Πώς ασχοληθήκατε με την τέχνη;
Σπούδασα νομικά στην Αθήνα, πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και αμέσως από τις αρχές τού 1970 άρχισα να δικηγορώ. Η δικηγορία, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, ήταν ένα καλό επάγγελμα, αλλά δεν μου πρόσφερε καμία προσωπική ικανοποίηση. Οι τέχνες ήταν πάντα το κύριο ενδιαφέρον μου, αλλά ουδέποτε είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ σοβαρά με κάποια πιο ειδικά. Η φωτογραφία μού φάνηκε προς στιγμή σαν κάτι πιο προσιτό και πιο εύκολο. Πολύ γρήγορα άρχισα αφενός να εξοπλίζομαι και να φωτογραφίζω και αφετέρου να αγοράζω βιβλία και να προσπαθώ να μορφωθώ φωτογραφικά. Μετά από μια εξαετία παθιασμένης ενασχόλησης με τη φωτογραφία αποφάσισα να εγκαταλείψω τη δικηγορία και να αφοσιωθώ στη φωτογραφία.
Μιλήστε μου για τις σπουδές σας. Τι αποκομίσατε από αυτές;
Από τις νομικές σπουδές λίγα πράγματα. Ίσως έμαθα να οργανώνω καλύτερα το μυαλό μου και τα επιχειρήματά μου. Αντίθετα όμως από αυτό που νομίζει ο περισσότερος κόσμος τα νομικά προσφέρουν πολύ εξειδικευμένη και όχι γενικής χρήσης γνώση. Από τη σύντομη και περιστασιακή ενασχόλησή μου με την πολιτική επιστήμη κέρδισα την απελευθέρωσή μου από αυτήν. Από τους λίγους μήνες που πέρασα στην Αμερική παρακολουθώντας φωτογραφικά σεμινάρια απομυθοποίησα μερικούς διάσημους φωτογράφους, αλλά είχα τη μεγάλη τύχη να γνωριστώ καλά με τον (για μένα) πολύ σημαντικό φωτογράφο Garry Winogrand. Οι πραγματικές όμως σπουδές είναι αυτές που κάνει ο καθένας μόνος του. Και τις κάνει καλά όταν διαπιστώσει τι μεγάλη χαρά μπορεί να προσφέρει αυτή η προσωπική μορφωτική περιπέτεια. Οφείλω πολλά στους γονείς μου που συνέβαλαν ώστε να μεγαλώσω σε ένα σπίτι όπου η λογοτεχνία, η μουσική και οι πνευματικές συζητήσεις ήταν πάντα παρούσες. Από κει και πέρα ήταν σχετικά αυτονόητο να προσπαθήσω να είναι και η υπόλοιπη ζωή μου γεμάτη από αυτές τις πνευματικές χαρές. Όσα έχω μάθει μέχρι σήμερα οφείλονται σε ανθρώπους που θαύμασα, των οποίων τις σκέψεις άκουσα ή διάβασα με σεβασμό, καθώς και στην επαφή μου με έργα τέχνης που με γέμισαν με χαρά.
Διδάξατε και διδάσκετε ακόμη. Ποια είναι τα βασικά σας συμπεράσματα απ’ αυτή την ενασχόλησή σας;
Το 1980 ξεκίνησα να διδάσκω σε μερικές φίλες μου, μέσα στο δικηγορικό μου γραφείο, όσα τεχνικά και άλλα μάθαινα γύρω από τη φωτογραφία. Το είχα ανάγκη για να εμπεδώσω εκείνα που μάθαινα διαβάζοντας. Γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτή η πρωτόγνωρη (ίσως και πρωτόγονη) διδακτική εμπειρία μού έδινε μεγάλη χαρά. Κατάλαβα επίσης ότι είχα και μια έφεση, μάλλον και ικανότητα, γι' αυτό. Την επόμενη χρονιά, σε ένα μικρό στούντιο που είχα νοικιάσει, άρχισα να διδάσκω μια ομάδα γνωστών μου, αλλά και μια ομάδα αλλοδαπών για λογαριασμό ενός παραρτήματος κάποιου αμερικανικού πανεπιστημίου. Οι εμπειρίες αυτές με έκαναν να καταλάβω ότι έπρεπε να εγκαταλείψω την άσκηση τής δικηγορίας, διότι αλλιώς πρόδιδα και τους πελάτες μου και τους μαθητές μου, και ότι έπρεπε να διευρύνω τη φωτογραφική μου βιβλιοθήκη, αφού αυτή ήταν η βασική πηγή τής γνώσης μου και τής διδασκαλίας μου. Η μετάβασή μου στην Αμερική για λίγους μήνες αποτελούσε την ανάγκη μου να γνωρίσω άλλους ικανότερους από εμένα φωτογράφους και να σημειώσω πανηγυρικά τη μετάβαση μου από τη δικηγορία στη φωτογραφία. Δεν είχα φυσικά την ψευδαίσθηση ότι με λίγους μήνες σεμιναρίων θα γινόμουν σοφότερος. Πολύ γρήγορα η διδακτική μου δραστηριότητα πήρε διαστάσεις χιονοστιβάδας. Από το 1984 μέχρι το 1990 δίδαξα παράλληλα ή διαδοχικά στο University of La Verne, στη Σχολή Μωραΐτη, στο Κολλέγιο Αθηνών (σε τμήματα μαθητών, αλλά και ενηλίκων), στην Αμερικανική Βάση τής Νέας Μάκρης, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα ΜΜΕ), στη φωτογραφική σχολή Focus, ενώ παράλληλα όργωνα την Ελλάδα παραδίδοντας σεμινάρια για λογαριασμό τού Υπουργείου Πολιτισμού σε φωτογράφους - επιμορφωτές τής Λαϊκής Επιμόρφωσης. Συνειδητοποίησα όμως ότι έτσι κινδύνευα να νοθεύσω τη μεγάλη χαρά που ένιωθα σαν δάσκαλος, πρώτον λόγω τής πληθώρας των στόχων και δεύτερον διότι ήταν για μένα πολύ σημαντικό να με επιλέγουν οι μαθητές μου και όχι να επιβάλλομαι σε αυτούς άνωθεν. Και κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνον στο δικό μου φωτογραφικό τμήμα. Αποφάσισα επομένως έκτοτε να αφοσιωθώ αποκλειστικά σε αυτό. Το βασικό σεμινάριο που παραδίδω ανελλιπώς από το 1982 μέχρι σήμερα τιτλοφορείται "Εισαγωγή στην Καλλιτεχνική Φωτογραφία" και περιλαμβάνει τεχνική διδασκαλία (το ένα τρίτο περίπου τού συνολικού χρόνου) και καλλιτεχνική διδασκαλία, δηλαδή ιστορία και αισθητική τής φωτογραφίας, καθώς και κριτική τής δουλειάς των συμμετεχόντων. Το σεμινάριο αυτό διαρκεί όλο τον χειμώνα (κάθε Τετάρτη απόγευμα από Νοέμβριο μέχρι Ιούνιο) και γίνεται σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη 1.Ακολουθεί ένα δεύτερο πιο προχωρημένο σεμινάριο, που γίνεται το πρώτο δεκαήμερο τού Ιουλίου στη Σύρο (τόπο διαμονής μου εδώ και εννέα χρόνια), με περιεχόμενο την καθημερινή φωτογράφιση και κριτική. Ένα τρίτο σεμινάριο για ακόμα πιο προχωρημένους γίνεται επί ένα πλήρες τριήμερο στη Σύρο κάθε Σεπτέμβριο με στόχο την κριτική, την οργάνωση και την παρουσίαση τού συνόλου τής δουλειάς ενός φωτογράφου. Η μόνη άλλη διδακτική δραστηριότητά μου είναι μερικά τετραήμερα σεμινάρια (Παρασκευή με Δευτέρα) διάρκειας συνολικά είκοσι ωρών που παραδίδω σε επαρχιακές πόλεις ή στην Κύπρο, όταν τοπικοί φορείς με προσκαλούν γι' αυτό. Στα σεμινάριά μου συμμετέχουν άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε μορφωτικού (και φωτογραφικού) επιπέδου. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί τροφοδοτεί γονιμότατες συζητήσεις. Το γεγονός επίσης ότι τα σεμινάρια δεν έχουν για στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση ή τη δημιουργία καλλιτεχνικής καριέρας (έστω και αν οι λέξεις αυτές ηχούν ενοχλητικά παράταιρες) εξασφαλίζει ότι ο κοινός κρίκος σύνδεσης των μαθητών είναι απλώς η αγάπη και η περιέργεια για την τέχνη τής φωτογραφίας και η επιθυμία όλων να βελτιωθούν χωρίς κανένα άλλο χειροπιαστό όφελος. Έχω πειστεί μετά από τόσα χρόνια που διδάσκω ότι με τη σωστή διδασκαλία γίνονται θαύματα. Έχω αντιληφθεί επίσης ότι το ταλέντο είναι δευτερεύον και εν πάση περιπτώσει δεν είναι κάτι ελεγχόμενο. Κυρίως όμως έχω διαπιστώσει ότι το ενδιαφέρον, οι γνώσεις και η μέθοδος καλλιεργούνται σε μεγάλο βαθμό και ότι σε συνδυασμό με το πάθος και με την ευφυΐα μπορούν να αποδώσουν περισσότερα αποτελέσματα από το ταλέντο, όταν αυτό είναι μετέωρο. Με τα μαθήματά μου βοήθησα νομίζω πολλούς νέους φωτογράφους στην Ελλάδα να αξιοποιήσουν την αξία τους και την ποιότητά τους. Διευκρινίζω ότι με τη λέξη βοήθησα εννοώ καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά και όχι από την άποψη τής προβολής, κάτι που δεν είναι ο δικός μου τομέας. Παράλληλα όμως πιστεύω ότι έχω συμβάλει σημαντικά στο να δημιουργηθεί ένα φωτογραφικά καλλιεργημένο κοινό, που παλαιότερα δεν υπήρχε στην Ελλάδα.
Πότε και γιατί ιδρύθηκε ο "Φωτογραφικός Κύκλος" και ποια η σχέση του με τον "Φωτοχώρο";
Όταν άφησα τη δικηγορία πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι θα αντικαθιστούσα τη σχέση πελάτη-δικηγόρου με αυτήν τού πελάτη-φωτογράφου και μάλλον με χαμηλότερες αμοιβές και με τον πρόσθετο κίνδυνο να απογοητευτώ και από τη φωτογραφία. Αποφάσισα τότε (1984) για λόγους βιοποριστικούς, να ανοίξω, σε συνεργασία με μερικούς καλούς φίλους μου, ένα μαγαζί πωλήσεως φωτογραφικών ειδών στην οδό Τσακάλωφ, τον "Φωτοχώρο", από το οποίο αποκόμισα δύο οφέλη: πρώτον ότι γνώρισα τους περισσότερους Έλληνες φωτογράφους και δεύτερον ότι έμαθα πως το εμπόριο πρέπει να γίνεται από ικανούς εμπόρους που ξέρουν πώς να αποκομίζουν κέρδη. Επειδή δεν είχα αυτή την ικανότητα έκλεισα το 1990 τον "Φωτοχώρο" και στον ίδιο χώρο εγκατέστησα το σωματείο "Φωτογραφικός Κύκλος", που είχα ιδρύσει με μαθητές μου το 1988. Ο "Φωτογραφικός Κύκλος" ιδρύθηκε με την επιθυμία να μην χανόμαστε με τους μαθητές μου όταν τελείωνε ένας κύκλος σεμιναρίων και να μοιραζόμαστε αυτά που όλοι είχαμε ανάγκη. Δηλαδή σκοτεινό θάλαμο, βιβλιοθήκη και ανταλλαγή απόψεων. Ο "Φωτογραφικός Κύκλος" ανέπτυξε εντονότατη δραστηριότητα. Διοργάνωσε πληθώρα εκθέσεων ομαδικών και ατομικών (διέθετε τη δική του μικρή γκαλερί που ονομάστηκε και αυτή "Φωτοχώρος"). Εξέδωσε ένα περιοδικό, τον "Φωτοχώρο" και πάλι, που σταμάτησε στο 13ο τεύχος ελλείψει πόρων. Και καμιά εξηνταριά βιβλία, θεωρητικά και λευκώματα. Κάθε Πέμπτη, από το 1990 μέχρι σήμερα, παρουσιάζουμε τη δουλειά νέων φωτογράφων. Από το 2003 τα σεμινάρια φωτογραφίας που διδάσκω και οι παρουσιάσεις τής Πέμπτης φιλοξενούνται στα αμφιθέατρα τού Μουσείου Μπενάκη (αντίστοιχα τής Κουμπάρη και τής Πειραιώς). Η βιβλιοθήκη τού "Κύκλου", αποτελούμενη από 4.000 βιβλία δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ ο σκοτεινός θάλαμος καταργήθηκε μια και όλοι πέρασαν πλέον στην ψηφιακή τεχνολογία. Έτσι η ζωή τού "Κύκλου" συνεχίζεται μέσα από τη συνεργασία με το φιλόξενο Μουσείο Μπενάκη, όπου ο "Κύκλος" γιόρτασε πέρσι τα είκοσί του χρόνια με μια μεγάλη έκθεση, που είχε την πρωτοτυπία να χρησιμοποιήσει είκοσι οθόνες υπολογιστή αντί για την καθιερωμένη έκθεση με κάδρα.
Μιλήστε μου για το δικό σας προσωπικό φωτογραφικό έργο.
Προτού γίνω δάσκαλος φωτογραφίας ξεκίνησα να φωτογραφίζω γοητευμένος από το έργο των μεγάλων φωτογράφων που σταδιακά ανακάλυπτα. Μόνο που σήμερα νιώθω ότι η δραστηριότητά μου σαν φωτογράφου έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, μια και όχι μόνον θεωρώ το διδακτικό μου έργο πιο σημαντικό, αλλά είναι και αυτό που απορροφάει και απασχολεί τη σκέψη μου περισσότερο. Συνεχίζω να φωτογραφίζω αφενός από χαρά και αφετέρου διότι έτσι ανανεώνω τον προβληματισμό μου γύρω από τη φωτογραφία. Μου είναι δύσκολο, και το θεωρώ εκτός των άλλων και άσκοπο, να προσδιορίσω τις επιρροές μου. Γνωρίζω καλά την ιστορία τής φωτογραφίας και θαυμάζω τόσους φωτογράφους, που ευτυχώς δεν ξέρω πλέον ποιοι με έχουν επηρεάσει περισσότερο. Αλλά εξίσου επηρεασμένος είμαι και από τους καλλιτέχνες που αγαπώ και που είναι σκηνοθέτες, χορογράφοι ή ζωγράφοι. Το φορτίο επιρροών που κουβαλάει ο καθένας είναι σύνθετο και με τα χρόνια εμπλουτίζεται, ενώ κατά ένα περίεργο τρόπο γίνεται και πιο ξεκάθαρο. Ίσως γιατί μεγαλώνοντας προκαλούμε τις επιρροές μας ανάλογα με τη δική μας κλίση. Δεν οδηγούμαι από συγκεκριμένο φωτογραφικό προβληματισμό. Ούτε από οποιαδήποτε ιδεολογία. Τα μεταφυσικά και συναισθηματικά προβλήματα επηρεάζουν τόσο τη ζωή μου όσο και την τέχνη μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Οι αισθητικές προτάσεις μου είναι απόπειρες να συμφιλιώσω όσα βλέπω με εκείνα που αισθάνομαι και πιστεύω. Οι φωτογραφίες μου, αυτές που κάνω και αυτές που υποστηρίζω, απεχθάνονται τα μηνύματα και τις εικονογραφημένες έννοιες. Πιστεύω στην αφαίρεση και ελπίζω στην υπέρβαση. Αλλά τίποτα δεν επιδιώκω. Η φωτογραφία έχει το χάρισμα τής φτώχιας της. Είναι μια άυλη εικόνα που αναπαράγεται απεριόριστα και πανομοιότυπα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και μέσα. Αυτό επιχειρώ να τονίσω και να διαφυλάξω. Προσπαθώ να αποφεύγω οτιδήποτε θα την έκανε δήθεν πιο πολύτιμη από όσο είναι.
Παρουσιάσατε φωτογραφίες σας στην γκαλερί Νέες Μορφές. Ποια είναι τα βασικά σας συμπεράσματα απ’ αυτή την δραστηριότητά σας;
Πιστεύω ότι ο φωτογράφος πρέπει να "εκτίθεται". Μόνο που έχει μεγάλη σημασία το πού, το πότε και το πώς. Οι Νέες Μορφές ήταν μία γκαλερί με ήθος και ποιότητα. Ήταν η πρώτη μεγάλη ατομική μου έκθεση. Και η πρώτη φορά που αποφάσισα να πουλήσω φωτογραφίες μου. Είναι προφανές ότι δεν ζω από τις πωλήσεις των φωτογραφιών μου, όπως άλλωστε και κανένας Έλληνας φωτογράφος. Εντούτοις, μια και οι νέες συνήθειες αντιμετωπίζουν πλέον κατά κύριο λόγο τη φωτογραφία σαν προϊόν προς πώληση, έπρεπε και εγώ, σαν δάσκαλος να πάρω μία θέση. Στην έκθεση αυτή έβαλα τέσσερις όρους που η γκαλερί με μεγάλη ευγένεια αποδέχτηκε αμέσως, αν και πήγαιναν όλοι αντίθετα με το ρεύμα. Δεν θα έκανα πολύ μεγάλα τυπώματα, από αυτά που είναι τώρα τόσο τής μόδας, επειδή πιστεύω ότι η φωτογραφία, όντας άυλη, πρέπει να τυπώνεται ανάλογα με τον χώρο και το σημείο θέασης. Όλα τα άλλα είναι εκ τού πονηρού. Θα έδειχνα πολλές φωτογραφίες, διότι μια και ο κόσμος κάνει τον κόπο να μετακινηθεί, ας έχει τη χαρά να δει περισσότερες. Θα όριζα τη χαμηλότερη διεθνώς τιμή πώλησης. Και δεν θα έβαζα περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, κάτι που θεωρώ στην περίπτωση τής φωτογραφίας κλασική παραπλάνηση τού αθώου κοινού. Έτσι εξέθεσα 120 φωτογραφίες διαστάσεων περίπου 40Χ50 (οι περισσότερες πανοραμικές ή τετράγωνες), που πουλιόντουσαν σε πολύ λογική τιμή και σε απεριόριστα αντίτυπα. Αν αντιθέτως είχα εκθέσει πέντε ή δέκα το πολύ φωτογραφίες, σε διαστάσεις μερικών τετραγωνικών μέτρων η καθεμία, με περιορισμό πέντε αντιτύπων και με τιμή μερικών χιλιάδων ευρώ (όπως συνήθως συμβαίνει) θα είχα ακολουθήσει τη μόδα, θα είχα πουλήσει περισσότερη "μούρη" και λιγότερες φωτογραφίες και, το χειρότερο, θα είχα βλάψει σοβαρά τη φωτογραφία. Αυτό που με ευχαρίστησε πολύ ήταν ότι, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων τής γκαλερί, πέρασαν περί τις τρεις χιλιάδες επισκέπτες, πολλοί από τους οποίους δεν γνώριζαν καν πού βρίσκεται η γκαλερί, ενώ εγώ ο ίδιος έγινα μάρτυς πολλών συγκινητικών αποριών από ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα για το τι μπορεί να δείξει και να πει μια φωτογραφία.
Πώς επηρεάζεται η φωτογραφία από το «χρηματιστήριο» της τέχνης;
Η παράθεση των λέξεων "χρηματιστήριο" και "τέχνη" με εκπλήσσει και με απωθεί. Μπορεί μια φωτογραφία να πουληθεί πολύ ακριβά επειδή ανήκε σε κάποιον διάσημο, ή επειδή ο δημιουργός της πέθανε προ πολλού. Ορθώς πιθανόν πωλείται και ορθώς αγοράζεται. Αυτό δεν την κάνει πιο σημαντική από άλλες και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί η διαδικασία αυτή να αφορά ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη. Αντιλαμβάνομαι ότι αφορά εκείνους που ασχολούνται με το χρηματιστήριο.
Υπάρχει καλλιτεχνική φωτογραφία και αν ναι γιατί;
Το δικαίωμα να θεωρείται η φωτογραφία τέχνη το έχουν κατοχυρώσει οι δημιουργοί-φωτογράφοι που από την εποχή τής Julia Margaret Cameron μέχρι σήμερα τη χρησιμοποιούν με ιδιοφυείς και πολύ προσωπικούς τρόπους σαν καλλιτεχνική γλώσσα. Από τη στιγμή που κάποιος το αντιληφθεί (και, λυπάμαι, αλλά πολύ λίγοι στον χώρο των τεχνών το έχουν αντιληφθεί) δεν τίθεται καν θέμα και δεν υπάρχει ούτε γιατί ούτε διότι.
Ποιες είναι οι σπουδαιότερες δικές σας και άλλων εκθέσεις που έχετε οργανώσει;
Εκτός από αυτήν στις Νέες Μορφές, το 2007, δεν έχω κάνει άλλη σημαντική δική μου και το πιθανότερο είναι να αργήσω να ξανακάνω. Έχω όμως διοργανώσει πολλές σημαντικές κατά τη γνώμη μου ομαδικές εκθέσεις μελών τού "Φωτογραφικού Κύκλου". Κατά τη δεκαετία τού 1990 έγιναν δύο εκθέσεις με περισσότερους από 60 φωτογράφους και 600 φωτογραφίες στο Κέντρο Τεχνών τού Δήμου Αθηναίων (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ). Οι ίδιες εκθέσεις παρουσιάστηκαν στον Μύλο τής Θεσσαλονίκης. Μία ακόμη έκθεση το 1998, για τα δέκα χρόνια τού «Κύκλου», κάλυψε και τους τρεις ορόφους του Σπιτιού τής Κύπρου. Τα τελευταία χρόνια προσπάθησα να δείξω δουλειά σημαντικών ξένων φωτογράφων, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο λόγω τού κόστους. Ουδέποτε φυσικά δέχτηκα να παρουσιάσω κάποια έτοιμη έκθεση, όπως συχνά γίνεται κυρίως λόγω τού μειωμένου κόστους, διότι τότε νομίζω ότι δεν θα είχα λόγο να αναμείξω το όνομά μου, μια και δεν θα είχα επηρεάσει τις επιλογές, που είναι και η μόνη δικαιολογία ύπαρξης ενός επιμελητή. Στο Μέγαρο Μουσικής παρουσίασα μια πολύ μεγάλη έκθεση με θέμα τη φωτογραφία μόδας, στην οποία εκτέθηκαν φωτογραφίες των μεγαλύτερων φωτογράφων μόδας από όλη την ιστορία τού μέσου. Στην Ελληνοαμερικανική Ένωση παρουσίασα τη δουλειά τού μεγάλου Αμερικανού φωτογράφου Bruce Davidson και στο Ίδρυμα Θεοχαράκη τα σχέδια τού σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη Federico Fellini. Σε όλες αυτές τις εκθέσεις συνεργάστηκα με την ιστορικό τέχνης Ελισάβετ Πλέσσα, η οποία είναι από τις ελάχιστες ιστορικούς τέχνης που έχουν γνώσεις φωτογραφίας.
Ποια είναι η σχέση σας με τον κινηματογράφο;
Με τον κινηματογράφο είχα από παιδί μεγαλύτερη σχέση από ό,τι με τη φωτογραφία. Ήμουν τακτικότατος θαμώνας και των δύο κινηματογραφικών λεσχών που υπήρξαν στην Αθήνα. Στη διάρκεια των θερινών εντατικών σεμιναρίων πρόβαλα στους μαθητές μου, μεταξύ πολλών ντοκιμαντέρ για διάφορες τέχνες, και μερικές δύσκολες και πολύ σημαντικές ταινίες. Τότε αντιλήφθηκα ότι χωρίς βοήθεια σχεδόν κανένας δεν τις καταλάβαινε. Σιγά-σιγά άρχισα να γράφω σημειώσεις για να τις επεξηγώ, οι σημειώσεις έγιναν δύο μεγάλα βιβλία (τώρα γράφω το τρίτο) και άρχισα να διοργανώνω μικρά σεμινάρια για σκηνοθέτες που γνωρίζω και αγαπώ. Η διαφορά τής ενασχόλησής μου με τον κινηματογράφο σε σχέση με τη φωτογραφία είναι πρώτον ότι τα μαθήματα κινηματογράφου απευθύνονται σε ήδη μαθητές μου τής φωτογραφίας (και φίλους τους), δεύτερον ότι δεν επιχειρώ να διδάξω κανέναν να κάνει κινηματογράφο (αφού άλλωστε είναι κάτι που αγνοώ), αλλά μόνον να δει κινηματογράφο (όπως τουλάχιστον εγώ τον βλέπω), και τρίτον δεν χάνω τον χρόνο μου να μιλάω για σκηνοθέτες που δεν αγαπώ, κάτι που κάνω με φωτογράφους που δεν αγαπώ, χάριν τής πληρότητας των φωτογραφικών μαθημάτων μου. Για να προλάβω την περιέργειά σας οι σκηνοθέτες που αγαπώ και (μέχρι τώρα τουλάχιστον) γνωρίζω καλά είναι οι Federico Fellini - Yasujiro Ozu - Kenji Mizoguchi - Ingmar Bergman - Pier Paolo Pasolini - Michelangelo Antonioni - Luis Bunuel - Buster Keaton - Carl Dreyer - Andrei Tarkovsky - Jacques Tati - Luchino Visconti (αυτοί περιλαμβάνονται στο πρώτο μου βιβλίο με τον τίτλο "Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση τού κινηματογράφου"), οι Pedro Almodovar - Nanni Moretti - Wim Wenders - Fritz Lang - F.W. Murnau - D.W. Griffith - Vittorio De Sica - Ermanno Olmi - Ettore Scola - Elia Kazan - Frank Capra - John Cassavetes - Nicholas Ray (αυτοί περιλαμβάνονται στο δεύτερο βιβλίο μου με τον τίτλο "Χωρίς διάλειμμα") και οι Roberto Rossellini - John Ford - Jean Renoir - Victor Sjostrom - Douglas Sirk - Max Ophuls - Jacque Becker - Pupi Avati (αυτοί μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνονται στο τρίτο βιβλίο μου, αγνώστου για την ώρα τίτλου), καθώς και αρκετοί νέοι με λίγες ταινίες όπως οι Carlos Sorin - Alessandro D' Allatri - Alejandro Agresti κ.ά.
Ασχολείστε με το γράψιμο. Αναφερθείτε στα σπουδαιότερα για σας βιβλία που έχετε γράψει.
Εκτός από τα παραπάνω βιβλία μου σχετικά με τον κινηματογράφο, ξεκίνησα να γράφω βιβλία για να βοηθήσω τους μαθητές μου των φωτογραφικών μου τμημάτων. Το πρώτο ονομάστηκε "Φωτογραφία" και περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες τεχνικές συμβουλές. Το σωστό θα ήταν να ονομαστεί "Εγχειρίδιο Φωτογραφίας" αλλά με προειδοποίησαν ότι ελάχιστοι θα καταλάβαιναν τον τίτλο. Η τελευταία έκδοση αυτού τού βιβλίου μου περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος γραμμένο από τον συνεργάτη μου και πρώην μαθητή μου Μάνο Λυκάκη σχετικά με την ψηφιακή τεχνολογία, τής οποίας δεν είμαι ακόμα τόσο καλός γνώστης. Ακολούθησε ένα βιβλίο που μου παράγγειλε η Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης που φέρει τον τίτλο "Μονόλογος για τη Φωτογραφία". Βλέπετε, πιστεύω ότι στην τέχνη δεν χωράει και πολύ ο διάλογος. Αν κάποιος βλέπει διαφορετικά τα πράγματα δεν υπάρχουν ατράνταχτα επιχειρήματα, λογικά ή άλλα, για να τον πείσεις. Θα βλέπει διαφορετικά και τον κόσμο και τη ζωή. Ύστερα έγραψα ένα άλλο θεωρητικό βιβλίο με τον τίτλο "Σκέψεις για τη Φωτογραφία" και τον υπότιτλο "Μια προσωπική ανάγνωση τής ιστορίας της". Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει και καμιά εκατοστή φωτογραφίες διάσημων φωτογράφων με λίγα ελεύθερα δικά μου σχόλια. Επειδή στο μεταξύ έγραφα με κάθε ευκαιρία και διάφορα άρθρα και κείμενα που φιλοξενούνταν σε εφημερίδες και περιοδικά, τα εξέδωσα σε ένα βιβλίο με τον τίτλο "Κείμενα για τη Φωτογραφία". Μετά από ένα σεμινάριό μου στη Λευκωσία εξέδωσα την απομαγνητοφώνηση αυτών των είκοσι διδακτικών ωρών με τον τίτλο "Εισαγωγή στην καλλιτεχνική Φωτογραφία". Στο βιβλίο αυτό δημοσιεύονται και πολλές από τις φωτογραφίες στις οποίες αναφέρομαι. Παράλληλα ένιωσα πάντα την υποχρέωση, αφού διδάσκω και προτρέπω τους μαθητές μου να εκδίδουν και να εκθέτουν φωτογραφίες τους, να το κάνω και εγώ ο ίδιος, ώστε να μη μένω στο απυρόβλητο. Αφού συμμετείχα σε δύο μικρές σειρές εκδόσεων των μελών τού "Κύκλου" (τίτλοι των δικών μου λευκωμάτων "Φως και Σιωπή" και "Ερείπια") εξέδωσα ένα μεγάλο λεύκωμα με τον τίτλο "Άνω τελεία" με πολλές φωτογραφίες μου από διάφορες περιόδους τής δουλειάς μου. Τέλος, εξέδωσα ένα βιβλίο με τον τίτλο "50 Φωτογραφίες - 50 Κείμενα" που περιλαμβάνει πενήντα κείμενά μου για τη φωτογραφία γραμμένα τα τελευταία χρόνια στον Τύπο και πενήντα πανοραμικές φωτογραφίες μου.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Αναφερθείτε διεξοδικά σ’ αυτά, τα άμεσα και του 2010.
Ελπίζω να συνεχίσω να κάνω ό,τι και σήμερα, αφού αυτά όλα μου δίνουν χαρά. Δηλαδή να διδάσκω στο Μουσείο Μπενάκη τις Τετάρτες, να παρουσιάζω φωτογράφους, σκηνοθέτες και άλλους καλλιτέχνες στο Μουσείο Μπενάκη τις Πέμπτες, να κάνω τα εντατικά σεμινάριά μου στη Σύρο, στο σπίτι μου, όπου έχω διαμορφώσει έναν θαυμάσιο χώρο σεμιναρίων, να διοργανώνω εκθέσεις για λογαριασμό διαφόρων Ιδρυμάτων με το έργο σημαντικών φωτογράφων, να ολοκληρώσω το τρίτο μου βιβλίο για τον κινηματογράφο, να συνεχίσω κάθε Οκτώβριο, όπως και φέτος, να παραδίδω τη σειρά διαλέξεων στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με θέμα τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο, και να μπορέσω να ξανακάνω σειρά τηλεοπτικών εκπομπών για τη φωτογραφία (και τον κινηματογράφο), όπως είχα κάνει στο παρελθόν. Βλέπετε, η δύναμη τής τηλεόρασης σαν διδακτικό μέσο υπερβαίνει καθετί άλλο. Και αν ανάμεσα σε όλες αυτές τις δραστηριότητες βρίσκω και τον χρόνο να φωτογραφίζω, όπως θέλω και έχω ανάγκη να το κάνω, η χαρά μου θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Πάντως στις 3 Δεκεμβρίου θα εγκαινιαστεί στην Ελληνοαμερικανική Ένωση μία έκθεση που επιμελούμαι με φωτογραφίες τού Αμερικανού Leon Levinstein (1910-1998), ενώ για τού χρόνου την ίδια εποχή έχω προγραμματίσει στον ίδιο χώρο μια έκθεση τού επίσης Αμερικανού Saul Leiter.
Πώς βλέπετε την σύγχρονη φωτογραφική πραγματικότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό;
Η φωτογραφία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι τής μόδας. Αυτό με φοβίζει. Όπως με φοβίζει ότι χρησιμοποιείται επειδή είναι το ιδανικό εργαλείο τής εννοιολογίας, τής διαφήμισης, τής προπαγάνδας, και κάθε πιθανής ευκολίας που έχει σχέση με την παραγωγή της, την πώλησή της και την ερμηνεία της. Η φωτογραφία είναι δύσκολη επειδή είναι εύκολη, φτωχή και απλή. Αλλά για όλα αυτά είναι και ευάλωτη. Οι φωτογραφίες που προβάλλουν τα media είναι αυτές των χρηματιστηρίων τής τέχνης, στα οποία αναφερθήκατε, και οι εφαρμοσμένες φωτογραφίες που κατακλύζουν τα έντυπα. Η πληθώρα και κατάχρηση των πτυχιακών και μεταπτυχιακών διπλωμάτων ανά τον κόσμο δεν θα βελτιώσει την κατάσταση. Θα έχουμε απλώς πολλούς κακούς καλλιτέχνες με πτυχίο. Παρόλα αυτά οι καλοί φωτογράφοι υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ίσως θα έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να γίνουν γνωστοί αν δεν παίξουν το κυρίαρχο παιχνίδι. Αλλά αυτό δεν πειράζει. Η ψηφιακή τεχνολογία θα μπερδέψει επίσης για λίγο τα χαρτιά με τη φλυαρία της, αλλά εντέλει θα βοηθήσει, γιατί θα επαναφέρει τη γοητευτική φτώχια τής φωτογραφίας, η οποία δεν σηκώνει μοναδικότητες, τεράστιες εκτυπώσεις και περιορισμένα αντίτυπα.
Ποιος είναι ο ρόλος του δημιουργού;
Η ερώτηση θα ήταν άστοχη μερικά χρόνια πιο πριν, αλλά δεν είναι καθόλου σήμερα. Η τέχνη δεν είναι παρά ο δημιουργός. Χωρίς αυτόν όχι μόνον δεν υπάρχει τέχνη, αλλά δεν υπάρχει καν ενδιαφέρον γι' αυτήν. Ο Marcel Proust έλεγε ότι τα έργα τέχνης μάς συγκινούν διότι μας αποκαλύπτουν έναν άλλο γαλαξία, αυτόν τού δημιουργού τους, γαλαξίας ο οποίος συνεχίζει να λάμπει για μας, για πολλά χρόνια μετά από τον θάνατό του. Σήμερα όμως επιχειρείται συνειδητά να υποβαθμιστεί ο ρόλος τού δημιουργού, και επιπλέον να αποδοθεί στην αντίθετη άποψη ο χαρακτηρισμός τής παλαιολιθικής εμμονής. Και αυτό γίνεται προς όφελος όλων των άλλων παραγόντων τής καλλιτεχνικής αγοράς, όπως είναι οι τεχνοκριτικοί, οι ιστορικοί τέχνης, οι καθηγητές Πανεπιστημίων, οι art dealers (τρομερός όρος), οι cultural managers (άλλος τρομερός όρος), οι ειδικοί δημοσιογράφοι και πάνω από όλους οι επιμελητές των εκθέσεων. Μόνο που κανένας εκτός από τον δημιουργό δεν μπορεί να γεννήσει από το μηδέν. Αλλά και αυτό προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν μέσω τού σκεπτικού που συνοδεύει τα έργα, το οποίο τείνει και αυτό να γίνει σημαντικότερο από το ίδιο το έργο.
Είσθε μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ρόλος του σήμερα;
Κάθε Μουσείο είναι ωφέλιμο. Ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βοηθάει την προβολή, την αποδοχή και την εξέλιξη τής τέχνης τής εκάστοτε εποχής, η οποία γίνεται δυσκολότερα αποδεκτή από το ευρύ κοινό. Η διεθνής πρακτική θέλει τα Μουσεία χωρισμένα σε περιόδους. Ίσως αυτό να επιβάλλεται και από λόγους πρακτικούς και οργανωτικούς. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα. Θεωρητικά, λοιπόν, η Εθνική Πινακοθήκη περιλαμβάνει έργα μέχρι μια χρονική περίοδο, και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (επισημαίνω ότι το «Σύγχρονης» είναι μετάφραση τού Contemporary και όχι τού Modern το οποίο ελληνικά αποδίδεται ως Νεωτερικό) τα έργα από μια χρονική περίοδο μέχρι σήμερα. Η ιδιότητά μου τού δασκάλου με κάνει να θεωρώ πιο σημαντικά τα ερωτήματα που τίθενται μπροστά σε έργα διαφόρων περιόδων, επομένως ένα μουσείο που θα κάλυπτε πολύ μεγάλες περιόδους τής τέχνης θα μου φαινόταν πιο χρήσιμο. Από την άλλη μεριά δυσκολεύομαι αφενός να κατατμήσω τη δουλειά ενός καλλιτέχνη που έχει περάσει περισσότερες δημιουργικές περιόδους και μάλιστα με ποικιλία τεχνοτροπιών και αφετέρου να αποκλείσω έναν που διαβιώνει στη σύγχρονη εποχή επειδή ενδεχομένως έχει υιοθετήσει τεχνοτροπία που εξέφραζε την προηγούμενη περίοδο, η οποία όμως θα μπορούσε να εκφράσει και μια κοντινή ή απώτατη μελλοντική. Σκέφτομαι επίσης πώς θα καλύψει ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τους επόμενους π.χ. δύο αιώνες; Μήπως θα πρέπει ανά ορισμένα χρόνια να γεννιέται και να βαπτίζεται ένα νέο μουσείο ακόμα πιο σύγχρονης τέχνης; Παρατηρώ επίσης ότι τα απανταχού μουσεία σύγχρονης τέχνης επηρεάζονται υπερβολικά από όσα συμβαίνουν στον χώρο των ιδιωτικών αιθουσών τέχνης, αντί να αναπτύσσουν μια πολιτική έξω από το κύκλωμα τής αγοράς. Τα προσωπικά μου αυτά ερωτήματα όμως δεν έχουν καμία σχέση με την χρησιμότατη παρουσία τού Μουσείου μας, το οποίο, όπως είπα ήδη ακολουθεί την καθιερωμένη διεθνή πρακτική. Τα τελευταία χρόνια σαν συμβούλιο αναλωθήκαμε κυρίως στην προσπάθεια ανέγερσης τού πολυπόθητου κτιρίου. Τα αναπόφευκτα γραφειοκρατικά προβλήματα σε συνδυασμό με τις ατυχίες που αναφύηκαν μάς έχουν καθυστερήσει. Πάντως παρόλα αυτά το Μουσείο κάνει συνεχώς αισθητή την παρουσία του με πολλές εκθέσεις, χάρη στις πρωτοβουλίες τής διευθύντριάς του κ. Άννας Καφέτση. Πιστεύω άλλωστε ότι ακριβώς επειδή όπως εξήγησα υπάρχει μια σχετική ασάφεια ως προς το περιεχόμενο και τον ρόλο ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική η παρουσία και η προσωπικότητα τού διευθυντή του. Γι’ αυτό και εγώ υποστηρίζω ότι παντού, αλλά και στο υπό ίδρυσιν δικό μας Μουσείο, ο εκάστοτε (και εννοείται όχι ισόβιος) καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να μπορεί να βάζει τη δική του σφραγίδα στην πορεία τού Μουσείου.
Ζούμε στην εποχή τού Μοντερνισμού ή τού Μεταμοντερνισμού;
Παρά το γεγονός ότι το όνομά μου ακολουθείται συχνά από την ιδιότητα τού «Θεωρητικού», φαίνεται ότι δεν είμαι αρκετά θεωρητικός για να αρέσκομαι στις κατηγοριοποιήσεις τής τέχνης. Με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η ίδια η δημιουργία. Αν με τη λέξη μεταμοντερνισμός εννοούμε την κρατούσα τέχνη των τελευταίων είκοσι χρόνων και με τη λέξη μοντερνισμός την αντίστοιχη των προηγούμενων εβδομήντα, τότε εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η πλάστιγγα τής ποιότητας και τής βαρύτητας γέρνει αναμφισβήτητα προς το παρελθόν. Αλλά αυτό είναι και λογικό και αναπόφευκτο. Αναρωτιέμαι μόνο γιατί πρέπει να διακηρυχτεί πανηγυρικά ο θάνατος μιας εποχής για να δούμε την επόμενη να διαγράφεται. Η μεγάλη γοητεία τής τέχνης βρίσκεται στο γεγονός ότι αντίθετα από την επιστήμη μια νέα αλήθεια δεν αναιρεί τις παλαιότερες. Προτιμώ επομένως να αποτιμώ την τέχνη με βάση τους καλλιτέχνες και το έργο τους. Και οπωσδήποτε χωρίς να με απασχολεί με ποιες θεωρητικές κατασκευές το υποστηρίζουν.