Οδοντιατρικό Βήμα» (2018)
H Ivoclar Vivadent για μια ακόμη φορά επιχειρεί να «ταράξει» τα νερά της οδοντιατρικής κοινότητας, όχι μέσα από κάποια ρηξικέλευθη καινοτομία, όπως μας έχει συνηθίσει, αλλά πραγματοποιώντας αυτή τη φορά ένα άνοιγμα στον χώρο της Τέχνης. Σε ένα πρωτότυπο φωτογραφικό project, υπό την καλλιτεχνική ευθύνη του εγνωσμένου κύρους φωτογράφου και δασκάλου φωτογραφίας Πλάτωνα Ριβέλλη, η Ivoclar Vivadent προσκαλεί τους οδοντιάτρους και τους οδοντοτεχνίτες να μυηθούν στην τέχνη της φωτογραφίας, να «εκθέσουν» το φωτογραφικό τους ταλέντο, αλλά και να «εκτεθούν» οι ίδιοι, ποζάροντας στον φακό των φωτογράφων του «Κύκλου». Το «ΟΒ» ταξίδεψε στην αρχοντική Σύρο, στο σπίτι όπου ο κ. Ριβέλλης ζει και διοργανώνει τα φωτογραφικά του σεμινάρια και μίλησε μαζί του για τη τέχνη του φωτογραφίζειν, αλλά και του διδάσκειν.
Δωρικός και επιβλητικός, όπως τα ερείπια που τόσο αρέσκεται να φωτογραφίζει, γεννημένος από τη στόφα των μεγάλων δασκάλων που εμφυσούν οράματα και απαλλαγμένος από το βάρος της καλλιτεχνικής του απόδειξης, ο Πλάτων Ριβέλλης αρνείται τις «ταμπέλες», που έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να φωτίσουν τις πολύχρωμες πτυχές της πολυσχιδούς του προσωπικότητας. Κριτικός στη σκέψη του και με τη γοητεία μιας καλλιτεχνικής ενάργειας που αναζητά διαρκώς διεξόδους μετουσίωσης σε πνευματική τροφή, μπορεί ανερυθρίαστα να δηλώνει «ελίτ» με την έννοια του καθολικού, αναγεννησιακού ανθρώπου που συγκροτεί τη δομή της ζωής του μέσα από μια προσωπική διαδρομή μιας δια βίου μόρφωσης, κομμένης και ραμμένης στα μέτρα του.
Ωθούμενος από τον προσωπικό του «αναγκεμό» να κάνει τέχνη, ανακαλύπτει τη φωτογραφία, η οποία έμελλε να τον οδηγήσει σε μία ακόμη μεγαλύτερη αγάπη, αυτή της διδασκαλίας για τη φωτογραφία. Λατρεύει τις αντιφάσεις που γεννούν ένταση και μυστήριο, γιατί χωρίς το μυστήριο είναι αδιανόητο για εκείνον να υπάρξει τέχνη και δηλώνει ως άλλος Francis Bacon “βαθιά αισιόδοξος για τίποτα”. Παραμένοντας αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους γνώστες και πιο αναγνωρισμένους θεωρητικούς της φωτογραφικής τέχνης στην Ελλάδα, ο Πλάτων Ριβέλλης μοιράζεται μαζί μας μερικά «κλικαρίσματα» από τον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας.
Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας, ζητώντάς σας να βάλετε μια λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία σας. Τι θα γράφατε δίπλα από το όνομα Πλάτων Ριβέλλης;
Με φέρνετε σε δύσκολη θέση, γιατί ακριβώς δεν έχω καμία λεζάντα για τον εαυτό μου. Δηλαδή, δεν κατατάσσω τον εαυτό μου και επιμένω να μην τον κατατάσσω. Αν έπρεπε να τοποθετήσω μια φράση, σαν σήμα κατατεθέν, θα έβαζα τη φράση «ζήτημα ταυτότητας». Πιστεύω ότι οι άνθρωποι φτιάχνουμε με τη ζωή μας την ταυτότητα μας, η οποία προκύπτει στην ολοκληρωμένη μορφή της στο τέλος της ζωής μας. Δεν κτίζεται μια ταυτότητα με ένα πτυχίο ή ένα επάγγελμα. Και γι’ αυτό κατάλαβα από πολύ νωρίς στη ζωή μου ότι δεν πρέπει να κατηγοριοποιώ τους ανθρώπους με βάση το επάγγελμά τους. Θεωρώ τις «ετικέτες» περιοριστικές. Εγώ μέσα από την ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία ξεκίνησα να ανακαλύπτω καλύτερα ποιος είμαι. Έχοντας χάσει -και δεν θέλω να το έχω- το κέλυφος ενός επαγγέλματος ή το κέλυφος μιας οικογένειας, έφτιαξα ένα νέο κέλυφος μέσα από τη σχέση μου με την τέχνη και τους μαθητές μου.
Πόσα χρόνια κρατάει ο «δεσμός» σας με τη φωτογραφία; Είναι ένας μεταμορφωτικός, παθιασμένος έρωτας ή μια βαθιά, ειλικρινής αγάπη;
Δεν είναι έρωτας και εξάλλου δεν πιστεύω στους κεραυνοβόλους έρωτες. Πιστεύω σε αυτούς που κτίζονται. Η φωτογραφία ξεκίνησε για μένα, τουλάχιστον αυτή ήταν η πρώτη αίσθηση, σαν μια εύκολη λύση να ασχοληθώ με την τέχνη. Είδα σιγά-σιγά πόσο με ενδιαφέρει, αλλά ταυτόχρονα και πόσο φτωχή είναι ως μέσο. Η φωτογραφία δεν έχει δυνατότητες, είναι τόσο minimal οι δυνατότητές της που πραγματικά πρέπει να είσαι πολύ ικανός για να τις αξιοποιήσεις. Και εννοώ πάντοτε, το να μπορείς να υπερβείς αυτό που φωτογραφίζεις.
Η τέχνη με απασχολεί πάρα πολύ, γιατί έχει σχέση με το μυστήριο, το οποίο εγώ προτιμώ να μένει άλυτο. Ακριβώς αυτό το μυστήριο που υπάρχει στον κόσμο γεννά μια ανάγκη συνενοχής και συμπαράστασης. Άρα έχεις ανάγκη από ακολούθους, από πιστούς. Αυτό το κάνει μόνο η τέχνη και η θρησκεία. Η σχέση μου λοιπόν με τη φωτογραφία, με οδήγησε στη συνέχεια σε μια δεύτερη σχέση πολύ πιο σημαντική από το φωτογραφίζειν, που είναι το διδάσκειν. Ως δάσκαλος δεν θέλω να διαμορφώσω ή να παραμορφώσω, αλλά να «προσηλυτίσω». Θέλω αυτό το μυστήριο που υπάρχει στην τέχνη, στη φωτογραφία, να το μεταδώσω στους άλλους. Και κάπως έτσι γεννήθηκε και ο «Φωτογραφικός Κύκλος». Ήταν το αποτέλεσμα της ανάγκης μου να περιστοιχίζομαι από ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσα να μοιράζομαι κοινές αντιλήψεις και επιθυμίες.
Θα έλεγα λοιπόν, ότι η φωτογραφία για μένα κορυφώθηκε με τη διδασκαλία. Τώρα, με τη διδασκαλία απελευθέρωσα την προσωπική μου φωτογραφία. Διότι πια, δεν είναι ταυτότητα. Συνεχίζω να φωτογραφίζω, γιατί περνάω καλά φωτογραφίζοντας, αλλά και γιατί με βοηθά να διατηρώ ζωντανή την περιέργεια μου για το μάθημα. Ξέρετε, κανένα μάθημα δεν μπορεί να είναι ίδιο, όταν διατηρείς εσύ ο ίδιος μια ζωντανή φωτογραφική διαδικασία. Και παράλληλα, όλα τα προσωπικά βιώματα, ό, τι συμβαίνει στην πορεία της ζωής σου, ό,τι καινούριο πέφτει στην αντίληψή σου από το χώρο της τέχνης, μια ταινία, ένα βιβλίο, όλα ενσωματώνονται στον κορμό της διδασκαλίας σου. Άρα, η διδασκαλία σαν κέντρο βοηθάει τη φωτογραφία μου, αλλά και την υπόλοιπη ζωή μου να έχει ένα νόημα.
Για τον Καζαντζάκη, ο ιδανικός δάσκαλος «είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας τον μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες». Ποια είναι η σχέση σας με τους μαθητές σας; Έχετε σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο κάποιος από τους μαθητές σας να «αμφισβητήσει» ή ακόμη και να απορρίψει τις διδαχές σας;
Στην αρχή ήταν κάπως υπερβολική, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κοπούν οι προσωπικές γέφυρες. Το πιο σημαντικό για μένα δεν είναι να με αγαπάνε οι μαθητές μου, αλλά να με εκτιμούν. Και στη σχέση μαθητή-δασκάλου υπάρχει πάντα το πολύ δύσκολο στάδιο της κριτικής. Εγώ πιστεύω ότι χωρίς κριτική ο κόσμος δεν προχωρά και δυστυχώς, είναι κάτι που στις μέρες μας έχει ατροφήσει. Σε όλους μας είναι δύσκολο να δεχθούμε την απόρριψη, αλλά κάποιοι υποφέρουν τρομακτικά. Αν «γαντζώνεσαι» πάνω στην αποδοχή του άλλου, είσαι τρομακτικά σκλάβος του άλλου. Την ίδια στιγμή και ο δάσκαλος πρέπει να αποδεσμευτεί από την ανάγκη να είναι αγαπητός. Αυτό είναι το εύκολο, όταν λες στον άλλο αυτό που θέλει να ακούσει τον κερδίζεις, γίνεται ακόλουθός σου. Η κριτική είναι όμως κάτι δύσκολο και επώδυνο. Οι πιο πολλοί ζητούν την κριτική, επιδιώκοντας στην ουσία έπαινο για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους. Αν μου φέρει ένας μαθητής δέκα φωτογραφίες, οι δύο μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες, αλλά εγώ θα σταθώ στις οκτώ που δεν θα είναι καλές. Γιατί η ποιότητα της δουλειάς σου και η πιθανότητα της εξέλιξής σου προκύπτει από την δυναμική των απορριπτόμενων φωτογραφιών.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Μια μαθήτρια μου, έθεσε στην κρίση μου 200 φωτογραφίες. Τις απέρριψα όλες, αλλά δήλωσα ενθουσιασμένος και είπα στους υπόλοιπους μαθητές μου ότι αυτή η κοπέλα θα μας εκπλήξει. Ακόμη και μέσα στις «αποτυχημένες» φωτογραφίες της μπορούσες να δεις το «μάτι» της, το νεύρο της, αλλά ακόμη δεν είχε αποκτήσει τον έλεγχο του μέσου.
Αν αντέξει, λοιπόν, την κριτική ο μαθητής, μετά πιστεύω ότι κτίζεται μια σχέση που εγώ τη θεωρώ απαραίτητη στην τέχνη. Δηλαδή, πιστεύω ότι και ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης να είσαι, πρέπει πάντα να υπάρχουν στη ζωή σου δύο-τρεις άνθρωποι των οποίων τη γνώμη να ακούς και να σέβεσαι. Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που λειτουργούν ως «παράθυρα, και όχι ως καθρέφτες».
Ως προς το κομμάτι της απόρριψης από τους μαθητές μου, μπορώ να σας πω ότι οι μαθητές μου χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: πρώτον, αυτοί που με παρακολουθούν αρχικά και σύντομα αποφασίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η διδασκαλία μου και αποχωρούν, δεύτερον αυτοί που αν και νιώθουν ότι δεν τους «ταιριάζω» ως δάσκαλος μένουν να πάρουν κάποια πράγματα από μένα και μετά φεύγουν. Και υπάρχουν κι αυτοί που μένουν κοντά μου και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που συμφωνούν μαζί μου, εκτιμούν αυτό που κάνω και διατηρούν την επαφή τους μαζί μου και τέλος, είναι αυτοί που με επιλέγουν ως σύμβουλο, ως κριτή. Με όλες αυτές τις κατηγορίες τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των «κακών», τρόπον τινά, σχέσεων με μαθητές μου, οι οποίες δεν με απασχολούν ως θέμα.
Συνοψίζοντας, για να κλείσω το θέμα σχέσης δασκάλου-μαθητή, πιστεύω ότι η ιδανική σχέση είναι αυτή που επιτρέπει στον μαθητή να απελευθερωθεί, διατηρώντας όμως τον σεβασμό του και την ανάγκη επικοινωνίας με τον δάσκαλό του.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ανιχνεύουν την αξία της φωτογραφίας στην αποτύπωση της στιγμής, στην αγωνία τους να «επιβληθούν» στον χρόνο. Για εσάς όμως το βασικό στοιχείο της φωτογραφίας δεν είναι η αποτύπωση, αλλά η μεταμόρφωση. Τελικά, η φωτογραφία είναι το αφήγημα του φωτογράφου πάνω στην «ιστορία» του φωτογραφικού θέματος;
Ναι, και στην ουσία ο φωτογράφος δεν μεταφέρει την ιστορία σαν αφήγηση, ενσωματώνει «κάτι» στη φωτογραφία, το οποίο συγκινεί εμένα. Να σας το πω διαφορετικά. Η φωτογραφία που για σας έχει πολύ μεγάλη αξία είναι αυτή στην οποία αποτυπώνετε όχι κάτι ξένο, αλλά κάτι πολύ δικό σας. Όταν αυτά που εσείς δείχνετε στη φωτογραφία, αποκτούν και για μένα αξία, έχετε πετύχει. Αλλιώς αν μου δείξετε τις φωτογραφίες σας, ο δεσμός μου με τη φωτογραφία είστε εσείς. Αν εσείς με ενδιαφέρετε, με ενδιαφέρουν και οι φωτογραφίες. Αν λοιπόν υπερβώ τη σχέση του φωτογράφου και μείνω στη φωτογραφία και με ενδιαφέρει, τότε κάτι υπάρχει στη φωτογραφία. Η συνείδηση ότι έκανες κάτι για σένα σημαντικό μαζί με μια γνώση της φωτογραφικής τέχνης και του κάδρου σε έκανε να μεταμορφώσεις ένα παιδί, ένα δέντρο, ένα λουλούδι σε κάτι που ενδιαφέρει και εμένα που δεν συνδέομαι με αυτό. Για να μπορέσω όμως εγώ να το προσλάβω σαν συγκίνηση, πρέπει να ξέρω τη γλώσσα της φωτογραφίας. Όπως πρέπει να ξέρω τη γλώσσα της ζωγραφικής, της μουσικής ή του σινεμά. Αλλιώς δεν καταλαβαίνω. Αυτός που δεν καταλαβαίνει μια φωτογραφία, δεν είναι βλάκας. Δεν ξέρει τη γλώσσα.
Μένοντας λίγο στο θέμα, θα σας πάω στο περίφημο δόγμα αναφορικά με το «θάνατο του συγγραφέα», υιοθετώντας μια ανάγνωσή του που προκρίνει την αποδέσμευση του έργου από τον δημιουργό, ώστε το πρώτο να γίνεται «επαναστατικό», να καλλιεργεί την πολυσημία και να προκαλεί τον θεατή σε ένα παιχνίδι συν-συγγραφής.
Το θεωρώ αυτονόητο, το αντίθετο είναι βλακεία. Το δημιούργημα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από κάθε σύνδεσή του, ακόμα και από τη σύνδεσή του με τον χρόνο. Η επιτυχία του έργου τέχνης κρίνεται από τη δυνατότητά του να επιβιώνει και έξω από την εποχή του, αλλά και από το αν μπορεί κάποιος να το απολαμβάνει από άλλη γωνία από αυτήν, από την οποία αρχικά έγινε. Σε μια από κοινού συνέντευξη με έναν συνομήλικό μου φωτογράφο, η δημοσιογράφος τον ρώτησε τι κάνει εάν κάποιος χαρεί με μια φωτογραφία του, αλλά τη «διαβάσει» με διαφορετικό τρόπο. Εκείνος λοιπόν, της απάντησε «θα θεωρήσω ότι απέτυχα». Κι εγώ απάντησα ότι αυτό είναι η στάση του επαγγελματία φωτογράφου που κάνει διαφήμιση. Για παράδειγμα, αν κάνεις μια φωτογραφία, διαφημίζοντας αγνό παρθένο λάδι και το κοινό το «διαβάσει» μαύρο, σαν λάδι μηχανής, απέτυχες. Εγώ αντίθετα, είπα, αν απολαύσει ο θεατής, όπως και να απολαύσει- δεν θέλω καν να μου εξηγήσει το πώς- εμένα μου αρκεί. Δεν σημαίνει ότι υπάρχει όπως στις εγκυκλίους της εφορίας μια ερμηνεία, η οποία είναι και η σωστή. Δεν υπάρχει ερμηνεία. Γι’ αυτό λοιπόν εγώ αρνούμαι την έννοια της ερμηνείας στη τέχνη και χρησιμοποιώ τον όρο προσέγγιση, το θέμα είναι πώς θα το προσεγγίσει ο καθένας μας.
«Μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη», γράφει η Κική Δημουλά. Αν η μνήμη είναι τόσο επώδυνη, όσο περιγράφει η κυρία Δημουλά, γιατί οι άνθρωποι επιμένουν να φωτογραφίζουν, κύριε Ριβέλλη;
Πιστεύω ότι μερικοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων κι εγώ και η Δημουλά, η οποία αγαπάει τη φωτογραφία, βασανίζονται από τη μνήμη με ηδονικό τρόπο. Κτίζουμε μια ζωή, η οποία μπορεί να μην είναι αυτή που πραγματικά ζήσαμε, αλλά αυτή που έφτιαξε η μνήμη μας. Άρα, η μνήμη μας είναι πάρα πολύ σημαντική και δεν μπορώ να φοβηθώ τίποτε άλλο στον κόσμο, παρά την ώρα που θα αρχίσω να τη χάνω. Όταν φτάσεις να αποκοπείς από τη μνήμη σου, πρέπει να είναι πολύ τρομακτικό. Από την άλλη, η μνήμη μας είναι το μόνο πράγμα που μας κάνει να αισθανόμαστε το «εγώ» μας. Ότι εσύ είσαι διαφορετική από μένα, ότι είχαμε άλλη πορεία ζωής.
Στα διαζύγια, όταν χωρίζεις αισθάνεσαι ότι ο άλλος παίρνει ένα κομμάτι και από τις μνήμες σου, ένα κομμάτι του εαυτού σου. Κι αυτό το συζητούσα κάποτε με έναν ψυχίατρο και μου είπε μια πολύ ωραία φράση, ότι οι μνήμες είναι επενδυμένα συναισθήματα. Πρέπει να καταφέρεις σε κάτι άγνωστο που φωτογραφίζεις να βάλεις κομμάτι της μνήμης σου, γιατί η φωτογραφία είναι μνήμη, γιατί λειτουργεί η μνήμη μας φωτογραφικά. Όταν περπατάς και λες θα φωτογραφίσω αυτό το σπίτι, πρέπει να έχει να σου πει κάτι, κάτι που το «ψαρεύεις», το διαισθάνεσαι, δεν το ξέρεις. Κι αν καταφέρεις και βάλεις κάτι μέσα στη φωτογραφία, εμένα που δεν θα μου δώσεις υπόμνημα, θα το καταλάβω και θα πω εδώ κάτι υπάρχει. Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο και δεν το καταλαβαίνουν όλοι.
Το κακό της φωτογραφίας είναι ότι όλοι έχουν πρότυπα τρίτων. Όποιος σηκώνει τη μηχανή έχει δει φωτογραφίες και άθελά του αναπαριστά φωτογραφίες που έχει δει. Σκέψου να πας σε ένα χωριό στον Αμαζόνιο και να δώσεις μια μηχανή σε μια αθώα ηλικιωμένη, δεν υπάρχει θέμα να κάνει αδιάφορη φωτογραφία. Γιατί θα σηκώσει τη μηχανή εκεί που κάτι αισθάνεται… Μπορεί να μην είναι έντεχνη η φωτογραφία που θα κάνει, αλλά κάτι θα έχει. Πιστεύω ότι σήμερα οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη φωτογραφία έχουν τόση πολλή τροφή, που πραγματικά χάνουν την αίσθηση της τροφής. Πρέπει να πεινάσουν οπτικά…
Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει ότι η «τέχνη δεν θέλει υπηρέτες, αλλά εραστές που εν ανάγκη θα τη βιάσουν». Πιστεύετε στην απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία;
Σίγουρα δεν θέλει υπηρέτες, θέλει εραστές. Αλλά όχι να τη βιάσουν. Αυτός που βιάζει, διαπράττει ένα ηθικό και ταυτόχρονα ένα αισθητικό αμάρτημα. Ένας εραστής ποτέ δεν βιάζει. Συμφωνώ στο ότι πρέπει να είσαι εραστής, ένας εραστής που να αγαπάει τόσο πολύ που να θέλει να μεταμορφώσει, όχι όμως να βιάσει. Ξέρετε, ο βιασμός είναι εύκολος στην τέχνη. Και ζούμε σε μια εποχή όπου η ψευδαίσθηση της πρωτοτυπίας έχει κλέψει την πρωτοκαθεδρία από την ουσία. Ξέρετε ποιοι κάνουν τέχνη; Οι «αναγκεμένοι άνθρωποι», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Επαμεινώνδα Γονατά. Αυτός ο «αναγκεμένος άνθρωπος» έχει ανάγκη από την έκφραση της τέχνης, γιατί έτσι περνάει καλά. Η τέχνη είναι πρωτίστως χαρά. «Βιασμός» ήταν μια ανάγκη που προέκυψε την εποχή του Μπρετόν για μια θεοποίηση της avant guarde, της πρωτοπορίας. Αλλά αυτό ως έκφραση μια εποχής, η οποία όμως πέρασε. Αλλά, ο Μπρετόν είχε το άλλοθι να τα λέει.
Το κοινό στην χώρα μας που παρακολουθεί καλλιτεχνικά δρώμενα είναι τυπικά ή ουσιαστικά μορφωμένο; Η επαφή σας με τον κόσμο τί έχει δείξει;
Για να έρχονται σε μένα σημαίνει ότι έχουν τη «δίψα». Έχω μιλήσει σε πολλά και ετερόκλητα κοινά, χωρίς να αλλάζω τον τρόπο των παραδόσεων μου και αυτό είναι κάτι που πιστεύω ότι έχει πετύχει. Όταν λες αυτό που πιστεύεις και το λες με τρόπο που να κρατάς το ενδιαφέρον του ακροατηρίου, τότε έχεις κάνει ένα βασικό βήμα στη διδασκαλία. Δεν πρέπει να αφήσεις το κοινό να βαρεθεί.
Εγώ μιλάω κυρίως σε ελληνικό κοινό. Ελληνικό κοινό σημαίνει άθλια σχολεία. Το σχολείο έπρεπε να δίνει κίνητρα. Αντ’ αυτού δίνει ντιρεκτίβες. Επιπλέον, πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ εδραιωμένη αστική τάξη. Η τέχνη και η μόρφωση προχώρησε σε όλη την Ευρώπη από την αστική τάξη. Αστική τάξη, εννοώ με την καλή έννοια, μια σεμνή καθωσπρέπει τάξη, η οποία έχει ξεπεράσει το άγχος που έχει ο αγρότης, να ανεβεί κοινωνικά. Δεν υπήρχε λοιπόν μόρφωση στο σπίτι, ούτε και στο σχολείο. Αυτή είναι η Ελλάδα όπου εγώ κάνω μαθήματα περί τέχνης. Εμένα με κατηγορούν πάντα ως ελίτ. Και φυσικά είμαι ελίτ. Πρέπει ο καθένας να γίνει ελίτ για τον εαυτό του, αυτό είναι το βασικό. Όχι για την κοινωνία. Για μένα, ελίτ σημαίνει να αισθάνεσαι ότι για κάποιο λόγο είσαι πάνω από ένα επίπεδο. Αυτό το φτιάχνεις μόνος σου και το φτιάχνεις, προσαρμόζοντας τη μόρφωσή σου στα μέτρα σου. Άρα, αυτό που προτρέπω τον κόσμο είναι να κάνει την μόρφωσή του, προσωπική του υπόθεση.
Ας δούμε το θέμα της μόρφωσης και της καλλιέργειας από την πλευρά του δημιουργού τέχνης. Πώς επιδρούν τα ερεθίσματα και οι καλλιτεχνικές σας αναφορές στη δουλειά σας;
Εγώ περνάω και τα ερεθίσματά μου στους μαθητές μου. Ως δάσκαλος, μεταφέρω στους μαθητές μου αυτά που ξέρω. Τώρα αν κάποιος, αναζητήσει και κάτι άλλο, μπορεί να το πάρει. Στο τέλος, ο καθένας θα πάρει αυτό που μπορεί. Αυτό που πιστεύω είναι ότι αν είσαι γνήσιος, όσο δυνατή προσωπικότητα κι αν είμαι εγώ ως δάσκαλος, όσο πολύ και να διδάξω κάποιον, θα παραμείνει ο εαυτός του. Γιατί αν δεν είσαι εσύ, αποκλείεται να κάνεις ενδιαφέρουσα φωτογραφία. Θα κάνεις κάτι που το έχουμε δει να αναπαράγεται χιλιάδες φορές γύρω μας. Η ζωή του καθενός είναι διαφορετική, η δομή της μόρφωσής του είναι διαφορετική. Αυτό που θα πάρεις από μένα, θα το «παντρέψεις» με κάτι δικό σου.
Μία από τις φράσεις σας που με συντρόφευαν και μετά την λήξη της αποχαιρετιστήριας εκδήλωσης των παρουσιάσεων του «Κύκλου» στο Μουσείο Μπενάκη, ήταν ότι δεν φωτογραφίζετε ανθρώπους «γιατί δεν έχετε βρει ακόμη τον τρόπο να ξεπεράσετε την γοητεία τους». Θα ήθελα να μου αναπτύξετε λίγο περισσότερο αυτή τη θέση.
Ξέρω πώς φωτογραφίζω τη φύση, με τους ανθρώπους όμως, επειδή είμαι πολύ μπλεγμένος, δεν έχω βρει ακόμη την άκρη του νήματος. Ίσως το φοβάμαι. Σκέφτηκα ότι ίσως η πιο τίμια προσέγγιση είναι να φωτογραφίσω αναμνηστικά, δηλαδή να αρχίσω να φωτογραφίζω ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έχουν έναν ρόλο οικογένειας στη ζωή μου και να φτιάξω ένα προσωπικό λεύκωμα του περιβάλλοντός μου, προσπαθώντας να δω τι βλέπω στον καθένα από αυτούς τους ανθρώπους. Κάποτε, για ένα μικρό διάστημα ασχολήθηκα με το πορτρέτο. Διάλεξα κοπέλες που με ενδιέφερε το πρόσωπό τους, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσά μας. Κατάφερα να βγάλω αξιοπρεπείς φωτογραφίες, χωρίς όμως να εκπλήξω τον εαυτό μου.
Αν σας ζητούσα να φωτογραφίσετε ένα χαμόγελο, τι θα ψάχνατε σε αυτό; Τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να σας εμπνεύσει;
Δεν το ξέρω. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ, αν δηλαδή ζητήσω να κάνω πορτρέτο θα δοκιμάσω να πειραματιστώ και με τις δυο ακραίες μορφές έκφρασης, δηλαδή πρόσωπα που είναι είτε πολύ χαμογελαστά, είτε πολύ σοβαρά. Το χαμόγελο καταρχήν είναι λιγότερο μαγικό, γιατί σου δίνει κάτι δεδομένο, ενώ το πιο αυστηρό πρόσωπο έχει μια ουδέτερη στάση, άρα επιτρέπει και στο φωτογράφο και στο θεατή να μπει πιο ελευθέρα μέσα στο θέμα.
Αυτό όμως που με ιντριγκάρει πολύ στο οδοντιατρικό χαμόγελο είναι τα δόντια. Τα δόντια με τρομάζουν πάρα πολύ, έχουν κάτι το απειλητικό. Υπάρχει δηλαδή, και κάτι το απειλητικό στο χαμόγελο. Στην τέχνη πρέπει να υπάρχει αντίφαση. Χωρίς αντίφαση, δεν υπάρχει ένταση. Και αν δεν υπάρχει ένταση, δεν υπάρχει και μυστήριο. Μα χωρίς μυστήριο δεν υπάρχει τέχνη.
Ένας που δημιουργεί καλλιτεχνικά, δεν δημιουργεί με δεδομένο στόχο και με δεδομένο αποτέλεσμα. «Ψάχνεται». Κι αυτό είναι ένα πολύ ωραίο παιχνίδι, μια πολύ ευχάριστη διαδικασία. Θα σας πω κάτι που είπα σε μια μαθήτριά μου, που με ρώτησε πώς να τραβάει επιτυχημένες φωτογραφίες. Δεν υπάρχει αλγόριθμος επιτυχίας στη φωτογραφία. Η φωτογραφία ξεκινάει από ανάγκη και κέφι. Αν πετύχεις, πέτυχες.
Τι θα κερδίσουν οι οδοντίατροι και οι οδοντοτεχνίτες που θα συμμετάσχουν σε αυτό το πρωτότυπο project φωτογραφίας;
Πρώτον, θα ικανοποιήσουν τον ναρκισσισμό τους. Είναι ωραίο να ποζάρεις, αν ξεπεράσεις το άβολο στάδιο της πρώτης «κρυάδας», όπως λέμε. Αυτό το project θα χαρίσει στους συμμετέχοντες φωτογραφίες με ενδιαφέρουσα οπτική από την καθημερινότητα της δουλειάς τους. Φωτογραφίες από το χώρο του οδοντιατρείου, του οδοντιάτρου σε μια στιγμή κούρασης ενδεχομένως, ακόμη και με χιούμορ θα πειραματιστούμε σε αυτές τις φωτογραφίες. Οι οδοντίατροι και οι οδοντοτεχνίτες δεν θα επιφορτιστούν με την καλλιτεχνική επιτυχία αυτού του project, αυτό αφορά εμάς. Εκείνοι θα πάρουν μέρος σε ένα ευχάριστο παιχνίδι, με έναν φωτογράφο που θα τους συντροφεύει στην εργασιακή τους καθημερινότητα. Ενδεχομένως αυτό το «παιχνίδι» να λειτουργήσει και ως έμμεση διαφήμιση για τη δουλειά τους, μέσα από ένα μέσο, το οποίο αναβαθμίζει κοινωνικά. Όταν ασχολείσαι με την τέχνη, είτε τραβώντας φωτογραφίες, είτε ποζάροντας, είτε εκδιδόμενος σε ένα λεύκωμα, αναβαθμίζεσαι.
Στο δεύτερο κομμάτι που αφορά στην επιλογή φωτογραφιών με θέμα το χαμόγελο, όσοι συμμετάσχουν στο project, επαγγελματίες της στοματικής υγείας και φωτογράφοι, θα μας στείλουν τις φωτογραφίες τους, αφού πρώτα παρακολουθήσουν ένα δικό μου σεμινάριο και τους εξηγήσω τι ακριβώς περιμένω από αυτούς.
Κλείνοντας τη συζήτηση, θα ήθελα να μου πείτε αν έχετε μια αγαπημένη φράση ζωής και πώς αυτή σας έχει επηρεάσει καλλιτεχνικά;
Υπάρχει, αλλά δεν είναι δική μου. Είναι αυτό που είχε πει ο Francis Bacon “I am profoundly optimistic about & nothing”. Μου φαίνεται συγκλονιστική & φράση και την έχω νιώσει αρκετές φορές. Κατάλαβα όμως τι σημαίνει να είσαι αισιόδοξος όταν αντιπαρέβαλλα την αισιοδοξία με την ελπίδα. Δεν ελπίζω, δεν ελπίζω τίποτα. “Just existing”, όπως θα έλεγε κι ο Bacon. Ίσως γι’ αυτό μου αρέσει το μυστήριο και το άγνωστο. Δεν θέλω τίποτα να λυθεί.