Κάθε έργο τέχνης, άρα και μία φωτογραφία, είναι μία συνάντηση, μία ευκαιρία συνάντησης του δημιουργού με έναν θεατή, με έναν αποδέκτη. Χρειάζεται και από τους δύο μία, θα έλεγα, αντίστοιχη πορεία, ούτως ώστε να μπορέσουν και να δημιουργήσουν και να απολαύσουν. Πρώτη προϋπόθεση είναι να γνωρίζουν λίγο τη γλώσσα. Αλλιώς δεν γίνεται να αποτυπώσουν ή να αντλήσουν οτιδήποτε από ένα έργο τέχνης. Τη γλώσσα, εννοώ, της φωτογραφίας εν προκειμένω. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να έχουν καλλιεργήσει τον εαυτό τους, έτσι ώστε να μην περιοριστούν σ’ αυτό που βλέπουν, να μην περιοριστούν σ’ αυτό που οι αισθήσεις τους φέρνουν στον μεν φωτογράφο μέσα από τα αντικείμενα που φωτογραφίζει, στον δε θεατή τα αντικείμενα που αναγνωρίζει στη φωτογραφία. Το τρίτο, να έχουν την ικανότητα να αντλήσουν την εσωτερική εντύπωση μέσα τους από τα πράγματα αυτά και ταυτόχρονα να μπορούν να απολαύσουν χωρίς συμπλέγματα και φόβους αυτό που αποτυπώνουν ή αυτό που βλέπουν.Όλα αυτά είναι δύσκολα και δύσκολα ορίζονται. Το συνηθέστερο είναι ο θεατής και ο φωτογράφος να διακατέχονται από μία ανασφάλεια. Μία ανασφάλεια που τους κάνει τον μεν φωτογράφο να προσπαθεί να ενσωματώσει πράγματα κρυμμένα στη φωτογραφία του, γιατί έτσι θεωρεί ότι την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, ενώ στην πραγματικότητα η ικανότητα του θα έπρεπε να είναι: όλα στην επιφάνεια, διότι μόνο το έργο τέχνης μπορεί να εκθέσει ακριβώς πάνω στο πετσί του, πάνω σ’ αυτό που μας προτείνει, πάνω στην παλαίστρα όπου συντελείται το μαγικό μυστήριο του έργου τέχνης. Όλα πρέπει να είναι εκεί, φανερά και με διαύγεια, ο δε θεατής, πάλι και αυτός μέσα από τη δική του ανασφάλεια, φοβούμενος ότι δεν είναι σε θέση να απολαύσει το έργο τέχνης, αποδίδει τον φόβο του αυτόν στην πιθανότητα των κρυμμένων μηνυμάτων, διαστάσεων και απολαύσεων. Δεν χρειάζονται εκσκαφές, ή ανασκαφές, ή αποκρυπτογραφήσεις στην τέχνη. Είναι όλα στην επιφάνεια και γι’ αυτό ίσως από πολλές πλευρές είναι όλα πιο δύσκολα. Διότι έχουμε μάθει να αντλούμε τις εντυπώσεις μας και τις απολαύσεις μας με σημαντική συνεισφορά των σκέψεων και του μυαλού μας και έτσι έχουμε χάσει την ικανότητα να βλέπουμε την επιφάνεια. Το σημαντικό έργο τέχνης κινείται πάντα με διαύγεια πάνω στην επιφάνεια του έργου. Ακόμα κι αν μιλούσαμε για ένα εφαρμοσμένο είδος φωτογραφίας, ας πούμε τη διαφήμιση, και πάλι, παρόλο που δεν υπάρχει καλλιτεχνική διάθεση και καλλιτεχνική πρόθεση, και εκεί πρέπει το μήνυμα το διαφημιστικό να είναι στην επιφάνεια. Δεν πρέπει να αναγκάσουμε τον θεατή να πάει να ψάξει φοβούμενος ότι δεν είναι αυτό που βλέπει. Απλώς, εκεί το μήνυμα είναι πολύ σαφές, ενώ στην τέχνη είναι εξίσου σαφές αλλά ταυτόχρονα συγκαλυμμένο από τη βασική διάσταση της τέχνης που είναι η αφαίρεση και η υπέρβαση. Όλα αυτά κάνουν το έργο τέχνης ίσως πιο δύσκολο από ό,τι είναι τα υπόλοιπα με τα οποία επικοινωνούμε στη ζωή μας, αλλά γι’ αυτό και πιο ενδιαφέρον, πιο μυστηριώδες, πιο βαθύ.