Περί φωτογραφίας, 1995, μέρος 1, Πρόσωπα
Ο κόσμος ενός φωτογράφου πρέπει να κλειστεί σε ένα πολύ μικρό κομμάτι χαρτί, σε μια φωτογραφία.
Η φωτογραφία μιλάει για ένα μικρό κομμάτι χώρου και ένα εξίσου μικρό κομμάτι χρόνου.
Αυτό είναι το περιεχόμενο της.
Ξέρουμε ότι αυτό είναι ψευδαίσθηση μιας πραγματικότητας. Είναι η ακρίβεια, η περιγραφή με ακρίβεια, αλλά και πάλι είναι ψευδαίσθηση. Κοιτάμε τη φωτογραφία και ξέρουμε, είμαστε σίγουροι, ότι αυτό που βλέπουμε υπήρξε.
Ταυτόχρονα όμως καταλαβαίνουμε, πιστεύουμε, ότι δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς έτσι και ότι ουδέποτε θα υπάρξει και πάλι ακριβώς έτσι.
Αυτή η μοναδικότητα της φωτογραφικής στιγμής είναι που δίνει την αξία τής μεταφοράς και της υπέρβασης.
Υπέρβαση είναι να ξεπερνάω αυτό το οποίο έχω μπροστά μου, να ξεπερνάω αυτό που φωτογραφίζω, αλλά να το ξεπερνάω πως;
Να γίνομαι πρώτα ένα με αυτό, να ταυτίζομαι, να το διαπερνώ από μέσα του και να επανέρχομαι σε αυτό διαφορετικά. Όταν βλέπουμε ένα κομμάτι ζωής σε μια φωτογραφία, είναι το κομμάτι ζωής που πράγματι ο φωτογράφος αποτύπωσε, αλλά ποτέ δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η πρώτη φωτογράφος στην ιστορία με ολοκληρωμένο φωτογραφικό έργο υπήρξε η Αγγλίδα Julia Margaret Cameron. Αν και δεν πρέπει να είχε εκείνη την εποχή φωτογραφικά πρότυπα, εντούτοις από ένστικτο και ευφυΐα μετέτρεψε τα ζωγραφικά πρότυπα, μεταξύ των οποίων και τις επιρροές των φίλων της προραφαηλιτών ζωγράφων σε εικόνες με ξεκάθαρο φωτογραφικό μαγνητισμό.
Όταν η κόρη της της χάρισε την πρώτη της φωτογραφική μηχανή για να περνά τις μοναχικές της ώρες, τότε που τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει και φτιάξει δικά τους σπίτια, κατάλαβε αμέσως πως το παιχνίδι αυτό μπορούσε να γίνει το διαβατήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας για εκείνη που είχε περάσει τη ζωή της πλάι, αλλά μόνον πλάι, στην ποίηση και τους ποιητές, στη ζωγραφική και τους ζωγράφους.
Επί δεκάξι χρόνια μέχρι να πεθάνει βυθίστηκε στο φωτογραφικό της έργο που συνίστατο χωρίς εξαίρεση στη μεταμόρφωση συγγενών, φίλων, γειτόνων αλλά και αγνώστων που παρασυρμένοι από το πάθος της δέχτηκαν να κάτσουν υπομονετικά μπροστά στο φακό της και να μοιραστούν τον ενθουσιασμό της.
Με τον υποβλητικό φωτισμό, τις σκηνοθετημένες κινήσεις, με το ελαφρύ φλουτάρισμα και τις ιερατικές ενδυμασίες η Cameron έστησε μια σκηνή θεάτρου με σκηνικά αφηρημένα και έξω από το χρόνο και με ήρωες αυστηρούς. Ίσως γιατί γνωρίζουν πράγματα που τρομάζουν να μας αποκαλύψουν.
Σε σύνθεση και διάταξη συχνά πολύπλοκη, αλλά πάντα αρμονική οι ήρωες της Cameron μας περιγράφουν έναν κόσμο όπου τα φιλιά μένουν μετέωρα, τα φτερά των αγγέλων ακίνητα και τα βλέμματα των παιδιών ερωτηματικά ή παγωμένα.
Η φωτογραφία έχει πολλά μυστήρια. Ένα από αυτά είναι ότι δεν ξέρουμε πότε γεννιέται και σε τι ενσωματώνεται.
Ένα μικρό κομματάκι χαρτί που μπορεί να αναπαραχθεί άπειρες φορές δεν μπορεί να είναι το έργο τέχνης. Η εικόνα είναι το έργο, αλλά και αυτή που βρίσκεται; Όταν πατάω το κουμπί αιχμαλωτίζω μέσα στη μηχανή, μέσα στο φιλμ δηλαδή, μια εικόνα λανθάνουσα. Μπορεί να μείνει χρόνια ανεμφάνιστο και η εικόνα να μην εμφανιστεί ποτέ. Δεν την ξέρω αλλά είναι εκεί. Κάποια μέρα στο σκοτεινό θάλαμο μέσα στα υγρά θα έχω το πρώτο αποτύπωμα. Μήπως γεννήθηκε τότε; Δεν ξέρω ποια είναι η ημερομηνία γεννήσεώς της.
Πολλά χρόνια μετά, στη Γερμανία του μεσοπολέμου, ο August Sander υιοθετεί την προσφιλή για την εποχή του απόλυτα αντικειμενική και περιγραφική μορφή για να καταγράψει τους τύπους των ανθρώπων που μοιράζονταν μαζί του τη ζωή μιας μικρής κωμόπολης.
Ο δάσκαλος, ο παπάς, ο αγρότης, ο τσιγγάνος, μαζί με τα παιδιά και τους ζητιάνους και τους τυφλούς, αλλά και με τους ανθρώπους του τσίρκου και τους κυνηγημένους εβραίους, θα γίνουν όχι πλέον ηθοποιοί θέατρου, όπως το έργο της Cameron, άλλα κομμάτια μιας μεγάλης τοιχογραφίας ζωής, η οποία στο πρότυπο των μεγάλων δασκάλων της αυστηρής Φλωρεντινής αλλά και Φλαμανδικής αναγέννησης θα μας μιλάει για κόσμους έξω από το χρόνο.
Η δειγματοληψία του Sander δεν εξαντλεί τα ανθρώπινα δείγματα, δείχνει αντίθετα μέσα από την μεθοδολογική τυπολογική της επανάληψη ότι οι διαφορετικές ανθρώπινες ψηφίδες συνθέτουν ένα σύνολο όπου η ιδιαιτερότητα υπογραμμίζει τις συγγένειες αλλά υπενθυμίζει και το άπειρο της επανάληψης.
Η λιτή και τυποποιημένη στάση τους που δεν γνωρίζει κανείς και αυτό είναι σίγουρα παράγοντας επιτυχίας, αν την επιλέξανε ή τους επιβλήθηκε, δίνει κυρίαρχο ρόλο στις λεπτομέρειες.
Στο συχνά αντιφατικό φόντο, στη σχεδόν πάντα εξωπραγματική στάση του σώματος, στην εμφανή θέση των χεριών, στα ιδιότυπα και χαρακτηριστικά ενδύματά τους και τέλος στα ήρεμα μάτια που μας διαπερνούν ενώ μας κοιτάνε.
Ο Sander δεν υπογράμμισε με κοινωνικά σχόλια ή επιφανειακά συναισθήματα τις φωτογραφίες του. Επέτρεψε στα πρόσωπά του να μείνουν πανηγυρικά μόνο και ακίνητα. Μας υπογράμμισε τα μικρά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα τους, αλλά ταυτόχρονα με τρόπο υπόγειο και διακριτικό τα συνέδεσε μεταξύ τους δημιουργώντας μια μουσειακή συλλογή που μας κοιτάει από ψηλά μέσα και έξω απ’ το χρόνο.
Την ίδια περίπου εποχή πέρα από τον Ατλαντικό, ο Αμερικανός Walker Evans έφτιαχνε με την ίδια σχολαστική μορφολογική καταγραφή την τοιχογραφία της δικής του Αμερικής.
Δεν ήθελε και αυτός, όπως και ο Sander, να μπει στο αμφίβολο παιχνίδι της συναισθηματικής τοποθέτησης απέναντι στη δυστυχία, όπως άλλοι συμπατριώτες του φωτογράφοι έκαναν εκείνη την εποχή. Οι φτωχοί αγρότες της δεκαετίας του ‘30 γίναν στα χέρια του μορφές σοβαρές, αποκομμένες από το περιβάλλον και τη δυστυχία τους, δείχνοντάς μας έτσι πως ο άνθρωπος είναι κάτι πιο σύνθετο και πολύπλοκο από την ευτυχία ή τη δυστυχία του, αλλά και πως η φωτογραφία φωτογραφίζει τη ζωή για να μας δώσει φωτογραφίες, δηλαδή κάτι πέρα απ’ τη ζωή.
Ο Evans τους απαθανάτιζε μέσα από την διαχρονική τους ευγένεια και όχι από την πρόσκαιρη δυστυχία τους.
Όταν πάλι γυρνούσε στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της χώρας του ή χωνόταν στον υπόγειο σιδηρόδρομο, έκλεβε τα πρόσωπα μέσα από το πλήθος, προσπαθώντας να δώσει υπόσταση σε αυτό που χάνεται μέσα στα όμοιά του. Φανατικός συλλέκτης εικόνων, ήξερε πως όταν κάτι απομονώνεται, μεταμορφώνεται. Οι φιγούρες αυτές χωρίς να πάψουν να είναι σκηνές μιας πόλης και πρόσωπα χωρίς ταυτότητα, γίνονται ταυτόχρονα έτσι που τις επιλέγει, πορτρέτα συγκεκριμένων ατόμων.
Ο φωτογράφος ζει την πόλη, ζει τους ανθρώπους, δεν έχει λόγο να τους αποτυπώσει. Αν το κάνει αυτό είναι γιατί θέλει να ανιχνεύσει μια διαδικασία φωτογραφίας. Αυτό του δίνει χαρά. Αν θέλετε λοιπόν δουλεύει πριν απ’ όλα για τον εαυτό του. Δουλεύει όμως και για ένα μικρό κοινό.
Που αποτελείται από αυτούς που αγαπάει και από αυτούς που εκτιμάει.
Δουλεύει όμως και για ένα μεγαλύτερο κοινό. Και αν κάποιος βρεθεί μέσα στους άγνωστους αυτούς τους ανθρώπους να χαρεί το έργο του, τότε αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για τον φωτογράφο.
Στην ίδια Αμερική, αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο, ο μαύρος φωτογράφος Roy De Carava, βυθισμένος στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, εκεί όπου έβρισκε πάντα καταφύγιο, ο φόβος, η οργή και η θλίψη των αδικημένων ομοφύλων του προσεγγίζει με οικογενειακή ζεστασιά τις απλές και ασήμαντες στιγμές των μοναχικών ανθρώπων.
Μέσα από σκούρες και υποφωτισμένες φωτογραφίες ξεπηδούν σώματα που χορεύουν, που αγκαλιάζονται, που κοιτάζουν σκεπτικά, που ζουν τις ζωές τους σε σκοτεινούς διαδρόμους και άδειους χώρους. Ο De Carava δεν φτιάχνει ήρωες, ούτε θιάσους. Του αρκεί να παρατηρεί το περιβάλλον του και όσα σε αυτό αγάπησε κρατώντας μισόκλειστα τα μάτια.
Ο καλλιτέχνης χρειάζεται την έμπνευση για να κάνει έργο σημαντικό. Μόνο που δεν ξέρει πότε θα του ‘ρθει.
Γι’ αυτό πρέπει να δουλεύει ανεξάρτητα από αυτήν.
Πολλοί νομίζουν ότι ο φωτογράφος πρέπει να δουλεύει μόνο όταν έχει έμπνευση. Αντίθετα, χρειάζεται πάρα πολλή δουλειά για να βγει ένα πολύ μικρό σημείο εμπνευσμένο. Από τη δική του μεριά, ο θεατής, χρειάζεται και αυτός έμπνευση για να επικοινωνήσει με το έργο. Δεν πρέπει να απογοητεύεται όμως αν ο δρόμος της προσέγγισης είναι κλειστός. Κάποια στιγμή θα τον βρει ανοιχτό και τότε θα απολαύσει. Είναι και αυτό μια στιγμή έμπνευσης.
Η σημερινή ζωή στην Ευρώπη, οι αμφιβολίες που παίδεψαν μια γενιά ανάμεσα σε δύο κόσμους, τα ερωτηματικά της ύπαρξης, ακόμα πιο έντονα σε μια εποχή που έχασε την ευκολία των απαντήσεων και των λυτρωτικών θεωριών, οδήγησε τον Άγγλο Craigie Horsfield vα φτιάξει ένα έργο σημαντικό που κράτησε επί χρόνια κρυμμένο θεωρώντας ότι δεν θα έλεγε τίποτα σε ανθρώπους βυθισμένους μέσα στο ίδιο το πρόβλημα, άρα ανίκανους να τοποθετηθούν απέναντί του. Όταν όμως πριν από πέντε μόλις χρόνια το έργο του βγήκε προς τα έξω, ο κόσμος είδε μια υπαινικτική καταγραφή ζωής. Τα πρόσωπα μοιάζουν εγκλωβισμένα χωρίς όμως λύπη. Τα σώματα πάλλονται. Φέρουν όμως ήδη χαραγμένο πάνω τους το χρόνο και όλοι μοιάζουν να περιμένουν καθισμένοι στη μέση μιας αποβάθρας ένα τρένο που δεν ξέρουν αν θα ‘ρθει.
Ο φωτογράφος είναι συλλέκτης. Συλλέκτης αντικειμένων, συλλέκτης τοπίων, συλλέκτης προσώπων, συλλέκτης χωρών, στιγμών και χρόνου.
Από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, διαλέγει εκείνες τις λεπτομέρειες που εντάσσονται στις δικές του ιδέες για τον κόσμο, στην εμμονή, στην έμμονη ιδέα που πρέπει να κατατρέχει ένα έργο. Φωτογράφος χωρίς έμμονη ιδέα είναι φωτογράφος χωρίς προσωπικότητα.
Στη διαδικασία αυτής της συλλογής θα έρθουν μερικές στιγμές που θα βρεθεί το πνεύμα, το σώμα, η καρδιά, το χέρι σε συνεργασία απόλυτη. Και τότε θα έχουμε ένα έργο υψηλής ποιότητας.