί στην παροιμία. Επομένως η έννοια Retouching είναι στην ουσία της μη φωτογραφική. Η έννοια Spotting είναι απολύτως φωτογραφική. Και μη μας παρασέρνει το γεγονός ότι παλιά ήταν δύσκολο και τώρα εύκολο. Οτιδήποτε γίνεται ευκολότερο, δεν σημαίνει ότι τώρα πρέπει να το κάνουμε. Όσο κακό ήταν για την πολιτική αλήθεια και ιστορία η αφαίρεση από μια φωτογραφία ενός μέλους υπό δυσμένεια του πρεζίντιουμ της Σοβιετικής Ένωσης, άλλο τόσο για τη καλλιτεχνική φωτογραφική πειθαρχία είναι η αφαίρεση ενός σιδερένιου πλέγματος. Ο φωτογράφος πρέπει να ασκήσει το μάτι του και την τεχνική του στη φωτογραφική «εξαφάνιση» ή «υπογράμμιση» των στοιχείων του κόσμου, αλλιώς το μόνο που χρειάζεται είναι μαθήματα κοπτοραπτικής. Εξαιρέσεις προφανώς και υπάρχουν.

Επιλέγουμε λοιπόν το εργαλείο με την ένδειξη Spot Removal είτε με κλικ επάνω του (είναι το δεύτερο αριστερά με το κυκλάκι και το βέλος) είτε πατώντας το πλήκτρο Q. Ανοίγει έτσι ένα μικρό παράθυρο με πολύ λίγες επιλογές. Μπορούμε να διαλέξουμε το μέγεθος του εργαλείου επέμβασης (Size) και το ποσοστό καλυπτικότητας (Opacity) που θα έχει η επέμβασή μας. Μπορούμε επίσης να διαλέξουμε αν θα γίνει θεραπεία του σφάλματος (Heal) ή κλωνοποίηση (Clone) κάποιου άλλου τμήματος. Ταυτόχρονα αλλάζει και το περιεχόμενο του Toolbar και όπως με όλα τα εργαλεία αποκτάει μια επιλογή σχετικά με την εμφάνιση (σταθερή ή περιστασιακή κλπ.) του εργαλείου και παράλληλα παρουσιάζεται και το σύνηθες Done στα δεξιά για το κλείσιμο της επέμβασης.

Μόλις τοποθετήσουμε τον κέρσορα πάνω στη φωτογραφία, παρατηρούμε ότι έχει πάρει τη μορφή ενός κύκλου. Η διάμετρος του κύκλου αλλάζει είτε με τη βοήθεια του συρόμενου διακόπτη, είτε ακόμα ευκολότερα με τον τροχό του ποντικιού, ή τέλος με τις γνωστές αγκύλες του πληκτρολογίου. Η διάμετρος αυτή πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερη από το σημάδι που θέλουμε να εξαφανίσουμε. Μπορεί να χρειαστεί να είναι και πολύ μεγαλύτερη, αν σε ομοιόμορφες επιφάνειες θέλουμε να γίνει καλύτερη ανάμιξη. Η διαφάνεια της ενέργειάς μας συνήθως θα είναι στο 100. Σε σπάνιες περιπτώσεις θα χρειαστεί μικρότερη διαφάνεια, αλλά θα το βλέπουμε κατά περίπτωση. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και αυτή η δυνατότητα.

Όταν επιλέγουμε το Heal, το πρόγραμμα παίρνει ενδείξεις υφής, φωτεινότητας και χρώματος από μια πολύ κοντινή περιοχή και την εφαρμόζει σε αυτήν που επιλέξαμε. Όταν επιλέγουμε το Clone, το πρόγραμμα αντιγράφει πιστά ένα άλλο κομμάτι που είτε το πρόγραμμα είτε εμείς του υποδείξαμε να εφαρμόσει στο σημείο που επιλέξαμε. Τις περισσότερες φορές το Heal είναι η σωστή επιλογή. Αν αυτή δεν λειτουργεί, τότε δοκιμάζουμε και το Clone. Η διαδικασία στηρίζεται στη βοήθεια δύο κύκλων που εμφανίζονται μόλις κάνουμε κλικ στο επιλεγμένο σημείο. Ο κύκλος που έχει στο κέντρο του ένα σταυρουδάκι δείχνει το σημείο που έχουμε επιλέξει για διόρθωση. Ο άλλο κύκλος έχει ένα βέλος (σαν το γνωστό αρσενικό σύμβολο) που δείχνει προς τον πρώτο κύκλο. Αυτός ο κύκλος με το βέλος βρίσκεται πάνω στο σημείο που το πρόγραμμα επέλεξε για αναφορά θεραπείας ή κλωνοποίησης. Αν επομένως αυτό που διάλεξε δεν μας κάνει, αρκεί με το ποντίκι να μετακινούμε τον κύκλο-δείγμα (αυτόν με το βελάκι) μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σημείο. Και αυτό είναι εξαιρετικά εύκολο και βολικό. Αν τώρα, η περιοχή που διαλέξαμε για επέμβαση, αποδεικνύεται πιο μικρή ή πιο μεγάλη από όσο πρέπει, μπορούμε να βάλουμε το ποντίκι πάνω στην άκρη του κύκλου με τον σταυρό και να σύρουμε την περιφέρειά του για να μικρύνει ή να μεγαλώσει η διάμετρος. Αυτομάτως αλλάζει ανάλογα και η διάμετρος του κύκλου-δείγμα.

Αν το σημάδι που θέλουμε να αφαιρέσουμε είναι διαφορετικό από κυκλικό σχήμα ή είναι μεγάλο σε διαστάσεις, μπορούμε να κρατήσουμε πατημένο το κλικ του ποντικιού και να το σύρουμε καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του υπό αφαίρεση αντικειμένου. Μόλις αφήσουμε το κλικ, το πρόγραμμα θα κάνει ό,τι και με το κυκλάκι αναζητώντας την κατάλληλη υποκατάστατη επιφάνεια.

Αν πάλι έχουμε να εξαφανίσουμε κάτι γραμμικό (π.χ. κολόνα ή σύρμα), κάνουμε κλικ ακριβώς στο όριο της μιας άκρης και μετά αφήνουμε το κλικ ελεύθερο και με πατημένο το Shift πατάμε το αριστερό κλικ στην άλλη άκρη του αντικειμένου. Το πρόγραμμα βρίσκει και πάλι την κατάλληλη υποκατάστατη περιοχή. Ενδεχομένως μπορεί να χρειαστεί να μετακινήσουμε λίγο την επιλεγμένη από το πρόγραμμα περιοχή.

Αν μια διορθωτική επέμβαση δεν μας ικανοποιεί, μπορούμε να την αναιρέσουμε με το Control+Z ή να πατήσουμε το πλήκτρο Delete. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε για κάθε κύκλο επέμβασης έστω και αργότερα. Τον επιλέγουμε με ένα κλικ και πατάμε το Delete. Αν η επέμβαση δεν έγινε με κυκλάκι αλλά με σχήμα που δημιουργήσαμε σέρνοντας το ποντίκι, τότε το ίχνος της δεν θα είναι πλέον ένα κυκλάκι αλλά μία πινέζα την οποία πρέπει να πατήσουμε για να ενεργοποιηθεί και ενδεχομένως να το σβήσουμε. Σημειώστε ότι στην περίπτωση του σχήματος δεν γίνεται να τροποποιηθούν οι διαστάσεις τους όπως μπορούμε να κάνουμε με το κυκλάκι, οπόταν αν θέλουμε νέο σχήμα πρέπει αφού ενεργοποιήσουμε την πινέζα να κάνουμε δεξί κλικ επάνω του και Delete και στη συνέχεια να σχεδιάσουμε νέο. Αν πάλι θέλουμε να αφαιρέσουμε όλες τις επεμβάσεις ή όλες από μια περιοχή, μπορούμε να πατήσουμε το Alt, οπόταν ο κέρσορας παίρνει τη μορφή ενός ψαλιδιού, το οποίο σέρνουμε δημιουργώντας ένα παραλληλόγραμμο και μόλις αφήσουμε το ποντίκι η περιοχή εντός του παραλληλόγραμμου καθαρίζει από όλες τις επεμβάσεις του Spot Remover για να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Επειδή συνήθως κάνουμε πολλές επεμβάσεις και η φωτογραφία σιγά-σιγά γεμίζει με ζευγαράκια κύκλων, μπορούμε να τα κρύβουμε πατώντας το H (Hide) και να τα επανεμφανίζουμε με το ίδιο πλήκτρο. Αν θέλουμε να φανούν μόνο προσωρινά, πατάμε επίμονα το πλήκτρο Η για να φανούν και όταν το απελευθερώσουμε εξαφανίζονται. Το ίδιο αποτέλεσμα πετυχαίνουμε αν προς στιγμή βγάλουμε έξω από τη φωτογραφία τον κέρσορα-κυκλάκι. Λόγω τού πλήκτρου Η δεν έχει και μεγάλο νόημα η σχετική επιλογή από το Toolbar. Για να ολοκληρωθεί μια ενέργεια επιλέγουμε με κλικ άλλο σημείο επέμβασης. Μπορούμε να επανέλθουμε σε παλιότερη επέμβαση, να την επιλέξουμε και να τη διορθώσουμε. Αν υπάρχει σε ένα σημείο κυκλάκι, δεν μπορούμε πάνω του να ξαναπατήσουμε για νέο. Μόνο μετατόπιση ή αλλαγή διαστάσεων τού παλιού μπορούμε να κάνουμε. Για να κλείσουμε το εργαλείο και να ολοκληρωθούν οι ενέργειές μας ξαναπατάμε το Q, ή πατάμε το Close στο παράθυρο του εργαλείου, ή το Done στο Toolbar. Αν εν προκειμένω πατήσουμε το Enter ή το Escape κλείνει μόνο η συγκεκριμένη και προχωράμε στην επόμενη διόρθωση, αλλά δεν κλείνει το εργαλείο και το παράθυρό του.

Για να δουλεύουμε σωστά το Spot Removal πρέπει να έχουμε μεγεθύνει τη φωτογραφία τουλάχιστον στο 1:1. Και μετά να ψάχνουμε προσεκτικά τα σημεία με ελαττώματα μετακινώντας τη φωτογραφία με το ποντίκι- χεράκι. Όταν όμως έχουμε πάνω στην οθόνη τον κύκλο του εργαλείου, δεν μπορεί παράλληλα να έχουμε το χεράκι για να μετακινούμε τη φωτογραφία. Για να δουλεύουμε λοιπόν συνέχεια και γρήγορα διορθώνοντας και μετακινώντας τη φωτογραφία υπάρχουν δύο τρόποι (ή και συνδυασμός των δύο). Πατάμε το Spacebar, οπόταν η φωτογραφία μεγεθύνεται στο 1:1 (θα θυμάστε ότι με το Spacebar μπορούμε να περνάμε διαδοχικά από τη μία στην άλλη μεγέθυνση ζουμ που έχουμε διαλέξει πάνω από το Navigator (εν προκειμένω Fit και 1:1). Πατώντας την πρώτη φορά μεγεθύνουμε λοιπόν τη φωτογραφία στο 1:1. Το ποντίκι γίνεται χεράκι. Στη συνέχεια ανοίγουμε το εργαλείο Spot Removal. Το ποντίκι γίνεται αυτομάτως κυκλάκι. Κάνουμε την επέμβασή μας και μετά πατάμε το Spacebar και με το ποντίκι (κρατώντας πατημένο το Spacebar) μετακινούμε τη φωτογραφία ψάχνοντας ελαττώματα. Μόλις αφήσουμε την μπάρα, το ποντίκι ξαναγίνεται κυκλάκι και μπορούμε να επέμβουμε κοκ. Μπορούμε όμως να μεγεθύνουμε τη φωτογραφία στο 1:1 και μετά να ανοίγουμε και να κλείνουμε το εργαλείο συνεχώς (μετατρέποντας έτσι το ποντίκι με κάθε πάτημα από κυκλάκι σε χεράκι) πατώντας το πλήκτρο Q.

Υπάρχει και ένα μικρό «κόλπο» για να ελέγχει κανείς μεθοδικά όλη τη φωτογραφία για ελαττώματα και λεκέδες. Μεγεθύνουμε τη φωτογραφία (1:1 ή 2:1) πατώντας στην πάνω αριστερή άκρη της, ανοίγουμε το Spotting και μετά αρχίζουμε να πατάμε το Page Down πλήκτρο του πληκτρολογίου (χωρίς να χρειάζεται να πατάμε πλέον το Spacebar). Αυτομάτως και νοερά η φωτογραφία χωρίζεται ως πλέγμα σε λουρίδες και με κάθε πάτημα του Page Down κατεβαίνει κατά μια «οθόνη» (από κει που τελείωσε το προηγούμενο κομμάτι αρχίζει το επόμενο). Όταν φτάνει κάτω-κάτω, ξαναπηγαίνει με το επόμενο πάτημα επάνω και συνεχίζει έτσι μέχρι να φτάσει στο κάτω δεξιό άκρο της φωτογραφίας. Αν ενδιαμέσως παρατηρήσουμε ένα ελάττωμα, αμέσως πιάνουμε το ποντίκι που είναι ήδη ανοιγμένο στο κυκλάκι του προγράμματος, κάνουμε τη διόρθωση και συνεχίζουμε με το πάτημα του Page Down, χωρίς να πατήσουμε τίποτε άλλο.

Υπάρχει, τέλος, και ένα ακόμα βοήθημα για την ταχύτερη και ακριβέστερη αφαίρεση των λεκέδων. Στην Toolbar μπορεί να επιλεγεί η εντολή Visualize, η οποία αντιστρέφει την εικόνα (την κάνει ασπρόμαυρη αρνητική) και έτσι προβάλλονται εντονότερα οι λεκέδες που πρέπει να αφαιρεθούν. Με τη μετακίνηση του συρόμενου διακόπτη πετυχαίνουμε σκοτείνιασμα της εικόνας έτσι ώστε να φαίνονται πιο ξεκάθαροι οι λεκέδες και να διακρίνονται από τα ίχνη της πραγματικής εικόνας.

ιστ) Red Eye Remover (Αφαίρεση κόκκινων ματιών)
Το φαινόμενο των κόκκινων ματιών συμβαίνει όταν σε σκοτεινές συνθήκες τραβούμε με φλας μια φωτογραφία ενός μοντέλου που μας κοιτάζει, ενώ το φλας βρίσκεται κοντά στην ευθεία του φακού. Τότε, επειδή λόγω σκότους η ίριδα είναι ανοιχτή, το φλας φωτίζει τα αιμοφόρα αγγεία της. Μερικές μηχανές έχουν μια επιλογή για τα κόκκινα μάτια, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια μικρή καθυστέρηση, στη διάρκεια της οποίας αναβοσβήνει στροβοσκοπικά ένα φωτάκι στο φλας για να κλείσει η ίριδα. Οι συνθήκες πάντως αυτές που προκαλούν την κόκκινη ίριδα συμβαίνουν συχνότερα με Compact μηχανές που έχουν ενσωματωμένο φλας πολύ κοντά στον φακό.

Το Lightroom έχει έναν τυφλοσούρτικο και σχεδόν αλάνθαστο τρόπο να διορθώνει αυτά τα κόκκινα μάτια. Προτού κάνουμε οτιδήποτε πρέπει να μεγεθύνουμε τη φωτογραφία αρκετά ώστε τα μάτια με την κόκκινη ίριδα να γεμίσουν το κέντρο της οθόνης. Μόλις επιλέξουμε το εργαλείο για τη διόρθωση του κόκκινου των ματιών (Red Eye Correction) ανοίγει ένα μικρό παράθυρο που μας πληροφορεί είτε να χρησιμοποιήσουμε τον δικό του κύκλο επιλογής του ματιού είτε να βάλουμε τον κέρσορα στο κέντρο της ίριδας και να τον σύρουμε μέχρι την περιφέρεια του ματιού. Το πρώτο είναι προτιμητέο αφού με τον τροχό του ποντικιού μπορούμε να μεγαλώνουμε και να μικραίνουμε τον κύκλο του ποντικιού πάνω στο μάτι για να το καλύπτει ολόκληρο μέχρι την άκρη (όπως πρέπει) και όχι μόνο την ίριδα. Μόλις κάνουμε κλικ πάνω στο μάτι, το κόκκινο εξαφανίζεται και ανοίγουν δύο επιλογές στο παράθυρο. Η μία αφορά το μέγεθος της ίριδας (Pupil Size) και η άλλη το σκοτείνιασμα της ίριδας αλλά και της γύρω περιοχής. Μετακινούμε αυτούς τους συρόμενους διακόπτες ελέγχοντας το αποτέλεσμα. Η πρώτη επέμβαση είναι πιο σημαντική. Και πάλι με το πλήκτρο Delete αναιρούμε την επέμβαση του επιλεγμένου κύκλου και αφαιρούμε τον κύκλο, ενώ με το Reset του παραθύρου αφαιρούμε την επέμβαση και στα δύο μάτια. Με το Done στο Toolbar ή με το Close διατηρούμε τις επεμβάσεις και κλείνουμε το εργαλείο.

ιζ) Split toning (Διπλός τονισμός)
Ο τονισμός κατά το παρελθόν (στον σκοτεινό θάλαμο) γινόταν στο τέλος της εκτύπωσης μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας με εμβάπτιση της φωτογραφίας σε μια τελευταία λεκάνη που περιείχε διάλυμα με τον τονιστή, ο οποίος μάλιστα συνήθως είχε εξόχως απωθητική οσμή υποχρεώνοντας συχνά τον φωτογράφο να δουλεύει σε εξωτερικό χώρο. Ο φωτογράφος παρακολουθούσε στο λευκό φως την επίδραση του τονιστή στη φωτογραφία και τη σταματούσε όταν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Οι τονιστές υπήρχαν σε πολλά χρώματα και είδη. Οι δύο όμως πιο κοινοί ήταν το σελήνιο και η σέπια. Το σελήνιο (Selenium toner) τόνιζε λίγο τα μαύρα και έδινε έτσι βάθος στη φωτογραφία (αν ο φωτογράφος υπερέβαλε, τότε τα μαύρα έπαιρναν μια απόχρωση Magenta), αλλά κυρίως είχε τη δύναμη να προστατεύει την τυπωμένη φωτογραφία από τη φθορά του χρόνου (και γι’ αυτό η φωτογραφική αγορά ζητούσε τη διαβεβαίωση ότι η φωτογραφία ήταν τονισμένη με σελήνιο). Η σέπια (Sepia toner) έδινε αυτή την παλαιική κιτρινωπή χροιά στη φωτογραφία που συγκινούσε πολλούς.

Ο τονισμός που προσφέρει το Lightroom είναι πολύ λεπτομερής. Ανοίγοντας το εργαλείο εμφανίζονται δύο επιλογές (η καθεμιά μπορεί να κλείσει ανεξάρτητα από την άλλη), εκ των οποίων η πρώτη αναφέρεται στα φωτεινά της φωτογραφίας και η δεύτερη στα σκιερά. Η κάθε επιλογή έχει δύο συρόμενους διακόπτες, έναν με την ένδειξη Hue που ρυθμίζει το είδος της απόχρωσης και έναν δεύτερο με την ένδειξη Saturation που ρυθμίζει τη δύναμη του αποτελέσματος. Ενδιάμεσα υπάρχει ένας διακόπτης με την ένδειξη Balance, ο οποίος ρυθμίζει τη σχέση ανάμεσα στα σκιερά και στα φωτεινά (οι αρνητικές τιμές ευνοούν τα σκιερά και οι θετικές τα φωτεινά). Ένα μικρό τετράγωνο πάνω δεξιά προσφέρει τη δυνατότητα (αν το επιλέξουμε) να διαλέξουμε οποιοδήποτε χρώμα θέλουμε. Αν επομένως κάποιος επιθυμεί να τονίσει με σέπια μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, θα βάλει μια τιμή Hue (κάτω από το 50) και μια ένταση Saturation που θα ρυθμίσει με το μάτι. Το ίδιο θα κάνει με το Balance (με τάση προς τα αριστερά καλύτερα). Αν το αποτέλεσμα είναι υπερβολικά σέπια, η φωτογραφία θα καταταγεί αυτομάτως σε αυτές που μιμούνται με χονδροειδή μάλιστα τρόπο τις παλαιές. Αν όμως είναι πολύ ελαφρά τονισμένη, τότε μπορεί η ελαφρώς θερμή απόχρωση να την κολακεύει. Δεν μπορώ να σκεφτώ ποια άλλη χρωματική απόχρωση μπορεί να είναι θετική για μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, αλλά και πάλι η ευρηματικότητα των φωτογράφων δεν πρέπει να εμποδίζεται. Το αποτέλεσμα θα είναι η ύστατη απόδειξη.

Μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς μπορεί ο διπλός χρωματικός τονισμός (άλλο χρώμα για τα σκιερά και άλλο για τα φωτεινά) να βοηθήσει μια έγχρωμη φωτογραφία. Αλλά και πάλι ο φωτογράφος είναι κυρίαρχος. Ενδεχομένως η ρύθμιση αυτή είναι ένα σκέλος του εργαλείου HSL που είδαμε πιο πάνω με εντόπιση όμως του αποτελέσματος στα σκιερά και στα φωτεινά χώρια. Αλλά η επιλογή απόχρωσης και κορεσμού σε όλα τα χρήματα ήταν εφικτή και από εκείνο το εργαλείο. Υπάρχει όμως και ακραία περίπτωση, όπου κάτι που δεν κατάφερε να διορθώσει το White Balance σε μια περίπτωση ακραίου ανάμικτου φωτισμού, να το καταφέρει το Split toning.

Τέλος, σημειώστε ότι αν κρατηθεί το πλήκτρο Alt πατημένο, τότε οι αλλαγές με τη χρήση του διακόπτη Hue γίνονται αμέσως ορατές.

ιη) Detail - Sharpness (Λεπτομέρειες - Ευκρίνεια)
Κάτω από τον γενικό τίτλο Detail (Λεπτομέρειες) υπάρχουν δύο ρυθμίσεις. Αυτή που επηρεάζει την ευκρίνεια (Sharpness) και η δεύτερη που αφαιρεί τον οπτικό θόρυβο (Noise Reduction).

Στη διάρκεια των προηγούμενων ρυθμίσεων συναντήσαμε επί μέρους ρυθμίσεις ευκρίνειας, είτε ευθέως όπως στις τοπικές διορθώσεις (Graduated Filter - Radial Filter - Adjustment Brush), είτε εμμέσως, όπως στην Clarity των βασικών ρυθμίσεων. Είδαμε και μια επιλογή κατά την εξαγωγή των φωτογραφιών που σχετιζόταν με τον σκοπό της εξαγωγής (π.χ. προβολή, εκτύπωση κλπ.). Είναι γεγονός πάντως ότι οι ψηφιακές φωτογραφίες είναι λίγο πιο «μαλακές» από όσο έχουμε συνηθίσει και κερδίζουν από μια μικρή αύξηση της ευκρίνειας.

Οι εν προκειμένω ρυθμίσεις είναι ιδιαίτερα λεπτομερείς, αλλά έχουν ένα πρόβλημα. Οι τέσσερις συρόμενοι διακόπτες που προτείνει το πρόγραμμα στο παράθυρο του εργαλείου με τους τίτλους Amount (Ποσότητα) - Radius (Ακτίνα) - Detail (Λεπτομέρεια) - Masking (Μασκάρισμα) δεν είναι τόσο σαφείς ως προς το είδος της ενέργειας που επιφέρουν. Ακόμα και αν η λειτουργία τους προσδιοριστεί λεκτικά, παραμένουν αόριστοι. Ο πρώτος διακόπτης επηρεάζει το μέγεθος της επέμβασης με το να ορίζει κατά κάποιο τρόπο το όριο διάκρισης των Pixels μεταξύ τους, δεδομένου ότι με τη λέξη ποσότητα εννοεί την οξύτητα στα σημεία συνάντησης των ομάδων Pixels που ορίσαμε με την επιλογή μας. Ο δεύτερος διακόπτης επηρεάζει το εύρος των επεμβάσεων γύρω από κάθε οριακό σημείο συνάντησης. Ο τρίτος διακόπτης ελέγχει την ενέργεια του δεύτερου και ενισχύει εκείνη του πρώτου. Ο τέταρτος και τελευταίος κρύβει μερικές περιοχές έτσι ώστε σε ορισμένα σημεία να επιδράσει περισσότερο η ενέργειά μας. Όσο αυξάνουμε το μασκάρισμα μειώνεται η ενέργεια και περιορίζεται σε ορισμένα σημεία στα περιγράμματα. Αν την ώρα που σύρουμε τους διακόπτες έχουμε πατημένο το πλήκτρο Alt θα παρατηρήσουμε σε ασπρόμαυρη γραμμική απεικόνιση το αποτέλεσμα της ενέργειας, κάτι που ίσως μας βοηθήσει κάπως να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο κάθε διακόπτης. Ο διακόπτης όπου η ταυτόχρονη χρήση του Alt αποδεικνύεται πολύτιμη βοήθεια είναι το Masking, όπου διακρίνεται η επίδραση της αυξημένης ευκρίνειας στις άκρες των αντικειμένων. Πάντως, ας δεχθούμε την ασάφεια (τουλάχιστον για τους περισσότερους απλούς φωτογράφους) που παρουσιάζουν τα παραπάνω. Το γεγονός ότι η πρωτεύουσα επιλογή είναι το Amount (και λογικά αφού αφορά την ποσότητα) προκύπτει και από το γεγονός ότι αν το τοποθετήσουμε στο 0 οι άλλες επιλογές παύουν να είναι επιλέξιμες. Αν επομένως θέλουμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν επιφέρουμε άθελά μας κάποια προσθήκη ευκρίνειας, να βεβαιωνόμαστε ότι το Amount είναι στο μηδέν.

Η ανάλυση που προηγήθηκε, ακόμα και αν ήταν λεπτομερέστερη, δεν είναι προφανώς ικανή να βοηθήσει έναν φωτογράφο να ελέγξει με βεβαιότητα την ευκρίνεια. Απομένει επομένως η πειραματική εφαρμογή. Με διαδοχικές δηλαδή μετατοπίσεις των διακοπτών, δεδομένου ότι υπάρχει σαφέστατη αλληλεπίδραση των ενεργειών, να κρίνουμε το αποτέλεσμα. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να μεγεθύνουμε πάρα πολύ ένα σημείο της φωτογραφίας, ώστε να φαίνονται οι επεμβάσεις. Αυτό προσφέρει το μικρό παράθυρο πάνω από τους διακόπτες που μας δείχνει μεγεθυμένη τη φωτογραφία (επιλέγοντας με δεξί κλικ ανάμεσα στο 1:1 και στο 2:1) εκεί που το ποντίκι επιλέγει με ένα κλικ μέσα στο μεγάλο παράθυρο. Η μεγέθυνση αυτή μας πείθει ότι η ενέργεια πρέπει να γίνεται με μεγάλη φειδώ, διότι το αποτέλεσμα πολύ γρήγορα οδηγείται σε παραμορφώσεις. Και ίσως είναι σημαντικά ευκολότερο να επεμβαίνει κανείς σε συγκεκριμένες περιοχές της εικόνας μέσω του Adjustment Brush, όπου οι τέσσερις διαστάσεις της ευκρίνειας που συναντήσαμε στο Detail συνδυάζονται αυτομάτως.

ιθ) Detail - Noise Reduction (Λεπτομέρειες - Μείωση θορύβου)
Ο οπτικός θόρυβος (που δεν είναι παρά ένα είδος παραμόρφωσης) παρατηρείται σε περιπτώσεις που έχει επιλεγεί πολύ υψηλή ευαισθησία (ISO) ή που έχει σημειωθεί υπερβολική υποέκθεση. Τότε τα χρώματα μοιάζει να ξεχωρίζουν μεταξύ τους προσδίδοντας στη φωτογραφία μια θολούρα και μια χρωματική σύγχυση. Είναι σαφές ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η μετατροπή σε ασπρόμαυρο της φωτογραφίας θα έσωζε αρκετά την κατάσταση, αλλά δεν είναι πάντα αυτό που επιθυμεί ο φωτογράφος.

Ο έλεγχος του οπτικού θορύβου επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό μέσα από το Lightroom. Το σχετικό παράθυρο ανοίγει υποχρεωτικά μαζί με αυτό της Ευκρίνειας και περιλαμβάνει δύο σκέλη εφαρμογών. Το πρώτο ονομάζεται Luminance (Φωτεινότητα) και το δεύτερο Color (Χρώμα). Όταν οι δύο αυτές ενδείξεις βρίσκονται στο μηδέν, οι υποεπιλογές τους δεν εμφανίζονται. Όταν είναι σε άλλο σημείο το μεν πρώτο συνοδεύεται από δύο υποεπιλογές (Detail και Contrast), το δε δεύτερο έχει μία και μόνη που είναι πάλι το Detail. Αν η φωτογραφία είναι μονοχρωματική το Color δεν είναι επιλέξιμο, ενώ η επιλογή Luminance συνεχίζει να είναι και να επιδρά στη φωτογραφία.

Οι βασικές ρυθμίσεις για τη μείωση του οπτικού θορύβου γίνονται με τα αρχικά πλήκτρα Luminance (το οποίο επιδρά στον θόρυβο που οφείλεται στο φως) και Color (το οποίο επιδρά στον θόρυβο που οφείλεται στο χρώμα). Οι άλλοι διακόπτες θα μας απασχολήσουν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις παραμόρφωσης. Το όλο πρόβλημα είναι να βρούμε το όριο που μας ικανοποιεί ανάμεσα στη εξαφάνιση των λεπτομερειών και την εξαφάνιση του θορύβου, δεδομένου ότι η απάλειψη του δεύτερου απαλείφει σταδιακά τις πρώτες. Πάντως η ρύθμιση είναι ευκολότερη διότι το αποτέλεσμα είναι πιο εμφανές από την περίπτωση της Ευκρίνειας.

κ) Lens Correction (Διόρθωση φακών)
Η κατηγορία αυτή έχει τελικά αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη διότι αφενός επιτρέπει τη χρήση φακών μέτριας ποιότητας και κόστους, των οποίων τα αποτελέσματα διορθώνονται ευκολότατα, ενώ αφετέρου φέρνει στη διάθεση των φωτογράφων διορθωτικές ρυθμίσεις τις οποίες κάποτε έκαναν μόνον οι «μάγοι» του σκοτεινού θαλάμου.

Η πρώτη κατηγορία (Basic) δεν είναι τόσο χρήσιμη, διότι με βάση τους αυτοματισμούς συνήθως προκύπτει εκτρωματική και αλλοπρόσαλλη φωτογραφία. Άλλωστε όταν το πρόγραμμα δίνει τη δυνατότητα ελεγχόμενης επέμβασης, γιατί να χρησιμοποιήσουμε την αυτόματη. Ίσως η μόνη πολύ χρήσιμη ρύθμιση είναι η επιλογή Remove Chromatic Aberration, δηλαδή η αφαίρεση της χρωματικής εκτροπής. Πρόκειται για μια χρωματική παραμόρφωση ορατή στο περίγραμμα των αντικειμένων. Η εκτροπή αυτή ήταν και είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, ειδικά σε υπερευρυγώνιους φακούς, μόνο που μέχρι σήμερα το αγνοούσαμε διότι γίνεται εμφανές μόνο σε μεγάλες εκτυπώσεις και εφόσον τις εξετάζουμε από κοντά. Οι μεγεθύνσεις όμως που πετυχαίνουμε στις οθόνες επιτρέπουν αυτόν τον έλεγχο. Αν μπορούμε επομένως να απαλείψουμε την εκτροπή με την επιλογή ενός κουμπιού, γιατί όχι.

Στην κατηγορία Profile το πρόγραμμα έχει αναλύσει μερικούς φακούς γνωστών εταιρειών (και συνεχίζει να προσθέτει) και έχει εντοπίσει σε ποια σημεία πάσχει ο καθένας, ποιες δηλαδή είναι οι παραμορφώσεις τους, και έχει φτιάξει αυτόματα προγράμματα διόρθωσής τους. Εφόσον ο φακός μας περιλαμβάνεται σε αυτούς, τότε η διόρθωση γίνεται αυτόματα αν επιλέξουμε το Enable Profile Correction. Ας επωφεληθούμε λοιπόν και από αυτό.

Στην κατηγορία Color υπάρχει πάλι η επιλογή για την Χρωματική Εκτροπή, αλλά προστίθεται και μια χειροκίνητη διόρθωση με τη βοήθεια ενός σταγονόμετρου (Defringe). Στις λίγες περιπτώσεις όπου η αυτόματη αφαίρεση της χρωματικής εκτροπής δεν έχει αποδώσει, μπορούμε, οδηγώντας το σταγονόμετρο πάνω στα χρωματικά ίχνη (συνήθως μωβ ή πράσινα) που φαίνονται στο περίγραμμα των αντικειμένων (ορατά μετά από πολύ μεγάλη μεγέθυνση της εικόνας), να αφαιρέσουμε τη χρωματική απόκλιση. Για την ακρίβεια μόλις με το σταγονόμετρο αγγίξουμε το χρωματικό ίχνος και πατήσουμε το αριστερό κλικ, το ίχνος εξαφανίζεται.

Η χρησιμότερη πάντως κατηγορία είναι η τελευταία (Manual) όπου όλες οι διορθώσεις γίνονται με το «μάτι». Η πρώτη ρύθμιση (Distortion) διορθώνει τις παραμορφώσεις (pincushion ή barrel). Η δεύτερη (Vertical) μετακινεί τον κάθετο άξονα (π.χ. ισιώνει κτίρια). Η τρίτη (Horizontal) τον οριζόντιο άξονα. Η τέταρτη (Rotation) «γέρνει» δεξιά ή αριστερά την εικόνα. Η πέμπτη και η έκτη (Scale - Aspect) διορθώνουν τις αναλογίες της εικόνας σε περίπτωση που αυτές έχουν σημαντικά αλλοιωθεί από τις προηγούμενες επεμβάσεις. Η επιλογή Constrain Crop αυτομάτως κροπάρει ό,τι περιθώριο έμεινε έξω από το κυρίως θέμα μετά από τις διάφορες επεμβάσεις. Η τελευταία (Lens Vignetting) εξισορροπεί την μείωση του φωτισμού που παρουσιάζουν οι φακοί στα άκρα του πεδίου τους, ειδικά όταν είναι ευρυγώνιοι.

Όλες αυτές οι ρυθμίσεις είναι ένα είδος συμπλήρωσης του κεφαλαίου του Cropping, κάτι στο οποίο συμφωνεί κατά σύμπτωση και το πρόγραμμα αφού επιτρέπει το ταυτόχρονο άνοιγμα των δύο ενοτήτων (Lens Corrections και Cropping) ακόμα και όταν είναι ενεργοποιημένο το Solo Mode.

κα) Camera Calibrations - Effects (Ρύθμιση μηχανής - Εφέ)
Η περίπτωση του Camera Calibration είναι ακόμα πιο ακραία. Για τις λίγες μηχανές που περιλαμβάνει το πρόγραμμα υπάρχει καλιμπράρισμα με διάφορα έτοιμα για επιλογή προφίλ με βάση τη συμπεριφορά της μηχανής στα σκιερά και στα βασικά χρώματα. Αν δεν την αναγνωρίζει, επιλέγει μόνο το Adobe Standard. Μπορεί ο χρήστης να επιφέρει τις δικές του ρυθμίσεις και να φτιάξει το δικό του προφίλ. Ας αφήσουμε όλα αυτά στη διάθεση των λίγων που διασκεδάζουν με αυτά και των ακόμα πιο λίγων που γνωρίζουν πώς θα τα αξιοποιήσουν επαγγελματικά. Οι υπόλοιποι θα μπερδευτούν, θα χάσουν πολύτιμο χρόνο και κατά 99% οι φωτογραφίες τους δεν θα βελτιωθούν.

Η επόμενη εργασία διαιρείται σε δύο Εφέ. Στο ηθελημένο βινιετάρισμα και στην προσθήκη κόκκου (Post- Crop Vignetting και Grain). Για το δεύτερο δεν νομίζω ότι χρειάζεται σωρεία επιχειρημάτων. Ο κόκκος από αναγκαίο κακό που ήταν (κακό που αποδεχόμασταν, αλλά και δεν το θεωρούσαμε αναπόσπαστο στοιχείο φωτογραφικής ποιότητας), έγινε μόδα ρετρό. Σαν να κυκλοφορήσει πλυντήριο σε σχήμα σκάφης και αυτοκίνητο σε μορφή ταχυδρομικής άμαξας. Και το επιχείρημα είναι ότι πρέπει να μιμηθούμε τη φωτογραφία από φιλμ. Θυμίζει λίγο εκείνους τους γονείς τον προπερασμένο αιώνα που επειδή ήθελαν αγόρι και τους προέκυπτε κορίτσι, το έντυναν μέχρι να μεγαλώσει με κοριτσίστικα ρούχα. Στην προσθήκη του κόκκου υπάρχουν τρεις επιλογές. Ποσότητα, και αν την επιλέξουμε, τότε θα πρέπει να διαλέξουμε μέγεθος και αγριάδα του κόκκου (αντίστοιχα Amount - Size - Roughness).

Στο βινιετάρισμα υπάρχουν πολλές επιλογές. Εδώ το μόνο αποδεκτό επιχείρημα είναι αυτό που γινόταν παλαιά στον θάλαμο, το ανεπαίσθητο σκούρεμα των τεσσάρων άκρων της φωτογραφίας για να οδηγείται το βλέμμα του θεατή προς το κέντρο της φωτογραφίας. Δεν είναι κακή ιδέα, αλλά ίσως να είναι και λίγο φασαρία για το (σχεδόν) τίποτα. Η πικρή αλήθεια είναι ότι αν το βλέμμα του θεατή θέλει να φύγει από τη φωτογραφία, δύσκολα θα το κρατήσει το ανεπαίσθητο βινιετάρισμα. Εδώ οι επιλογές αφορούν κυρίως το ποσοστό της επέμβασης, αν θα βινιετάρουμε προς τους ανοιχτούς ή τους σκοτεινούς τόνους, αν οι άκρες θα είναι στρογγυλές ή τετράγωνες, πόσο μακριά από το κέντρο θα επιδρά το βινιετάρισμα και σε τι ποσοστό θα σβήνει η ενέργειά μας (Feather). Να σημειωθεί πάντως η πετυχημένη σκέψη να γίνεται το βινιετάρισμα post cropping δηλαδή όχι στα αρχικά όρια της φωτογραφίας αλλά στα όρια που προέκυψαν μετά το πιθανό κροπάρισμα.

κβ) Current Process (Τρέχουσα Επεξεργασία)
Κάθε φωτογραφία που εισάγεται στον κατάλογο υφίσταται αυτομάτως μερικές μικροδιορθώσεις που βελτιώνουν την απόδοσή της με βάση τις μελέτες που έχει κάνει η εταιρεία Adobe και σύμφωνα με σύνθετους αλγόριθμους που έχουν επεξεργαστεί οι τεχνικοί της. Αυτό εξηγεί άλλωστε γιατί μερικοί διακόπτες δεν βρίσκονται στο μηδέν όπως θα έπρεπε (π.χ. στην περίπτωση του ψηφιακού θορύβου). Από καιρού εις καιρόν η Adobe βελτιώνει το Lightroom και ενδεχομένως αλλάζει και τον τρόπο της επεξεργασίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όλες ανεξαιρέτως οι αλλαγές και βελτιώσεις που παρουσίασε το πρόγραμμα στα τόσα πολλά Updates που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα αφορούσαν το Develop Module. Η τελευταία αναμόρφωση επεξεργασιών που έκανε χρονολογείται από το 2012. Φωτογραφίες που έχουν εισαχθεί παλαιότερα από αυτή την ημερομηνία εμφανίζονται στο πρόγραμμα με την παλαιά επεξεργασία και οι συρόμενοι δείκτες του πίνακα βασικών ρυθμίσεων έχουν την παλιά τους διάταξη. Το πρόγραμμα όμως σου δίνει τη δυνατότητα και σε προτρέπει να αναβαθμίσεις την επεξεργασία τους, μόνο που στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να συμπληρώσεις την επεξεργασία με εκ νέου δικές σου επεμβάσεις διότι το ιστορικό χάνεται. Η αναβάθμιση μπορεί να γίνει με έναν από τρεις παρακάτω τρόπους εφόσον βέβαια βρίσκεσαι μέσα στο Develop Module. Από το menu Settings με την εντολή Update to Current Process 2012, ή μέσα από το Camera Calibrator από όπου υπάρχει η δυνατότητα να επιστρέψει κανείς και στις παλαιότερες επεξεργασίες/αναβαθμίσεις του 2010 και του 2003, ή, τέλος, από την ετικέτα του Ιστογράμματος πάνω δεξιά (όταν όμως αυτό είναι κλειστό) όπου εμφανίζεται το σύμβολο ενός κεραυνού στην περίπτωση που η συγκεκριμένη φωτογραφία δεν έχει ακόμα αναβαθμισθεί. Παρέχεται και η δυνατότητα να γίνει Α/Β σύγκριση της παλαιάς και της νέας εκδοχής. Σε γενικές πάντως γραμμές οι φωτογραφίες και η εν συνεχεία λεπτομερέστερη επεξεργασία τους ωφελούνται από την αναβάθμιση.

κγ) Soft Proofing (Προεπισκόπηση Εκτύπωσης)
Υπάρχει και μια πρόσθετη βοήθεια που εμφανίζεται στο Develop και συγκεκριμένα στην Toolbar και είναι ένα είδος προεπισκόπησης της εκτυπωμένης φωτογραφίας (Soft Proofing). Εν προκειμένω πρέπει να έχεις ενημερώσει το πρόγραμμα για το Profile εκτύπωσης που χρησιμοποιείς (βλ. πιο κάτω) οπόταν επιλέγοντας την εντολή Soft Proofing το φόντο γίνεται λευκό και παρουσιάζεται η φωτογραφία με την εκδοχή των χρωμάτων που θα έχει στην εκτύπωση. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως εντυπωσιακά σωστό, αλλά μόνον αν υπάρχει σοβαρή απόκλιση χρωμάτων θα πρέπει να ασχοληθούμε. Στο παράθυρο που ανοίγει πάνω δεξιά στη θέση του Ιστογράμματος εμφανίζονται δύο κουμπιά. Πατώντας τα βλέπουμε αν τα χρώματα της φωτογραφίας βρίσκονται (με βάση τις παραμέτρους που έχουμε βάλει) εντός των εφικτών ορίων αφενός της οθόνης και αφετέρου του εκτυπωτή. Αν είναι εκτός και των δύο εμφανίζονται ως ροζ, αν είναι εκτός των δυνατοτήτων του εκτυπωτή ως κόκκινα και εκτός της οθόνης ως μπλε. Στην περίπτωση που θέλουμε να διορθώσουμε τα χρώματα για να βρεθούν εντός των ορίων είναι καλό να επιλέξουμε την εντολή Create Proof Copy (μας προτρέπει και το πρόγραμμα) για να μην πειράξουμε την πρωτότυπη φωτογραφία.

κδ) Sync – Previous/Reset (Συγχρονισμός επεξεργασίας – Επαναφορά)
Στο κάτω μέρος του δεξιού Panel υπάρχουν δύο επιλογές με την ονομασία Previous και Reset. Αν επιλέξουμε τουλάχιστον δύο φωτογραφίες από το Filmstrip το Previous μετατρέπεται σε Sync. Αν επεξεργαστούμε τη μία φωτογραφία και θέλουμε να αντιγράψουμε τις επεμβάσεις μας στην άλλη ή και σε περισσότερες πατάμε το Copy αριστερά και από το παράθυρο που ανοίγει επιλέγουμε τις επεμβάσεις που θέλουμε να αντιγραφούν. Ύστερα πατάμε το Paste και οι επεμβάσεις περνούν στις υπόλοιπες φωτογραφίες. Το ίδιο μπορεί να γίνει αν πατήσουμε το Sync, ανοίξει το παράθυρο με τις επιλογές και πατήσουμε στο παράθυρο το Synchronize. Αν πατήσουμε το παραθυράκι του Sync αριστερά η ετικέτα μετατρέπεται σε Auto Sync πράγμα που μας επιτρέπει να κάνουμε τις επεμβάσεις στην αρχική φωτογραφία και αυτές την ίδια στιγμή να περνούν σε όλες τις άλλες που έχουμε επιλέξει. Η αρχική φωτογραφία από την οποία περνούν οι επεμβάσεις στις άλλες είναι όπως πάντα αυτή της οποίας το περιθώριο είναι ελαφρώς πιο λευκό από των υπολοίπων. Αν έχει επιλεγεί μόνο μία φωτογραφία, το Sync εμφανίζεται ως Previous. Τότε πατώντας το μεταφέρουμε στην επιλεγμένη φωτογραφία τις ρυθμίσεις εκείνης που είχαμε επεξεργαστεί αμέσως πιο πριν. Το Reset μηδενίζει όλες τις ρυθμίσεις για να ξαναρχίσουμε την επεξεργασία από την αρχή. Αν θέλουμε να αφαιρέσουμε μια συγκεκριμένη ρύθμιση και όχι όλες, πρέπει να πάμε στο History, να επιλέξουμε τη ρύθμιση αυτή από τη σειρά των επεμβάσεων και να κάνουμε μια οποιαδήποτε επόμενη κίνηση με την οποία όμως θα σβήσουν όλες οι από πάνω (δηλαδή μεταγενέστερες) επεμβάσεις.

κγ) Before-After (Πριν-Μετά)
Στην Toolbar υπάρχει το γράμμα Υ εις διπλούν που συμβολίζει τη δυνατότητα να ελέγξουμε μια φωτογραφία αντικρυστά με τον εαυτό της πριν και μετά από μια οποιαδήποτε επέμβαση. Μας προσφέρεται η δυνατότητα από το Pop up menu στο πλάι να τοποθετήσουμε τις δύο όμοιες φωτογραφίες πλάι-πλάι, πάνω κάτω ή μισή-μισή στο πλάι ή πάνω-κάτω. Μπορούμε επίσης από δεξιά να επιλέξουμε να περάσουν οι επεμβάσεις και στις δύο ή να εναλλάσσονται από τη μία στην άλλη. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε ένα σημείο από τις ρυθμίσεις που εμφανίζονται αριστερά στο History και πατώντας επάνω στη ρύθμιση το δεξί κλικ να επιλέξουμε την εντολή Copy History Step Settings to Before, οπόταν αυτή συγκεκριμένη ρύθμιση περνάει στη φωτογραφία του Πριν. Αυτές οι ευκολίες μας επιτρέπουν γρήγορες και εύκολες συγκρίσεις όταν διστάζουμε να καταλήξουμε σε μια επέμβαση.

κδ) Edit in Photoshop (Επεξεργασία στο Photoshop)
Όποτε κάνουμε δεξί κλικ πάνω σε μια φωτογραφία, στο μενού που ανοίγει θα εμφανιστεί και μία εντολή Edit in και όταν ανοίξει το συνοδευτικό μενού θα δούμε ότι εννοεί να ανοίξουμε τη φωτογραφία για περαιτέρω επεξεργασία σε άλλο πρόγραμμα, αλλά, κυρίως, στο Photoshop. Μπορεί κανείς να φορτώσει όποιο άλλο πρόγραμμα θέλει και να το κάνει να εμφανίζεται στις επιλογές, αλλά πράγματι αν κάποιος θέλει κάτι παραπάνω μόνο στο Photoshop θα το βρει. Αν η επιλεγμένη μας φωτογραφία είναι κάτι άλλο από Raw αρχείο (δηλ. TIFF, JPEG, PSD, αφού αυτά μόνο υποστηρίζει το Lightroom) θα ερωτηθούμε αν θέλουμε να την ανοίξουμε με τις ήδη επεμβάσεις που κάναμε στο πρόγραμμα αυτό, ή ως νέα φωτογραφία, ή όπως ήταν αρχικά (Original). Το πιο λογικό είναι να την ανοίξουμε μαζί με τις επεμβάσεις που έχουμε κάνει στο Lightroom. Αν η φωτογραφία μας είναι αρχείο Raw, θα ανοίξει απευθείας, αλλά στο κυρίως Photoshop και όχι στο ACR. Αυτό είναι λογικό, διότι το ACR είναι στην ουσία το Lightroom, οπόταν τι νόημα θα είχε να μας ξαναπροτείνει τις ίδιες επεμβάσεις. Για να αποζητά κάποιος το Photoshop, θα σημαίνει ότι θέλει μια επέμβαση που δεν του προσφέρεται από το Lightroom. Αφού επιφέρουμε τις αλλαγές που θέλουμε στο Photoshop με τα δικά του εργαλεία, θα κλείσουμε τη φωτογραφία και αυτή θα σωθεί (χωρίς δικό μας Save as) με το Extension που είχαμε αρχικά διαλέξει στις Preferences μέσα από το Edit (TIFF ή PSD) και θα πάρει θέση στο Grid του Lightroom πλάι στην αρχική με το ίδιο όνομα, με την ένδειξη Edit και με το Extension που εμείς προκαθορίσαμε.

Δεν είναι παράλογο να κάνει κάποιος αυτή τη διαδικασία. Δύο είναι μόνον οι επιφυλάξεις. Εγώ προσωπικά μέχρι σήμερα δεν έχω νιώσει ανάγκη να προσθέσω μια άλλη επεξεργασία σε αυτές που μου προσφέρει το Lightroom. Όχι με τη λογική ότι ξέρω ότι υπάρχει και γι’ αυτό να την αναζητώ, αλλά με τη λογική ότι μου λείπει κάτι καίριο για τη φωτογραφία μου που το Lightroom δεν μου το προσφέρει. Αναγνωρίζω όμως ότι αυτό δεν είναι απόλυτο. Η δεύτερη επιφύλαξη είναι ότι αν σε κάποιον όλες αυτές οι παραπάνω επεμβάσεις δεν του είναι αρκετές, τότε ίσως θα έπρεπε από την αρχή να ασχοληθεί απευθείας με το πολύ λεπτομερέστερο, πλουσιότερο και απείρως δυσκολότερο Photoshop. Αυτό φέρνει στη μνήμη έναν γάλλο φωτογράφο (σχεδόν άγνωστο είναι αλήθεια), ο οποίος έλεγε ότι για να τυπώσει κανείς μια καλή ασπρόμαυρη φωτογραφία χρειάζεται τουλάχιστον μία μέρα. Εγώ πάλι δεν έχω γνωρίσει κανέναν λογικό άνθρωπο που θα μπορούσε επί μία μέρα να λιβανίζει την ίδια φωτογραφία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο γάλλος φωτογράφος είχε άδικο. Σε αυτά τα θέματα δεν υπάρχει δίκιο ή άδικο. Μόνο που αυτό που σε κάποιον φαίνεται λογικό σε μένα μπορεί να μοιάζει παράλογο.

Τώρα που ολοκληρώσαμε τον κύκλο των πιθανών επεξεργασιών συνοψίζοντας λέμε ότι η δουλειά του φωτογράφου που έχει διαλέξει τις (λίγες) φωτογραφίες του που αξίζει να τυπωθούν είναι να εξαφανίσει τους λεκέδες και τα άλλα εμφανή ελαττώματα (απαραίτητο), να διορθώσει τη θερμοκρασία του χρώματος (μόνον αν χρειάζεται), να αποφασίσει αν θέλει χρώμα ή ασπρόμαυρο (όταν η ίδια η φωτογραφία θέτει το ερώτημα), να κροπάρει και να αλφαδιάσει τη φωτογραφία (πολύ πιθανό αλλά όχι συνήθως αναγκαίο), να δοκιμάσει μικρές τονικές διορθώσεις με τις βασικές ρυθμίσεις (μάλλον αναγκαίο), να βελτιώσει αυτές τις ρυθμίσεις με την τονική καμπύλη (πιθανό, αλλά όχι απαραίτητο), να επέμβει με τις τοπικές διορθώσεις του Ντεγκραντέ και του Πινέλου (πάρα πολύ πιθανό) και να κάνει μικρές χρωματικές διορθώσεις (μόνον όταν χρειάζονται). Και 99% εκεί τελειώνει και η επεξεργασία. Αν η φωτογραφία είναι τεχνικά κατεστραμμένη και προορίζεται για επαγγελματική χρήση, μπορεί να χρειάζονται και πολύ περισσότερα. Συνήθως όμως όλα τα άλλα είτε είναι περιττά είτε είναι ψύλλοι στ' άχυρα. Η πραγματική δυσκολία είναι η σωστή εφαρμογή των παραπάνω και φυσικά δεν εννοώ τεχνικά σωστή, γιατί αυτή πολύ γρήγορα θα μάθει να την ελέγχει ο φωτογράφος. Αλλά σωστή σε σχέση με το έργο του και τη συγκεκριμένη φωτογραφία.

5. Slideshow (Προβολή φωτογραφιών)

α) Γενικά

Μια και ζούμε στην εποχή των οθονών είναι πολύ λογικό να παρουσιάζουμε τη δουλειά μας σε τρίτους, όχι πλέον σε λευκώματα ή σε προβολές διαφανειών, αλλά σε οθόνες τηλεοράσεων, βιντεοπροβολέων ή υπολογιστών. Γι' αυτό θα πρέπει να αποφασίσουμε πώς θέλουμε να προβάλλονται οι φωτογραφίες μας, δηλαδή με ποιο ρυθμό, με ποιο φόντο, με τι συνοδευτικά σχόλια κλπ. Αυτή τη δουλειά θα την κάνουμε μία φορά, θα την αποθηκεύσουμε και θα τη χρησιμοποιούμε όποτε θέλουμε, επιλέγοντας απλώς κάθε φορά ποιες φωτογραφίες επιθυμούμε να παρουσιάσουμε με τις ίδιες συνθήκες. Αν αλλάξουμε γνώμη και θέλουμε κάτι να αλλάξουμε, μπορούμε ταχύτατα και ευκολότατα να το κάνουμε, είτε μόνο για εκείνη τη στιγμή, είτε να το κρατήσουμε και μόνιμα.

β) Αριστερό Panel - Templates (Πρότυπα)
Το αριστερό Panel του Slideshow περιλαμβάνει μια οθόνη που εν προκειμένω την ονομάζει Preview (Προεπισκόπηση) και όχι πλέον Navigator, χωρίς βέβαια να αποδεικνύεται και ιδιαίτερα χρήσιμη, αφού το κεντρικό τμήμα χρησιμοποιείται και αυτό για προεπισκόπηση.

Από κάτω υπάρχει μία επιλογή Templates (Προτύπων), δηλαδή προγραμμάτων προβολής με επιλεγμένες όλες τις λεπτομέρειες. Η πρώτη κατηγορία ονομάζεται Lightroom Templates και περιλαμβάνει τα πρότυπα που το πρόγραμμα έχει διαμορφώσει και ο χρήστης μπορεί να επιλέξει. Η δεύτερη κατηγορία, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, ονομάζεται Untitled Templates και εκεί θα εντάξουμε τις παρουσιάσεις-πρότυπα έτσι όπως εμείς θέλουμε να τις διαμορφώσουμε. Για να φτιάξουμε νέα κατηγορία Templates πατάμε το συν πάνω δεξιά και δίνουμε το όνομα της νέας κατηγορίας στο παράθυρο που ανοίγει. Για να φτιάξουμε νέο Πρότυπο μέσα στην κατηγορία που θέλουμε π.χ. στο Untitled Template, πατάμε πάνω στον τίτλο της κατηγορίας και με δεξί κλικ επιλέγουμε και δίνουμε ένα νέο όνομα. Μετά με επιλεγμένο αυτό το όνομα κάνουμε όλες τις επιλογές που θα δούμε παρακάτω. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε όταν κάτι θέλουμε να αλλάξουμε. Πατάμε το επιλεγμένο Template, κάνουμε τις πιθανές αλλαγές και μετά για να οριστικοποιήσουμε τις επιλογές πηγαίνουμε το ποντίκι πάνω στο επιλεγμένο Template (Προσοχή: δεν το πατάμε γιατί αν το πατήσουμε θα επιστρέψουμε στην δική του μέχρι τότε ρύθμιση) και με δεξί κλικ επιλέγουμε την εντολή Update with Current Settings (Ενημερώστε με τις τρέχουσες ρυθμίσεις). Μπορούμε επίσης να σώσουμε τις ρυθμίσεις πατώντας Control+S. Το Template που φτιάξαμε πήρε ήδη τη θέση του στον κατάλογό μας. Αν θέλουμε να αφαιρέσουμε ένα Folder από τα Templates, πάλι με δεξί κλικ επιλέγουμε το Delete.

Από κάτω υπάρχει η επιλογή των Collections που μας πηγαίνει στις συλλογές που πιθανόν έχουμε φτιάξει ήδη. Τέλος, κάτω-κάτω υπάρχει η δυνατότητα να εξάγουμε το ένα συγκεκριμένο Slideshow με τη μορφή PDF ή, αν πατήσουμε το πλήκτρο Alt, με τη μορφή απλών JPEG.

γ) Δεξί Panel - Ρυθμίσεις προβολής

Στο δεξί Panel περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμίσεις προβολής. Αυτές επαφίενται στο αποκλειστικό γούστο του χρήστη. Θα επισημάνω ποιες επιλέγω ο ίδιος, χωρίς φυσικά αυτό να είναι μονόδρομος.

Επάνω-επάνω κάτω από την κατηγορία Options (Επιλογές, παρόλο που όλα τα παρακάτω είναι και αυτά επιλογές) υπάρχουν οι εξής δυνατότητες.

Πρώτον, να επιλέξουμε αν η φωτογραφία θα γεμίζει το κάδρο ή όχι. Η επιλογή λογικά πρέπει να είναι αρνητική, διότι αν το γεμίζει θα κόβει σημαντικό τμήμα της.
Δεύτερον, να επιλέξουμε αν η φωτογραφία θα έχει περιθώριο, τι χρώμα και τι φάρδος (σε Pixels). Επειδή δεν είναι σίγουρο αν όλες οι φωτογραφίες θα ξεχωρίσουν από το φόντο που θα επιλέξουμε, καλό είναι να βάλουμε ένα περιθώριο, μια μπορντούρα δηλαδή (Stroke Border, ή «στροκάκι» στη γραφιστική γλώσσα), η οποία θα είναι ανοιχτόχρωμη ή σκουρόχρωμη ανάλογα με το φόντο που θα επιλέξουμε. Μπορεί βεβαίως να είναι και έγχρωμη, αφού ανοίγοντας το παραλληλόγραμμο πάνω δεξιά μπορούμε από την παλέτα των χρωμάτων να διαλέξουμε με το σταγονόμετρο ό,τι θέλουμε. Όπως επίσης διαλέγουμε από τον συρόμενο διακόπτη το πάχος του. Προσωπικά προτιμώ ένα άσπρο περιθώριο πάχους 2 Pixels.

Και, τρίτον, να επιλέξουμε αν η φωτογραφία μας θέλουμε να έχει σκιά και με τι μορφή. Η σκιά αυτή είναι το τόσο κοινότυπο και ανιαρό πλέον - πάλαι ποτέ - εύρημα, να μοιάζει η φωτογραφία ότι αιωρείται και αφήνει πίσω της μία σκιά. Και δεν βλέπω σε τι αυτό θα βοηθήσει μια (καλή) φωτογραφία. Μια κακή φωτογραφία βεβαίως όλα τα παράξενα τη βοηθάνε, αρκεί να μην εστιάζουμε το ενδιαφέρον επάνω της.

Η επόμενη κατηγορία (Layout - Διάταξη) αφορά τη θέση και το μέγεθος της φωτογραφίας μέσα στο κάδρο. Μπορούμε να ενεργοποιήσουμε τους δείκτες περιθωρίων με το πλήκτρο Show Guides μόνο σαν βοήθεια για το «στήσιμο». Αυτό που λογικά θα θέλουμε είναι οι τρεις πλευρές, εκτός από την από κάτω, να έχουν το ίδιο μέγεθος και η από κάτω να είναι λίγο μεγαλύτερη, είτε διότι υπάρχει η άποψη ότι αν είναι όμοια με την επάνω το μάτι τη δείχνει μικρότερη, είτε διότι μπορεί να θέλουμε να προβάλλουμε μαζί με τη φωτογραφία και κάτι άλλο, π.χ. τη λεζάντα της, το όνομά της, το όνομα του φωτογράφου ή οτιδήποτε. Θα πρέπει λοιπόν αρχικά να επιλέξουμε το Link All, ώστε όποια διάσταση διαλέξουμε να αφορά όλες τις πλευρές, και μετά να το αποεπιλέξουμε (ή αυτό ή το τετραγωνάκι πλάι στην πλευρά που μας ενδιαφέρει) για να επιδράσουμε μόνο στην από κάτω (Bottom). Την αλλαγή των πλευρών μπορούμε επίσης να την κάνουμε σέρνοντας την κάθε πλευρά από τις γραμμές των περιθωρίων.

Η τρίτη κατηγορία (Overlays - Επικαλύψεις) αφορά όλα τα κείμενα που θέλουμε να προβάλλουμε μαζί με τις φωτογραφίες μέσα στο κάδρο. Το Identity Plate είναι μια γενική ταυτότητα του Slideshow που θα συνοδεύει τη φωτογραφία. Μπορούμε να επιλέξουμε μέγεθος, θέση, χρώμα, αν θα εμφανίζεται μπρος ή πίσω από τη φωτογραφία, τι διαφάνεια θέλουμε να έχει, και τι μορφή (γραμματοσειρά, μέγεθος και είδος στοιχείων). Σε γενικές γραμμές μόνο μια απλή και διακριτική ονομασία (τίτλος, όνομα του φωτογράφου, ή κάτι παρόμοιο) θα μπορούσε να συνοδεύει τη φωτογραφία σε μια άκρη του κάδρου, για να μη δημιουργεί σύγχυση στην προβολή. Το Watermark (Υδατογράφημα) είναι η ταυτότητα Copyright του φωτογράφου. Μπορεί να την επεξεργαστούμε με λεπτομέρειες (θέση, μέγεθος χρώμα, διαφάνεια, γωνία, μορφή κλπ.). Αν είστε επαγγελματίες και στέλνετε φωτογραφίες, είναι μια χρήσιμη προσθήκη. Το Rating Stars επιτρέπει να εμφανίζονται οι αστερίσκοι που έχουμε απονείμει στις καλές φωτογραφίες. Επιλέγουμε το μέγεθος, τη διαφάνεια και το χρώμα. Μπορούμε στη διάρκεια ενός Slideshow να βαθμολογούμε τις φωτογραφίες με βάση τα διάφορα πλήκτρα βαθμολόγησης (1 - 5 για αστερίσκους, 6 - 9 για χρώματα).

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα επιλογή της κατηγορίας αυτής να είναι το Text Overlays, που αφορά τα κείμενα ή τα στοιχεία που θα συνοδεύουν όλες τις φωτογραφίες. Η ενέργεια αυτή συνδυάζεται με την επιλογή ABC στο Toolbar. Πριν από όλα διαλέγουμε αυτή την τελευταία και επιλέγουμε είτε να γράψουμε απευθείας ένα κείμενο στο λευκό παραλληλόγραμμο, είτε να διαλέξουμε ένα στοιχείο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο Pop up menu που ανοίγει αν πατήσουμε τα δύο μικρά βελάκια (π.χ. Όνομα αρχείου, λεζάντα κλπ.). Το επιλεγμένο αυτό κείμενο ή λέξη εμφανίζεται μέσα σε ένα πλαίσιο με επιλέξιμες γωνίες. Μπορούμε με πάτημα στο κέντρο του να το σύρουμε σε όποιο σημείο του κάδρου θέλουμε, μπορούμε να το αυξομειώσουμε από τις γωνίες του και, τέλος, με ένα Enter να το οριστικοποιήσουμε. Όποτε θέλουμε να το τροποποιήσουμε, μπορούμε και πάλι να το επιλέξουμε με ένα κλικ (οπόταν αποκτάει ξανά το πλαίσιό του) και είτε να το αλλάξουμε, είτε πατώντας το Delete να το αποβάλουμε. Από το δεξί Panel και από το Text Overlays μπορούμε να το εμφανίζουμε ή να το κρύβουμε ανάλογα αν η επιλογή είναι τσεκαρισμένη ή όχι και να του αλλάζουμε το ποσοστό διαφάνειας, το χρώμα, τη γραμματοσειρά και τη μορφή (Bold κλπ.), αρκεί να είναι επιλεγμένο με το πλαίσιό του. Άρα από την Toolbar το περιεχόμενο, η θέση και οι διαστάσεις και από το Panel δεξιά η μορφή του και η εμφάνισή του.

Η τέταρτη κατηγορία (Backdrop - Φόντο) έχει τρεις επιλογές. Tο Color Wash που στην πραγματικότητα είναι ένα ντεγκραντέ έγχρωμο φίλτρο πάνω στο φόντο, πίσω από τη φωτογραφία, το Background Color που όπως το λέει και η λέξη είναι ένα ενιαίο χρωματικό ή ασπρόμαυρο φόντο (πάνω στο οποίο θα «παίζει» ενδεχομένως το Color Wash), και το Background Image που είναι μια φωτογραφία που θα «παίζει» και αυτή ως φόντο. Για να

ορίσουμε το πρώτο, ανοίγουμε την παλέτα των χρωμάτων και διαλέγουμε ένα χρώμα (μπορούμε με το σταγονόμετρο να διαλέξουμε και χρώμα μέσα από τη φωτογραφία, όπως περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο), και ύστερα διαλέγουμε ποσοστό διαφάνειας και με τον περιστροφικό διακόπτη διαλέγουμε τη γωνία. Το χρώμα του φόντου είναι ενιαίο και κατά τη γνώμη μου το σωστότερο για όλες τις φωτογραφίες (εκτός διαφημιστικών εξαιρέσεων) είναι το μαύρο ή το σκούρο γκρι. Αυτά αναδεικνύουν κάθε φωτογραφία. Τέλος, μπορούμε να διαλέξουμε μια φωτογραφία από το Filmstrip και να τη σύρουμε είτε στο κεντρικό τμήμα είτε στο μικρό τετραγωνάκι του δεξιού Panel, για να μετατραπεί σε φόντο της κύριας φωτογραφίας από άκρη σε άκρη. Θα πρέπει επίσης να επιλέξουμε τον βαθμό διαφάνειας που θα έχει η φωτογραφία-φόντο.

Η πέμπτη κατηγορία (Titles - Τίτλοι) αφορά το ξεκίνημα και το τελείωμα της παρουσίασης, αυτό που θα λέγαμε Τίτλοι αρχής και Τίτλοι τέλους. Διαλέγουμε πάλι όσα και όπως τα διαλέξαμε στα Overlays, αλλά αυτή τη φορά θα αφορούν δύο μεμονωμένα καρέ, το πρώτο και το τελευταίο της παρουσίασης.

Τέλος, η έκτη κατηγορία (Playback - Αναπαραγωγή) αφορά τις λεπτομέρειες της αναπαραγωγής της παρουσίασης. Μπορεί να συνοδεύεται από μουσική υπόκρουση (επιλέγουμε και φορτώνουμε ένα κομμάτι προσδιορίζοντας και τη διάρκειά του). Μπορούμε να αποφασίσουμε να αλλάζουμε μόνοι μας τις φωτογραφίες, οπόταν θα επιλέξουμε την ένδειξη Manual Slideshow και να αλλάζουμε τις φωτογραφίες με τα βελάκια. Στην αντίθετη περίπτωση επιλέγουμε με τον διακόπτη Slides τη διάρκεια της παραμονής της φωτογραφίας στην οθόνη (τέσσερα με πέντε δευτερόλεπτα είναι συνήθως αρκετά). Επιλέγουμε τη μετάβαση από τη μία φωτογραφία στην άλλη με το Fades (η προτίμησή μου είναι στο μηδέν, δηλαδή η εναλλαγή να γίνεται χωρίς σβησίματα και ανάμματα της εικόνας). Στην περίπτωση που επιλέξουμε κάποιο βαθμό Fade in - Fade out μπορούμε να διαλέξουμε αν θα γίνεται μέσα στο ίδιο χρωματικό φόντο ή σε άλλο που θα διαλέξουμε εμείς από τη χρωματική παλέτα. Μπορούμε επίσης να διαλέξουμε η προβολή να γίνεται με τυχαία σειρά (Random), με ανακατωμένες τις φωτογραφίες. Αυτό είναι μάλλον παράλογο, δεδομένου ότι η σειρά στις προβολές παίζει σημαντικό ρόλο, εκτός και αν η προβολή έχει επαναληφθεί πολλές φορές και χρειάζεται μία διασκέδαση της ρουτίνας. Τέλος, πρέπει να αποφασίσουμε αν η προβολή θα επαναλαμβάνεται ως κύκλος (από το τέλος χωρίς διακοπή και πάλι από την αρχή), ή αν θα τελειώνει όταν ολοκληρώνεται ο αριθμός των φωτογραφιών (Repeat). Στην αυτόματη προβολή μπορούμε να σταματάμε και να ξεκινάμε εκ νέου την προβολή μέσω της Spacebar. Και να σταματάμε το Slideshow πατώντας το Esc.

Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεςι και επιλογές πρέπει να γίνουν μία φορά και να αποθηκευτούν κάτω από ένα όνομα Template, το οποίο θα γίνει Default. Μετά απλώς θα ξεκινούμε το Slideshow από όπου και αν είμαστε και συνήθως από το Library. Προσπαθήστε να επιλέξετε, σύμφωνα με το γούστο σας βέβαια, ρυθμίσεις που θα βοηθούν και δεν θα αναιρούν τις φωτογραφίες σας. Εκτός και αν κατ’ εξαίρεση θέλετε να «παίξετε». Στην περίπτωση αυτή φτιάξτε ένα άλλο Template και ονομάστε το διαφορετικά.

δ) Toolbar (Γραμμή εργαλείων) και διαδικασία προβολής
To Toolbar περιλαμβάνει ό,τι χρειάζεται για την πλοήγηση σε ένα Slideshow. Φυσικά δεν έχει επιλογή Grid διότι αυτή τη δουλειά την κάνει το Filmstrip από κάτω. Έχει όμως το Stop, το Play και το Pause (όταν έχει πατηθεί το Play), έχει την επιλογή των φωτογραφιών από το Filmstrip (όλες ή οι επιλεγμένες), έχει τη δυνατότητα για σύνταξη λεζάντας (ABC), όπως ήδη αναφέραμε, και τη δυνατότητα μετάβασης στην επόμενη και την προηγούμενη φωτογραφία.

Για να ξεκινήσει μια διαδικασία προβολής, αφού διαλέξουμε το Template και τις φωτογραφίες που θέλουμε να προβάλουμε, πατάμε είτε το δεξί κάτω-κάτω Play, είτε τα πλήκτρα Control και Enter. Αν θέλουμε πρόχειρα να δούμε τι έχουμε επιλέξει, χωρίς να εξαφανιστούν τα Panels, πατάμε είτε το Preview δεξιά, είτε το βελάκι (Play) του Toolbar. Στη διάρκεια κάθε Slideshow έχουμε τη δυνατότητα πατώντας το Spacebar να κάνουμε Pause (το σχετικό σύμβολο εμφανίζεται στιγμιαία στην οθόνη αριστερά), πατώντας το και πάλι να συνεχίσουμε (και πάλι το σχετικό σύμβολο εμφανίζεται στιγμιαία στην οθόνη αριστερά).

ε) Pdf - Video

Επιλέγοντας έναν από τους δύο διακόπτες στο κάτω μέρος του αριστερού Panel μπορούμε να κάνουμε εξαγωγή του Slideshow με τη μορφή Pdf ή Video. Στο παράθυρο που θα ανοίξει θα επιλέξουμε τα χαρακτηριστικά του αρχείου (ανάλυση, ποιότητα κλπ.), το όνομα του αρχείου και τη θέση όπου θα καταχωρηθεί.

6) Print (Εκτύπωση)

α) Γενικά

Η συνεχής παρουσία των Monitor στη ζωή μας έκανε προς στιγμή την τυπωμένη φωτογραφία να φαίνεται άχρηστη. Εντούτοις, σιγά-σιγά έγινε αντιληπτό ότι η δύναμη και η γοητεία της φωτογραφίας εξασθενίζουν σημαντικά αν της αφαιρέσουμε τη, σίγουρα όχι απαραίτητη, αλλά πάντως τόσο γοητευτική, διάσταση του τυπωμένου χαρτιού. Άλλωστε, δεν έχει και μεγάλο νόημα να χαρίσεις σε κάποιον ένα CD που περιέχει φωτογραφία σου. Αλλά και εκείνος, αν του το χαρίσεις, το πολύ-πολύ να το φορτώσει στον υπολογιστή του. Όσο για τις ψηφιακές κορνίζες, δεν γνωρίζω την πραγματική τους διείσδυση στα σπίτια, αλλά εγώ ως φωτογραφολάτρης και παράλληλα αμετανόητος καταναλωτής, δεν κατάφερα να τις εντάξω ποτέ στις προτιμήσεις μου. Άλλο ένα στοιχείο έκπληξης είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι φωτογραφικές εκθέσεις όχι μόνον δεν μειώθηκαν, αλλά πολλαπλασιάστηκαν και καθιερώθηκαν. Και μαζί με την ευκολία και τις προσιτές τιμές των ψηφιακών μηχανών, άλλο ένα δώρο ήρθε να χαροποιήσει τους απλούς φωτογράφους. Η εκτύπωση, που κάποτε ήταν προνόμιο των πολύ ολίγων φανατικών εραστών της φωτογραφίας που είχαν σκοτεινό θάλαμο στο σπίτι τους, εκλαϊκεύτηκε και απλοποιήθηκε, σε βαθμό που ο καθένας πια μπορεί να τυπώνει σε απλά χαρτιά και με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς καν τη μεσολάβηση του υπολογιστή, μια φωτογραφία του σε μεγέθη 13Χ18 ή 20Χ25. Η διαφορά αυτού του απλού χρήστη από τον πιο σοβαρό ερασιτέχνη που γνωρίζει και αναζητά το καλύτερο, βρίσκεται περισσότερο στη γνώση των ψηφιακών προγραμμάτων, παρά στα πιο ακριβά και εξειδικευμένα μηχανήματα.

Προς στιγμήν θεώρησαν ότι αν τυπώνανε τις φωτογραφίες με μεθόδους και χαρτιά που παραπέμπανε σε αναλογικές εποχές, τότε οι φωτογραφίες θα πλησίαζαν την ποιότητα των αναλογικών εκτυπώσεων. Τα εκτυπωτικά μηχανήματα όμως Ink Jet και κυρίως τα μελάνια τους εξελίχτηκαν τόσο πολύ, ώστε σήμερα προσφέρουν πλέον την καλύτερη δυνατή ποιότητα εκτύπωσης με εξαιρετική ευκολία και σε πάρα πολύ λογικές τιμές. Παράλληλα, βελτιώθηκαν τόσο πολύ τα μελάνια και τα χαρτιά εκτύπωσης, ώστε ο χρόνος ζωής που εξασφαλίζουν στο τυπωμένο χαρτί πολύ πιθανό να υπερβαίνει εκείνο των παλαιών χαρτιών.

Ας δούμε όμως ποιες είναι οι ουσιαστικές διαφορές από το παρελθόν. Ο σοβαρός φωτογράφος της αναλογικής εποχής, αν ήθελε να τυπώσει τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, έπρεπε να αποκτήσει πριν από όλα γνώσεις, στη συνέχεια να διαθέσει και να διαμορφώσει έναν σημαντικό σε επιφάνεια χώρο στο σπίτι για να στήσει έναν θάλαμο, να ξοδέψει ένα πάρα πολύ σημαντικό ποσό για τον εξοπλίσει και, τέλος, να αφιερώνει πάρα πολλές ώρες και κούραση για να τυπώνει δοκίμια, μικρές φωτογραφίες για δείγματα και μεγάλες φωτογραφίες για εκθέσεις. Αν ασχολιόταν μάλιστα με την έγχρωμη, τότε ο θάλαμος απαιτούσε γνώσεις, χρήματα και κούραση που υπερέβαιναν τις αντοχές του απλού ερασιτέχνη φωτογράφου. Δεν έμενε παρά η λύση των επαγγελματικών εργαστηρίων εκτύπωσης, λύση που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνον οι ευκατάστατοι ή οι επαγγελματίες φωτογράφοι.

Σήμερα ο κάθε φωτογράφος έχει λύσει ένα πρώτο πρόβλημα. Αυτό της ευκολίας, και μάλιστα με μηδενικό κόστος, με την οποία συγκεντρώνει όσες φωτογραφίες θέλει για αναμνηστική χρήση, τις οποίες φυλάει στον υπολογιστή του. Πάρα πολλοί φωτογράφοι έχουν λύσει εν μέρει το δεύτερο πρόβλημα, που είναι αυτό της εκτύπωσης μικρών αντιτύπων για χρήση αναμνηστική και οικογενειακή. Το «εν μέρει» οφείλεται στο ότι οι φωτογραφίες αυτές που γίνονται με τη βοήθεια μικρών έγχρωμων εκτυπωτών που διαθέτει σχεδόν κάθε σπίτι είναι σχετικά ακριβές και η ποιότητα και η διάρκειά ζωής τους αρκετά χαμηλή.

Αυτό που επομένως κάποιος φωτογράφος θα αναζητούσε σήμερα είναι έναν τρόπο οικονομικά προσιτό και ποιοτικά άμεμπτο να τυπώνει φωτογραφίες του, ασπρόμαυρες ή έγχρωμες, που να ξεπερνούν τις απλές ανάγκες μιας οικογενειακής αναμνηστικής φωτογραφίας. Και αυτό όμως το πρόβλημα λύνεται σήμερα με ασύγκριτη ευκολία με την γνώση και κατοχή ενός προγράμματος όπως το Lightroom και με την προμήθεια ενός απλού και οικονομικά προσιτού εκτυπωτικού μηχανήματος, το οποίο μπορεί άνετα να βρει τη θέση του σε οποιοδήποτε σπίτι πλάι στον υπολογιστή.

β) Εκτυπωτής - Μελάνια - Χαρτιά
Οι σημερινοί εκτυπωτές μελάνης (Ink Jet) κατασκευάζονται από τρεις-τέσσερις γνωστές μάρκες και διατίθενται σε μικρή ποικιλία μεγεθών, σε σχε ́ση με το μέγεθος χαρτιού που μπορούν να τυπώσουν. Για μια οικιακή εγκατάσταση ένας εκτυπωτής απολύτως ικανοποιητικών διαστάσεων και τιμής είναι εκείνος που μπορεί να δεχτεί χαρτιά μέχρι και Α3+ (Plus), δηλαδή 32,9 x 48,3 cm, ή και μέχρι Α2 δηλαδή 42 x 59,4 cm. Το μέγεθος του δεύτερου είναι ελαφρώς μεγαλύτερο, η τιμή κατά 40% υψηλότερη, αλλά πάντα πολύ προσιτή και έχει το πλεονέκτημα να κάνει πολύ μεγαλύτερη οικονομία στα μελάνια, διότι διατίθενται σε μεγαλύτερη συσκευασία. Από εκεί και επάνω οι εκτυπωτές είναι σε θέση να τυπώσουν πολύ μεγαλύτερα μεγέθη πάνω σε ρολά χαρτιών, με συνέπεια να ανεβαίνει σημαντικά ο όγκος τους και η τιμή τους.

Τα μελάνια των εκτυπωτών αυξάνουν συνεχώς σε αριθμό, με παράλληλη βελτίωση των εκτυπώσεων. Υπάρχουν συχνά τρία ή και περισσότερα μελάνια για το μαύρο (σημείο μεγάλης αδυναμίας των πρώτων ψηφιακών τυπωμάτων) και μάλιστα ειδικά μαύρα μελάνια για χαρτί με επιφάνεια ματ και άλλα για γυαλιστερή. Το μόνο δυσάρεστο είναι ότι όσο προσιτά είναι τα μηχανήματα, τόσο ακριβά είναι τα μελάνια. Είναι πολύ συνηθισμένο μία σειρά μελανιών απαραίτητη για ψηφιακή εκτύπωση να στοιχίζει περίπου τη μισή αξία αγοράς του εκτυπωτή. Μια απλή, πιθανή, αν και όχι αποδεδειγμένη, εξήγηση είναι ότι τα μηχανήματα είναι ιδιαιτέρως φθηνά, επειδή η ταχύτητα εξέλιξης της τεχνολογίας είναι τέτοια, ώστε πολύ σύντομα το μηχάνημα θα είναι ξεπερασμένο και θα χρειάζεται αντικατάσταση. Σε αντιστάθμισμα για την απώλεια κερδών ο κατασκευαστής θα προσπαθήσει να αποζημιωθεί από τη διάθεση των αναλωσίμων σε υψηλές τιμές.

Υπάρχουν και μελάνια ανεξάρτητων κατασκευαστών, όπως και μελάνια χύμα. Δεν είναι σκόπιμο όμως για εξοικονόμηση ολίγων ευρώ να ριψοκινδυνεύει κανείς την υγεία του μηχανήματος, αλλά και πολύ περισσότερο την υποβάθμιση της ποιότητας μιας καλής φωτογραφίας του.

Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς την κατανάλωση των μελανιών, διότι δεν εξαντλούνται όλα με τον ίδιο ρυθμό. Αυτό εξαρτάται κυρίως από τη χρωματική σύνθεση της φωτογραφίας. Ούτε υπάρχει απόλυτη τιμή για τη διάρκεια ζωής των ανοιγμένων μελανιών. Πάντως από τη στιγμή που ένα μελάνι έχει τοποθετηθεί στη θέση του στον εκτυπωτή, καλό είναι να μην περάσουν πολλοί μήνες μέχρι την εξάντλησή του.

Τα χαρτιά εκτύπωσης είναι η δεύτερη δαπανηρή παράμετρος της εκτύπωσης. Άλλωστε τα χαρτιά ήταν πάντα ο δαπανηρός κρίκος της φωτογραφικής διαδικασίας. Υπήρχε μάλιστα μια διαδεδομένη παρατήρηση: «Μην υπολογίσεις ποτέ τι ξοδεύεις σε χαρτιά, γιατί θα σταματήσεις τη φωτογραφία». Εντούτοις, επειδή πλέον στην ψηφιακή διαδικασία δεν σπαταλούνται τα χαρτιά (είναι ζήτημα αν θα χρειαστεί κανείς δεύτερο για την ίδια φωτογραφία), το συνολικό κόστος είναι μάλλον μειωμένο. Παρόλο που όπως είπαμε δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο από το κάθε μελάνι αναλίσκεται για μία φωτογραφία, μπορεί κανείς να πει ότι μια φωτογραφία Α2 (42 x 59,4 cm) δεν υπερβαίνει σε κόστος χαρτιού και μελανιών (άριστης όμως ποιότητας) τα 10€ (με εντελώς πρόχειρο υπολογισμό). Ο κίνδυνος σπατάλης είναι ένας αλλά μεγάλος. Πρόκειται για τη μεγάλη ευκολία και την ταχύτητα εκτύπωσης, που μπορούν να παρασύρουν τον φωτογράφο σε άσκοπες εκτυπώσεις φωτογραφιών που δεν έχουν λόγο να αφήσουν τον σκληρό μας δίσκο και την οθόνη μας και να πάρουν σάρκα και οστά. Αν είμαστε προσεκτικοί στις επιλογές των φωτογραφιών μας και φτάνουμε στο Print Module με κατασταλαγμένες αποφάσεις, τότε η δαπάνη θα είναι απολύτως ελεγχόμενη.

Τα χαρτιά για την ψηφιακή εκτύπωση έχουν πλέον βελτιωθεί σε απίστευτο βαθμό. Η ποιότητά τους και η διάρκεια ζωής τους είναι εντυπωσιακές. Οι επιφάνειές τους καλύπτουν τεράστια ποικιλία. Από τα κλασικά Glossy και Mat μέχρι χαρτιά που μοιάζουν με ζωγραφικό καμβά και με άλλες υπερβολές. Καλό είναι ο φωτογράφος να καταλήξει σε ένα ή το πολύ δύο είδη χαρτιών και να πειραματιστεί με αυτά. Προσωπικά νομίζω ότι πρέπει να αποκλείσει όλες τις εξεζητημένες επιφάνειες που αγγίζουν τα όρια του κιτς και να επιλέξει ανάμεσα στα γυαλιστερά και στα ματ. Όταν λέμε Glossy εννοούμε χαρτιά με λεία επιφάνεια, αλλά βέβαια όχι κατοπτρική αντανάκλαση. Τα χαρτιά Glossy στην αναλογική εποχή είχαν τη δυνατότητα να γκλασαριστούν (να γίνουν δηλαδή σαν γυαλί) επικολλημένα πάνω σε ειδική επιφάνεια, ή να παραμείνουν ως είχαν, που ήταν και η συνηθέστερη και προτιμητέα επιλογή.

Τα μεγέθη των χαρτιών δεν είναι όμοια με εκείνα της παλιάς εποχής. Τότε δεν αντιστοιχούσαν στη δημοφιλέστερη αναλογία του 2 προς 3 που ήταν το τριανταπεντάρι φιλμ. Σήμερα όμως οι διαστάσεις των χαρτιών σχεδόν ταυτίζονται με αυτή την αναλογία, άρα μικρή είναι η επιφάνεια χαρτιού που μένει ανεκμετάλλευτη. Ένας εκτυπωτής μπορεί να τυπώσει σε όλα τα μικρότερα μεγέθη χαρτιών σε σύγκριση με το μεγαλύτερο που δέχεται. Εντούτοις, πιο βολικό είναι σε ένα μεγαλύτερο χαρτί να τυπώνει περισσότερες μικρές φωτογραφίες. Αν επομένως κάποιος προμηθευτεί έναν εκτυπωτή για χαρτιά Α2 (42 x 59,4 cm), ας προμηθευτεί το πολύ και τη μικρότερη διάσταση (Α3+, 32,9 x 48,3 cm), και ας τυπώνει στην καθεμία περισσότερες 13Χ18 cm ή 20Χ25 cm. Όσο για τη μάρκα του χαρτιού, υπάρχουν σήμερα δυο-τρεις πολύ καλές και γνωστές, ας επιλέξουμε όμως μία και ας δουλεύουμε με αυτήν.

Τόσο κατά την εποχή του σκοτεινού θαλάμου όσο και στη σημερινή ήμουν και είμαι οπαδός, όσον αφορά το τεχνικό μέρος της φωτογραφίας, της ρουτίνας και της ηρεμίας. Να γίνονται δηλαδή με προσοχή οι αρχικές επιλογές και μετά να ηρεμούμε και να δημιουργούμε μια τεχνική ρουτίνα που θα επιτρέπει λιγότερες παγίδες για λάθη και καλύτερο έλεγχο της διαδικασίας. Παλαιά επιλέγαμε το φιλμ, τον εμφανιστή φιλμ και τον εμφανιστή χαρτιών, τον στερεωτή, καθώς και τη μάρκα και τον τύπο του χαρτιού. Έτσι, η διαδικασία, μετά από μικρό διάστημα, γινόταν αυτόματη και σίγουρη. Πάντοτε βέβαια υπήρχαν οι φωτογράφοι που διακρίνονταν για μεγάλη αναποφασιστικότητα σε σχέση με τα υλικά και που άλλαζαν συνεχώς και υλικά και διαδικασίες. Παρόλο που σέβομαι κάθε ανθρώπινη ιδιαιτερότητα, δεν θυμάμαι ανάμεσά τους να υπήρχαν συνήθως σπουδαίοι φωτογράφοι. Και ο λόγος είναι ότι ο φωτογράφος με πραγματικό πάθος για τη φωτογραφία του δεν έχει επαρκή περιθώρια, για να τον απασχολούν συνεχώς οι τεχνικές λεπτομέρειες. Θέλει να τις έχει λυμένες για να επικεντρωθεί στη φωτογραφία του. Ακόμα και η αλλαγή μηχανής, αρχικά, τον ταράζει. Η έγνοια του εστιάζεται πολύ περισσότερο στην ανασφάλεια και στο ενδιαφέρον που του προκαλεί η φωτογραφική παραγωγή του. Επομένως, πρέπει να εξασφαλίσει τα νώτα του με κατασταλαγμένες τεχνικές αποφάσεις.

γ) Panels - Toolbar (Γραμμή Εργαλείων)
Το αριστερό Panel του Print Module έχει πάνω-πάνω ένα παράθυρο προεπισκόπησης όπου παρουσιάζεται το επιλεγμένο μέγεθος χαρτιού με τη θέση που θα έχει επάνω του η φωτογραφία (ή οι φωτογραφίες) ανάλογα με τις ρυθμίσεις μας.

Από κάτω υπάρχουν οι επιλογές Templates (Προτύπων). Υπάρχουν ήδη προεπιλεγμένες, αλλά οπωσδήποτε θα κάνουμε τις δικές μας, έστω και αν ξεκινήσουμε από μία ήδη υπάρχουσα. Τις επιλογές αυτές θα τις ονομάσουμε ξεκινώντας από τη διάσταση και την επιφάνεια του χαρτιού (π.χ. Α4 Glossy) και θα συνεχίσουμε από τις διαστάσεις της φωτογραφίας, τον αριθμό τους κλπ. Όταν θα θελήσουμε να ξανατυπώσουμε τα ίδια μεγέθη στο ίδιο χαρτί δεν θα έχουμε παρά να επιλέξουμε το ήδη υπάρχον Template. Όπως περιγράψαμε και στο Slideshow, έτσι κι εδώ ακολουθούμε ακριβώς την ίδια διαδικασία για τη δημιουργία νέου Template, για τη διαγραφή του, για τη μετονομασία του, για την τροποποίησή του και για την ενημέρωσή του. Τόσο στο Print Module όσο και στο Slideshow Module μπορούμε να εξάγουμε ή και να εισάγουμε Templates, από άλλον υπολογιστή. Τα Templates είναι καλό να καλύψουν αρχικά τις εικαζόμενες ανάγκες μας. Λόγου χάριν, αν χρησιμοποιούμε δυο μεγέθη χαρτιών (π.χ. Α3+ και Α2) θα πρέπει όλα να είναι εις διπλούν με τη διαφορά της διάστασης του χαρτιού. Αν χρησιμοποιούμε δυο επιφάνειες, θα πρέπει όλα να διπλασιαστούν για να καλύψουν και αυτές τις επιφάνειες. Προφανώς θα πρέπει να γίνει ένα στήσιμο για μια Full Frame φωτογραφία, ενδεχομένως και ένα για μία τετράγωνη, όπως και ένα για κοντάκτ, δηλαδή για πολλές φωτογραφίες σε ένα φύλλο Α3+ ή Α2, ένα στήσιμο για φωτογραφίες μικρές π.χ. 13Χ18 κοκ.

Ακολουθεί το κεφάλαιο όπου εμφανίζονται οι Collections που ενδεχομένως έχουμε διαμορφώσει. Κάτω αριστερά υπάρχει η επιλογή Page Setup η οποία έχει σημαντικές ρυθμίσεις και θα τις δούμε χωριστά πιο κάτω.

Το Toolbar έχει μία και μόνη εμφανή επιλογή: αν θα εμφανιστούν όλες ή μόνον οι επιλεγμένες φωτογραφίας από το Filmstrip. Οι άλλες δύο κρυμμένες επιλογές του λειτουργούν μόνον αν έχουμε επιλέξει να τυπώσουμε περισσότερες σελίδες, οπόταν οι επιλογές αυτές μας βοηθούν στην πλοήγηση. Και πάλι όμως ο φωτογράφος είναι λογικό να τυπώνει ένα-ένα τα χαρτιά.

Στο δεξιό Panel υπάρχουν τα εξής κεφάλαια επιλογών, με υποεπιλογές που θα διαλέξουμε μια φορά για κάθε Template που θέλουμε να φτιάξουμε. Οι ονομασίες τους είναι αρκετά αφηρημένες και προδίδουν μια αμηχανία των σχεδιαστών.

Πρώτο κεφάλαιο το Layout Style (θα λέγαμε το είδος του στησίματος). Η πρώτη υποεπιλογή αφορά το αν θα τυπώσουμε μία ή περισσότερες φωτογραφίες στο ίδιο μέγεθος (με τη μορφή πλέγματος αν είναι πολλές). Και φυσικά 99,9% αυτό θα κάνουμε. Η δεύτερη αφορά την εκτύπωση μιας φωτογραφίας σε διαφορετικές διαστάσεις (σε διάταξη πλέγματος) και η τρίτη την εκτύπωση διαφόρων φωτογραφιών σε διαφορετικές διαστάσεις (σε ελεύθερη διάταξη).

Το επόμενο κεφάλαιο είναι το Image Settings (θα το λέγαμε Παράμετροι της εικόνας). Αφορά το αν θα ζουμάρουμε για να γεμίσει η εικόνα το χαρτί (Zoom to Fill), κάτι που θα κάνουμε αν οι διαστάσεις εικόνας-χαρτιού ταιριάζουν και όχι στην αντίθετη περίπτωση διότι τότε θα κόβαμε εικόνα. Στην περίπτωση του Full Frame, όπου μάλλον ταιριάζουν οι διαστάσεις, θα πρότεινα να επιλέξουμε αυτή την υποεπιλογή, ακόμα και αν διαπιστώσουμε ότι μπορεί να χάνουμε και ένα χιλιοστό. Η επιλογή Rotate to Fit είναι μάλλον αυτονόητη για να εκμεταλλευτούμε το μέγεθος του χαρτιού. Από κάτω, μας δίνεται και εδώ η δυνατότητα να επιλέξουμε αν θα προσθέσουμε περιθώριο (Stroke Border) και σε πόσα Pixels πάχος. Είναι πάντοτε ζήτημα γούστου.

Στο επόμενο κεφάλαιο (Layout - Διάταξη) θα επιλέξουμε τα περιθώρια των τεσσάρων πλευρών, αν και μπορεί να θέλουμε να εκμεταλλευτούμε το μέγιστο του χαρτιού και να μην αφήσουμε παρά το ελάχιστο δυνατό περιθώριο. Μπορούμε επίσης να διαλέξουμε σε πόσες σειρές και σε πόσες στήλες (κάθετα και οριζόντια) θα μπουν οι φωτογραφίες όταν θέλουμε να τυπώσουμε στο ίδιο χαρτί περισσότερες και κατά συνέπεια θα πρέπει να ορίσουμε και σε τι απόσταση θα είναι η μία από την άλλη.

Το κεφάλαιο που ακολουθεί (Guides - Οδηγοί) πρέπει μάλλον να το τσεκάρουμε σε όλες τις υποεπιλογές του. Αυτές οι διαγραμμίσεις-οδηγοί δεν φαίνονται στην τελική φωτογραφία, αλλά βοηθούν να αντλήσουμε πληροφορίες και να δούμε την εικόνα της φωτογραφίας. Π.χ. οι διαστάσεις του ψαχνού της φωτογραφίας, που εμφανίζονται πάνω αριστερά, είναι πολύ χρήσιμες, όπως είναι πολύ βολικοί οι χάρακες (οριζοντίως και καθέτως).

Το κεφάλαιο Page (Σελίδα) περιλαμβάνει τη δυνατότητα να προστεθούν τίτλος-ταυτότητα, υδατογράφημα, χρώμα φόντου, αρίθμηση, λεζάντα,κ.ά. Ενδεχομένως ενδιαφέρουν, όχι όμως για καλλιτεχνικές εκτυπώσεις.

Το κεφάλαιο Cells (Κελιά) εμφανίζεται μόνον αν στην πρώτη-πρώτη επιλογή έχουμε διαλέξει να τυπωθούν είτε μία φωτογραφία σε διάφορες διαστάσεις (Picture Package), είτε πολλές σε διάφορες διαστάσεις (Custom Packages). Τότε στο Cells μπορούμε να διαλέξουμε τις διαστάσεις των κελιών της κάθε φωτογραφίας. Οι δυνατότητες πολλαπλασιασμού των κελιών και των φωτογραφιών, η τροποποίηση ή και η σταθεροποίηση των διαστάσεων των κελιών είναι πράγματα που πολύ εύκολα θα καταλάβει ο χρήστης. Επειδή όμως είναι μάλλον σπάνιο ένας φωτογράφος να θέλει να τυπώσει με τέτοια ποικιλία διαστάσεων, ας μην απασχολούμε περισσότερο το μυαλό μας. Αν στο συγκεκριμένο κεφάλαιο υπήρχαν προχωρημένες δυνατότητες διάταξης σε επίπεδο σελιδοποίησης, τότε θα ήταν μεγαλύτερο το ενδιαφέρον μας, αλλά τουλάχιστον προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν προσφέρεται.

Το τελευταίο κεφάλαιο (Print Job - Τελική εκτύπωση) περιλαμβάνει τις οδηγίες που αφορούν αυτή καθεαυτήν τη διαδικασία εκτύπωσης. Επιλέγουμε πάνω-πάνω την εντολή Printer, στη συνέχεια μπορούμε να αφήσουμε την εντολή Resolution όπου είναι, στα 240 Ppi. Τα Pixels per Inch θα ήταν σωστότερο εν προκειμένω να αναφέρονται ως Dots per Inch, αφού αναφέρονται σε εκτύπωση. Ta 240 είναι υπεραρκετά για τους περισσότερους εκτυπωτές. Ας τοποθετήσουμε όμως την επιλογή στα 300 για να είμαστε ακόμα περισσότερο καλυμμένοι. Η ευκρίνεια (Sharpness) μπορεί να παραμείνει στην προκαθορισμένη τιμή της (Low). Πρέπει επίσης να επιλέξουμε την επιφάνεια του χαρτιού που θα χρησιμοποιήσουμε (Glossy ή Matte). Τα ποικίλα χαρτιά που κυκλοφορούν σε γενικές γραμμές υπάγονται σε μια από τις δυο αυτές κατηγορίες. Π.χ. ο καμβάς είναι στα Matte, ενώ η ένδειξη Lustre παραπέμπει στα Glossy. Ακολουθεί το κεφάλαιο περί Color Management - Διαχείρισης Χρωμάτων (βλ. αμέσως πιο κάτω) και, τέλος, τα κουμπιά που δίνουν εντολή για την τελική εκτύπωση.

Εξαιρετική ιδέα ήταν η προσθήκη του Print Adjustment (Προσαρμογή της Εκτύπωσης) στο κάτω δεξί τμήμα του δεξιού Panel. Η απόδοση της φωτογραφίας στο τυπωμένο χαρτί αποκλείεται να είναι ποτέ όμοια με αυτό που βλέπουμε στην οθόνη, διότι πριν από όλα πρόκειται για δύο διαφορετικά μέσα. Το ένα φωτίζεται από πίσω (δηλαδή από μέσα) και το άλλο από έξω. Άρα το πρώτο διαθέτει ένα κολακευτικό πλεονέκτημα και κυρίως δεν επηρεάζεται τόσο από τον περιβάλλοντα φωτισμό όσο το χαρτί. Αν για παράδειγμα δείτε μια φωτογραφία με το φως του δωματίου σας και την ίδια με το φως του ήλιου θα διαπιστώσετε ότι κοιτάτε δύο διαφορετικά τυπώματα. Για παράδειγμα: η φωτεινότητα της οθόνης, φωτεινότητα του μέσου και όχι της ρύθμισης, είναι τόσο έντονη και κολακευτική, ώστε θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αν η φωτογραφία φαίνεται ικανοποιητική στην οθόνη, θα μας φανεί λίγο πιο μουντή στο χαρτί (όπως παλαιά συνέβαινε με τη βρεγμένη φωτογραφία που γινόταν κατά τουλάχιστον 10% πιο μουντή όταν στέγνωνε). Μέχρι τη νέα αυτή ρύθμιση του Lightroom ο φωτογράφος φώτιζε περισσότερο τη φωτογραφία στον υπολογιστή για να τυπωθεί σωστά και στη συνέχεια την επανέφερε στις σωστές συνθήκες για την προβολή της. Τώρα πρέπει απλώς να ανεβάσει τους δύο δείκτες (σημαντικά περισσότερο αυτόν της Φωτεινότητας) για να τυπωθεί σωστά η φωτογραφία χωρίς να αλλοιωθεί η εικόνα επί της οθόνης. Το ποσοστό αύξησης βασίζεται σε δοκιμές και πείρα.

δ) Color Management (Διαχείριση Χρωμάτων)
Η πιο δύσκολη εργασία - και συνεπώς και επιλογή - είναι η ταύτιση των χρωμάτων που βλέπουμε στην οθόνη (και

κατά συνέπεια των χρωμάτων όπως θα «εξαχθούν» από τον υπολογιστή) με τον συνδυασμό εκτυπωτή-χαρτιού, ώστε να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα, στο οποίο έχουμε καταλήξει με την επεξεργασία. Αυτό είναι και το τελευταίο κεφάλαιο επιλογών στο δεξί Panel του Print Module.

Ας προτάξουμε όμως μερικές σκέψεις. Την εποχή του σκοτεινού θαλάμου και της αναλογικής φωτογραφίας οι δοκιμές για την κατάληξη στο σωστό αποτέλεσμα περνούσαν μέσα από διαδοχικές απόπειρες αποτυχίας και μικροδιορθώσεων που έφταναν κάποια στιγμή σε ικανοποιητικό τέλος. Μόνη μας βοήθεια, όσον αφορά το χρώμα, ήταν ενδεχομένως ο Αναλυτής Χρωμάτων, ο οποίος μετά από ένα κοπιαστικό καλιμπράρισμα απλώς περιόριζε τις λανθασμένες δοκιμές. Η διαδικασία αυτή εκτός από κόπο και χρόνο στοίχιζε και πολύ σε χρήμα λόγω των πολλών δοκιμών και απορρίψεων. Σήμερα έχουμε ένα εφόδιο πολύ βολικό: το Monitor του υπολογιστή. Έτσι, προτού σπαταλήσουμε έστω και ένα φύλλο χαρτιού έχουμε ήδη οδηγηθεί σχεδόν στην επιτυχία. Με την ψηφιακή διαδικασία έχουμε ένα πρώτο στάδιο που παλαιά δεν υπήρχε. Μια επεξεργασία που ελέγχεται και πιστοποιείται από το αποτέλεσμα της οθόνης. Όπως είναι γνωστό, ενδείκνυται να «καλιμπράρουμε» την οθόνη μας με ένα ειδικό μηχάνημα, και ενδεχομένως από καιρό σε καιρό να την ξανακαλιμπράρουμε, μήπως και έχει ξεφύγει. Παρ’ όλα αυτά όμως το αποτέλεσμα θα είναι ελαφρώς διαφορετικό. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό να αποκτήσουμε μια έκτη αίσθηση που θα μας οδηγεί στις ενστικτώδεις διορθώσεις. Τόνισα ήδη τη σημασία μιας πολύ καλής και ακριβής οθόνης για τη σωστή επεξεργασία. Μια τέτοια οθόνη, ακόμα και ακαλιμπράριστη, θα είναι πιστή και ακριβής. Όταν όμως λέμε καλή οθόνη, εννοούμε οθόνη που προορίζεται για σοβαρούς φωτογράφους (τα διάφορα μοντέλα οθονών εξηγούν στα χαρακτηριστικά τους για το πού ιδανικά προορίζονται). Λόγου χάριν, υπάρχουν οθόνες ακριβές και γνωστών κατασκευαστών που με τα πολύ κορεσμένα χρώματά τους και τη γυαλιστερή τους ανακλαστική επιφάνεια κολακεύουν το μάτι του θεατή που θέλει να βλέπει ταινίες ή να κατεβάζει σελίδες από το Internet. Αυτές προφανώς ακόμα και με καλιμπράρισμα θα ξεγελούσαν την επεξεργασία.

Η πρώτη υποεπιλογή στο Color Management αναφέρεται στο Profile (Προφίλ). Και εκεί έχουμε δύο δυνατότητες. Ή να αναλάβει ο εκτυπωτής αυτή τη δουλειά (κάτι που είναι μάλλον σωστό για απλούς εκτυπωτές και που καταλήγει σε αρκετά αποδεκτά αποτελέσματα), ή να αναζητήσουμε το προφίλ των χρωμάτων αλλού. Αυτό το προφίλ είναι ένας εξειδικευμένος συνδυασμός που λαμβάνει υπόψη του τον συγκεκριμένο εκτυπωτή και το συγκεκριμένο χαρτί. Αν το προφίλ το φτιάξουμε μόνοι μας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τα συγκεκριμένα γούστα του φωτογράφου, αν και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν απόλυτα σωστό, διότι το προφίλ πρέπει να είναι μια ιδανική συνθήκη σχεδόν επιστημονικής ακρίβειας, την οποία να τροποποιούμε αν θέλουμε μέσω της επεξεργασίας.

Επειδή οι κατασκευαστές εκτυπωτών και χαρτιών έχουν κάθε λόγο να μένουν ικανοποιημένοι οι χρήστες των προϊόντων τους, έχουν μελετήσει οι ίδιοι με ακρίβεια εργαστηρίου τους συνδυασμούς εκτυπωτών και χαρτιών όλων των γνωστών εταιρειών και έχουν ανεβάσει στο Internet για δωρεάν χρήση και κατέβασμα όλα τα προφίλ που χρειάζεται ο φωτογράφος. Υπάρχει όμως η δυνατότητα ο ίδιος ο φωτογράφος να αποκτήσει ένα μηχάνημα (σχετικά ακριβό) με το οποίο, εκτός από το καλιμπράρισμα της οθόνης του, θα μπορεί να υπολογίσει το προφίλ του δικού του υπολογιστή με το χαρτί που χρησιμοποιεί. Εντούτοις, αυτό το προσωπικό προφίλ δεν μπορεί λογικά να απέχει, ή τουλάχιστον να απέχει σημαντικά, από εκείνα των εταιρειών, διότι και πάλι οι μετρήσεις που κάνουν τα μηχανήματα αυτά γίνονται πάνω στο χαρτί που θα χρησιμοποιήσει ο φωτογράφος με τη βοήθεια χρωματικού στόχου που προκύπτει από εκτύπωση στον δεδομένο εκτυπωτή. Η μόνη παραλλαγή είναι το ίδιο το μηχάνημα μέτρησης. Αν δηλαδή υπάρχει μια ελάχιστη διαφορά, θα οφείλεται στην ενδεχόμενη μικρή διαφορά ανάμεσα στα μηχανήματα μέτρησης. Σε συγκριτική δοκιμή που έκανα, δοκιμή φυσικά οπτική αλλά κάτω από ίδιες φωτιστικές συνθήκες, τόσο με ασπρόμαυρη όσο και με έγχρωμη φωτογραφία, ανάμεσα σε τρεις εκτυπώσεις εκ των οποίων η μία ήταν βασισμένη στο προφίλ της εταιρείας χαρτιού, η άλλη της εταιρείας του εκτυπωτή και η τρίτη στη δική μου μέτρηση προφίλ, οι διαφορές ήταν τόσο μηδαμινές, ώστε μόνο με άμεση και προσεκτική σύγκριση μπορούσε να φανεί, ενώ στην ουσία και οι τρεις (η καθεμιά από μόνη της) ήταν απολύτως αποδεκτές.

Ανοίγοντας το Pop up menu πλάι από την ένδειξη Profile βλέπουμε ότι μπορούμε να διαλέξουμε είτε το Managed by Printer, που είναι καλό να αποφεύγουμε (αλλά και να το αποεπιλέγουμε, όπως θα δούμε, και από το Menu του εκτυπωτή), και μερικές άλλες, η τελευταία των οποίων είναι το Other. Αν το πατήσουμε θα πάμε στην εξής σελίδα (στα Windows): C:\Windows\system32\spool\drivers\color, όπου είναι συγκεντρωμένα όλα τα χρωματικά προφίλ που έχουμε φτιάξει ή εισαγάγει. Όσα από αυτά είναι τσεκαρισμένα, εμφανίζονται αυτομάτως στο Pop up menu του Profile στο Print Module. Η δεύτερη επιλογή (Rendering Intent) έχει δύο δυνατότητες (Perceptual και Relative). Η μετάφραση αυτών των όρων δεν θα μας φωτίσει. Και η περιγραφή του τρόπου με τον οποίον οι δύο επιλογές σχετίζονται με τα χρώματα δεν είναι ούτε αυτή διαφωτιστική. Πρόκειται σε γενικές γραμμές για μια χρωματική εκδοχή πιο «ελεύθερη» που βασίζεται στην αντίληψη των χρωμάτων από τον μέσο άνθρωπο (Perceptual) και στην πιο «επιστημονική» απόδοσή τους (Relative). Η μάλλον σωστότερη επιλογή είναι αυτή του Perceptual, διότι αποδίδει καλύτερα τις περιπτώσεις όπου τα χρώματα που μπορεί να αποδώσει ο εκτυπωτής είναι πιο περιορισμένου φάσματος από εκείνα της εικόνας. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή Perceptual σώζει το τελικό αποτέλεσμα. Αντίθετα η επιλογή Relative παραμένει πιο πιστή στην απόδοση των χρωμάτων. Άρα απαιτεί απόλυτη ταύτιση των χρωματικών ορίων, πράγμα όχι πάντα σίγουρο. Δεν μένει παρά να δοκιμάσει κανείς και τα δύο μία φορά για να σχηματίσει προσωπική γνώμη.

ε) Page Setup

Έμεινε τελευταία η επιλογή του στησίματος της σελίδας που στην πραγματικότητα είναι οι προδιαγραφές που ζητάει και ο εκτυπωτής. Οι ίδιες προδιαγραφές μπορούν να αναζητηθούν και από το File. Οι επιλογές Print, Page Setup και Print Settings τις περισσότερες φορές ανοίγουν τα ίδια παράθυρα.

Στις επιλογές αυτές πρέπει να προσδιορίσουμε το μέγεθος του χαρτιού (από Pop up menu), την κατεύθυνση (Portrait ή Landscape), το είδος του χαρτιού (Γυαλιστερό ή Ματ), την ανάμιξη του εκτυπωτή στη διαχείριση των χρωμάτων (αρνητικό αν επιλέγουμε προφίλ), την ποιότητα σε σχέση με την ταχύτητα (δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πριμοδοτήσουμε την πρώτη) κλπ. Στο ίδιο παράθυρο υπάρχει και η επιλογή για Borderless print, δηλαδή για εκτύπωση χωρίς περιθώριο. Αυτή όμως η επιλογή ενέχει τον κίνδυνο μείωσης της ποιότητας στις άκρες, όπως επίσης και να λερωθούν οι άκρες από τα μελανωμένα ράουλα του εκτυπωτή. Όταν τελειώσουμε και με αυτά, είμαστε έτοιμοι να βάλουμε το χαρτί στον εκτυπωτή και να πατήσουμε το Print One.

Τελικά, η διαδικασία εκτύπωσης είναι πολύ απλή από τη στιγμή που θα διαλέξουμε την ή τις φωτογραφίες. Έχουμε μια πολύ καλή οθόνη κατά προτίμηση με πτερύγια που προφυλάσσουν από το πλαϊνό φως. Φροντίζουμε να μην πέφτει φως πάνω στην οθόνη και να μην υπάρχει έντονο φως ημέρας στο δωμάτιο. Τοποθετούμε ένα έμμεσο ελαφρύ φωτισμό πίσω από την οθόνη. Χρησιμοποιούμε το κατάλληλο profile που εξασφαλίζει το «πάντρεμα» χαρτιού και εκτυπωτή. Επεξεργαζόμαστε τη φωτογραφία και την ελέγχουμε εκ νέου την επομένη για να μειώσουμε τις συνήθεις υπερβολές της επεξεργασίας. Διαλέγουμε το σχετικό Template, ελέγχουμε καλού-κακού αν οι ρυθμίσεις στον εκτυπωτή παραμένουν σωστά επιλεγμένες (για να μη σπαταλήσουμε από λάθος ούτε ένα χαρτί) και απλώς πατάμε το κουμπί Print One. Αν θέλουμε να κάνουμε κανένα σύνολο φωτογραφιών ως Contact (Grid), επιλέγουμε τις φωτογραφίες, τις βάζουμε στη σωστή σειρά (διότι με αυτήν θα στοιχηθούν στο χαρτί), επιλέγουμε το αντίστοιχο Template που θα έχουμε φτιάξει και πατάμε το κουμπί.

Κατεβάστε το PDF

Πριν κατεβάσετε το αρχείο...

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ×