Το εξηκοστό δεύτερο video των "Μικρών Μονόλογων από τον Πλάτωνα Ριβέλλη για τη Φωτογραφία και την Τέχνη" (σειρά 2η, 2017).

Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσω των αισθήσεων, αλλά τον απολαμβάνει μέσω της φαντασίας, της μνήμης και του πνεύματος. Άρα μια φωτογραφία αποτυπώνει κάτι που αντιλαμβάνεται ο φωτογράφος με τις αισθήσεις του, αλλά πρέπει ο φωτογράφος να επικαλεστεί εσωτερικά, ασυνείδητα, τη φαντασία του, την προηγούμενη ζωή του, τις μνήμες του, για να αντλήσει από τις αισθήσεις τη συγκίνηση που τους λείπει. Αν η σύζευξη φαντασίας και αισθήσεων είναι επιτυχής, κάτι που δεν μπορεί να ελέγξει με βεβαιότητα ο φωτογράφος άλλα που μπορεί σιγά-σιγά να μάθει να το προκαλεί, τότε ο δημιουργικός θεατής, ο θεατής που θέλει και ξέρει και μπορεί να δει ένα έργο τέχνης, θα επικοινωνήσει με αυτό μέσω των αισθήσεων, όπως με καθετί άλλο που υπάρχει στον κόσμο, αλλά θα χρειαστεί και αυτός να ανακαλέσει τη μνήμη του, να κινητοποιήσει τη φαντασία του, το πνεύμα του, για να αντλήσει απόλαυση και συγκίνηση. Αυτή η διαδικασία, δηλαδή, ασχολείται με το πώς θα εγκλωβίσει κάτι που δεν υπάρχει πίσω από κάτι που υπάρχει. Αυτό είναι όλο το μυστικό της φωτογραφίας και γενικότερα της τέχνης. Είναι πολύ δύσκολο, δεν γίνεται με κάποια συνταγή, με κάποια συνειδητή διαδικασία, αλλά εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι αυτό είναι που μας κάνει το ένα δέντρο να είναι συγκινητικότερο (εντός εισαγωγικών), σημαντικότερο καλλιτεχνικά από ένα άλλο παρόμοιο δέντρο. Γι’ αυτό οι φωτογράφοι έχουν απόλυτο δίκιο όταν διαμαρτύρονται διαισθανόμενοι, χωρίς να σκέφτονται, αυτά που λέμε, διαισθανόμενοι όμως την αλήθεια τους, και λένε: μα δεν είναι σημαντικό αυτό που δείχνω, είναι ο τρόπος που το δείχνω. Εννοώντας με αυτό: αυτό που υπαινίσσομαι, κρυφίως, μυστηριωδώς πίσω από αυτό που δείχνω και που οφείλεται στο δικό μου παρελθόν, στη δική μου φαντασία. Η ένταση, η δύναμη, η δόνηση που έχει το έργο από την φαντασία, το παρελθόν, την εσωτερική εντύπωση των πραγμάτων που κουβαλάει ο φωτογράφος είναι αυτό που συγκινεί τον θεατή και που κάνει τη μια φωτογραφία να ξεχωρίζει από την άλλη και τις πολλές φωτογραφίες του ίδιου φωτογράφου να παραπέμπουν στην ίδια φαντασία, στο ίδιο παρελθόν, στις ίδιες μήνες και να συνιστούν ένα ύφος. Στην πραγματικότητα λοιπόν υπάρχει το εικονιζόμενο και υπάρχει το μη εικονιζόμενο, το υπαινισσόμενο. Αυτός ο δυισμός δημιουργεί και τη μεγάλη ένταση και δύναμη της τέχνης. Δεν επιδιώκεται, αλλά σιγά-σιγά ο φωτογράφος βρίσκει έναν τρόπο, μία διαδικασία, για να διαφυλάξει αυτή την πορεία. Ο δυισμός αυτός όμως έχει και ένα άλλο πρόβλημα, πολύ ενδιαφέρον, ότι αν αναζητήσουμε ένα θέμα με το οποίο οι αισθήσεις σας συγκινηθούν σε μεγάλο βαθμό, ας πούμε ένα πολύ ωραίο πρόσωπο, ένα πολύ σημαντικό αντικείμενο, ένα κομμάτι που φέρει ιστορική αξία, ένα γεγονός που ως γεγονός ζωής έχει μεγάλη σημασία. Αν λοιπόν οι αισθήσεις απορροφηθούν σε μεγάλο βαθμό από αυτό που βλέπουν, πολύ δυσκολότερα θα μπορέσει να κινητοποιηθεί η φαντασία και να δημιουργήσει το εύρος της συγκίνησης που θα θέλαμε. Αν τώρα αντιθέτως χρησιμοποιήσουμε ένα θέμα το οποίο είναι εντελώς ασήμαντο, το οποίο για τις αισθήσεις έχει στοιχειώδη αξία, τότε είναι πιθανόν να μην κινητοποιηθεί η φαντασία, διότι δεν έχουνε πρωτίστως κινητοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό οι αισθήσεις. Άρα όλο το θέμα είναι το πάντρεμα, αυτού που υπάρχει με αυτό που δεν υπάρχει και ανασύρει ο καλλιτέχνης και ο θεατής και ο συνδυασμός του ορατού και του μη ορατού, των αισθήσεων και της φαντασίας, που δημιουργεί τελικά τη συγκίνηση του έργου τέχνης.