fbpx

Πολιτιστική πολιτική και Φωτογραφία στην Ελλάδα (2003)

Όλα όσα ισχύουν (καλά ή κακά) για την γενικότερη πολιτιστική και εκπαιδευτική πολιτική και αντίληψη επηρεάζουν χωρίς αμφιβολία και τη φωτογραφία. Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι που κάνουν την τελευταία πιο ιδιόμορφη. Ανάμεσα σ’ αυτούς σημαντική θέση έχει το γεγονός ότι οι περισσότεροι ιδιωτικοί ή δημόσιοι παράγοντες και λειτουργοί περισσότερο σύρθηκαν προς τη φωτογραφία παρά πείστηκαν για την καλλιτεχνική της ιδιότητα. Όπως και η παρατήρηση ότι η σύγχυση ανάμεσα στην εφαρμοσμένη ή εμπορική της πλευρά και στην καθαρά καλλιτεχνική της διάσταση είναι ακόμα εντονότερη και πιο σκοτεινή από όσο στους άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Ενώ και η ίδια η καλλιτεχνική της φύση, για την οποία αιφνιδίως όλοι συμφώνησαν χωρίς να την καταλαβαίνουν, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Όσο επικίνδυνο επομένως είναι να εισβάλει η εμπορική φωτογραφία της διαφήμισης και του ρεπορτάζ στον χώρο της τέχνης, άλλο τόσο είναι να ταυτιστεί η καλλιτεχνική φωτογραφία με τον εικαστικό χώρο.

Μια εποχή πριν από μερικά χρόνια επικράτησε στη διαμόρφωση της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας μας μια αντίληψη κρατισμού στην τέχνη. Προτάθηκε η δημιουργία σειράς θεσμών που θα απορροφούσαν πολλή ενέργεια και άφθονο χρήμα σε υποδομές και λειτουργικά έξοδα υποβαθμίζοντας την ατομικότητα της δημιουργίας και των καλλιτεχνών. Ευτυχώς η τάση για ιδιωτικοποίηση ακόμα και κρατικών επιχειρήσεων έβαλε φρένο σ’ αυτές τις φιλοδοξίες και η εποχή αυτή μας κληροδότησε μόνον δύο θεσμούς, που μια και υπάρχουν πρέπει να τους λειτουργήσουμε, οι οποίοι όμως δεν πείθουν με την ύπαρξή τους.

Το δίκτυο πόλεων άφησε πίσω του ένα Φωτογραφικό Κέντρο στη Σκόπελο, που όλοι οι ασχολούμενοι με τη φωτογραφία το υποστηρίζουν μόνον επειδή υπάρχει. Ο τελευταίος διευθυντής του έκανε και κάνει το καλύτερο δυνατό για να κρατήσει ζωντανό αυτό που αρχικά δεν είχε λόγο να γεννηθεί. Γιατί άραγε σε ένα απομακρυσμένο νησί, από τα δυσκολότερα στην πρόσβαση, όπου δεν υπήρχε τοπική υποδομή ή ενδιαφέρον, και χωρίς ίχνος προηγούμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα έπρεπε να «φυτευτεί» ένα Κέντρο Φωτογραφίας; Οι ελάχιστες πετυχημένες αντίστοιχες απόπειρες στηρίχτηκαν σε προηγούμενη παρουσία αφοσιωμένων ιδιωτών, όπως το Κέντρο Χορού στην Καλαμάτα με την Βίκυ Μαραγκοπούλου, η οποία ήδη από χρόνια διηύθυνε σχολή μπαλέτου στην ίδια πόλη. Στο μεταξύ το Κέντρο Σκοπέλου απορροφά σημαντικά κατ’ έτος ποσά, στην ουσία για να κάνει μια σημαντική παραγωγή έκθεσης ανά διετία και να τη διακινεί το υπόλοιπο διάστημα ανά την Ελλάδα. Οι άοκνες προσπάθειες του διευθυντή του δεν είναι ικανές να δώσουν πνοή σε μια μάλλον θνησιγενή ιδέα.

Ο δεύτερος κρατικός θεσμός είναι το Μουσείο Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη. Άλλος ένας θεσμός που απορροφά ορισμένα κρατικά κονδύλια, για να μην κάνει τίποτα το ιδιαίτερο. Μέχρι σήμερα η μοναδική ουσιαστική προσφορά του Μουσείου ήταν η ετήσια οργάνωση σειράς εκθέσεων στη Θεσσαλονίκη με τον τίτλο «Φωτογραφική Συγκυρία», οργάνωση που είχε εμπνευστεί και «στήσει» ο Θεσσαλονικιός Άρις Γεωργίου, ένας δραστήριος ιδιώτης, που δεν είχε ανάγκη την ύπαρξη του Μουσείου για να συνεχίσει. Η ίδρυση ενός ενιαίου Μουσείου φωτογραφίας δεν φαίνεται να προτιμάται διεθνώς. Η πολυπλοκότητα και πολυεδρικότητα της φωτογραφίας δεν «χωράει» σε ένα και μόνον μουσείο, την ώρα μάλιστα που και τα μουσεία ζωγραφικής τεμαχίζονται σε χρονικές περιόδους.

Η τύχη του Μουσείου Φωτογραφίας όπως και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων του παραμένουν ένα μυστήριο και ας ευχηθούμε με την καθοδήγηση του νέου διευθυντή του Κωστή Αντωνιάδη να βρει το ταχύτερο τον δρόμο του και την κατεύθυνσή του. Στο μεταξύ θα έπρεπε να ενισχυθεί η πρωτοβουλία κάθε Μουσείου να στηρίξει ένα Φωτογραφικό Τμήμα (και δεν αναφέρομαι απλώς σε ένα αρχείο). Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα, το ΕΛΙΑ, η Εθνική Πινακοθήκη, το ΄Ιδρυμα Γουλανδρή της Άνδρου (που πιθανόν να εγκατασταθεί και στην Αθήνα) και πάνω από όλα το Μουσείο Μπενάκη πρέπει και μπορούν να έχουν ένα Τμήμα Φωτογραφίας. Αυτό θα διαφοροποιήσει τις Συλλογές, θα κινητοποιήσει τους επιμελητές και θα ενισχύσει τον υγιή ανταγωνισμό. Όλα αυτά τα Μουσεία θα έπρεπε να διαθέτουν και έναν μικρό ή μεγάλο χώρο για φωτογραφικές εκθέσεις, που καλό θα ήταν να συνδυάζονται πάντοτε με έκδοση και διαλέξεις γύρω από τα εκθέματα. Η φωτογραφία δεν είναι κάτι δεδομένο και αναλλοίωτο, αλλά κάτι που διαρκώς μεταβάλλεται και διαμορφώνει νέα ταυτότητα. Η προσωπικότητα των διαφόρων επιμελητών και η πολιτική κάθε μουσείου θα τονώσει και θα εκμεταλλευτεί τη ζωντάνια της σαν νέου και σύγχρονου καλλιτεχνικού μέσου. Το μόνο από τα ελληνικά μουσεία που δικαιούται να ισχυρίζεται πως διαθέτει ήδη οργανωμένο και αξιόλογο τμήμα φωτογραφίας είναι το Μουσείο Μπενάκη, του οποίου η δραστηριότητα γύρω από τη συντήρηση και τη διάδοση της φωτογραφίας, και όχι μόνον της παλιάς αλλά και της σύγχρονης, είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Σε επίπεδο ιδιωτικής πρωτοβουλίας και οργανισμών υπάρχουν στην Αθήνα: α) Η «Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία», ο παλαιότερος μη κερδοσκοπικός φωτογραφικός φορέας που προσπαθεί τελευταία να απαλλαγεί από τις συντηρητικές του αγκυλώσεις, με άγνωστα όμως για την ώρα αποτελέσματα. β) Το «Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών», το οποίο ασχολείται με πολύ μεθοδικότητα και φροντίδα με την παραγωγή εκθέσεων στον δικό του χώρο της οδού Σίνα και γύρω από το οποίο κινούνται πολλοί αξιόλογοι φωτογράφοι. γ) Το «Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας», το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με την διοργάνωση κάθε Σεπτέμβριο σειράς εκθέσεων με τον τίτλο «Διεθνής Μήνας Φωτογραφίας». Και δ) ο «Φωτογραφικός Κύκλος», γνωστός και σαν «Φωτοχώρος», ο οποίος ασχολείται με τη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά κυρίως με την παράδοση καλλιτεχνικών σεμιναρίων και με την έκδοση φωτογραφικών βιβλίων. Και μια και πιο πάνω αναφέρθηκε η ανάγκη στήριξης των θεσμών από συγκεκριμένα πρόσωπα αξίζει να αναφέρουμε ποιοι κυρίως εκφράζουν και στηρίζουν τους παραπάνω φορείς. Για μεν τον «Φωτογραφικό Κύκλο» ο υπογράφων το παρόν άρθρο, για το «Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας» ο Σταύρος Μωρεσόπουλος, για το «Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών» οι Νίκος Παναγιωτόπουλος και Κωστής Αντωνιάδης, ενώ η «Φωτογραφική Εταιρεία» προεδρεύεται μεν από τον Γρηγόρη Βλασσά αλλά παρουσιάζεται πολύ περισσότερο σαν όργανο με συλλογική ηγεσία και καθοδήγηση.

Στη Θεσσαλονίκη, πέρα από την «Φωτογραφική Συγκυρία» και το «Μουσείο Φωτογραφίας» για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, υπάρχει το «Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης», που παρουσιάζει τελευταία σημαντική πρωτοβουλία σε διοργάνωση εκθέσεων με έμφαση στη Βαλκανική, κάτω από την καθοδήγηση του Βασίλη Καρκατσέλη, ενώ η συμπαθέστατη και πολυμελής ομάδα «΄Οψεις» στη Σταυρούπολη με απολύτως συλλογική ηγεσία και καθοδήγηση δεν περιορίζεται στη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά και φροντίζει να διατηρεί το ενδιαφέρον και την καλλιτεχνική παραγωγικότητα αρκετών νέων φωτογράφων.

Πέραν των δύο μεγάλων πόλεων υπάρχουν σε πολλές ελληνικές πόλεις μικρές ομάδες, οι οποίες ανάλογα και με την πιθανή παρουσία ενός πιο δραστήριου και ικανού εμπνευστή κινούνται με μικρά βήματα, παράγοντας εκθέσεις και μια μάλλον ισχνή φωτογραφική δημιουργία. Τέτοιες ομάδες διαθέτει η Ρόδος, το Ηράκλειο, η Ζάκυνθος, η Φλώρινα, η Μυτιλήνη, αλλά και πολλές άλλες πόλεις. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην καθώς φαίνεται αξιόλογη προσπάθεια του Γιάννη Σταθάτου να πραγματοποιήσει κάθε χρόνο στα Κύθηρα μια ολιγοήμερη συνάντηση με θέμα την Ελληνική Φωτογραφία γενικότερα, στη διάρκεια της οποίας θα γίνονται ανακοινώσεις και διαλέξεις.

Μια πολιτική για τη Φωτογραφία, όπως και για κάθε τέχνη άλλωστε, δεν μπορεί να διαμορφωθεί από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε πρέπει με οποιοδήποτε τρόπο να οριστικοποιηθεί με αμετάβλητα χαρακτηριστικά. Αυτό που κατά τη γνώμη μου προέχει είναι αφενός να δείχνει το Υπουργείο Πολιτισμού εμπιστοσύνη σε εκείνους τους ιδιώτες που έχουν τον ενθουσιασμό να παράγουν έργο ασχέτως της παρεμβολής του Κράτους και των επιδοτήσεών του και αφετέρου να δημιουργηθεί μια αίσθηση δικαιοσύνης και αμεροληψίας στη διανομή των κρατικών κονδυλίων.

Οι φορείς που έχουν μια ιστορία πίσω τους και έχουν ήδη επιδείξει ένα έργο θα πρέπει να επιχορηγούνται ετησίως με ένα σχετικά σταθερό ποσόν για κάλυψη μέρους των λειτουργικών τους εξόδων, έτσι ώστε να μπορούν να υπολογίσουν και να προγραμματίσουν το μέλλον τους. Αν οι φορείς αυτοί έχουν συγκεκριμένες προτάσεις να υποβάλουν προς χρηματοδότηση, θα πρέπει να το κάνουν και να αντιμετωπίζονται ισότιμα για κάθε πρόταση, όπως και κάθε άλλος που θα ζητάει τη βοήθεια του Υπουργείου. Γιατί εδώ πρέπει να τονιστεί πως είναι λάθος οι χρηματοδοτήσεις να δίνονται μόνον προς νομικά και όχι και προς φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Οι χρηματοδοτούμενοι θα πρέπει να παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν την πραγματοποίηση του έργου, για το οποίο έλαβαν χρηματοδότηση. Και αν το έργο πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με υψηλή ποιότητα αποτελέσματος, αυτό θα είναι αναγκαίο και απαραίτητο στοιχείο για να ληφθεί εκ νέου υπόψη αίτηση του ίδιου νομικού ή φυσικού προσώπου.

Η προτίμηση των επιδοτήσεων πρέπει να δίνεται πρώτον στις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες (προσκλήσεις θεωρητικών και φωτογράφων για σεμινάρια στην Ελλάδα ή και στο εξωτερικό, διοργανώσεις ημερίδων, συνδυασμός εκθεσιακών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων κλπ) και να μην αφήνονται αυτοί οι τομείς στην θλιβερή παρουσία των ΚΕΚ, δεύτερον στην παραγωγή φωτογραφικού έργου (αιτήσεις με σκοπό την παραγωγή πρωτότυπου έργου), τρίτον στην ενίσχυση των φωτογραφικών εκδόσεων (θα μπορούσε να γίνει και με την αγορά αντιτύπων προς διάθεση στις σχολικές βιβλιοθήκες) και μόνον τέταρτον στην οργάνωση εκθέσεων. Αντιθέτως σήμερα πρώτη θέση έχει η προβολή του έργου. Οι λόγοι είναι πρώτον ότι η προβολή είναι ευκολότερη, δεύτερον ότι η Πολιτεία πιστεύει πως η παραγωγή είναι δεδομένη και τρίτον ότι η προβολή εξασφαλίζει στην Πολιτεία μια γρήγορη και με υψηλή σχέση ανταπόδοσης διαφήμιση.

Την κρίση για τις επιχορηγήσεις και την εκτίμηση των προτάσεων θα αναλαμβάνει μια επιτροπή από ανθρώπους του καλλιτεχνικού φωτογραφικού χώρου (όχι του συνδικαλιστικού ή του εμπορικού) που θα εναλλάσσονται σε αυτήν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή βέβαια και εκπροσώπων του Υπουργείου.

Οι παραπάνω σκέψεις και κρίσεις δεν έχουν στόχο την πολιτική ενός κόμματος. Είμαι σίγουρος ότι οποιοδήποτε κόμμα στην εξουσία, και ίσως όχι μόνον στην Ελλάδα, θα εκδήλωνε την ίδια αμηχανία και θα διέπραττε τα ίδια σφάλματα. Η Πολιτεία μόλις τα τελευταία χρόνια διαισθάνθηκε πως έχει έναν ρόλο να παίξει στον χώρο της τέχνης και ακόμα τον αναζητά. Οι χαρισματικές παρουσίες, όπως του Malraux στη Γαλλία ή της Μελίνας στην Ελλάδα δεν αποτελούν απαντήσεις. Η πολιτιστική πολιτική θέλει βαθύτερη μελέτη και δεν πρέπει να στηρίζεται σε χαρισματικές εξαιρέσεις. Η τέχνη σαν χώρος με ασαφή όρια και ακόμα πιο ασαφή κριτήρια γεννούσε πάντοτε εντάσεις και συγκρούσεις. Τώρα που προστέθηκαν τα κρατικά κονδύλια οι εντάσεις προσέλαβαν και πιο σαφείς αιτιολογίες.

Η Πολιτεία πρέπει να κινηθεί με τις εξής γενικές σκέψεις και κατευθύνσεις: Πρώτον, με την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι, τα άτομα, κάνουν τέχνη. Ούτε η πολιτεία, ούτε οι θεσμοί. Δεύτερον, ότι αν μπορεί πρέπει να τους απαλύνει τα οικονομικά εμπόδια ενισχύοντας τις προσπάθειές τους, υπό τον απαράβατο όρο να συμμετέχουν και οι ίδιοι. Η Πολιτεία που προηγείται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και που υπερκαλύπτει τις ανάγκες του ιδιώτη καλλιτέχνη ή διοργανωτή τον μετατρέπει στην ουσία σε δημόσιο όργανο και του αφαιρεί το σημαντικό κίνητρο που συνιστά το ιδιωτικό «μεράκι» και η προσωπική έφεση και ανάγκη. Τρίτον, ότι για να προβληθεί ένα έργο πρέπει πρώτα να έχει γίνει. Γι αυτό η Πολιτεία πρέπει να ενισχύει πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν την παραγωγή έργου και που αποτελούν κίνητρο για να γεννηθούν καινούργιες φωτογραφίες. Οι φωτογράφοι έχουν ανάγκη από τέτοιους στόχους. Τέταρτον, ότι το έργο έχει ανάγκη από ένα κοινό και είναι θλιβερό το κοινό της καλλιτεχνικής φωτογραφίας να το αποτελείται από τον κύκλο των δημιουργών και των φίλων τους. Πρέπει η Πολιτεία να ενισχύσει τις προσπάθειες που θα συνδυάζουν εκθέσεις, εκδόσεις και εκπαίδευση. Έμμεση ή άμεση. Έτσι θα δημιουργηθεί σιγά-σιγά το κοινό. Πέμπτον, οι φωτογραφικές εκδόσεις με μη εμπορικές φωτογραφίες είναι καταδικασμένες στη χρεοκοπία. Η Πολιτεία πρέπει να τις ενισχύει γιατί έτσι κυρίως διαδίδεται η φωτογραφία. Οι εκθέσεις λησμονούνται. Οι εκδόσεις μένουν. Τέλος και πριν από όλα η Πολιτεία είτε μέσα από το Υπουργείο Πολιτισμού είτε μέσα από το Υπουργείο Παιδείας, είτε με τη βοήθεια της Αυτοδιοίκησης πρέπει να καταλάβει ότι η φωτογραφία σαν εύκολο, προσιτό και σύγχρονο μέσον είναι ιδανικό εργαλείο για την εξοικείωση των μαθητών αλλά και των ενηλίκων με την καλλιτεχνική δημιουργία. Και να το χρησιμοποιήσει. Όλες οι τέχνες θα ωφεληθούν από αυτό.

Αισθάνομαι πάντως την ανάγκη να τονίσω κλείνοντας τις παρατηρήσεις μου ότι πέραν από κάθε κρατική ενίσχυση η φωτογραφία σήμερα στην Ελλάδα είναι η τέχνη που έχει σημειώσει την μεγαλύτερη πρόοδο και που έχει τα λιγότερα να ζηλέψει από το εξωτερικό. Τέχνη χωρίς παράδοση στη χώρα μας απέκτησε τα τελευταία χρόνια πολλούς αφοσιωμένους οπαδούς και κατάφερε να πολλαπλασιάσει το ποσοστό παρουσίας της και να βελτιώσει σημαντικά το γνωστικό πεδίο των δημιουργών της και θαυμαστών της.

Πλάτων Ριβέλλης