fbpx

Πρόλογος Βιβλίου «50+50»

*Πρόλογος στο βιβλίο του
ΠΡ «50+50»
Εκδόσεις Φωτοχώρος

Η συνύπαρξη φωτογραφιών και κειμένων στο ίδιο βιβλίο είναι πάντοτε προβληματική. Υπάρχει μονίμως ο κίνδυνος να παρασυρθεί ο αναγνώστης σε παράλληλη ανάγνωση, άλλοτε αντιθετική και άλλοτε ερμηνευτική. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ευτυχώς, ο μοναδικός συνδετικός τους κρίκος είναι ο δημιουργός τους. Όσο και αν προσπαθήσει κανείς, δεν θα μπορέσει -ευτυχώς- να συνδέσει και να συνδυάσει τις συγκεκριμένες φωτογραφίες με τα συγκεκριμένα κείμενα.

Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος που αποφάσισα για πρώτη φορά να συμπεριλάβω στο ίδιο βιβλίο φωτογραφίες μου και κείμενά μου. Ίσως, πολύ απλά, θέλησα να συγκεντρώσω τη σκόρπια δουλειά μου μερικών χρόνων.

Σχετικά με τα κείμενα τού βιβλίου αυτού πρέπει να υπογραμμίσω ότι, όπως όλα τα θεωρητικά βιβλία μου είναι πρωτίστως διδακτικά εγχειρίδια, έτσι και κάθε άρθρο μου έχει σαν πρώτιστο κίνητρο τη διδασκαλία μου. Όποιο και αν είναι το περιεχόμενό τους, γράφονται με στόχο τους μαθητές μου. Ίσως γιατί έχω πάντοτε την ελπίδα ότι η γραπτή επανάληψη των απόψεων που αναπτύσσω στα μαθήματά μου θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόησή τους. Ή και ότι μπορούν τα κείμενά μου να ενδιαφέρουν και άλλους αναγνώστες που να μεταβληθούν για λίγο σε έμμεσους μαθητές μου. Πιστεύω άλλωστε ότι ένας δάσκαλος πρέπει να υποστηρίζει δημόσια και όσο καλύτερα μπορεί τις απόψεις του, έστω και αν κάποτε αναγκαστεί ακόμα και να τις αναιρέσει αναγνωρίζοντας λανθασμένες κατευθύνσεις.

Σχετικά όμως με τις φωτογραφίες τού βιβλίου αυτού πρέπει να διευκρινίσω ότι, όπως και όλα τα φωτογραφικά μου λευκώματα, δεν έχουν τη φιλοδοξία ή την ψευδαίσθηση να διδάξουν με το περιεχόμενό τους. Αποτελούν όμως και αυτές ένα έμμεσο διδακτικό εργαλείο, με την έννοια ότι αποδεικνύουν πως ο δάσκαλος βράζει στο ίδιο καζάνι με τους μαθητές του, πως παλεύει για τους ίδιους στόχους και πολύ συχνά με αποτελέσματα κατώτερα από εκείνα των μαθητών του. Ειδικά μάλιστα στην περίπτωση τής φωτογραφίας, τής οποίας ως γνωστόν η ιδιομορφία σχετίζεται περισσότερο με τη λήψη παρά με την επεξεργασία, είναι απολύτως αναγκαίο για τον δάσκαλο να μη χάνει την επαφή του με τη φωτογραφική διαδικασία.

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό είναι ένα είδος συνέχειας εκείνων που αποτέλεσαν το περιεχόμενο ενός παλιότερου βιβλίου μου με τον τίτλο «Κείμενα για τη Φωτογραφία». Είναι δηλαδή κατά κύριο λόγο άρθρα που γράφτηκαν για λογαριασμό διαφόρων εντύπων, κυρίως όμως για την εφημερίδα «Τα Νέα» και για το περιοδικό «Φωτογράφος» είτε όταν αυτό κυκλοφορούσε αυτόνομα, είτε όπως κυκλοφορεί σήμερα σαν ένθετο τής εφημερίδας «Η Καθημερινή».

Η συγκέντρωση αυτών των κειμένων με έκανε για άλλη μια φορά να συνειδητοποιήσω ότι όλοι διακατεχόμαστε από ορισμένες εμμονές. Είναι πράγματι γεγονός ότι πολλά από τα κείμενα αυτά, ολόκληρα ή τμήματά τους, επανέρχονται σε ορισμένα θέματα, τα οποία φαίνεται να με απασχολούν με ιδιαίτερη επιμονή. Αυτό αφενός δείχνει πόσο σημαντικά, τουλάχιστον για τα τρέχοντα χρόνια, θεωρώ τα συγκεκριμένα ζητήματα, και αφετέρου πολλαπλασιάζει την ελπίδα να υιοθετηθούν ευκολότερα οι απόψεις μου μέσα από τα επιχειρήματα πότε τού ενός άρθρου και πότε τού άλλου.

Οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό έχουν σαν αφορμή και συνδετικό στοιχείο την πολύ έντονη φόρμα τής πανοραμικής μηχανής που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία τους. Οι διαστάσεις των φωτογραφικών αρνητικών πολλές φορές γεννούν ειδικές δυσκολίες και κατά συνέπεια ειδικές προκλήσεις. Οτιδήποτε ξεφεύγει από την εκάστοτε κρατούσα αντίληψη για τα εξωτερικά στοιχεία φόρμας ενός έργου τείνει να παρεμβληθεί ανάμεσα στον θεατή και στο περιεχόμενο τού έργου με πιθανότητες να υποκλέψει το ενδιαφέρον. Ο κίνδυνος στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι ότι η φόρμα τείνει να γίνει περιεχόμενο, κάτι που θα μπορούσε να είναι και το ζητούμενο, αλλά ότι η φόρμα μπορεί να υποκαταστήσει το περιεχόμενο, κάτι που κανονικά είναι απευκταίο.

Η εδραιωμένη παράδοση στον χώρο τής φωτογραφίας θέλει τις δύο πλευρές της να βρίσκονται σε μια σχέση 2 προς 3 ή κάπου εκεί κοντά. Η αναλογία αυτή υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στο οπτικό πεδίο τού ανθρώπου. Η αναλογία 2 προς 5,5, που είναι αυτή τού αρνητικού τής παραπάνω μηχανής, δίνει ένα αφύσικο μήκος στη φωτογραφία, τέτοιο που εκπλήσσει τα μάτια μας, αφού δεν είμαστε συνηθισμένοι να καλύπτουμε με μια ματιά αυτό τον χώρο. Η έκπληξη μάλιστα είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν η φωτογραφία είναι κάθετη, αφού έτσι απομακρύνεται ακόμα πιο βίαια από το συνηθισμένο οπτικό πεδίο. Η ακραία αυτή φόρμα εγκλωβίζει τον φωτογράφο, αιχμαλωτίζει το βλέμμα του και τελικά πολύ συχνά τον υποκαθιστά.

Επειδή όμως η φόρμα στην περίπτωση τού πανοραμικού κάδρου είναι σχεδόν καταδικασμένη να κυριαρχήσει, πρέπει να χρησιμοποιηθεί η δύναμή της, χωρίς όμως να γίνει αυτοσκοπός. Στη διαδικασία αυτή ο φωτογράφος έχει να αντιμετωπίσει δύο παρεπόμενους αλλά όχι ασήμαντους κινδύνους. Πρώτον την αναμφισβήτητη γοητεία αυτής τής φόρμας, που κάνει τα πάντα να δείχνουν ενδιαφέροντα μέσα από τον φακό και δεύτερον την εύκολη λύση ενός «τραβηγμένου» κάδρου 24x36, κάτι δηλαδή που δεν θα δικαίωνε τη χρήση τού πανοραμικού φορμά.

Δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα άνετα με τις πανοραμικές λήψεις. Η αμηχανία μου όμως και ο συχνός εκνευρισμός που μου προκαλούσε το κατά κάποιο τρόπο επιβεβλημένο ακραίο σχήμα με βοήθησαν να πιέσω τον εαυτό μου, να γίνω πιο αυστηρός και πιο επιλεκτικός και από την άλλη πλευρά να ελπίζω ότι αυτή η οπτική περιπέτεια θα συμβάλει στην ανανέωσή μου, όταν επιστρέψω σε πιο κανονικές διαστάσεις αρνητικού. Η φωτογραφία πάντως βρίσκει συχνά σύμμαχο τις δυσκολίες που προκαλούνται από μια νέα θεματολογία ή μια νέα τεχνολογία.

Ελπίζω να διατηρήσω πάντοτε τη χαρά που μου προκαλεί η ανίχνευση των δυνατοτήτων μου και των ορίων μου τόσο στον χώρο τής διατύπωσης (και ανατροπής) των ιδεών μου, όσο και σε εκείνον τής διερεύνησης τού φωτογραφικού μέσου. Η παρουσία των μαθητών μου είναι άλλωστε πάντα ένα σημαντικό κίνητρο για όλα αυτά.