Πλάτων Ριβέλλης: Το 2005 μου ζητήθηκε από τον κύριο Λάλα και τον κύριο Μάνο που σχεδίασαν το πρόγραμμα που ονομάστηκε Μέγαρον Plus και περιλαμβάνει όλες τις μη μουσικές εκδηλώσεις του Μεγάρου Μουσικής, να προτείνω ιδέες για εκθέσεις φωτογραφίaς.

Θεωρήσαμε τότε ότι το να διοργανώσω εκθέσεις των μεγάλων φωτογράφων που θαυμάζω δεν ήταν αρκετό για το κοινό, διότι ο κόσμος συνήθως ταυτίζει τη φωτογραφία με τα θέματα και το περιεχόμενό τους, άρα θα ήταν καλό παράλληλα με τις εκθέσεις-μονογραφίες να παρουσιάζονται και θεματικές εκθέσεις εφαρμοσμένων ειδών φωτογραφίας. Φυσικά είχε και η μόδα τη θέση της.

Ο κύριος Λάλας, αν θυμάμαι καλά, πρότεινε να ξεκινήσουμε με τη φωτογραφία μόδας. Προς στιγμήν ένιωσα ένα σοκ, διότι με κατηγορούσαν ότι δεν εντάσσω τη μόδα και τη φωτογραφία της στον καλλιτεχνικό χώρο. Θεώρησα όμως ότι αυτό ήταν μια πρόκληση και την αποδέχτηκα με μοναδικό όμως εκ μέρους μου όρο, τον οποίο όλοι αποδέχτηκαν, ότι οι επιλογές μου θα είναι αποκλειστικά δικές μου και αμιγώς φωτογραφικές. Στο κάτω-κάτω επρόκειτο για έκθεση φωτογραφίας και όχι μόδας.


Οι επιλογές μου ήταν πραγματικά προσωπικές και το λέω απολογούμενος γιατί ο καθένας θα μπορούσε να κάνει εντελώς διαφορετική έκθεση με φωτογραφίες μόδας.

Εγώ όμως όποτε έπιανα περιοδικό μόδας στα χέρια μου, παρόλο που με ενδιαφέρει η φωτογραφία και ασχολούμαι με αυτήν, βαριόμουν θανάσιμα. Και προτιμώ να ασχολούμαι με τα υπόλοιπα άρθρα. Τις φωτογραφίες μόδας τις θεωρούσα όλες πανομοιότυπες, χωρίς «υπογραφή».

Από την εμπειρία μου από τα πολλά σχετικά βιβλία και λευκώματα που είχα συμβουλευτεί για τα μαθήματά μου περί φωτογραφίας είχα εντοπίσει στο παρελθόν αξιόλογους φωτογράφους μόδας.

Μερικοί (ευτυχώς ελάχιστοι) από τους θεατές την ημέρα των εγκαινίων διαμαρτυρήθηκαν διότι κατά τη γνώμη τους οι εκτιθέμενες φωτογραφίες δεν ήταν φωτογραφίες μόδας, παρόλο που η έκθεση περιλάμβανε τα πλέον διάσημα ονόματα της φωτογραφίας μόδας.

Με την έκθεση αυτή ήθελα αφενός να δείξω ότι υπάρχει μια σπουδαία φωτογραφία μόδας και ότι είναι καλό να τη δούμε και εμμέσως να την απαιτούμε.


Η λέξη μόδα σημαίνει πρώτον κάτι το εφήμερο. Κάτι που σήμερα υπάρχει και αύριο αλλάζει.

Σημαίνει δεύτερον μια καθαρά εμπορική φωτογραφία. Δεν ξυπνάει κανείς το πρωί για να κάνει μια φωτογραφία μόδας, αλλά την κάνει γιατί έχει ένα στόχο πολύ συγκεκριμένο. Πρέπει να προβληθεί ένα προϊόν. Τι είναι η φωτογραφία μόδας; Είναι μια διαφημιστική φωτογραφία. Από κει και πέρα, είναι πολύ μεγάλη κουβέντα εάν η διαφήμιση γενικά ή το εμπόριο γενικότερα είναι μέρος της καλλιτεχνικής έκφρασης και υπάρχει μια πολύ διαδεδομένη μεταμοντέρνα αντίληψη ότι είναι.

Παραμένει όμως ως βασικός στόχος η πώληση ενός εμπορεύματος και όταν λέω εμπόρευμα όχι αναγκαστικά μόνο ένα ρούχο, αλλά και ένα ύφος. Άρα ο δημιουργός της φωτογραφίας είναι υποχρεωμένος, για να κάνει καλά τη δουλειά του, να ενταχθεί στο πρόγραμμα και στον σκληρό και απαιτητικό στόχο του.

Μου έλεγαν οι φωτογράφοι μόδας ότι είναι τόσο κοστολογημένα όλα, ώστε τα μεγάλα περιοδικά ξέρουν πόσο στοιχίζει κάθε σελίδα τους. Αλλά και ο φωτογράφος μόδας είναι ένα κομμάτι μιας αλυσίδας που περιλαμβάνει ανθρώπους που κάνουν έρευνα αγοράς και ξέρουν εάν αυτό το είδος φωτογραφίας πουλάει ή δεν πουλάει, σε τι είδος κοινού απευθύνεται, ή το κάθε περιοδικό τι ύφος μόδας θέλει να έχει. Άρα ο φωτογράφος μόδας έχει πολλούς περιορισμούς να αντιμετωπίσει. Και εν τέλει πιστεύω ότι ο φωτογράφος μόδας είναι καλό να αγαπάει τη φωτογραφία όσο και τη μόδα.


Προσπάθησα επίσης να δείξω φωτογραφία που δεν την ξέρει ο κόσμος. Ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι μερικά από τα μεγάλα ονόματα του παρελθόντος δεν τα ξέρουν ούτε οι (σημερινοί) φωτογράφοι μόδας.

Ως προς τους φωτογράφους της σημερινής εποχής είχα ένα δίλημμα. Είναι πάρα πολλοί εκτός των άλλων διότι δεν έχει προλάβει να λειτουργήσει η επιλογή του χρόνου. Λίγο πολύ ο καθένας προσπαθεί να εντυπωσιάσει με κάτι καινούργιο και τελικά τίποτα καινούργιο δεν εμφανίζεται, διότι όπως ξέρετε, επαναλαμβάνουν όλοι αυτά που έχουν γίνει με άλλο τρόπο και εκεί εντάσσονται οι έλληνες φωτογράφοι, οι οποίοι κατά τη γνώμη μου δεν κάνουν τίποτα χειρότερο από τους σύγχρονους αλλοδαπούς φωτογράφους μόδας. Μερικές φορές τους μιμούνται και είναι πολύ λογικό και θέλησα να βάλω τη σημερινή παραγωγή κάτω από την ομπρέλα της ελληνικής φωτογραφίας. Για αυτό και δεν υπάρχουν στην έκθεση πολλοί νέοι ξένοι φωτογράφοι μόδας. Διότι υπάρχουν Έλληνες.


Ουσιαστικά είναι ένα η λέξη «καλλιτεχνική» που μας βασανίζει σε πολλές περιοχές με ερωτηματικό κατά πόσο δικαιούται να υπάρχει σε μια τέτοια κατηγορία εικόνων.

Μια λέξη κλειδί είναι η λέξη υπογραφή, δηλαδή εγώ ως επιμελητής είχα μια υπογραφή στην έκθεση, άρα είναι πολύ σημαντικό ότι η κάθε έκθεση είναι ταυτόχρονα μια πρόταση όχι μόνο των φωτογράφων, αλλά και εκείνου που τους επέλεξε. Εγώ επέλεξα τους φωτογράφους και επέλεξα και τις φωτογραφίες των φωτογράφων.

Ένας άλλος επιμελητής με τα ίδια πρόσωπα μπορούσε να καταλήξει σε μια διαφορετική έκθεση. Επίσης, όταν χρησιμοποιούμε προσδιορισμούς και ορισμούς, υπάρχει μια πολύ μεγάλη περιοχή ασάφειες, διότι τα όρια είναι πάντα ελαστικά. Προσωπικά πιστεύω ότι η διατύπωση ορισμών, έστω ελαστικών, βοηθάει τη σκέψη. Στο κάτω κάτω δεν ασχολούμαστε με την επιστήμη, αλλά με κάτι εξ ορισμού αφηρημένο.

Χωρίς κρίση δεν υπάρχει απόλαυση. Και κάθε κρίση προϋποθέτει σκέψη. Η σύγκριση είναι αυτή που μας δίνει το μέγεθος της ποιότητας, άρα της απόλαυσης. Αυτές οι φωτογραφίες μόδας, οι κατά την γνώμη πολύ ωραίες, που δείχνουμε στην έκθεση, δεν θα συγκριθούν με άλλες φωτογραφίες φωτογράφων που εγώ θα θεωρώ καλλιτεχνικές φωτογραφίες, διότι θα υπέφεραν και οι δύο πλευρές. Δεν υπάρχει πεδίο σύγκρισης. Εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με πολύ καλές φωτογραφίες που δεν τις απασχολεί πρωτίστως ο στόχος του καλλιτέχνη και η σχέση του με την καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο καλλιτέχνης έχει κυρίως δύο πράγματα να φροντίσει και να καλλιεργήσει. Τη θέση του μέσα στον κόσμο της τέχνης (ζωγραφικής, φωτογραφίας, κλπ.) και τη θέση του απέναντι στον υπαρκτό κόσμο, ο οποίος αποτελεί την πρώτη ύλη της δημιουργίας του. Και αυτό (τουλάχιστον για μένα) είναι ένα κριτήριο της τέχνης.

Ο φωτογράφος μόδας δεν έχει αυτή την υποχρέωση, ούτε αυτή την πολυτέλεια. Είναι υποχρεωμένος να μείνει στο επιφανειακό κέλυφος της μόδας, γιατί αυτό υπηρετεί εκείνη την ώρα και μπορεί να το κάνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη ποιότητα. Να φέρω το παράδειγμα ενός καλού δημοσιογράφο, ο οποίος μπορεί να κάνει ένα πολύ ωραίο κείμενο, αλλά θα είναι επικίνδυνο αν αυτό το κείμενο γίνει ποιητικό ή είναι ενδεχόμενο να γίνει ποιητικό, διότι τότε δεν θα υπηρετεί τη δημοσιογραφία.

Βεβαίως κάποιος άλλος μπορεί (και έχει κάθε δικαίωμα) να μη βάζει τις προϋποθέσεις για την τέχνη που βάζω εγώ. Ας πούμε, για μένα στην τέχνη έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η προσωπικότητα του δημιουργού, η οποία είναι το βασικό στοιχείο που θεμελιώνει την πρόταση μου στην έκθεση του Μεγάρου Μουσικής. Έκανα κάτι λίγο πονηρό, λίγο αυθαίρετο, λίγο επικίνδυνο.

Ενέταξα μέσα στη φωτογραφία μόδας το έργο μιας κοπέλας η οποία ήθελε να κάνει φωτογραφία μόδας, αλλά δεν έγινε ποτέ φωτογράφος μόδας. Αναφέρομαι στη Francesca Woodman. Έβαλε τον εαυτό της ως μοντέλο και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Χρησιμοποίησε ρούχα, χρησιμοποίησε το δικό της χώρο. Και προτού μπει στον κόσμο της μόδας, προτού μπει στο εμπόριο, προτού μπει στη διαφήμιση, αυτοκτόνησε.

Βλέπουμε λοιπόν μια δουλειά η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μόδας, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο (και αυτό το πρόσεξαν οι περισσότεροι θεατές της έκθεσης) μοιάζει διαφορετική. Και πιστεύω διότι εκεί το προσωπικό στοιχείο κυριαρχεί. Υπερτερεί τής άψογης εμπορικής κατασκευής.

Πιο πολύ με ενδιαφέρει το ίδιο το ερώτημα, παρά το να καταλήξουμε εάν η μόδα είναι ή δεν είναι τέχνη. Κρίνω ως πολύ σημαντικό σε ποιο σημείο μιλάμε για μια πάρα πολύ καλή εφαρμογή και σε ποιο σημείο αρχίζουμε να μιλάμε για προσωπικό έργο. Διότι όπως γνωρίζετε, κάθε μέρα εδώ και πάρα πολλά χρόνια βλέπω φωτογραφίες. Και δεν βρίσκω πραγματικό ενδιαφέρον πάρα σε εκείνες που, ακόμα και αν δεν είναι άψογες, είναι πιο προσωπικές.

Το θέμα λοιπόν είναι, σε ποιο βαθμό μια τόσο εμπορική δουλειά, όπως είναι η βιομηχανία μόδας, τα περιοδικά μόδας και οι σχεδιαστές μόδες, επιτρέπουν την προσωπικότητα του φωτογράφου να παρεισφρήσει. Είναι ερώτημα απλώς.


Παρόλο που εγώ είμαι αυτός που (τουλάχιστον στη διδασκαλία μου) δεν θεωρώ ότι η φωτογραφία μόδας είναι ένα κομμάτι ακέραιο της τέχνης, προσπάθησα με την έκθεση αυτή να δείξω τα πιο κοντινά της όρια με την τέχνη.

Θα ήθελα να βάλουμε την εξής παράμετρο στη συζήτηση μας αυτή από την πλευρά ενός δημιουργού φωτογράφο. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι κάποιος από αυτούς τους φωτογράφους, ή και ένας νεότερος σήμερα, εργάζεται σε ένα περιοδικό. Έχει λοιπόν την ανάγκη να επιβιώσει μέσα από τη δουλειά του. Συγχρόνως όμως, ο ίδιος έχει και τη δυναμική μέσα του, την καλλιτεχνική, όπως είναι η περίπτωση της Francesca. Ίσως να θέλουν να κινηθεί και σε άλλες περιοχές στην, εξής μία, δηλαδή την περιοχή της τέχνης. Αυτό δεν του στερεί τη δυνατότητα να εργάζεται στο περιοδικό, αλλά ούτε και τη δυνατότητα όταν γυρίσει στο σπίτι του ή στο εργαστήριό του να κάνει κάτι άλλο. Και έχουμε τέτοιες περιπτώσεις.

Πιστεύετε ότι μια τέτοια προσωπικότητα, μια τέτοια ιδιοσυγκρασία, γιατί έχω την αίσθηση ότι βρίσκουμε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις στην έκθεση, βρίσκεται μπροστά σε ένα είδος ατομικού διχασμού;

Τι είναι ένα κομμάτι ζωής που του επιτάσσει να επιβιώσει μέσα από συγκεκριμένους κανόνες της παραγγελίας της μόδας και λειτουργεί μετά από κάποιες ώρες με έναν άλλον τρόπο, που τον περνάει σε μια άλλη περιοχή; Αυτό μπορεί να είναι ένα δίλημμα, να είναι μια σύγκρουση, να είναι τελικά δημιουργικά αρνητικό.

Δεν είμαστε και σίγουροι αν όλοι είναι ειλικρινείς, δηλαδή κάποιος που λέει ότι έχει λύσει ένα δίλημμα μπορεί να το κάνει γιατί μόνο έτσι μπορεί να επιβιώσει.

Πολλοί νέοι φωτογράφοι έχουν βρεθεί μπροστά σε αυτό το δίλημμα και η συμβουλή μου είναι να κάνει ο καθένας ό, τι καλύτερο μπορεί χωρίς να προδώσει ορισμένες αξίες που ο ίδιος έχει βάλει στον εαυτό του.

Υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να ξεφύγει κανείς. Ένας είναι να κάνουν άλλου είδους φωτογραφία για να επιβιώσουν και άλλου είδους για την προσωπική τους δουλειά. Άλλος τρόπος είναι να προσπαθήσουν να κάνουν όσο μπορούν τιμιότερα την εμπορική τους δουλειά και αν από κει μέσα προκύψει κάτι που μπορεί να το χρησιμοποιήσουν για ένα προσωπικό έργο, τόσο το καλύτερο και μάλιστα κάποτε είχα χρησιμοποιήσει τον όρο «οριακές εικόνες». Δηλαδή, μερικές φωτογραφίες μόδας που είναι κακές για μόδα, μπορεί να είναι πολύ καλές για το προσωπικό portfolio του φωτογράφου.

Το θέμα είναι πάντα ποιος κρίνει. Εγώ θα έλεγα ότι ο σχεδιαστής μόδας ή ο αρχισυντάκτης του περιοδικού μόδας ξέρει να κρίνει καλύτερα τι υπηρετεί τη μόδα.

Στην τέχνη αναφερόμαστε συχνά στη σχέση φόρμας και περιεχομένου. Και είναι πολύ λογικό στη φωτογραφία μόδας να παίρνει το πάνω χέρι η φόρμα, διότι το περιεχόμενο είναι δεδομένο. Και αν αρχίσει ο φωτογράφος να καλλιεργεί το περιεχόμενο, θέτει σε κίνδυνο το εμπορικό αποτέλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, έχουμε στη μόδα εξαιρετικές φορμαλιστικές φωτογραφίες.


Οι προπολεμικοί φωτογράφοι μόδας είχανε γενικότερη καλλιτεχνική παιδεία από τους σημερινούς λόγω ανατροφής και περιβάλλοντος. Και συνήθως ανάλογη παιδία είχε και το αντίστοιχο περιορισμένο κοινό στο οποίο απευθύνονταν. Ας μη θεωρηθεί αυτό ως ελιτισμός, αλλά για παράδειγμα ο Huene είχε μεγαλώσει στο παλάτι της Αγίας Πετρούπολης και η γιαγιά του τον πήγαινέ συχνά βόλτα στο υπέροχο μουσείο του Hermitage. Αλλά και το κοινό των ολίγων και διάσημων περιοδικών μόδας ήταν αναγκαστικά εξαιρετικά περιορισμένο.

Από την άλλη μεριά οι διάσημοι προπολεμικοί φωτογράφοι, αν και κατά τεκμήριο είχαν καλή γνώση της τέχνης, με σημαντικές επιρροές από την τέχνη της εποχής τους, ουδέποτε πίστεψαν ή ισχυριστήκαν ότι «κάνουν» τέχνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Huene (για μένα ίσως ο καλύτερος φωτογράφος μόδας) δεν έκανε ποτέ έκθεση καλλιτεχνική.


Ένα άλλο χαρακτηριστικό της μεσοπολεμικής εποχής στη Ευρώπη ήταν πως οτιδήποτε δημοσιευόταν σε ένα περιοδικό ήταν ήδη μια σημαντική έκπληξη για το κοινό. Κάτι αντίστοιχο συνέβη με τον κινηματογράφο. Το κοινό απολάμβανε ακόμα και δύσκολες ταινίες διότι ακόμα μαγευόταν από την εικόνα. Σήμερα τα άπειρα περιοδικά μόδας ανταγωνίζονται στην προσπάθεια να κερδίσουν λίγο περισσότερο από το τεράστιο αναγνωστικό κοινό, αναζητώντας με κάθε τρόπο κάτι επιφανειακά εντυπωσιακό. Σήμερα το κοινό, έχει βαρεθεί να βλέπει περιοδικά, άρα αυτοί που τα εκδίδουν σπρώχνουν τους φωτογράφους σε μια συνεχή (δήθεν) αναζήτηση του καινούργιου.


Μέσα στην πληθώρα των περιοδικών πόσο χρόνο διαθέτουμε για παράδειγμα για να τα διαβάσουμε προσεκτικά; Ή, για την ακρίβεια, να τα ξεφυλλίσουμε; Αυτό είναι πολύ κοντά στο πρόβλημα με το πώς βλέπουμε ένα έργο τέχνης μέσα σε ένα μουσείο, το οποίο έχει μια μεγάλη συλλογή. Πόσο χρόνο διαθέτει ο θεατής για αυτό; Άρα μοιραία αυτή η ιστορία δεν πάει πάρα πολύ καλά. Κάποιος πρέπει να αποσπάσει από αυτή την περιοχή την καλή δουλειά και να την περάσει ενδεχομένως σε έναν άλλο χώρο.

Ελπίζω λοιπόν με αυτή την έκθεση ότι θα βοηθήσω τον θεατή να πετύχει ορισμένα πράγματα. Και πάνω από όλα να δει φωτογραφία μόδας που δεν βλέπει συνήθως, αλλά που παραμένει επαγγελματική μόδα, αφού όλες οι φωτογραφίες της έκθεσης έχουν γίνει κατόπιν παραγγελίας, έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανήκουν σε σχεδιαστές.