Στη Σύλβια οφείλω σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Υπήρξε, επί δέκα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, η «γκουβερνάντα» μου, ή, για την ακρίβεια, μια δεύτερη μητέρα. Ο ελεύθερος και γοητευτικός χαρακτήρας της συνδυάστηκε άριστα με την πιο συμβατική και πάρα πολύ προστατευτική παρουσία των γονιών μου.
Η Σύλβια έκλεισε πρόσφατα τον βίο της πλήρης ημερών και με εκπληκτική μέχρι το τέλος διαύγεια. Είχα ευτυχώς την πρόνοια, πριν από τριάντα χρόνια περίπου, να βιντεοσκοπήσω μια συνομιλίας μας στο πατρικό της σπίτι στην παλιά πόλη της Κέρκυρας. Μετά τον πρόωρο και δύσκολο θάνατο του πατέρα μου συνειδητοποίησα ότι πολύ λίγα ξέρουμε για τη ζωή των κοντινών μας προσώπων. Και η Σύλβια επηρέασε σαν ένας ακόμα γονιός τον χαρακτήρα μου. Η δημοσίευση μέρους αυτής της συζήτησης συνιστά και μια εκδήλωση τιμής, ευγνωμοσύνης και αγάπης στη μνήμη της.
Πλάτων Ριβέλλης
Η Σύλβια Λέλα συζητά με τον Πλάτωνα Ριβέλλη
Πλάτων Ριβέλλης: Καταρχάς να σε ρωτήσω για πράγματα που έχουν σχέση με μένα και με την οικογένειά μου. Όταν ήρθες στο σπίτι μας. Ήτανε, πότε; θυμάσαι;
Σύλβια Λέλα: Ξέρω ότι ήμουν είκοσι τεσσάρων χρόνων, κάμε λογαριασμό.
Π.Ρ.: Γεννήθηκες;
Σ.Λ.: Το 1924.
Π.Ρ.: Άρα ήρθες όταν εγώ ήμουνα 3 ετών τόσο μικρός.
Σ.Λ.: Μπράβο τριάμισι προς τα τέσσερα ήσουν.
Π.Ρ.: Μάλιστα.
Σ.Λ.: Ωραία το βρήκα.
Π.Ρ.: Και βρήκες εμάς ή εμείς βρήκαμε εσένα, μέσω;
Σ.Λ.: Δια μέσω της Καλογεροπούλου της Έλλη Περίδη.
Π.Ρ.: Είχες ποτέ δουλέψει με παιδιά ή ήταν η πρώτη φορά;
Σ.Λ.: Όχι, από 12 ετών πήγαινα σχολείο, μετά στο γυμνάσιο και το απόγευμα είχα κάποιας καθηγήτριας παιδί πάντα πρόσεχα.
Π.Ρ.: Αυτό επειδή από μικρή είχες ανάγκη χρημάτων; Η οικογένειά σου;
Σ.Λ.: Ναι, ασφαλώς, ασφαλώς.
Π.Ρ.: Πόσα αδέλφια ήσασταν;
Σ.Λ.: Τέσσερα.
Π.Ρ.: Ο Έκτορας, ο Ρένος…
Σ.Λ.: Η Ήβη
Π.Ρ.: Η πιο μεγάλη;
Σ.Λ.: Ναι, εγώ κι ο Ρένος ο τελευταίος.
Π.Ρ.: Μάλιστα, και ο πατέρας σου τι δουλειά έκανες;
Σ.Λ.: Ο πατέρας μου ήταν έμπορος γυαλικών στην Κέρκυρα. Όταν λέω έμπορας, πήγαινε στο εξωτερικό και έφερνε τα πολυτελείας γυαλικά, σερβίτσια και τέτοια.
Βέβαια έπεσε έξω μετά, χρεοκόπησε. Έμεινε πάρα πολύ καιρό χωρίς δουλειά.
Και η λύση ήτανε επειδή ήταν και τότε δύσκολα χρόνια…
Όπως βλέπεις στο σπίτι αυτό ήταν δικό μας όλο. Είχε κι άλλα διαμερίσματα.
Π.Ρ.: Όλα τα πατώματα ήταν της οικογενείας;
Σ.Λ.: Σχεδόν, εκτός μιας θείας μου. Και αρχίσαμε να πουλάμε. Βρήκαμε αυτή τη λύση.
Κοσμήματα, αντικείμενα πολυτελείας, διαμερίσματα. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Και εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα.
Π.Ρ.: Γενικά στον πόλεμο, η Κέρκυρα υπέφερε;
Σ.Λ.: Πάρα πολύ. Εκτός από τους χορικούς.
Π.Ρ.: Αλλά εδώ στην πόλη υπήρχε πείνα δηλαδή.
Σ.Λ.: Ναι, ναι. Πείνα, βέβαια.
Π.Ρ.: Εκείνα τα χρόνια ήξερες την ύπαρξη μιας οικογένειας Ριβέλλη ή όχι;
Σ.Λ.: Εντόπια την οικογένεια Ριβέλλη όταν έκανα την πρώτη μου μεταλαβή. Επτά χρόνων και θυμάμαι που ήτανε κάποιος Ριβέλλη εκεί πέρα στην εκκλησία.
Έτσι ξεκίνησε, ή από τον πατέρα μου είχα ακούσει, γιατί τότε ήθελαν οι καθολικοί μεταξύ τους να γνωρίσουν την ύπαρξη μεταξύ των οικογενειών.
Π.Ρ.: Το Λέλας από πού κατάγεται;
Σ.Λ.: Από ό,τι μου έλεγε ο πατέρας μου, από την Νάπολη.
Π.Ρ.: Μάλιστα. Έχουν βρεθεί τα ίχνη, από καθολική καταγωγή.
Σ.Λ.: Ναι, πάντα ναι. Είχε έρθει κάποιος προπάππους. Δεν ξέρω ποια χρονολογία, το 1800, τόσο έφυγε από κει και ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κερκύρα.
Π.Ρ.: Η μητέρα σου ήταν καθολική;
Σ.Λ.: Όχι, ορθόδοξη.
Π.Ρ.: Αυτό είχε κανένα πρόβλημα στην ανατροφή;
Σ.Λ.: Όχι, όχι. Πήραμε το δρόμο του καθολικισμού χωρίς να μας επηρεάζει η μητέρα μου.
Π.Ρ.: Όταν έκανες λοιπόν την πρώτη σου κοινωνία, θυμάσαι έναν Ριβέλλη, έναν επίσκοπο; Τον επίσκοπο που υπήρχε;
Σ.Λ.: Πιθανόν να ήταν επίσκοπος τότε.
Π.Ρ.: Όχι δεν υπήρχε τότε, είχε πεθάνει τότε. Πρέπει να είχε πεθάνει τότε. Αλλά μπορεί το όνομα να υπήρχε.
Σ.Λ.: Ναι, ή από το νεκροταφείο που πηγαίναμε τότε και είδα το Ριβέλλη γραμμένο. Κάπως έτσι. Και τώρα θα σου απαντήσω γιατί, δεν θα το πρόσεχα και δεν θα θυμόμουνα τη λεπτομέρεια αυτή, αλλά όταν μου είπε η κυρία Καλογεροπούλου, η Έλλη, ότι είναι μια οικογένεια.
Π.Ρ.: Περίδου όχι Καλογεροπούλου.
Σ.Λ.: Ναι. Μεταξύ αυτών των 2 έγινε το… προξενιό. Όταν μου είπε ότι είναι μία οικογένεια Ριβέλλη καθολική, που η καταγωγή τους είναι από Κέρκυρα, τότε ήρθε στη θύμηση μου το Ριβέλλη. Τώρα από πού, από την εκκλησία, από το νεκροταφείο δεν θυμάμαι.
Π.Ρ.: Οι σχέσεις σου με την εκκλησία από τότε, και τη θρησκεία γενικώς, ποιες ήταν; Και σήμερα ακόμα.
Σ.Λ.: Υπάρχει ένα πιστεύω μέσα μου. Πώς να στο πω. Κάτι πάρα πολύ βαθύ, που το αφήνω να είναι έτσι χωρίς να θέλω να το ανακαλύψω, να το ψάξω, γιατί αν αρχίσω να ψάχνω και να ανακαλύπτω, φοβάμαι μη χάσω λίγο την ιδανική αυτή που έχω και την παρηγοριά που ζητάω κάθε φορά.
Το αφήνω έτσι όπως εγώ το ένιωσα κι όπως θέλω να το νιώθω το θέμα της θρησκείας. Δεν θα πάω στην εκκλησία. Δεν πιστεύω στους παπάδες.
Απλώς, κάνω κάτι, δεν ξέρω αν θα πρέπει να το πω, ούτε νηστεύω, ορισμένες μέρες της ζωής μου κάνω μία μικρή, πρέπει να πω, θυσία. Θα στερηθώ κάτι και θα πάω να το δώσω κάπου που το έχουν ανάγκη.
Πάντα όμως σε στιγμές δύσκολες λέω: Παναγιά μου βοήθησέ μας. Πέρα από αυτό δεν προχωρώ άλλο να ψάξω και να εξερευνήσω τι είναι.
Π.Ρ.: Οι κόρες σου έχουν ανάλογη τοποθέτησή;
Σ.Λ.: Ναι, έτσι κι αυτές, ναι. Γιατί συχνά μου λένε μαμά, και αυτές έτσι πιστεύουνε. Η Μαρία δεν ξέρω. Η Μαρία άλλαξε μόλις πήγε σχολείο, στο γυμνάσιο. Ήταν και μία εποχή τότε του φεμινισμού και τέτοια. Δεν συζητώ μαζί της για όλα αυτά. Για να μη στεναχωρηθώ και για να μην αρχίσουμε τις προστριβές.
Την βλέπω όμως και αυτό με παρηγορεί, στις δύσκολες στιγμές και αυτή, ιδίως όταν έγινε μητέρα, πάντα λέει «να με βοηθήσει ο Θεός», «να με βοηθήσει η Παναγία», κάνει το σταυρό της. Περισσότερο που κι αυτή έχει το παιδί και έχει ανάγκη από όλες τούτες τις στιγμές.
Η Ελευθερία κι αυτή το ίδιο είναι. Πάντως εκκλησία δεν πηγαίνει καμία από τις δύο, να σηκωθεί το πρωί της Κυριακής και να πάει. Δεν τις έμαθα κι εγώ βέβαια σε αυτό, σηκωθείτε να πάμε εκκλησία. Θα πάμε εκκλησία για να δούμε τον επιτάφιο που είναι την Κέρκυρα το Πάσχα, όπως ξέρεις, να ακούσουμε το μεγάλο Σάββατο τις μουσικές. Πιο πολύ αυτοί, όχι από πίστη.
Π.Ρ.: Τώρα, είδα προηγουμένως ότι έχεις ένα δίπλωμα βιολοντσέλου, άρα είχες κάποια σχέση και με τις τέχνες, ως κοριτσάκι έτσι;
Σ.Λ.: Βεβαίως. Είχα πάρα πολλά να σου πω. Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο το πρωί, στο οποίο δεν μελετούσα γιατί αφού είχα της καθηγήτριας το παιδί με περνούσε στο εύκολο. Το απόγευμα πήγαινα στις καλόγριες, στις Γαλλίδες, για γαλλικά.
Π.Ρ.: Υπάρχουν ακόμα αυτές;
Σ.Λ.: Ναι, βεβαίως. Όχι οι Ίδιες, το ίδρυμα υπάρχει. Ήθελα να μάθω και τα γαλλικά και συγχρόνως το βιολοντσέλο.
Είχα και μια θεία στην Ιταλία, και ο πατέρας μου ήταν φιλόμουσος και με ώθησαν προς την μουσική.
Το όνειρό μου ήταν (και πικραίνομαι τώρα που το θυμάμαι) να προχωρήσω στη μουσική. Να εργαστώ για να βοηθήσω τον εαυτό μου.
Πήγα στη φιλαρμονική, ήμουνα μία καλή μαθήτρια, προχώρησα, πλην όμως έπρεπε να εργαστώ. Δεν έφτανε ο χρόνος για μουσική, για γαλλικά, για το σχολείο.
Και εσύ άρχισα να γίνομαι μια νταντά.
Όταν γνώρισα τη δική σου οικογένεια μου άρεσε η ιδέα να φύγω από την Κέρκυρα. Λέω θα πάω στην Αθήνα να μπορέσω να μπω στο ωδείο.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, μετά είδα ότι δεν γινόταν.
Από φόβο να μη χάσω τη δουλειά μου δεν ανέφερα τίποτα σε εσάς. Και λέω θα το δω μόνη μου στην πορεία. Ε τελικά δεν μπόρεσε αυτό να γίνει, γιατί έβλεπα ότι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο είχα ανάγκη να εργαστώ.
Και το όνειρο αυτό έσβησε.
Π.Ρ.: Και ποτέ δεν ξανάπαιξες;
Σ.Λ.: Ερχόμουν στην Κέρκυρα τότε με τις άδειες μου και πήγαινα στη φιλαρμονική για να έχω την παρηγοριά ότι αυτό δεν θα τελειώσει και ότι κάποια μέρα μπορώ να το ξαναρχίσω. Και πέρασε ο καιρός και έμεινε έτσι.
Π.Ρ.: Η επαφή σου με τη μουσική τελείωσε τότε, ή ακούς μουσική, προσπαθείς να πας κάπου, σε συναυλίες, σε κάτι;
Σ.Λ.: Όχι, δεν σταμάτησε. Ασφαλώς δεν σταμάτησε. Ενδιαφέρομαι πάντα για τη κλασσική μουσική. Θυμάμαι όταν ήμουνα στην Αθήνα παρακολουθούσα του Αττίκ τα τραγούδια, του Χαιρόπουλου και λοιπά.
Αυτά. Και τώρα μ’αρέσει, το μόνο τραγούδι που έχει κατασταλάξει είναι αυτό που ακούσαμε το βράδυ, αυτό το σ’αγαπώ γιατί είσαι ωραία. Πάρα πολύ με συγκινεί. Ίσως, δεν ξέρω.
Με μπερδεύει, μου θυμίζει πράγματα που ίσως θα ήθελα να ακούσω, να ζήσω, να ονειρευτώ με αυτό το τραγούδι. Για την ώρα μένει αυτό.
Π.Ρ.: Στα χρόνια που ήσουνα στην Κέρκυρα προτού έρθεις στην Αθήνα είχες μία σχέση πιο σταθερή με κάποιον, ερωτική και τα λοιπά;
Σ.Λ.: Τούτα πρέπει να πούμε τώρα;
Π.Ρ.: Άμα θέλεις τα λες. Θέλω να πω υπήρχε μία σοβαρή σχέση με κάποιον πέρα από νεανικό φλερτ; Μέχρι τα 24 προτού έρθεις στην Αθήνα.
Σ.Λ.: Εδώ; όχι, όχι. Στην Αθήνα είχα δημιουργήσει έναν δεσμό.
Π.Ρ.: Με άνθρωπο από την Αθήνα ή από εδώ;
Σ.Λ.: Από την Αθήνα, από την Αθήνα. Χάθηκε από εμένα δηλαδή περισσότερο. Ήμουνα πάρα πολύ λεπτολόγος, ζούσα πάρα πολύ με τις λεπτομέρειες στη συμπεριφορά.
Αλλά είμαι και άνθρωπος που εκεί που τα μαζεύω όλα, τα τινάζω όλα πάντα στον αέρα.
Π.Ρ.: Και συνεχίζεις να το κάνεις αυτό στη ζωή;
Σ.Λ.: Βέβαια. Βέβαια
Π.Ρ.: Άρα δεν μετανιώνεις αφού έτσι είσαι.
Σ.Λ.: Ποτέ όχι, όχι και ούτε θα ήθελα να ήμουνα και διαφορετική. Γιατί είδα ότι όλα αυτά με βοηθάνε να αγαπάω τον εαυτό μου, να βρίσκομαι καλά με αυτόν που θέλει η Σύλβια, με αυτά που θέλει να κάνει η Σύλβια, δεν μετάνιωσα ποτέ.
Π.Ρ.: Μήπως αυτό είναι μια έλλειψη επιείκειας και για τους άλλους όμως; Αυτή η υπερβολική αυστηρότητα που έχεις;
Σ.Λ.: Ναι, ναι
Π.Ρ.: Δεν αφήνεις περιθώρια δηλαδή.
Σ.Λ.: Όχι, όχι. Νομίζω ότι και οι θυγατέρες μου έτσι κάπως, λίγο, το έχουν αντιληφθεί αυτό.
Π.Ρ.: Και το έχουν πάρει και εκείνες;
Σ.Λ.: Η Μαρία. Με τη διαφορά ότι δεν ξέρω αν η Μαρία φτάνει στο σημείο που φτάνω εγώ. Φθάνει σε ένα σημείο και έπειτα λίγο χαλαρώνει, ενώ εγώ φτάνω μέχρι το τέλος αυτό που θέλω να έχω.
Π.Ρ.: Στην Αθήνα πόσο καιρό έμεινες μαζί μας; Νομίζω δυο περιόδους είχες έρθει;
Σ.Λ.: Ναι. Είχα διακόψει και μετά ξαναήρθα πάλι.
Π.Ρ.: Γιατί διέκοψες; Εμείς δεν θέλαμε, η μητέρα μου ή εσύ;
Σ.Λ.: Όχι, όχι όλοι θέλαμε. Άρχισες να πηγαίνεις σχολείο.
Και ήταν επόμενο εγώ τα πρωινά το μόνο που σε συνόδευα στο σχολείο, μετά γύριζα σπίτι. Αισθανόμουνα άσχημα. Προσπαθούσα να προσφέρω έστω και στο σπίτι μία βοήθεια, αλλά υπήρχε υπηρετικό προσωπικό και εγώ δεν έκανα. Η μητέρα σου η καημένη δεν ξέρω και αυτή πώς ένιωθε εάν μπορούσε ποτέ να μου δώσει να καταλάβω ότι πια δεν χρειάζομαι. Όχι αυτό δεν το έκανε ποτέ. Εγώ το συνέλαβα αυτό, το δέχτηκα.
Εν τω μεταξύ ήρθε και το καλοκαίρι, όχι καλοκαίρι, δεν θυμάμαι, Πάσχα ήτανε και πριν να έρθω Κέρκυρα λέω, πρέπει να σταματήσω και να φύγω. Βέβαια έφυγα χωρίς να φεύγω. Πάντα με την ελπίδα να ξαναγυρίσω. Και έπειτα μετά από πόσο καιρό, δεν θυμάμαι, να το που ξαναγύρισα πάλι.
Π.Ρ.: Πόσα χρόνια περάσαμε περίπου ανάμεσα στις 2 περιόδους;
Σ.Λ.: 2-3 χρόνια; Τόσο.
Π.Ρ.: Τότε όμως ξαναγύρισες και εγώ ήμουνα ήδη, ξέρω γω, θα ήμουνα 10 ετών ας πούμε έτσι.
Σ.Λ.: Βέβαια, ναι, ναι.
Π.Ρ.: Άρα εκεί που βοηθούσες; Εγώ θυμάμαι είχα το απόγευμα τη μαντάμ Μαρί. Άρα πάλι δεν είχες το πρόβλημα ότι…
Σ.Λ.: Για αυτό σου είπα να μου τα έλεγες πριν τη συνέντευξη για να μπορέσω να τα θυμηθώ.
Π.Ρ.: Δεν πειράζει, ό,τι θυμηθούμε. Και εγώ μπορεί να τα θυμάμαι λάθος.
Σ.Λ.: Νομίζω ότι ήταν καλοκαίρι. Και ήταν διακοπές του σχολείου.
Π.Ρ.: Στο Ηράκλειο;
Σ.Λ.: Βέβαια. Στο Ηράκλειο, πήγαιναν στο Ηράκλειο.
Π.Ρ.: Με τη Μαρία είχες ασχοληθεί ή κυρίως με μένα ασχολούσουνα; Η Μαρία ήταν πιο μεγάλη.
Σ.Λ.: Η Μαρία ήταν η πιο μεγάλη. Εσένα σε ένιωθα σαν το μωρό που θέλει κάποια προστασία, που θέλει την αγάπη μου. Με τη Μαρία είχα νιώσει και μία φιλία. Αυτά που μου έδινε η Μαρία, δηλαδή αυτά που μπορούσαμε εκεί οι δυο μαζί να δώσουμε και να πάρουμε τα χρειαζόμουνα, και ας ήταν η Μαρία στα δώδεκα της χρόνια.
Π.Ρ.: Μιλάγατε με τη Μαρία;
Σ.Λ.: Πάρα πολύ. Πολύ. Δεν ξέρω, υπήρχε μία επικοινωνία. Τώρα, τι ακριβώς μιλάγαμε; Η Μαρία πάντα σαν να είχε, έτσι, ένα κρυφό παράπονο, μία ανάγκη από κάποια επαφή και αυτό μου άρεσε γιατί και εγώ το ζητούσα από τη Μαρία, παρόλα τα μικρά της χρόνια.
Τώρα πραγματικά, έπειτα που πέρασε όλη αυτή, πώς να το πω, της ζωής μου η διαδρομή, έβαλα μετά, πήρα έτσι μέσα στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, ποια ήτανε η εποχή που με βοήθησε να σταθώ λίγο στα πόδια μου.
Ήταν η περίοδος που ήρθα στο σπίτι σας. Ήταν αυτή, και πάντα το λέω με τις κοπέλες τότε που ήταν ακόμα πιο μικρές, αυτή η χαρά που ένιωθα την οποία την είχα εγώ στερηθεί, τα Χριστούγεννα, η προετοιμασία. Αυτή του πατέρα σου η προσφορά, θα πάμε, θα ψωνίσουμε, θα φτιάξουμε το τραπέζι, θα πάμε στην εκκλησία.
Όλα αυτά πάρα πολύ μου άρεσαν και πάρα πολύ μου γεμίσαν, αλήθεια, κάπως την άδεια ζωής μου, παρόλο που οι δυσκολίες που πέρασα δεν με απομακρύναν από την οικογένειά μου. Ίσως όταν σκεφτόμουνα πόσο δύσκολα είχαμε περάσει, τόσο πιο πολύ την αγαπούσα και τόσο πιο πολύ την αναζητούσα και αισθάνομαι λίγο άσχημα που άφησα την οικογένεια και την Κέρκυρα.
Π.Ρ.: Ο πατέρας σου και η μητέρα σου πότε πεθάναν;
Σ.Λ.: Ο πατέρας μου το ‘65. Και η μητέρα μου το ‘75.
Π.Ρ.: Τότε ερχόσουν και τους έβλεπες στην Κέρκυρα τακτικά ή μόνο το καλοκαίρι; Πότε;
Σ.Λ.: Το καλοκαίρι, το καλοκαίρι, αν έτυχε να ήταν και κάποια φορά η άδειά μου Πάσχα ή Χριστούγεννα. Όχι, Χριστούγεννα όχι. Το χειμώνα δεν ερχόμουνα. Τότε ήτανε, προς το καλοκαίρι.
Π.Ρ.: Εγώ θυμάμαι μόνο τον Έκτορα. Οι άλλοι ερχόντουσαν, είχαν έρθει ποτέ στο σπίτι μας;
Σ.Λ.: Είχε έρθει κάποτε κι ο Ρένος. Πέρασε που υπηρετούσε στην Αμφιλοχία. Και είχε κάνει και αυτός στην επίσκεψή του. Αλλά πιο πολύ ήταν ο Έκτορας γιατί υπηρετούσε απέναντι από το σπίτι στην ΑΣΔΕΝ.
Π.Ρ.: Α! Μπράβο, απέναντί μας.
Σ.Λ.: Απέναντι, ναι.
Π.Ρ.: Ο Ρένος ήταν αξιωματικός και αυτός;
Σ.Λ.: Όχι, έκανε τη θητεία του.
Π.Ρ.: Για πες μου πάλι λίγο για τα Χριστούγεννα, διότι και εμένα είναι μία πολύ καλή ανάμνηση αυτή. Πηγαίναμε όλοι μαζί τη νύχτα.
Σ.Λ.: Όλοι μαζί τη νύχτα, ήταν στρωμένο το τραπέζι στο γυρισμό με τους κουραμπιέδες, με τα μελομακάρονα, με το λευκό τραπεζομάντιλο, με τα κεριά.
Π.Ρ.: Ο μπαμπάς νομίζω δεν ερχόταν στην εκκλησία. Αν θυμάμαι καλά. Μάλλον έμενε και έφτιαχνε το δέντρο; Κάτι τέτοιο θυμάμαι.
Σ.Λ.: Κάτι τέτοιο, Ναι. Δεν θυμάμαι. Ή έρχονταν και μας έπαιρνε νομίζω, πηγαίναμε εμείς πρώτα και ερχότανε και μας έπαιρνε.
Α! ναι τώρα που είπες για τη θρησκεία, πώς δεν με ρώτησες αν μεταλαμβάνω; Όχι.
Ένιωσα την ανάγκη της μεταλαβής την ημέρα, γίνεται καμιά φορά κι αυτό, την ημέρα του θανάτου της μητέρας μου ή του πατέρα μου. Μόνο τότε μεταλάμβανα. Εάν κι αυτό μου δοθεί η ευκαιρία. Εξομολόγηση δεν έχω κάνει ποτέ.
Π.Ρ.: Θεωρώντας το ως μείζον δηλαδή γεγονός την μετάληψη, ε;
Σ.Λ.: Ναι. Κάτι βέβαια ιερό είναι για μένα, ακριβώς αυτές τις ημερομηνίες. Γι’ αυτό και το έχω τοποθετήσει εκεί. Την άλλη ώρα, να πάω να μεταλάβω και να εξομολογηθώ, να σου πω την αλήθεια και να σου εξομολογηθώ δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ, γιατί δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη. Τώρα αυτό είναι λίγο υπερβολικό και ίσως με σημαδεύει. Δεν ένιωσε την ανάγκη της εξομολόγησης.
Εξομολογούμαι στον εαυτό μου και λέω, «Σύλβια αυτό μη το ξανακάνεις ή αυτό μην το σκέφτεσαι», και προχωρώ. Χωρίς να έχω την ανάγκη να εξομολογηθώ ή να πάω. Πιο πολύ θα μπορούσα να εξομολογηθώ σε σένα εάν κάτι με βασανίζει παρά να πάω ειδικά, έτσι στημένα, στην εκκλησία για να το πω στον Παπά. Σε κάποιον εξομολογητή.
Π.Ρ.: Κατήχηση είχες κάνει όταν ήσουνα μικρή.
Σ.Λ.: Ναι, ναι. Πιο πολύ, ξέρεις, με ενδιέφερε η κατήχηση, επειδή υπήρχε λίγο πείνα, μας κάνανε κανένα κακάο ζεστό, ή κανένα ψωμάκι που μας δίνανε. Αυτή ήταν η χαρά δηλαδή να πάω. Δεν είμαι άνθρωπος της κατήχησης. Αφήστε με μόνη μου να τα δω εγώ όπως θέλω, να τα πιστεύω εγώ όπως θέλω. Για όλα τα πράγματα της ζωής.
Εάν ποτέ ήθελαν οι δικοί μου να μου δώσουν μια συμβουλή και να μου κάνουνε κατήχηση, δεν το άκουγα. Έλεγα από μέσα μου, ναι, σου λέω ναι, αλλά εγώ θα το κάνω όπως εγώ το βλέπω. Είναι σαν να θέλεις να μου πάρεις το χέρι με το μολύβι και να μου πεις, θα το ζωγραφίσεις έτσι. Έτσι βλέπω τη ζωή. Όχι κύριε, θα τη ζωγραφίσω όπως θέλω εγώ να τη δω. Ας ήταν να φάω τα μούτρα μου. Τα έχω φάει, τη μούρη μου την έφαγα. Δεν με πείραζε καθόλου. Θα τα ξανακάνω πάλι, θα την ξαναφάω, θα τη διορθώσω την μούρη μου πάλι.
Π.Ρ.: Οι γονείς σου το είχαν δεχθεί αυτό ή είχες κόντρες πολλές;
Σ.Λ.: Έφαγα ξύλο πολύ για αυτό. Ήμουν και λίγο επαναστάτης. Σηκώθηκα και πήγα Αθήνα και μετά μη ξεχνάς αυτό που έκανα. Θα μου πεις, ναι το βλέπω τώρα σαν μία τολμηρή κίνηση. Όταν μετά γύρισα στην Κέρκυρα και πήγα στους Μέρλιν, στον τον Άγγλο πρόξενο…
Π.Ρ.: Αυτό έγινε στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ που έφυγες την πρώτη φορά από εμάς και ήρθες; Ανάμεσα στα δύο δηλαδή.
Σ.Λ.: Όχι, όχι, μετά που τελειωτικά έφυγα από Αθήνα. Έφυγα τελειωτικά από Αθήνα, βρίσκω εδώ αυτή τη δουλειά στον Άγγλο πρόξενο. Και είχα το πρώτο του παιδάκι, μετά γεννιέται και ένα δεύτερο παιδάκι και αυτά πάλι άρχιζαν…
Π.Ρ.: Ο Μέρλιν ήταν αυτός που είχε τα πορτοκάλια ή άσχετος;
Σ.Λ.: Ο Μέρλιν. Αυτός, αυτός. Ο πατέρας του, ο παππούς του. Α! λέω, να πάω εκεί να μάθω και αγγλικά. Και ήτανε και μία οικογένεια βέβαια που δεν συγκρινόταν με της Κέρκυρας τις οικογένειες. Και πέρασα πάρα πολύ ωραία και το ένα παιδί έφυγε για το Κολέγιο του Λονδίνου. Και εκεί λέω: Σύλβια εδώ πέρα κάτι πρέπει να κάνεις. Έμαθες λίγα αγγλικά, ο Μέρλιν ήξερε ελληνικά και συνεννοούμουν ελληνικά με αυτόν. Ό,τι μιλούσα ήταν με τη μητέρα των παιδιών. Του λέω «θα με βοηθήσετε να φύγω και εγώ για την Αγγλία τώρα που δεν με χρειαζόσαστε πια».
Αυτοί θα με κρατούσανε, αλλά εγώ λέω ευκαιρία είναι μια και έφυγε το πρώτο παιδί που ήδη είχε μεγαλώσει (είχε πάει 7 ετών και έφυγε), το άλλο ήτανε μωρό, λέω να φύγω και εγώ. Και μου είπε: Σύλβια θα σε βοηθήσω. Γράψανε σε ένα μεσιτικό γραφείο, αυτά τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, με σύσταση δική τους της αλληλογραφίας τα συστατικά και αυτά που χρειαζόταν και βρίσκω την οικογένεια αυτή και φεύγω. «Πού πας Σύλβια» έλεγα στον εαυτό μου. Αγγλικά δεν ήξερα.
Π.Ρ.: Σε ποια πόλη πήγες;
Σ.Λ.: Στο Γιορκσαιρ, προς τη Σκωτία. Και φεύγω με μόνα χρήματα τα εισιτήρια και όπου πάω και όπου σταθώ. Δεν ήξερα και την οικογένεια, δεν ήξερα τίποτα. Αυτοί είχαν τη δική μου φωτογραφία και μάλιστα όταν με είδανε μου λένε, ότι «αν ξέραμε που ήσουν τόσο νέα, δεν θα σε δεχόμασταν, γιατί στη φωτογραφία έδειχνα πολύ πιο μεγάλη».
Π.Ρ.: Πόσο ήσουν τότε;
Σ.Λ.: 29 – 30. Αυτοί θέλανε μία και από Κέρκυρα, ξέρω εγώ από Ελλάδα, μια νταντά λίγο σαν την Ναξιώτισσα με την φούστα. Την παραδοσιακή νταντά. Και έφυγα τελικά. Και φθάνω στο Λονδίνο. Από τότε η Αγγλία για μένα είναι ό,τι ωραιότερο μπορώ να πιστεύω στη ζωή μου και να το αγαπάω. Ένιωσα τόσο διαφορετική. Τη βοήθεια, τη συμπεριφορά που είδα από αυτούς τους ανθρώπους. Βρέθηκα στο Λονδίνο.
Π.Ρ.: Πώς λεγόντουσαν; Θυμάσαι το όνομά τους;
Σ.Λ.: Η οικογένεια; Χάτον. Και ακόμα κρατάω και τη διεύθυνσή τους και τα ένσημα που μου βάζανε. Ήτανε πολύ ωραία βέβαια φθάνοντας εκεί. Περιποίηση, ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι, πύργος ήτανε βέβαια, με τον κήπο, με σκύλους, με άλογα. Ξαφνικά βρέθηκα σε ένα τελείως διαφορετικό κόσμο. Με πήργανε στο διαμέρισμα μου, το μωρό ήταν 40 ημερών. Για αυτό σου λέω, περιμέναν μια βρεφοκόμο, κατάλαβες; Κάπως έτσι.
Π.Ρ.: Αλλά τα πήγες καλά. Δηλαδή σε αγαπήσαμε.
Σ.Λ.: Πάρα πολύ. Σκέψου ότι με κοιτάγανε πραγματικά, έτσι, σαν δικό τους άνθρωπο. Και δεν ήξερα και την γλώσσα για να έχουνε κάποια επαφή.
Π.Ρ.: Γιατί, ως κακές αναμνήσεις είναι αυτές; Γιατί πνίξιμο;
Σ.Λ.: Μήπως αυτά είναι πάρα πολύ προσωπικά και. Δεν ξέρω αν θα ήθελα μόνο με τον εαυτό μου να τα λέω και να τα σκέφτομαι.
Π.Ρ.: Δεν έχεις ανθρώπους με τους οποίους, έξω από τα παιδιά σου, έχεις συζητήσει αυτά τα χρόνια; Φίλες, φίλους.
Σ.Λ.: Όχι, ποτέ.
Π.Ρ.: Γενικά δεν έχει φίλες;
Σ.Λ.: Ναι, δεν έχω φίλες, όχι. Δεν ένιωσα την ανάγκη της φιλίας ποτέ.
Π.Ρ.: Ούτε μικρή;
Σ.Λ.: Τώρα θα σου πω γιατί με ρωτάνε και οι κοπέλες. Ίσως αυτές ακόμα τους είμαι ένα αίνιγμα. Τη βλέπεις αυτή την κούκλα εκεί; Μια κούκλα κάτω εκεί;
Π.Ρ.: Ναι.
Σ.Λ.: Την απέκτησα σε ένα ταξίδι που πήγα γιατί την είχα στερηθεί όταν ήμουνα μικρή. Και στα 50 μου χρόνια αγοράζω κούκλα, 55 θα ήμουν όταν την αγόρασα αυτή την κούκλα. Την έχω εκεί. Και είχα επιθυμία χρόνια, την πρώτη κούκλα που μου έδωσε ήταν η Έλλη Περίδου. Και από τότε δεν μπόρεσα να ξαναποκτήσω άλλη και την απέκτησα στα 55 μου χρόνια. Και πήγα Ισπανία για να τη φέρω. Έτυχε τώρα με τα γκρουπ που πάμε.
Όχι Πλάτωνα μου πραγματικά είναι περίεργο αυτό. Εκτιμώ τη φιλιά. Και όποιος έρθει κοντά μου τον αγαπάω, αλλά κι αν με αγαπούνε, δεν με ενδιαφέρει. Δεν ζήτησα την αγάπη των άλλων. Αυτοί όμως που με έχουνε αγαπήσει, αισθάνομαι λίγο, ξέρεις πώς, θέλω να στο πω εσένα γιατί ξέρεις πάρα πολλά. Το αισθάνομαι σαν ένα πολύτιμο δώρο από ορισμένα πρόσωπα που με αγαπάνε. Παραδείγματος χάρη προχθές το βράδυ που μου μιλούσε η μητέρα σου, ήταν, τι να σου πω, τον ουρανό με τα άστρα να μου έδινε, δεν θα μου έδινε τόσο χαρά όσο είδα ότι με αγαπάει. Με αγαπάτε και περισσότερο (εσύ με βλέπεις), και η μητέρα σου. Σαν θείο δώρο το δέχομαι. Τώρα, αν δεν με αγαπούσατε, δεν θα είχα πικρία. Θα έλεγα, δεν με αγαπήσανε οι άνθρωποι. Ακόμα και το παιδί μου Πλάτωνα, αν ήξερα ότι δεν με αγαπάει το παιδί μου, θα κοίταζα να δω γιατί, αλλά από εκεί και πέρα θα έλεγα, δεν πειράζει. Δεν μπορεί να με αγαπήσει. Βρήκε κάτι στη μάνα της που δεν της αρέσει και για αυτό δεν είναι αφοσιωμένη.
Με ενοχλεί η πολύ αγάπη. Δεν την μπορώ. Είμαι πρόθυμη να δώσω αλλά μη μου δίνετε. Αυτό το μη μου δίνετε δεν ξέρω από που βγαίνει. Είμαι τόσο γεμάτη από το είναι το δικό μου; Από τον εαυτό μου; Γιατί κάθομαι πολλές φορές έτσι το βράδυ που μένω εδώ πέρα και λέω γιατί Σύλβια είσαι τόσο… Είναι κλείσιμο; Είναι…Δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω. Κάποτε έδωσα μία εξήγηση. Λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα μου, γιατί είμαι φοβερά ευαίσθητη, ζήτησα πολλά από τη ζωή, λίγα μπόρεσα να πάρω από εμένα, από τη δύναμή μου λίγα μπόρεσα να πάρω… Πού ήθελα να καταλήξω, α! ναι, πώς το εξήγησα, και πάλεψα πάρα πολύ και γι’ αυτό ίσως εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Ίσως να είναι κάτι τέτοιο;
Π.Ρ.: Ως το πιο σίγουρο που έχεις, δηλαδή.
Σ.Λ.: Μπράβο, του έχω πολύ εμπιστοσύνη γιατί βλέπω τον εαυτό μου σαν μία δεύτερη Σύλβια πάντοτε και λέω: «Σύλβια αφού τα κατάφερες εκεί, εντάξει, κρατιέσαι, κρατιέσαι».
Εκείνο που με κατέρρευσε λιγάκι ήταν το θέμα του Έκτορα. Γιατί, όταν τον έχασα, είδα… Για μένα ο Έκτορας ήταν ένα θεϊκό πλάσμα. Ίσως, πιστεύω ότι πολλά πράγματα, χωρίς να το καταλαβαίνω, τώρα που τον έχασα τα πήρα από τον Έκτορα. Είδα προχθές φωτογραφίες του και αφιερώσεις που μου έλεγε: «Σύλβια να είσαι πάντα δυνατή έτσι όπως σε θέλω». Αυτά φαίνεται μου μείνανε. Έβλεπα τον Έκτορα πάντα σαν παλικάρι.
Ίσως τα πήρα από αυτόν χωρίς να το καταλαβαίνω και μου το είπαν οι κοπέλες, μαμά έχεις την ίδια προσωπικότητα με το θείο Έκτορα. Ήταν ένας πρόσκοπος ο Έκτορας πάντοτε, και φαίνεται ότι χωρίς να το καταλαβαίνω είχα γίνει, πως το λένε, το ομοίωμα του. Και όταν τον χάνω λέω, ακόμα πιο πολύ Σύλβια θα είσαι έτσι αυτή, όπως ήταν ο Έκτορας, όπως έβλεπες τα παραδείγματά του. Ο Έκτορας ήτανε κάπου, τον είδα λιγάκι και σαν σωτήρα γιατί όταν τσακωνόταν οι γονείς μου και φοβόμουν εγώ, έτρεχα εγώ, ο Έκτορας κοιμότανε, είχε το δωμάτιο εκεί, «Έκτορα ξύπνα, η μάμα και ο μπαμπάς τσακώνονται». Σηκωνόταν ο Έκτορας, πήγαινε μέσα, τι συμβαίνει και τέτοια.
Έφευγε για εκδρομές ο Έκτορας με τους Προσκόπους και δεν κοιμόμουνα το βράδυ ώσπου να γυρίσει μην τυχόν και τσακωθεί η μάμα με τον μπαμπά και δεν είναι ο Έκτορας εδώ. Φαίνεται όλα αυτά μου δημιουργήσανε το θαυμασμό και την αγάπη για αυτόν βέβαια, αλλά και όλες αυτές τις πτυχές του χαρακτήρα μου, να βασίζομαι στον εαυτό μου, να είμαι δυνατή, γιατί πάντα δεν θα υπήρχε ο Έκτορας. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Ήταν η προσωποποίησης του άνδρα που ήθελε να είναι. Ήταν ένας άριστος μαθητής. Το βράδυ διάβαζε με το φωτάκι, την λάμπα του πετρελαίου, δεν παραπονέθηκε ποτέ. Έβγαλε τη σχολή Ευελπίδων με το σπαθί του. Δεν δείλιασε ποτέ. Τώρα γιατί γύρισα στον Έκτορα; Έτσι γιατί πιστεύω ότι κάτι από το Έκτορα είναι όλα αυτά που φτιαχτήκανε μέσα μου.
Π.Ρ.: Για να γυρίσουμε λίγο, είπες πριν πόσο χάρηκες που μίλησες με τη μητέρα μου. Όταν ήσουνα σπίτι με τη μητέρα μου μιλούσατε; Εννοώ εκτός παιδιών, έτσι; Εκτός δουλειάς.
Σ.Λ.: Πάρα πολύ, ναι, ναι. Πιο πολύ η μητέρα σου, έτσι, με έψαξε πάρα πολύ για να δει βέβαια και τι άνθρωπο έχει στα παιδιά της και είδα ότι μου έβαλε άριστα. Και μετά άνοιξε την ψυχή της και εγώ τη δική μου και είμαστε σαν δυο… σαν έναν άνθρωπο που κάπου περίμενα να τον συναντήσω. Δεν ήτανε για μένα η μητέρα των παιδιών που εργαζόμουν, ούτε το σπίτι που πήγα να εργαστώ. Ήτανε σαν ένα σπίτι που κάπου με περίμενε να με δεχτεί.
Π.Ρ.: Είχατε μικρή διαφορά ηλικίας δεν είναι έτσι; Η μητέρα μου πρέπει να σε περνάει 8 χρόνια.
Σ.Λ.: Κάτι τέτοιο ναι, ναι.
Π.Ρ.: Άρα είχατε συνεννόηση δηλαδή.
Σ.Λ.: Βεβαίως, ναι, ναι.
Π.Ρ.: Δυσκολία στη σχέση εργασίας είχατε;
Σ.Λ.: Τίποτα. Πραγματικά ήτανε η ζωή μου, παρόλο που ήταν και μικρό το σπίτι. Εκείνο που θυμάμαι είναι το tu vau beaucoup Lizou (θέλεις πολλά Λιζάκι μου) που είχε πει ο πατέρας σου, όταν φτιάχτηκε το δωμάτιο, επειδή ήταν και το γραφείο σας μέσα στο δωμάτιο, το δικό μου το κρεβάτι το στήναμε το βράδυ και κατάλαβε ο πατέρας σου ότι αυτό το στήσιμο και το ξεστήσιμο δεν μου άρεσε πάρα πολύ ή κατάλαβε ότι ήθελε να έχω το κρεβάτι μου εκεί, στο να καθίσω εκεί να διαβάσω ή να ράψω κάτι ξέρω εγώ τι. Κι εκεί, όταν η μητέρα σου ήρθε στην κάμαρα και είπε να το σηκώνουμε το κρεβάτι το πρωί, εκεί ο πατέρας σου είπε όχι γιατί το θέλει πάρα πολύ το κρεβάτι στημένο. Δηλαδή προσέχαν πάρα πάρα πολύ τις... Έχω ένα δαχτυλίδι, θα στο δείξω. Ήταν από τα πρώτα χρήματα που πήρα από τη μητέρα σου.
Π.Ρ.: Για να το δω πιο κοντά. Για δείξε το όπως το έκανες πριν.
Σ.Λ.: Να το, αυτό το δαχτυλίδι είναι τα πρώτα χρήματα. Ήτανε δύο μισθοί, ήτανε 400 δραχμές.
Π.Ρ.: Πολλά λεφτά δηλαδή έκανε.
Σ.Λ.: Βέβαια 400 δραχμές, Ήταν 2 μηνιάτικα, τα κράτησα και πήρα το δαχτυλίδι αυτό από του Βερυκοκάκη. Με έστειλε η μητέρα σου γιατί ήταν καλός χρυσοχόος. Μέχρι τη μοδίστρα της μου συνέστησε να ράβομαι εκεί.
Π.Ρ.: Τη θυμάσαι ποια ήταν; Πώς την λέγαν;
Σ.Λ.: Παπαστεφάνου.
Π.Ρ.: Καλή μοδίστρα
Σ.Λ.: Βέβαια. Έβλεπα τα ταγέρ της μητέρας σου και είπα τι ωραίο το ράψιμο και μου λέει αν θέλεις, και έφτιαξα και εγώ το ταγέρ μου και ό,τι άλλο θα είχα. Μη μου το θυμίζεις γιατί τελικά αυτή η εποχή… Τότε ίσως δεν το καταλάβαινα, από την πολύ την αγάπη και τη φροντίδα που είχα από τη μητέρα σου. Θυμάμαι ότι έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα μου, πόσο πολύ με είχε αγαπήσει και είπα τι ωραίο… κάπου λέω τι ωραίο που ήταν να σε αγαπάνε. Ανάλογα όμως ποιος σε αγαπάει. Γιατί αν με αγαπάει κάτω η κυρά Μαρίκα ή η άλλη δεν με ενδιαφέρει. Ανάλογα τον άνθρωπο που με αγαπάει.
Π.Ρ.: Απλώς φοβάσαι να το ζητήσεις γι’ αυτό λες, δεν σε ενδιαφέρει. Αν έρθει το θες, αλλά δεν θες να αισθανθείς έλλειψη.
Σ.Λ.: Δεν αναζητάω την αγάπη. Τώρα, κοίταξε... Το περίεργο είναι ότι δεν είμαι και μισητό πρόσωπο, άρα κάτι δίνω και εγώ χωρίς να το καταλαβαίνω.
Π.Ρ.: Με τον πατέρα μου οι σχέσεις πώς ήτανε; Ήταν πιο δύσκολος, πιο παράξενος;
Σ.Λ.: Όχι, καθόλου, καθόλου. Μόνο βέβαια που ήθελε όταν ερχότανε και στο σπίτι και τις άλλες ώρες η Λιζού να ήτανε για αυτόν αποκλειστική. Αυτό το πιστεύω γιατί ήταν πάρα πολύ ήσυχος ότι τα παιδιά του βρίσκονται με έναν άνθρωπο σωστό και αγαπητό και για αυτό σαν να λέει Λίζα μου αφού τώρα είναι η Σύλβια κατέβα, έλα από το γραφείο, πάμε εκδρομές, πάμε στο Ηράκλειο να μείνουμε σαββατοκύριακο.
Π.Ρ.: Είχε όμως και η μητέρα μου την ίδια προσκόλληση σε μας, άρα ίσως συνέβαινε το αντίστοιχο σενάριο.
Σ.Λ.: Ναι. Τι θέλεις να πεις;
Π.Ρ.: Ότι η μητέρα μου ίσως δεν ήθελε να μας αφήσει, διότι ήταν πολύ μαμά.
Σ.Λ.: Ναι, γιατί και αυτή στερήθηκε την οικογένεια και ήθελε να ζήσει την οικογένειά της κοντά σε εσάς ασφαλώς. Ήταν πάρα πολύ ζεστός άνθρωπος και πάρα πολύ θερμή μητέρα.
Π.Ρ.: Με τον πατέρα μου θυμάσαι, βγαίνανε οι δύο τους συχνά;
Σ.Λ.: Ναι. Το συχνά ήτανε που η μητέρα σου πήγαινε λίγο πριν κλείσει ο πατέρας σου το γραφείο και πηγαίνανε, κάνανε τη βόλτα, αλλά πάντα θα ερχότανε με δώρα, γεμάτη με τα γλυκά, με τα ψώνια. Ήτανε πάρα πολύ οικογενειάρχης ο πατέρας σου ήτανε… Δηλαδή, ήταν ο άνθρωπος που πραγματικά ποτέ δεν τον είδες έτσι σκυθρωπό. Πάντα χαρούμενος, πάντα την ώρα που άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο σπίτι γελαστός. Να εκπέμπει πάντα έτσι… Παιδιά μου, τι κάνετε; Ήρθα.
Π.Ρ.: Θυμάσαι καθόλου ή δεν είχαν αρχίσει ακόμα, οικονομικές δυσκολίες όσο ήσουνα;
Σ.Λ.: Όχι, δεν είχαν αρχίσει, όχι. Δεν είχα καταλάβει τέτοια πράγματα.
Π.Ρ.: Μάλλον σπατάλη υπήρχε, οικονομική.
Σ.Λ.: Βέβαια, ναι, ναι. Δεν ξέρω αν ήταν σπατάλη γιατί από τα λίγα που είχα εγώ νόμιζα ότι έτσι πρέπει να είναι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τη μιζέρια και τη σπατάλη. Τη μιζέρια την ήξερα, τη σπατάλη δεν ήξερα. Νόμιζα ότι έτσι πρέπει να είναι. Έτσι πρέπει να μπαίνει ο πατέρας στο σπίτι. Έτσι πρέπει να στρώνεται το τραπέζι. Δεν μπορούσα να συγκρίνω, τη σπατάλη δεν την ήξερα.
Π.Ρ.: Από εμένα σαν παιδί, θυμάσαι αυτό που θυμάμαι εγώ ότι ήμουν πολύ φοβισμένος, ας πούμε;
Σ.Λ.: Όχι, μια μιζέρια είχες. Όχι φοβία, μια μιζέρια. Παιδί που πρέπει να είναι πάντα σε κάποια αγκαλιά για να είναι ήρεμος και γλυκός. Ούτε νεύρα είχες, άλλο από αυτή την ευπάθεια επειδή όλη την ώρα κρυολογούσες κι όλο αψού και αψού μου ήσουνα. Δεν είχε καμία άλλη... Δεν αρρώσταινες. Αλλά τώρα το βλέπω, τώρα που σε είδα πια στα γεράματά μας, ναι αυτό. Θέλεις να βρίσκεσαι πάντα σε μια αγκαλιά. Ούτε σε καρέκλα, ούτε σε πολυθρόνα παρά πάντα σε μια αγκαλιά να βρίσκεσαι. Αυτό είναι; Αυτό θέλεις τόσο πολύ;
Π.Ρ.: Ναι, νομίζω ναι, νομίζω ναι, εγώ δεν έχω τη δική σου αυτάρκεια και δύναμη έτσι με τους άλλους. Εξάλλου θυμάσαι και που ήμουν κολλημένος επάνω σου.
Σ.Λ.: Ήσουν κολλημένος επάνω μου. Να, το βλέπεις; Αυτό το βρίσκω και στον εαυτό μου τώρα αυτό. Τώρα μιλάμε για σένα αλλά βρίσκω κι εκείνα που ένιωθα εγώ. Τι μου άρεσε, αυτό που ζητούσες από μένα. Αυτή την αγκαλιά, αυτό το πιάσιμο του αυτιού, να κάνεις την πιπίλα, να κοιμηθείς και να είμαι κοντά σου. Βλέπεις αυτά τα δέχομαι, τα δέχομαι όταν έρχονται μόνα τους και όχι να τα ψάξω εγώ να τα ζητήσω. Τώρα που ήρθατε είπα, τι ωραίο που είναι μερικοί άνθρωποι να σε αγαπάνε και να σε θυμούνται.
Π.Ρ.: Δε μου λες, νομίζεις ότι γενικώς οι γονείς μου με κακομαθαίνανε από την πολλή προστασία;
Σ.Λ.: Ο πατέρας σου. Ο πατέρας σου, σου είχε τρελή αδυναμία. Ίσως γι’ αυτό και εμένα. Γιατί έβλεπε ότι ήμουνα πάρα πολύ κοντά σου. Εκείνο που δε δεχόταν ποτέ είναι να τσακώνεσαι με τη Μαρία. Η Μαρία έφταιγε πάντα. Η Μαρία. Τότε ίσως επειδή ήτανε και μεγαλύτερη.
Π.Ρ.: Ήταν λίγο άδικος δηλαδή σε αυτό.
Σ.Λ.: Ναι, σου είχε τρομερή αδυναμία και θυμάμαι ότι του άρεσε πάρα πολύ όταν κρυολογούσες να...το μεγαλοποιώ κι εγώ. Ναι, δεν κοιμήθηκε τη νύχτα, του είχε βουλώσει η μύτη. Αυτά ήθελε. Ποτέ δεν τόλμησα να πω μα δεν θα το κοροϊδέψουμε. Πάμε να το πειράξουμε, πάμε να φάμε κάτι που η μαμά είπε, μην το πειράξετε, ξέρω γω τι. Μπορεί να μην είπε μην το πειράξετε. Το είχα πει κάποτε, πώς μπορείτε ας πούμε, κάποιους ανθρώπους που δεν τους πάτε την άλλη στιγμή να μην το δείχνετε και μου λέει αυτή είναι η κοινωνία, αυτή είναι η πολιτική στη δουλειά. Δεν μπορώ να δείξω αυτά που αισθάνομαι σε ανθρώπους που υπάρχει κάποια σχέση. Ποτέ. Όχι για κανέναν δεν δυσανασχετούσε. Τώρα, δεν την άκουσα ποτέ να παραπονεθεί. Πάντα ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτός, ευπρόσδεκτος.
Π.Ρ.: Είχες πει κάποτε ότι ήτανε πολύ του πρέπει. Τι εννοούσε με αυτό;
Σ.Λ.: Ήτανε, κοίταξε, του πρέπει. Πρέπει να γίνει αυτό, αυτό δεν πρέπει να γίνει. Ήτανε πάρα πολύ. Ήθελε και το είχε πει και ο πατέρας σου, ήτανε πάντα, ήθελε να είναι εντάξει. Έστω κι αν αυτό δεν της πήγαινε πολύ. Αυτό δεν πρέπει να γίνει, αυτό πρέπει να γίνει.
Π.Ρ.: Άσχετα από την επιθυμία της.
Σ.Λ.: Άσχετα από την επιθυμία της, ακριβώς. Στο πρέπει έπνιγε κάθε επιθυμία της, κάθε χαρά της γιατί δεν πρέπει να το δείξει γιατί δεν πρέπει να κάνει εκείνο. Ήταν ένας άνθρωπος του κατεστημένου μπορώ να πω.
Π.Ρ.: Γιατί λες ότι ο μπαμπάς τής το είχε πει, θυμάσαι κάτι;
Σ.Λ.: Σε τι;
Π.Ρ.: Λες, και ο μπαμπάς το είχε παρατηρήσει αυτό το πρέπει.
Σ.Λ.: Α! ναι. Θυμάμαι κάποια μέρα εκεί στο διάδρομο που αρνείται ο πατέρας σου για κάτι και ξέρεις, δεν έδινα και πολύ σημασία δεν μπορούσα να παρακολουθήσω και τι λέγανε: «μα Λιζού μου» λέει «φτάνει πια αυτά τα πρέπει σου, φτάνει αυτά τα πρέπει δεν τα μπορώ. Ας κάνουμε και κάτι που εμείς θέλουμε». Και θυμάμαι, για αυτό το θυμάμαι που είπα, α! καλά το έχω αντιληφθεί που η Λίζα είναι άνθρωπος του πρέπει. Και του καθώς πρέπει και του πρέπει.
Π.Ρ.: Με τον μπαμπά τσακωνόντουσαν ποτέ;
Σ.Λ.: Όχι, ποτέ, ποτέ. Κοίταξε εάν υπήρχε κάποια διαφορά κλεινόταν στο δωμάτιο μέσα. Ποτέ καβγά δεν είδα εγώ, όχι. Μα η μητέρα σου ήταν. Όχι με τον πατέρα σου. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τσακωθεί με οποιονδήποτε. Η μητέρα σου είχε ένα χάρισμα. Αυτό πραγματικά ίσως το δεις και εσύ αν δεν το έχεις δει ακόμα μπροστά σου. Σε έκανε να δεις κάτι, να νιώσεις κάτι όπως αυτή το ήθελε. Χωρίς να σε πιέζει, χωρίς να σε υποχρεώνει, είχε αυτή τη συμπεριφορά. Σου έλεγε, «Σύλβια εγώ νομίζω ότι αυτό δεν είναι σωστό». Είχε τέτοιο τρόπο που σε μάγευε. Και να σκεφτείς μετά και να πεις, ναι, έχει δίκιο. Εγώ πολλά πράγματα έμαθα από τη μητέρα σου, πάρα πολλά. Πολλά πράγματα της έλεγα, και τα έβλεπα στραβά και με το δικό της τρόπο τα έβλεπα μετά ότι είναι αυτά που πρέπει να είναι. Και είναι ακόμα έτσι, νομίζω. Ε; Γιατί το σκέφτεσαι;
Π.Ρ.: Όχι, όχι, έτσι πρέπει να είναι.
Σ.Λ.: Χωρίς να σου επιβάλλεται. Χωρίς να σε υποχρεώνει. Κάποτε θυμόμουν πολλά πράγματα που είχα μάθει, τώρα δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Τώρα βρίσκομαι σε… δεν είμαι και προετοιμασμένη μέσα στο μυαλό μου.
Π.Ρ.: Εννοείς πράγματα για τη σχέση των ανθρώπων;
Σ.Λ.: Ναι βέβαια, για τη σχέση των ανθρώπων.
Π.Ρ.: Μετά που έφυγες διέκοψες την επικοινωνία; Δηλαδή η υπόλοιπη ζωή σου έφτασε σε μας ή απλώς τυχαία. Είχες αλληλογραφία, ερχόσουν ποτέ, μίλαγες με τη μαμά;
Σ.Λ.: Ναι, πως, βεβαίως. Είχα έρθει και στην Αθήνα και θυμάσαι που λέγαμε και η Μαρία είχα πάρα πολύ την επικοινωνία μαζί της, γνώρισε τις κοπέλες. Είχα μιλήσει για το γάμο μου, για το χωρισμό μου. Αλλά αυτά όλα πάλι γυρίζουνε σε μένα. Είμαι άνθρωπος που όταν μου συμβαίνει οτιδήποτε, χαρά ή λύπη, την περιορίζω πάρα πολύ σε μένα. Δεν ανοίγομαι, δεν απλώνομαι. Δεν θέλω να μιλάω. Και καμιά φορά όταν πήγαινα Αθήνα έλεγα, να πάω να τους βρω; Δεν ξέρω τώρα λέω, αν αυτό είναι παρελθόν, τώρα τι να πω που χώρισα; Δεν ξέρω βέβαια, δεν υπήρχε, δεν ήταν και τα τηλέφωνα όπως είναι τώρα. Πόσο καιρό είναι που έχουμε και τηλέφωνο; Κάποτε δεν είχα και τηλέφωνο για να επικοινωνήσω. Αλλά αυτό δεν γινόταν γιατί δεν ένιωθα την ανάγκη. Περισσότερο από τον κάθε ένα και από την ίδια μου την αδερφή θα μπορούσα να μιλήσω στη μητέρα σου για ό τι μου συμβαίνει. Αλλά Πλάτωνα, ετούτο θέλω να μου εξηγήσεις να μου πεις τι είναι, και αυτό το έχει και η Μαρία το βρήκε και αυτή ότι το’χει. Όταν μου συμβαίνει κάτι και το πω σε δεύτερο πρόσωπο το βλέπω βουνό. Ενώ όταν το κρατάω για μένα και το αναλύω μόνη μου, είμαι πιο ήρεμη και το βλέπω πιο μικρότερο το πρόβλημα. Έτσι και τολμήσω και πω το πρόβλημά μου, δεν ξέρω, απλώνεται μπροστά μου σαν παγόβουνο. Σε οποιοδήποτε το πω. Στο ίδιο μου το παιδί, στη μάνα μου την ίδια. Ποτέ δεν τα έλεγα. Μόνη μου. Αντίθετα βέβαια, η Ελευθερία είναι ο άνθρωπος που θέλει να το πει, να το ανοίξει, να το πετάξει, να το πει στον Πλάτωνα, στη Νανά, να να να να. Και η Μαρία μου λέει, μαμά και εγώ το ίδιο είμαι σαν και σένα. Όταν λέω το πρόβλημά μου το βλέπω πολύ πιο μεγαλύτερο, όταν το πω. Ενώ όταν το δω, το αφήσω μόνη μου… Και τη λύπη μου έτσι την παίρνω μόνη μου, και τη χαρά και όλα. Τώρα αυτά τι είναι όλα αυτά;
Π.Ρ.: Είναι πώς είναι φτιαγμένος ο κάθε άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε πιο σοβαρό, ούτε πιο...
Σ.Λ.: …φυσιολογικό ή όχι.
Π.Ρ.: Ήρθα εδώ με τη Νανά. Εσύ δεν είχες καμία γνώση για το τι έκανα εγώ στη ζωή μου και τα λοιπά, αλλά φάνηκε ότι με τη Νανά τα πήγατε καλά αμέσως.
Σ.Λ.: Αμέσως μου άρεσε η Νανά. Αμέσως. Δε νομίζω εγώ. Μα η Νανά είναι ένας άνθρωπος που αμέσως μαρκάρεις τι είναι. Τι θέλεις τώρα να ψάξεις δηλαδή;
Π.Ρ.: Όχι, όχι, δεν ψάχνω, απλώς μου κάνει εντύπωση ότι τόσο γρήγορα ίσως είχες τη διαίσθηση ότι η Νανά μου κάνει ότι ταιριάζω, ότι είναι καλός άνθρωπος. Πόσο γρήγορα το είδες αυτό.
Σ.Λ.: Από μακριά που την είδα, αμέσως από τη σιλουέτα της κατάλαβα που πρόκειται περί ανθρώπου ποιότητας. Και δεν είναι οποιαδήποτε φιλενάδα. Οποιαδήποτε εσύ δεν θα μπορούσες να βρεις, αλλά δεν ξέρω αν έβλεπα τη Μαίρη αν θα μου άρεσε. Δεν ξέρω.
Π.Ρ.: Και βλέποντας με εμένα μετά από τόσα χρόνια και συζητώντας, βλέπεις τις ίδιες αδυναμίες που είχα παιδί, βλέπεις τον ίδιο άνθρωπο;
Σ.Λ.: Ναι. Διαπιστώνω ότι έχεις πολύ ανάγκη από γυναίκα. Ίσως από μητέρα. Αυτό που είπα πριν, θέλεις να βρίσκεσαι σε μια γυναικεία αγκαλιά.
Π.Ρ.: Ναι, αλλά είπες χθες ή εσύ ή η Μαρία δεν θυμάμαι και κάτι για έναν, για έναν παιδικό χαρακτήρα που έχω. Αυτό φαίνεται;
Σ.Λ.: Α! ναι, ναι. Είσαι ένα μεγάλο παιδί, εγώ το είπα. Ήσουνα μεγάλο παιδί, ναι, φαίνεται. Κοίταξε, αυτός που είσαι θα πρέπει να αρέσει πάρα πολύ σε μεγάλη αριθμό γυναικών. Είσαι πάρα πολύ προστατευτικός.
Π.Ρ.: Ενώ ταυτόχρονα είμαι παιδί που υποτίθεται ότι…
Σ.Λ.: Ναι ναι. Είσαι παιδί, είσαι παιδί στην ψυχή, ένα άκακο πλάσμα. Δεν νομίζω ότι... Είσαι έξω ψυχή λίγο, έξω καρδιά. Πάρα πολλά πράγματα μου αρέσουν από αυτά που είπες. Τα είπες έτσι διαδοχικά όταν…Έχεις ένα ιπποτισμό. Είσαι άκακο πλάσμα. Ένας άνθρωπος, ένα παιδί μπορώ να πω. Για να δώσεις και αν βρεθεί κάποιος ευσυνείδητος θα σου δώσει, δεν θα αρπάξεις ποτέ. Αλλά κερδίζεις πάρα πολύ με το που δίνεις εσύ γιατί, δεν είναι να δίνεις μονάχα. Δίνεις και ωραία.
Π.Ρ.: Ναι, αλλά από τα πράγματα που είπες είναι δυο πράγματα που είναι επικίνδυνα, που είπες προηγουμένως. Αναφέρθηκες πρώτα σε έναν εγωισμό που έχω που το βλέπω και δεύτερο...
Σ.Λ.: Κοίταξε, ο εγωισμός είναι με την καλή έννοια του εγωισμού. Αν δεν είχες και αυτό τον εγωισμό, τότε έχεις τον εγωισμό που μπορεί να σε κρατήσει στο ύψος σου που δεν θα σου φθείρει την προσωπικότητά σου. Ως εκεί. Έχεις αυτό τον εγωισμό που δεν θα φθείρει την προσωπικότητά σου ακριβώς. Και ευτυχώς που υπάρχει αυτή η, πώς να την πω τη λέξη, έχεις τον εγωισμό αυτόν για να μπορεί να σε κρατάει σε μία ισορροπία, διότι αυτή την καλοσύνη, αυτό το άνοιγμα ψυχής που έχεις και αυτή την προσφορά που έχεις, είσαι τόσο πρόσφορος που αν δεν είχες τον εγωισμό αυτό να σε κρατάει σε μία ισορροπία, τότε…
Π.Ρ.: Και το άλλο που αναγνωρίζω ότι πιθανόν να έχω ακόμα είναι αυτό που χαρακτήρισες, λέω τη λέξη χωρίς να είναι ακριβώς ίσως η σωστή, αυτή τη μιζέρια που είχα μικρός. Μου φαίνεται ότι το κουβαλάω αυτό ακόμα ίσως μια καψούρα.
Σ.Λ.: Ναι, ναι. Ασχολείσαι λίγο και πάρα πολύ με αυτά που σου συμβαίνουν απάνω σου. Ίσως το έχω εντοπίσει γιατί έτσι είναι και η Ελευθερία. Έτσι ήτανε και ο άντρας μου και πολλές φορές της λέω, έχεις μοιάσει του πατέρα σου. Αυτή τη μιζέρια έχεις. Τη μιζέρια τη σωματική δηλαδή, που ασχολείσαι πάρα πολύ...
Π.Ρ.: Μπορεί σε αυτό να έφταιξε και η ανατροφή μου; Δηλαδή ο μπαμπάς, αυτά που είπες πριν;
Σ.Λ.: Η πολύ προσοχή του πατέρα σου, βέβαια. Μα σου λέω παιδί μου, γινότανε ΧΧΧΧΧ. Μα αυτό τώρα, δεν είναι βέβαια φυσιολογικό για ένα παιδί. Επειδή φτερνίστηκε ο Πλάτωνας γινότανε το σώσε μέσα στο σπίτι. Δεν τόλμησα ποτέ, όχι, δεν ήσουνα και παιδί για να σου κάνω παρατήρηση Ήσουνα τόσο καλό μωρέ Πλάτωνα, τι γλυκό παιδί που ήσουνα. Φορούσες και ένα πουλόβερ, ακόμα και το πουλόβερ που φορούσες ήταν μαλακό από ωραίο μαλλί και όταν σε έβανα εδώ έτσι κι εγώ ένιωθα μία θαλπωρή. Τη θαλπωρή αυτή που έπαιρνες εσύ από εμένα την έπαιρνα κι εγώ από εσένα. Αν καμμιά φορά σου έκανα καμιά παρατήρηση επειδή τσακωνόσουν με την Μαρία ή ξέρω γω κάτι η Μαρία δεν σε άφηνε ξέρω εγώ, τι γινόταν ο πατέρας σου. Μη τα νευράκια του και τα νευράκια του όλη μέρα. Σηκωνόταν από την κάμαρα, φτερνίστηκε ο Πλάτωνας; Ναι. Το παιδί κρύωσε και πού κρύωσε και τι παράθυρο ανοίξατε και τι πόρτα ανοίξατε και τι χαραμάδα. Γινόταν χαμός.
Π.Ρ.: Και στις εκδρομές το ίδιο θυμάμαι.
Σ.Λ.: Οι εκδρομές!! Εσύ ήθελες να καθίσεις κοντά μου. Εγώ δεν σε ήθελα γιατί με ζάλιζε το αυτοκίνητο και φοβόμουνα τις συνέπειες της ναυτίας και λέω να έχω το παιδί; Τίποτα, το παιδί κοντά στη Σύλβια. Όπως οδηγούσε ο πατέρας σου έβλεπε είσαι στην αγκαλιά μου ή δεν είσαι; Μη στερηθεί και την αγκαλιά μου ο Πλάτωνας. Το ίδιο και στις εκδρομές. Το καλύτερο ξενοδοχείο, το καλύτερο φαγητό, μη κρυώσει. Άσε που είχε τη μανία πάντα να σου βάλει σκούφο στο κεφάλι και κασκόλ. Κι αυτά βέβαια ήτανε χειρότερα γιατί κάποια στιγμή εσύ έβγαζες το κασκόλ κι εκεί είναι που κρύωνες. Είχες και ευαισθησία στη μύτη σου και τσούν τσούν, σαν τη γάτα φτερνιζόσουν.
Π.Ρ.: Έτσι συνεχίζει τη ζωή η ίδια, έτσι, αυτό είναι.
Σ.Λ.: Και έτσι συνεχίζεται τη ζωή. Τώρα, τι συμπέρασμα βγάλαμε; Εσύ το ξέρεις.
Π.Ρ.: Καλά ήταν όλα τα συμπεράσματα. Η γενική εικόνα νομίζω ήταν θετική, αισιόδοξη. Χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας.
Σ.Λ.: Ναι Πλάτωνα μου, ναι. Το σημαντικότερο αυτό είναι πραγματικά.
Π.Ρ.: Λοιπόν τελειώσαμε εδώ.
Σ.Λ.: Δεν πήρες τίποτα. Στέγνωσε το στόμα σου Ε;
Π.Ρ.: Μία χαρά είναι.
Σ.Λ.: Μια πορτοκαλάδα θα στην κάνω τώρα.
Π.Ρ.: Όχι νερό, νερό σκέτο.