Πλάτων Ριβέλλης: Tο πρόβλημα των σχέσεων, της φωτογραφίας με τη ζωγραφική είναι παλιό, τραυματικό και έχει ξαναέρθει στην επιφάνεια με πολύ μεγάλη ένταση. Ο κόσμος αναρωτιέται πού τελειώνει το ένα, πού αρχίζει το άλλο και ποια είναι η σχέση τους.
Η φωτογραφία όταν ξεκίνησε αντιπαρατέθηκε στην ζωγραφική για τον απλούστατο λόγο ότι έκλεβε κάτι από το μέχρι τότε μονοπώλιο της ζωγραφικής. Η ζωγραφική ήταν το κατεξοχήν μέσο που αποτύπωνε την πραγματικότητα, όσο μπορεί μια τέχνη να την αποτυπώσει, αλλά ήρθε η φωτογραφία και της έκλεψε την αληθοφάνεια. Από την άλλη μεριά, η ζωγραφική είχε πίσω της αιώνες καθιέρωσης και η φωτογραφία λίγο το ζήλευε αυτό.
Από τότε μέχρι σήμερα υπήρξαν εποχές μεγάλου έρωτα, μεγάλες αντιπάθειες, μεγάλης περιφρόνησης.
Και κατά καιρούς είχαμε και κινήματα, όπως το περίφημο κίνημα του πικτπριαλισμού στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα που βγάλανε πολλές φωτογραφίες που εμιμούντο σε απλοϊκό βαθμό την ακαδημαϊκή ζωγραφική της εποχής. Υπάρχει πράγματι μια αναβίωση στις μέρες μας. Η φωτογραφία (να το πούμε έτσι λίγο αστεία) μπήκε στα σαλόνια. Πήρε «επιτέλους» τους τίτλους ευγενείας της. Οι φωτογραφίες στάθηκαν λίγο καλύτερα. Ότι τους λαμβάνουν υπόψη. Αυτό έχει καλά και κακά.
Πρώτα από όλα η φωτογραφία δεν συγγενεύει μόνο με τη ζωγραφική, όπως πολύ λογικά μπορεί να σκεφτεί κανείς. Συγγενεύει και με τον κινηματογράφο, ο οποίος βγήκε από τη φωτογραφία. Αλλά ο κινηματογράφος ακολούθησε ένα πολύ δικό του δρόμο, παρά το ότι συγγενεύει με το μυθιστόρημα, παρά το ότι συγγενεύει με το θέατρο μπόρεσε λόγω της δύναμης του να ακολουθήσει ένα δικό του δρόμο.
Η φωτογραφία συγγενεύουν με την ποίηση. Είναι ένα είδος οπτικής ποίησης, συγγενεύει πάρα πολύ με τη γλυπτική για πολλούς λόγους πρακτικούς και ουσιαστικούς.
Η αρχική μου λοιπόν τοποθέτηση είναι ότι χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι συγγένειες. Χαίρομαι που η μία τέχνη μπαίνει στα χωράφια της άλλης. Αυτό δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο δυναμισμό για όλες. Απλώς θα ήθελα, και εξακολουθώ να το εύχομαι, να μην απορροφήσει η μία την άλλη.
Να συνυπάρχουν οι τέχνες σαν διαφορετικές γλώσσες, με διαφορετικές πειθαρχίες και με πολύ αβέβαια τα σύνορά τους. Αυτό είναι και πολύ γοητευτικό δηλαδή.
Η ζωγραφική δεν είχε ποτέ σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στη φωτογραφία, είχε όμως αναμφισβήτητα ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας. Σχεδόν την αγνοούσε. Νομίζω ότι αν πριν από μερικά χρόνια ρωτούσαμε οποιονδήποτε ζωγράφο ή ιστορικό τέχνης, θα ήξερε πολλά πράγματα για την ιστορία της φωτογραφίας, αλλά δεν θα μπορούσε να αναφερθεί σε μεγάλο ονόματα και, μια και μιλήσαμε πριν για χρήματα, τη δεκαετία του ΄60 φωτογραφίες που σήμερα πωλούνται πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ επωλούντο γύρω στα 10, 20, 30 ευρώ το πολύ.
Και για τη ζωγραφική και για τον κινηματογράφο η πρωτοτυπία δεν έγκειται τόσο στα θέματα, όσο στον τρόπο χειρισμού τους. Πιο πολύ με ενδιαφέρει ότι η κάθε τέχνη είναι μια γλώσσα και ο κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί να δει τα όρια αυτής της γλώσσας, ή τι εκφράζει καλύτερα.
Δηλαδή δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η πραγματικότητα στη φωτογραφία είναι το πρωταρχικό κλειδί της προσέγγισης της. Ακόμα και ο Gursky όταν φωτογραφίζει ένα κτίριο ή μία παραλία δεν απομακρύνεται από το πραγματικό γεγονός. Παίζει ένα είδος τένις όπου ο συμπαίκτης του είναι η πραγματικότητα, που του πετάει την μπάλα πίσω στη ζωγραφική. Αυτό είναι πολύ λιγότερο εμφανές και έντονο, διότι την πραγματικότητα την έχει ο ζωγράφος σαν αφετηρία και την αλλάζει από την αρχή.
Οι ζωγράφοι χρησιμοποίησαν (όταν χρησιμοποίησαν) τη φωτογραφία με πολύ χαλαρή συνείδηση, με περιέργεια, θεώρησαν ότι η φωτογραφία είναι ένα πολύ παράξενο και ωραίο εργαλείο που αποτυπώνει την πραγματικότητα, δεν της έδωσαν μεγάλη σημασία και μεγάλο βάρος και για αυτό πολλοί απέδωσαν πάρα πολύ σημαντικά έργα, αλλά με αφορμή τη φωτογραφία.
Στον διάλογο ζωγραφικής και φωτογραφίας φτάνουμε σε ένα κίνημα που έγινε γνωστό ως Φωτορεαλισμός ή Φωτογραφικός ρεαλισμός, όπου εκεί πιστεύω ότι πέσαμε στην παιδική αμαρτία. Καταρχήν ας μη ξεχνάμε ότι κάθε τάση στην τέχνη έρχεται μετά από το αντίθετό της. Είχε προηγηθεί η μεγάλη άνθιση του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και ξαφνικά σαν αντίδραση βγήκε ο φωτογραφικός ρεαλισμός. Που είναι στην ουσία μια εξέλιξη, αυτό που λένε στην Αμερική illustration, δηλαδή εικονογράφηση. Οι γραφίστες που είχανε φτάσει με τους αερογράφους και άλλα εργαλεία σε εκπληκτική τεχνική δεινότητα, θέλησαν να κάνουμε μια επίδειξη εικονογράφηση.
Στην περίπτωση του Φωτορεαλισμού έχουμε τους ζωγράφους, οι οποίοι και σήμερα ακόμη πολλοί από αυτούς με σημαντικά ονόματα και αξιόλογες δουλειές υποστηρίζουν κυρίως το γεγονός ότι εικονοποιούν έναν κόσμο που θα μπορούσε να το κάνει η φωτογραφική μηχανή. Το λένε και οι φιλότεχνη αυτό βλέποντας τέτοιες δουλειές που όμως εκείνοι δίνουν μια άλλη διάσταση πέρα από τον φακό.
Ο φωτο-ζωγράφος έχει ξεκινήσει από μια φωτογραφία, την οποία αντιγράφει πλήρως, εγώ όμως βλέπω ότι η τεχνική δεν υπηρετεί πια την πειθαρχία και τη γλώσσα τού μέσου, δηλαδή η τεχνική δεν προσπαθεί να σπρώξει τα όρια της ζωγραφικής και να εκφράσει καλύτερα τον κόσμο του ζωγράφου. Έχω την αίσθηση ότι εξαντλείται στην ικανότητά του. Δηλαδή πιστεύω ότι είναι μια λάθος χρήση της τεχνικής. Η τεχνική δηλαδή γίνεται ο μαθητευόμενος μάγος που διογκώνεται και παύει να υπηρετεί ένα περιεχόμενο. Μιλάω, εντελώς προσωπικά, δεν θέλω να θεωρηθώ δογματικός.
Αυτή η φωτογραφία, η ζωγραφική φωτογραφία, θα μπορούσε να έχει γίνει από οποιαδήποτε φωτογραφική μηχανή και να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Εάν έρθει ο Gursky και μας πει «μα εγώ κάνω φωτογραφία», δεν βλέπω να κάνει κάτι λιγότερο ή κάτι χειρότερο. Και θα έχει δίκιο. Διότι δεν κάνουμε διαγωνισμό ικανοτήτων, δεν λέμε ότι το έκανε με μια μηχανή, ενώ ο άλλος το έκανε με πινέλο και αερογράφο και είναι πιο ικανός. Δεν είναι τεχνική. Είναι διαγωνισμός περιεχομένου.
Και βέβαια κάθε φορά που μιλάμε για ένα κίνημα δεν το καταδικάζουμε μέσα στην ιστορία της τέχνης. Είναι πάντοτε σημαντικό. Το ζητούμενο όμως είναι εάν αυτό το κίνημα έβγαλε μεγάλα έργα.
Ο Richter όμως παίρνει τη φωτογραφία και την επαναφέρει σε κάτι ουσιαστικό. Γι’ αυτό κι’ εγώ ως φωτογράφος του βγάζω το καπέλο. Διότι παραμένει ένας ζωγράφος που έχει πολύ έξυπνα χρησιμοποίησε τη φωτογραφία από ό,τι ο Raushenberg που την ενέταξε απολύτως μέσα στο εικαστικό αποτέλεσμα. Ο Richter αλλοιώνει τη φωτογραφία ζωγραφικά, την φτάνει σε ένα όριο και ενώ θα μπορούσε να την εξαφανίσει και να καταλήξει σε έναν απόλυτα ζωγραφικό αποτέλεσμα, έχει ένα ζωγραφικό πίνακα με μνήμες φωτογραφίας. Με αποτέλεσμα ο θεατής να βλέπει έναν πίνακα που τον παραπέμπει σε μια φωτογραφία. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι δεν είναι η φωτογραφία. Το σημαντικό είναι ο πίνακας, δηλαδή για μένα αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία, διότι σημαίνει ότι αυτός ο ζωγράφος και γι΄ αυτό χωρίς δισταγμό τον λέμε ζωγράφο, προσπαθεί να προχωρήσει τη δική του γλώσσα, την πειθαρχία της ζωγραφικής του, εκμεταλλευόμενος ένα άλλο μέσο για το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, δεν φαίνεται να έχει και μεγάλο σεβασμό. Και αυτό εγώ το βρίσκω συμπαθητικό, δεν μπορείς να χαλιναγωγήσεις, να πλάσεις κάτι το οποίο σου δημιουργεί δέος.