Άχρηστες Εικόνες
Στο τέρμα της οδού Τσακάλωφ, εκεί που ο δρόμος γίνεται ανηφορικός και το αριστερό πεζοδρόμιο πνίγεται τέτοιες μέρες στα ξερά φύλλα, πίσω ακριβώς από τον Άγιο Διονύση, υπάρχουν δυο μαύρες μικροσκοπικές πόρτες, που οδηγούν σε άλλο ναό, αυτόν της φωτογραφίας. Πίσω τους κρύβεται εντευκτήριο, σκοτεινός θάλαμος, βιβλιοθήκη 2000 τόμων, αίθουσα διδασκαλίας και προβολών, καθιστικό και μπαράκι. Επίσης μικροσκοπικά, και με το μαύρο να κυριαρχεί Τα χαίρονται γύρω στα τετρακόσια άτομα μέλη όλα του σωματείου «Φωτογραφικός Κύκλος». Και τα οφείλουν στον Πλάτωνα Ριβέλλη.
Ο Πλάτων Ριβέλλης είναι από εκείνους τους τυχερούς, που βρίσκουν τη δύναμη ν' αλλάζουν τελείως τη ζωή τους, έστω και καθυστερημένα. Το 1983, στα 37 του, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δικηγορία που μ' επιτυχία εξασκούσε και να αφοσιωθεί στην τέχνη και τη διδασκαλία της Φωτογραφίας. Γιατί της Φωτογραφίας. «Επειδή ήταν εύκολο» απαντάει. Το πρωταρχικό ήταν ν' ασχοληθεί με την τέχνη. Και σ' αυτή την ηλικία, πιο εύκολα μαθαίνεις να χειρίζεσαι τη μηχανή παρά ένα μουσικό όργανο για παράδειγμα. Φεύγει για την Αμερική για να παρακολουθήσει κάποια σεμινάGarry Winogrand, γνωριμία καθοριστική, κι επιστρέφει στην Ελλάδα γεμάτος σχέδια έχοντας ήδη ανακαλύψει το ταλέντο του στη διδασκαλία κι αποκτήσει ένα μικρό αριθμό από μαθητές. Προχωράει στην ίδρυση του »Φωτογραφικού Κύκλου, ενός χώρου που λειτουργεί συνέχεια κι είναι τόπος συνάντησης όλων εκείνων που ασχολούνται με τη φωτογραφία. Στο μεταξύ έχει ανοίξει κατάστημα φωτογραφικών ειδών, τον «Φωτοχώρο». Μοιάζει παράδοξο, αλλά αυτό το μαγαζί, ενώ συγκέντρωνε ουρές πελατών, κέρδη δεν σημείωσε ποτέ. Το κλείνει, λοιπόν. Καθώς γειτόνευε με τους χώρους του «Φωτοχώρου», ο «Φωτογραφικός Κύκλος» αποκτά λίγα τετραγωνικά παραπάνω και τα μέλη του, που στο μεταξύ πολλαπλασιάζονταν, βρίσκουν δυο δωμάτια ακόμη για να μαζεύονται, να κουβεντιάζουν, να ξεφυλλίζουν βιβλία. να αναρωτιούνται και να μαθαίνουν
Οι απόψεις του Πλάτωνα Ριβέλλη για την Τέχνη - με κεφάλαιο - είναι από καιρό καταστα- λαγμένες. Γράφει στον Μονόλογο για τη Φωτογραφία:«Μετά την εκπλήρωση βασικών αναγκών θεωρείται αναγκαίο στις μέρες μας να εμβαπτιστούν όλοι στα καθαρτήρια ύδατα της Τέχνης. Αυτή η ολοκληρωτική αντίληψη, δημιουργεί δυστυχισμένους ανθρώπους, υποκριτές ανθρώπους και κακούς καλλιτέχνες. Για να ασχοληθεί κάποιος με τη θεραπεία μιας τέχνης πρέπει να έχει κάποιο στιγμή αναρωτηθεί. Να έχει υποφέρει. Να έχει ενοχληθεί από την αταξία αυτού του Κόσμου». Ο ίδιος θεωρεί την Τέχνη και τη μαζικότητα έννοιες ασυμβίβαστες. «Η επικοινωνία στην Τέχνη», λέει, είναι πάντοτε μοναδική και προσωπική. Μαζί με την αγάπη, είναι η μόνη μη μαζική επικοινωνία που μας απόμεινε». Κι είναι τέχνη «η γέφυρα με το υπερβατικό. Ο καλλιτέχνης δεν εκφράζει συναισθήματα, αλλά την αξεπέραστη ανάγκη του για δημιουργία. Για να τα καταφέρει, δεν αρκεί αυτή του η επιθυμία. Χρειάζεται ταλέντο, παιδεία και δουλειά Η έμπνευση μόνη της δεν υπάρχει». Και κάτι ακόμα, για μας τους κοινούς θνητούς. «Αν δεν καταλαβαίνουμε τα έργα τέχνης, δεν φταίει συνήθως ο καλλιτέχνης, αλλά εμείς και η παιδεία μας Η ποιότητα υπάρχει γύρω μας Απλώς χρειάζεται να μάθουμε να τη βλέπουμε και να την αναζητούμε. Στο τέλος γίνεται ναρκωτικό. Η έλλειψή της μας πληγώνει και η επαφή με αυτήν μας ανακουφίζει».
Τα παραπάνω, είναι για τους μαθητές του Ριβέλλη κοινός τόπος. Η προσωπικότητα του δασκάλου τους, τα διαβάσματά του κι η ικανότητα να μεταδίδει τις γνώσεις που αντλεί απ' αυτό καθηλώνουν τους περισσότερους και τους πείθουν. Όσοι διαφωνούν, τελικά τον αποχωρίζονται. Ασφυκτιούν κι απομακρύνονται. Οι υπόλοιποι τον πιστεύουν: «Η φωτογραφία ούτε εικονογραφεί, ούτε αποτυπώνει. Ούτε το θέμα της εξαντλεί το περιεχόμενό της. Η φωτογραφία είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από το πλέξιμο του περιεχομένου με τη φόρμα, είναι μια μεταμόρφωση τον κόσμου μέσα από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη-φωτογράφου». Το πιστεύουν και προσπαθούν να το κάνουν χειροπιαστό. Κι έχουν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι, όταν ο Πλάτων Ριβέλλης μιλά για καλλιτεχνική φωτογραφία, δεν αναφέρεται ούτε σ' αυτήν την φωτοδημοσιογραφίας, ούτε σ’ εκείνη της διαφήμισης. Και στις δύο «τα μηνύματα είναι εύκολα, εύπεπτα και πρωτογενή. Οι συμβολισμοί αναγνωρίσιμοι κι οι μόδες παντοδύναμες. Στη φωτοδημοσιογραφία ξαφνιάζει συχνά η απουσία ηθικών φραγμών και εν πάση περιπτώσει «τα δεινά του κόσμου -ενός κόσμου που ενημερώνεται στο έπακρο από την τηλεόραση- δεν αντιμετωπίζονται με καλές ή κακές φωτογραφίες.
Οι διαφημιστές φωτογράφοι τον εξοργίζουν όταν αναγορεύουν τους εαυτούς τους σε, καλλιτέχνες ξεπερνώντας τον ρόλο, τις γνώσεις και τις ικανότητές τους. Και η αισθητική των διαφημιστικών φωτογραφιών, επιβάλλεται ως αισθητική φωτογραφίας τέχνης, συμβάλλοντας στην οπτική σύγχυση, εκμεταλλευόμενη τον οπτικό αναλφαβητισμό. Πάντως με τον Meisel και τη Madonna του δεν θυμώνει. «Αυτός δεν το παίζει καν».
Ο Ριβέλλης προτιμά τούς φωτογράφους των «άχρηστων», όπως λέει, εικόνων. Εικόνων που δεν κραυγάζουν πως είναι ωραίες, που δεν προκύπτουν από συγκεκριμένες τεχνοτροπίες, που δεν γίνονται αποδεκτές -ως αντιεμπορικές- από τις γκαλερί Ο ίδιος -όπως κι οι περισσότεροι μαθητές του- επιμένει να τραβά μαυρόασπρες φωτογραφίες. Συμφωνεί με τον Βέντερς. «Το χρώμα μπαίνει ανάμεσα στη συγκίνηση και στον θεατή...Ο μεγάλος εχθρός της φωτογραφίας είναι η αληθοφάνεια, και το χρώμα είναι η σιδερένια μπάλα που σε κρατά δεμένο μαζί της».
Την τέχνη της φωτογραφίας την έμαθε από τα βιβλία. Ξεφυλλίζοντας λευκώματα του Bresson, του Kertesz, της Cameron, του Winogrand, του Evans, του Robert Frank κι άλλων πολλών. «Η φωτογραφία δεν είναι κάτι που το κοιτάς με τις ώρες Η πρώτη κατανάλωση γίνεται γρήγορα κι ακολουθούν περισσότερες μέσα στον χρόνο. Γι’ αυτό κι ένα λεύκωμα είναι πιο σημαντικό από μια έκθεση. Νομίζουν μερικοί πως ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο με φωτογραφίες στο βιβλιοπωλείο. είναι αρκετό, το διάβασαν. Όμως το βιβλίο είναι σαν τα σονέτα. Επανέρχεσαι. Και συγκινείσαι ξανά, χωρίς να ξέρεις γιατί». Αυτές τις μέρες που η αγορά κατακλύζεται από φωτογραφικές εκδόσεις και «από έργα καλλιτεχνίζοντα, χειρότερα κι από τις αφίσες του ΕΟΤ», ο Φωτογραφικός Κύκλος παρουσιάζει πέντε μικροσκοπικά βιβλία: τις «Περιπλανήσεις» του Νίκου Δημολίτσα, το «Ροδοπού» του Αλέξανδρου Βούτσα, τις «Φωτογραφίες» του πρώην μοναχού Σιλουανού (κατά κόσμον Σπύρος Παναγιωτόπουλος), τη «Γειτονιά» του Ανδρέα Σχοινά, και τα «Ερείπια» του ίδιου του Ριβέλλη.
Πήγε στο Λένινγκραντ, στην Πράγα και στη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη και στον Κεραμεικό, φλέρταρε με τα αρχαία, τους τάφους και τα αγάλματα, κι έκλεισε μέσα στις φωτογραφίες του «κομμάτια χώρου και χρόνου από το θέατρο ενός κόσμου αιώνιου». Ο Πλάτων Ριβέλλης, ο σίγουρος και τόσο απόλυτος, όπως τον κατηγορούν, βασανίζεται με τη σειρά του από κοινότατες αδυναμίες, όπως είναι ο φόβος του θανάτου ή αγωνία να ισορροπεί σαν ακροβάτης ανάμεσα στη χαρά και τη θλίψη. Έχει, όμως, ανακαλύψει, με κόπο και επιμονή το καταφύγιο της τέχνης. Και ανταμείβεται.