fbpx

Ο «ταξιδιώτης-φωτογράφος» Δημήτρης Παπαδήμος

Άρθρο στο Athens Review of Books

Η φωτογραφία ως ποίηση ή ως πληροφορία

Τον φωτογράφο Δημήτρη Παπαδήμο (1914-1994) δεν τον γνώριζα μέχρις ότου έφτασε στα χέρια μου από τις εκδόσεις τού Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) το πληρέστατο και ενδιαφέρον λεύκωμα με τις φωτογραφίες του, οι οποίες περιήλθαν στην κυριότητα τού Ιδρύματος μέσα από μια σειρά δωρεών. Είναι πασίγνωστο ότι στο εν λόγω Ίδρυμα και στον διευθυντή του και επιμελητή τής συγκεκριμένης έκδοσης κ. Διονύση Καψάλη, οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις κατά καιρούς σημαντικές εκθέσεις και τις συνήθως θαυμάσιες εκδόσεις που επιμελείται και παράγει.

Η πρώτη παρατήρηση που προκύπτει από την ανάγνωση αυτού τού βιβλίου είναι απολύτως θετική και αφορά τα σοβαρά, συγκεκριμένα, εύληπτα και τεκμηριωμένα κείμενα που προλογίζουν την έκδοση, τα οποία υπογράφουν η κυρία Ματθίλδη Πυρλή, η κυρία Βασιλική Χατζηγεωργίου, η κυρία Heba Farid και ο κύριος Κωστής Λιόντης. Από τα κείμενα αυτά ο αναγνώστης πληροφορείται όσα θα ήλπιζε να μάθει – αλλά και πολλά περισσότερα - με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν υπάρχει βέβαια ανάμεσα σε αυτά ένα κείμενο υπογεγραμμένο από έναν ειδικό τής φωτογραφίας που να αναφέρεται στην ενδεχόμενη καλλιτεχνική αξία των φωτογραφιών και στην πιθανή σχέση τού φωτογράφου με άλλους φωτογράφους ή σχετικά κινήματα.

Η απουσία ενός τέτοιου κειμένου δεν συνιστά παράλειψη, εξηγείται μάλιστα πλήρως από το εξαίρετο κείμενο τού κ. Λιόντη ο οποίος προσδιορίζει επιτυχώς τον Δημήτρη Παπαδήμο ως «ταξιδιώτη φωτογράφο» και όχι ως καλλιτέχνη φωτογράφο. Όταν μάλιστα ο ίδιος παραλληλίζει τον Παπαδήμο με τους φωτογράφους τού αμερικανικού οργανισμού FSA, είναι σίγουρο ότι δεν εννοεί τους μεγάλους δημιουργούς που ήταν ο Walker Evans και η Dorothea Lange (και οι οποίοι απολύθηκαν πρώτοι από τον οργανισμό αυτόν ως ακατάλληλοι φωτογράφοι, με την κατηγορία ότι έκαναν τέχνη), αλλά όλους τους υπόλοιπους ρεπόρτερ. Και όταν παρομοιάζει τις φωτογραφίες τού Παπαδήμου με αυτές τού διάσημου περιοδικού National Geographic είναι επίσης σίγουρο ότι γνωρίζει πως το περιοδικό αυτό φημίζεται μεν για τις φωτογραφίες του, αλλά όχι και για την καλλιτεχνική υπόσταση των φωτογραφιών που δημοσιεύει.

Όπως πληροφορούμαστε από τα συνοδευτικά κείμενα, ο Δημήτρης Παπαδήμος είχε εργαστεί για αρκετά χρόνια ως φωτορεπόρτερ σε πολλά ελληνικά περιοδικά ειδήσεων και επικαίρων. Φωτογράφισε την Ελλάδα, και ειδικά την Αθήνα, στα μεταπολεμικά χρόνια και πολλούς από τους καλλιτέχνες, έλληνες και αλλοδαπούς φίλους τής Ελλάδας που υπήρξαν εμβληματικές παρουσίες κατά τις δεκαετίες τού 1950 και τού 1960 στη χώρα μας, από τον Σεφέρη και τον Κατσίμπαλη μέχρι τον Lawrence Durell. Ως Αιγυπτιώτης Έλληνας (γεννημένος στο Κάιρο όπου έκανε και τις σχολικές του σπουδές) φωτογράφισε πολύ και στην Αίγυπτο και σε άλλες αραβικές χώρες.

Οι φωτογραφίες του αυτές είναι για μάς πολύτιμες, διότι μας συνδέουν με στιγμές τής ιστορίας μας, αλλά και με γωνιές τής πόλης μας και τής χώρας μας, όπως και με ανθρώπους, που αν και αποτελούν όλα και όλοι μέρος τού πρόσφατου παρελθόντος μας, ταυτόχρονα μοιάζουν και τόσο μακρινά. Το δυνατό στοιχείο επομένως αυτών των φωτογραφιών είναι κυρίως νοσταλγικό και παράλληλα, αλλά δευτερευόντως, ιστορικό. Η ιστορική δηλαδή διάσταση συνδέεται περισσότερο με τις λεζάντες και τα κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες. Ίσως για τον λόγο αυτό θα έπρεπε η σχεδίαση τού βιβλίου να έχει φροντίσει πρώτον να επιλέξει κυρίως εκείνες τις φωτογραφίες που είχαν πιο έντονη αυτή τη διάσταση και δεύτερον να τις έχει συνδέσει στενότερα με τα κείμενα. Ένα πορτρέτο τού Σεφέρη, λόγου χάριν, απλώς και μόνον επειδή μας δείχνει το πρόσωπο τού μεγάλου ποιητή, δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον για κάποιον που δεν θα τον αναγνώριζε ή που δεν θα έπαιρνε την πληροφορία ότι πρόκειται για τον Σεφέρη. Και μια φωτογραφία από ένα αθηναϊκό σταυροδρόμι τού 1960 δεν θα είχε, για τους ίδιους λόγους, κανένα ενδιαφέρον για έναν αλλοδαπό και νέο σε ηλικία θεατή. Είναι πάντως γεγονός ότι ο Παπαδήμος υπήρξε ευθύς και καθαρός φωτογράφος, αρετές που σπανίζουν ανάμεσα στους σημερινούς φωτορεπόρτερ, κάτι που προσδίδει στις φωτογραφίες του αξιοπρέπεια και ευγένεια. Το μάτι μας τις διατρέχει ήρεμα και ο στόχος τους, που είναι σαφώς η αποτύπωση και σχεδόν ποτέ η μεταμόρφωση ή η υπέρβαση, επιτυγχάνεται πλήρως.

Πριν από τριάντα περίπου χρόνια οι λίγοι που ασχολούμασταν με τη φωτογραφία ήμασταν πάντα θετικοί στην έκδοση οποιουδήποτε φωτογραφικού λευκώματος πιστεύοντας ότι, άσχετα από την ποιότητα τής δουλειάς, ήταν πολύ σημαντικό να ακούγονται πολλές φωτογραφικές φωνές. Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν παρατηρήθηκε μια καταιγιστική προβολή τής φωτογραφίας με βεβιασμένη έμφαση στην καλλιτεχνική της εκδοχή και με αντίστοιχη υπερπαραγωγή φωτογραφικών λευκωμάτων. Τα όρια πλέον μεταξύ φωτογραφικής τέχνης και φωτογραφικής αποτύπωσης έγιναν πιο θολά και δυσδιάκριτα. Πολλές φορές μάλιστα γεννιέται η εντύπωση ότι όσο περισσότερο ασχολείται ο κόσμος με τη φωτογραφία, τόσο λιγότερο την καταλαβαίνει.

Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις ο ορισμός τής ταυτότητας ενός βιβλίου που περιλαμβάνει φωτογραφίες έχει γίνει η αναγκαία προϋπόθεση για την κριτική του προσέγγιση, έτσι ώστε να δοθεί το βάρος που αναλογεί και το περιεχόμενο που αρμόζει, τόσο στα κείμενα όσο και στις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται σε αυτό. Την πρώτη κατεύθυνση για τον χαρακτηρισμό τού βιβλίου θα την προσδιορίσει η γενική μορφή και η σύλληψη τής έκδοσης, που θα οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του ως απλού βιβλίου ή ως λευκώματος. Στη συνέχεια – και αν επικρατήσει η δεύτερη επιλογή - ο τρόπος τής παρουσίασης των φωτογραφιών και τής εμπλοκής τους με τα κείμενα θα είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τον χαρακτηρισμό τού λευκώματος ως καλλιτεχνικού, ιστορικού ή άλλου. Και μόνον τότε η κριτική προσέγγιση θα μπορέσει να εκφέρει καλλιτεχνική (ή άλλη) άποψη για την ποιότητα και το ύφος των φωτογραφιών. Αυτή η σύγχυση προκαλείται από την πολυδιάστατη φύση τής φωτογραφίας, η οποία συχνά μπορεί να αλλάζει περιεχόμενο και λειτουργία ανάλογα με τη χρήση της και με το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτίθεται ή δημοσιεύεται ή (και) με τις προθέσεις τού δημιουργού της.

Ο όγκος και το βάρος τού συγκεκριμένου λευκώματος σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα των φωτογραφικών αναπαραγωγών οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι η προβολή των φωτογραφιών και τής αισθητικής αξίας τους είναι ο πρώτος στόχος τής έκδοσης, πολύ περισσότερο από το ιστορικό τους περιεχόμενο και από τα συνοδευτικά κείμενα. Αλλά και η διάταξη και ο τρόπος παρουσίασης των φωτογραφιών ενισχύουν αυτή την άποψη, με τις αναπαραγωγές σε μεγάλες διαστάσεις και μεμονωμένες ανά σελίδα και συχνά ανά φύλλο. Κάτι τέτοιο οδηγεί τον θεατή στην αναζήτηση μιας ειδικής αισθητικής, εικαστικής, δημιουργικής διάστασης – ο ακριβής όρος δεν έχει τόση σημασία – πάντως μιας διάστασης που να έχει ένα καλλιτεχνικό περιεχόμενο, και να επιτρέπει στις φωτογραφίες να λειτουργούν και να προκαλούν συγκινήσεις μέσα από την ίδια τους την παρουσία και το φωτογραφικό γεγονός που αποκαλύπτουν και όχι από την ενδεχόμενη πληροφορία που μεταφέρουν. Το στοιχείο όμως τής μεταμόρφωσης που απουσιάζει από την πλειοψηφία των φωτογραφιών τού λευκώματος είναι ο πυρήνας, ή η ειδοποιός διαφορά, που μεταθέτει μια φωτογραφία από τον χώρο τής πληροφορίας σε αυτόν τής οπτικής ποίησης και που τής δίνει έτσι το δικαίωμα να διεκδικεί (απλώς να διεκδικεί) μία θέση στον χώρο τής τέχνης.

Οι περισσότερες και οι καλύτερες από τις φωτογραφίες τού Παπαδήμου που περιλαμβάνονται στο εν λόγω λεύκωμα πετυχαίνουν τη μεταφορά τής πληροφορίας χωρίς υπερβολές και με αμεσότητα. Μερικές μάλιστα φορές ο φωτογράφος κατορθώνει να αγγίξει και τα υψηλότερα όρια αυτού τού είδους τής φωτογραφίας. Μόλις όμως η θεματολογία του απομακρύνεται από την απλή και καθαρή πληροφορία, τότε πολύ συχνά υποκύπτει σε στερεότυπα, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και φόρμας. Όταν δηλαδή η πληροφορία είναι πιο ασήμαντη και δεδομένη, όπως π.χ. μια βουκολική σκηνή με πρόβατα, ένα ξωκλήσι, ένας ψαράς, ένας φελάχος, μια εκκλησούλα, ή ένας συμπαθητικός γάιδαρος, τότε τόσο ο επιμελητής τής έκδοσης όσο και ο θεατής πέφτουν στην παγίδα να προσπαθούν να οδηγήσουν την αντιμετώπιση τής συγκεκριμένης φωτογραφίας σε πιο ποιητικά μονοπάτια, με συνήθως απογοητευτικά αποτελέσματα.

Είναι γεγονός ότι όλα αυτά τα τετριμμένα και συχνά φολκλορικά θέματα αποδίδονται με απλό και ευθύ τρόπο - και αυτή είναι η αρετή τους - αλλά χωρίς την αναγκαία υπέρβαση που πιθανόν να πετύχαινε μια πιο δυναμική και προσωπική σφραγίδα από τη μεριά τού φωτογράφου, έτσι ώστε το ασήμαντο και εν πολλοίς τετριμμένο γεγονός τού πραγματικού κόσμου να μεταμορφωνόταν σε σημαντικό γεγονός ενός φωτογραφημένου κόσμου, αυτό δηλαδή που είναι το ζητούμενο σε μια καλή φωτογραφία, η οποία δεν μπορεί να αρκείται στις πληροφορίες που περικλείει. Μάλλον όμως οι επιμελητές τής συλλογής και τής έκδοσης, από αγάπη προς το σημαντικό έργο τού φωτογράφου, υπερέβησαν με τον τρόπο επιλογής και παρουσίασης την πραγματική ταυτότητα των φωτογραφιών του.

Δεν γνωρίζω αν ο Δημήτρης Παπαδήμος είχε τέτοια καλλιτεχνική επιθυμία ή στόχο, ή αν, αντίθετα, με τιμιότητα και ευθύτητα περιοριζόταν στον σημαντικότατο ρόλο τής καταγραφής και τής αποτύπωσης για να απολαύσει καλύτερα τη δική του πραγματικότητα και για να συντηρήσει τη δική μας μνήμη, σε συνδυασμό βέβαια και με έναν κατά το δυνατόν αποδοτικό και έντιμο βιοπορισμό. Η ευγένεια των φωτογραφιών του και η ευθύτητα τού προσώπου του με κάνουν να κλίνω προς τη δεύτερη αυτή εκδοχή. Δεν γνωρίζω επίσης αν ο φωτογράφος ήταν ενήμερος τής φωτογραφικής δουλειάς των μεγάλων καλλιτεχνών φωτογράφων τής Ευρώπης και τής Αμερικής, όπως επίσης αν και από ποιους εξ αυτών είχε δεχτεί φωτογραφικές επιρροές.

Μία σύγκριση όμως τού έργου τού Παπαδήμου με αυτό τής Βούλας Παπαϊωάννου και τού Δημήτρη Χαρισιάδη, για να μείνουμε στον κύκλο των δικών μας δημιουργών, θα μας καταδείξουν τις παραπάνω διαφορές. Η Παπαϊωάννου, αλλά ακόμα και ο πολύ πιο επαγγελματίας Χαρισιάδης, σε πολλές φωτογραφίες τους επεδίωκαν και πετύχαιναν την υπέρβαση τού θέματός τους και τη μετατροπή του σε φωτογραφικό γεγονός. Η προσωπικότητα λόγου χάριν τής Παπαϊωάννου είναι παρούσα και κυρίαρχη, τουλάχιστον στις καλύτερες φωτογραφίες της που δεν είναι καθόλου λίγες, επιτυγχάνοντας να γεννήσει ένα ενδιαφέρον που διαπερνάει και ξεπερνάει το γεγονός αυτό καθεαυτό. Ο θεατής δεν χρειάζεται να συνοδεύει τις φωτογραφίες της με πληροφορίες, ούτε να τις συνδέει με τις μνήμες του, από τη στιγμή που κατορθώνουν να του υποδαυλίζουν συγκίνηση σχεδόν ανεξάρτητα από αυτό που απεικονίζουν. Οι ίδιες οι φωτογραφίες μετατρέπονται σε madeleines τού Proust, δηλαδή σε σπινθήρες καλλιτεχνικής έντασης, από τις οποίες βέβαια δεν απουσιάζουν ούτε η μνήμη ούτε η πραγματικότητα.

Η έκδοση επομένως επιλέγοντας να προβάλει πολλές, μεγάλες και ολοσέλιδες φωτογραφίες με μικρού ή ασήμαντου ενδιαφέροντος πληροφορίες έστρεψε το ενδιαφέρον της (και το δικό μας) προς μια καλλιτεχνική αξία των φωτογραφιών, την οποία οι ίδιες δεν φαίνεται να διεκδικούν και οπωσδήποτε δεν πετυχαίνουν. Όσο συρρικνώνεται η πληροφορία, τόσο προδίδεται η απουσία τής καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης και τής οπτικής ποίησης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η σημασία τού συγκεκριμένου φωτογραφικού αρχείου και τής εν λόγω έκδοσης είναι μικρή. Απλώς επαναφέρει στο προσκήνιο το πρόβλημα τής εκτίμησης κάθε φωτογραφίας και την ανάγκη προσδιορισμού τής ταυτότητάς της. Αν κάποτε η φωτογραφία εθεωρείτο, εσφαλμένα, μόνον ένα μέσο πληροφοριών και αποτύπωσης, σήμερα θεωρείται γενικώς και αδιακρίτως, επίσης εσφαλμένα, σαν έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας.