Πλάτων Ριβέλλης: Ένας σημαντικός φωτογράφος, ο Walker Evans, έλεγε ή όλα είναι ντοκουμέντα ή τίποτα. Αυτό που ο κόσμος θα καταλάβει πιο πολύ είναι αυτό που λέμε ρεπορτάζ. Δηλαδή, τη δουλειά που κάνει ένας ρεπόρτερ του λόγου μπορεί να την κάνει και ένας ρεπόρτερ της εικόνας.
Από τη μια μεριά όλος ο κόσμος είναι εξοικειωμένος με τις φωτογραφίες των ειδήσεων, οπότε θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε φώτοειδησιογραφία. Δηλαδή, φωτογραφίες που έχουν σημασία μέσω της λεζάντας. Δηλαδή, αν δεις το πορτραίτο ενός πολιτικού, αν από κάτω δεν σου πει ποιος είναι ο πολιτικός ή δεν τον ξέρεις, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.
Αν σου δείξει έναν άνθρωπο με ένα ντουφέκι να πυροβολεί, από κάτω θα σου πει, αυτό είναι στο Ιράκ ή είναι στο Αφγανιστάν για να αποκτήσει κάποια σημασία η εικόνα. Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι αυτό το έχουμε λίγο βαρεθεί. Εγώ τουλάχιστον πάρα πολύ. Και όχι μόνο, το κάνει πιο αποτελεσματικά η τηλεόραση. Άρα ποιος ο λόγος να πηγαίνουν οι άνθρωποι και να ταλαιπωρούνται και, το τραγικότερο, να σκοτώνονται. Πιστεύω ότι αυτή η παλιά αίγλη της ενημέρωσης μέσω φωτορεπόρτερ που έτρεχε και πολεμούσε κι αυτός με κράνος, δεν έχει πια πολύ νόημα, αν είχε ποτέ νόημα. Δεν συνιστά πάντως ενημέρωση.
Από την άλλη μεριά, εάν κάποιος μας φέρει την αντίρρηση ότι έτσι βοηθάμε τον κόσμο να αλλάξει, εγώ θα έλεγα λίγο κυνικά ότι είμαστε η πιο ενημερωμένη γενιά ανθρώπων και δεν βλέπω τον κόσμο να έχει αλλάξει ιδιαίτερα.
Η εικόνα που παίρνουμε και από την τηλεόραση και από τις εφημερίδες είναι ότι ζούμε σε ένα τραγικό κόσμο όπου μόνο κακά πράγματα γίνονται. Αυτή λοιπόν η μιζέρια των ειδήσεων πολύ λογικά δημιουργεί στον θεατή μια τάση άμυνας. Δεν αντέχει να θεωρεί τα πάντα συνεχώς μαύρα και θωρακίζεται απέναντι σε αυτά, ή εξοικειώνεται με αυτά, ή τα περνάει στη λήθη, ή τα αντικαθιστά με άλλη τραγωδία. Η εμμονή στην ίδια τραγωδία καταντά αντιεμπορική. Οι φωτογράφοι πάνε όλοι στο ίδιο μέρος και όταν φύγουν πάνε πάλι όλοι στο ίδιο μέρος διότι αυτό τους ζητάνε τα έντυπα. Η προηγούμενη τραγωδία που συνεχίζει να είναι τραγωδία δεν έχει καμία πλέον δημοσιογραφική αξία.
Το λέω αυτό διότι θα πρέπει κάποτε να καταλάβουν οι φωτογράφοι, και νομίζω ότι έχουν ήδη αρχίσει να το καταλαβαίνουν, ότι αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια αξία η άμεση καταγραφή αυτών των τραγωδιών, ας το κάνει η τηλεόραση. Το κάνει καλύτερα, το κάνει άμεσα, μπαίνει στο σπίτι.
Επομένως, πιο πολύ θα ενδιέφερε ο φωτογράφος να κινείται στις παρυφές των γεγονότων και να καταγράφει αυτά τα οποία μπορεί να γίνουν ευρύτερης σημασίας εικόνες. Δεν βρέθηκα ποτέ σε αυτή τη θέση ενός φωτορεπόρτερ. Υποθέτω πως ένας άνθρωπος θα πρέπει ή να βοηθήσει ή να φύγει. Δηλαδή εάν αισθάνομαι ότι κάποιος πεινάει μπροστά μου, αν αισθάνομαι ότι κάποιος πεθαίνει και αιμορραγεί μπροστά μου, ή θα μπορέσω να κάνω κάτι να τον βοηθήσω ή θα φύγω από δειλία. Ένας φωτογράφος στην Αφρική είχε κάνει ένα ρεπορτάζ, το έκανε έκθεση στη Γαλλία και ομολόγησε σε ένα άρθρο του ότι το έκανα γιατί ήταν τέτοιος ο τρόμος του μπροστά στην φρίκη και στην αδυναμία του να βοηθήσω που σήκωνε τη μηχανή για να αμυνθεί. Και μην ξεχνάμε ότι αυτές οι φωτογραφίες πωλούνται.
Δεν νομίζω ότι οι φωτογράφοι αυτοί είναι στρατευμένοι. Ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Πρώτον σε αυτούς που έλκονται από το πεδίο της μάχης. Ο Don McCullin κάποτε αποφάσισε να φύγει από τα πεδία της μάχης και να γυρίσει στην Αγγλία και τελικά δεν μπόρεσε, διότι του άρεσε αυτή η αίσθηση του κινδύνου. Είναι λίγη αδρεναλίνη που σε ανεβάζει ψηλά. Στη δεύτερη κατηγορία είναι οι πολύ καλοί έμποροι που ξέρουν ότι αυτό ζητάει ο πελάτης, δηλαδή τα περιοδικά και οι εφημερίδες και πουλάνε αυτό που ζητά ο πελάτης.
Προφανώς είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε φωτογράφου να φωτογραφίζει νεκρούς και τραυματίες. Αυτό όμως που με ενοχλεί πάρα πολύ είναι η αισθητικοποίηση του τρόμου και της φρίκης. Ο άνθρωπος είναι πολύ επικίνδυνος. Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας είχε κυκλοφορήσει παράνομα μια βιντεοκασέτα που πουλιόταν απίστευτα λεφτά με ακρότητες που είχαν καταγράψει οι βιντεοκάμερες των τηλεοράσεων και τις οποίες ποτέ δεν έδείξαν οι τηλεοράσεις. Και κυκλοφορούσε όχι για να ανατραπεί κανένα καθεστώς, αλλά γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να βλέπουν αυτές τις φρικαλεότητες.
Επομένως, η στρεβλή χρήση των φωτογραφιών φυσικά και μπορεί να γίνει και αντικείμενο προπαγάνδας. Θα πω και κάτι ακόμα, ότι μπορεί και να σκηνοθετηθούν φωτογραφίες χωρίς εμείς να το ξέρουμε. Το ψέμα είναι μέρος της φωτογραφίας. Άρα αυτό απαιτεί ακόμα πιο ηθική στάση (και αντίσταση).
Τώρα, ας πάμε σε έναν από τους πρωτοπόρους του φωτογραφικού ρεπορτάζ. Τον Mathew Brady. Εμφύλιος πόλεμος στην Αμερική, σκεφτείτε τι τεράστιες μηχανές και δυσκολία είχανε. Επειδή ακριβώς δεν μπορούσε να κάνει αυτό που λέμε το άμεσο ρεπορτάζ, δεν είχε φορητές μηχανές, oι φωτογραφίες που έκανε είχαν για μένα πολύ μεγάλη απλότητα και αμεσότητα.
Ένας διάσημος αμερικανός φωτορεπόρτερ, o Eugene Smith, έκανε και καλλιτεχνική φωτογραφία. Σχεδόν ποτέ δεν έχει μπει μέσα στη φωτιά της μάχης. Όλες οι σημαντικές φωτογραφίες που έχει κάνει είναι πριν ή μετά από τη μάχη. Βλέπει το φαντάρο που μιλάει με το σκυλάκι του ή βλέπει έναν που προσεύχεται ή πολλές φορές έβαζε και ένα φαντάρο να πετάει μια χειροβομβίδα για να γίνει καπνός και να πάρει μια φωτογραφία. Επειδή ήξερε ότι αφού η φωτογραφία μεταφέρει ένα ψέμα, μπορεί το σκηνικό να μεταφέρει και τη φρίκη του πολέμου και να μη χρειαστεί να καταγράψεις τον άλλον την ώρα που σκοτώνει ή σκοτώνεται.
Υπάρχει και μια δημοσιογραφική φωτογραφία που σέβομαι πάρα πολύ. Είναι αυτή που μιλάει για είδηση και που καταφέρνει ούτε σκανδαλοθηρία να κάνει αλλά και να βάλει και ένα αισθητικό στοιχείο στη φρίκη. Αναφέρομαι στον René Burri. Έχει φωτογραφίσει τον Κάστρο, το Σουέζ, τον Σαντάτ κλπ. κλπ. Αυτές οι φωτογραφίες έχουν και μια αισθητική φόρμα ποιότητας. Βέβαια, κάθε φορά φοβάμαι και λέω αν ήμουν ένας φωτορεπόρτερ και γύριζα με αυτές τις φωτογραφίες που καμαρώνω, θα μου τις έβαζε έτσι ο αρχισυντάκτης; Ή θα μου τις έκοβε, ή θα τις απέρριψε απαιτώντας κάτι άλλο;
Υπάρχει και μια φωτογραφία του Burri που είναι τρείς γυναίκες μαυροφορεμένες και κρατάνε το πορτρέτο ενός νέου άνδρα. Αυτή είναι από την Κύπρο. Ηθελημένα έχω σβήσει από το μυαλό μου εάν είναι γυναίκες τουρκοκύπριες ή ελληνοκύπριες, και φυσικά δεν προκύπτει από τη φωτογραφία αν ο εικονιζόμενος είναι νεκρός ή αγνοούμενος. Η φωτογραφία δείχνει λύπη και μοναξιά. Τίποτα περισσότερο.
Ο μεγάλος κίνδυνος της δημοσιευμένης φωτογραφίας είναι η λεζάντα, το κείμενο. Τα λόγια είναι πάντοτε πιο ισχυρά από την εικόνα ό, τι και να λέει ο κόσμος. Η εικόνα είναι πολύ πιο αφηρημένη και δέχεται λογιών λογιών, ερμηνείες και όσο πιο σημαντική είναι, τόσο πιο αφηρημένη είναι. Ας πούμε, ένα αεροπλάνο φλεγόμενο που πέφτει δεν χρειάζεται πολλές ερμηνείες. Αλλά δεν είναι και σπουδαία η φωτογραφία. Αυτές οι φωτογραφίες που είδαμε τώρα δέχονται πολλές προσεγγίσεις, ενδεχομένως και διαστρεβλωτικές.
Εάν αφαιρέσεις τη λεζάντα και το κείμενο και η φωτογραφία εξακολουθεί να συγκινεί, τότε είναι καλή η φωτογραφία. Πολύ γρήγορα να δώσω ένα παράδειγμα. Δυστυχώς θα περιγράψω μια φωτογραφία που δεν την έχω μαζί μου. Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας δημοσιεύτηκε σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες η εικόνα δύο σωμάτων πεσμένων σε ένα δρόμο. Ακριβώς αυτό δείχνανε. Τίποτα ωραίο, τίποτα φορμαλιστικό, τίποτα αισθητικό, δύο κορμιά στο δρόμο. Η λεζάντα από κάτω έλεγε ότι είναι στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, μια ορθόδοξη και ένας μουσουλμάνος, ερωτευμένοι και αρραβωνιασμένοι, οι οποίοι διέσχιζαν το δρόμο και αμερικανικά πυρά τους σκότωσαν. Όλα αυτά ήταν στη λεζάντα. Από τη φωτογραφία τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει. Αυτομάτως η φωτογραφία είχε μια διαφορετική ανάγνωση. Εντελώς αυθαίρετη βέβαια.
Πιστεύω λοιπόν ότι οι καλές φωτογραφίες ενός Burri, ενός Μάνου κλπ. είναι φωτογραφίες που στέκουν πέρα από το γεγονός που καταγράφουν και γι’ αυτό με το ένα πόδι βρίσκονται στην δημοσιογραφία και με το άλλο πόδι μπορεί, ενδεχομένως, να βρίσκονται στον καλλιτεχνικό χώρο.