fbpx

Σχόλια για μια φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson

Σχόλια για μια φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson

cartier bresson henri

Φωτογράφος - Καθημερινή 2011

Henri Cartier-Bresson (1908-2004)

Όλοι οι φωτογράφοι, όταν οι συνθήκες λήψεως το επιτρέπουν, τραβούν περισσότερες από μια φωτογραφίες τού ίδιου θέματος, μια και στη φωτογραφία η διόρθωση κάθε λήψης δεν μπορεί παρά να είναι μια άλλη παρόμοια λήψη. Μετά από την αγχωτική διαδικασία τής φωτογράφισης έρχεται η ήρεμη, αν και εξίσου δύσκολη, διαδικασία τής σκέψης, όταν ο φωτογράφος γίνεται κριτικός-θεατής τής δουλειάς του.

Αν οι φωτογραφικές λήψεις αποτυπώνουν το ίδιο ακριβώς θέμα, ο φωτογράφος είναι υποχρεωμένος να επιλέξει την κατά την άποψή του καλύτερη φωτογραφία, εκείνη δηλαδή που αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια και δύναμη την άποψή του τόσο για το φωτογραφημένο θέμα όσο και για τη Φωτογραφία γενικότερα. Ακόμα και αν υπάρχουν περισσότερες αξιόλογες - ενδεχομένως και ισοδύναμες - φωτογραφίες, οφείλει να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του (και αυτό των θεατών) σε μία από αυτές, γιατί στην αντίθετη περίπτωση το ενδιαφέρον μοιράζεται και αποδυναμώνεται και η πιο μέτρια φωτογραφία απορροφά την πιο δυνατή. Πρέπει να κυριαρχεί η αίσθηση ότι η κάθε φωτογραφία είναι πάντοτε αποτέλεσμα ενός μοναδικού, αξεπέραστου και χαρισματικού κλικ. Ενός κλικ που ολοκληρώνεται μέσα από την κριτική σκέψη τού φωτογράφου.

Ο Henri Cartier-Bresson είχε από παλιά καταλήξει στη φωτογραφία με τα γελαστά πρόσωπα των παιδιών στα χαλάσματα (και πολύ σωστά). Αυτή τη φωτογραφία γνωρίζαμε και αυτήν αγαπούσαμε. Η φιλοδοξία όμως των επιμελητών δεν αφήνει ποτέ τους μεγάλους καλλιτέχνες στην ησυχία τους. Ο μεγάλος αυτός φωτογράφος, με πάρα πολλά χρόνια στην πλάτη του, δεν ένιωθε πλέον την ανάγκη να προστατεύσει τις φωτογραφίες του και τις επιλογές του και επέτρεψε σε έναν φιλόδοξο νέο να ξεψαχνίσει το αρχείο του σε αναζήτηση άγνωστων και ουδέποτε επιλεγμένων φωτογραφιών. Έτσι γνωρίσαμε και τη δεύτερη φωτογραφία των παιδιών στα χαλάσματα, τραβηγμένη αναμφίβολα την ίδια στιγμή, πιθανόν μαζί με αρκετές άλλες. Η περιέργεια τού φιλότεχνου, περιέργεια που μπορεί να φτάσει το όριο τού κουτσομπολιού, δικαιώνει εν μέρει μια τέτοια ενέργεια, όπως επίσης και η περιέργεια τού ιστορικού ικανοποιείται από τη μελέτη προπαρασκευαστικών ή άλλων βοηθητικών πράξεων. Καμία όμως περιέργεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την καλλιτεχνική διαδικασία, τής οποίας κυρίαρχος είναι ο ίδιος ο φωτογράφος, στην απόλυτη κρίση τού οποίου εναπόκειται η επιλογή τής κορυφαίας λήψης.

Η μόνη εν προκειμένω προσφορά τού συγκεκριμένου επιμελητή περιορίζεται στο εκπαιδευτικό παράδειγμα που μας έδωσε με την αποκάλυψη τής δεύτερης φωτογραφίας. Εξηγώντας μας έτσι εμμέσως, και χωρίς προφανώς να είναι αυτή η πρόθεσή του, πόσο δίκιο είχε ο φωτογράφος να καταλήξει στην ήδη γνωστή φωτογραφία του. Στη φωτογραφία όπου από τη μια μεριά η αναπηρία, η φτώχια και τα ερείπια και από την άλλη η γενικευμένη χαρά και το πηγαίο γέλιο όλων των παιδιών δημιουργούν μια εκρηκτική αντίθεση και απελευθερώνουν μια ζωογόνο δύναμη. Στη φωτογραφία όπου τα ερείπια χρησιμοποιούνται σαν γεωμετρικό πλαίσιο τής εικόνας και σαν θεατρική σκηνή των γεγονότων. Στη φωτογραφία όπου ο φωτογράφος-θεατής μοιάζει απλώς παρατηρητής που δεν παρεμβαίνει αλλά ανακαλύπτει, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Από την άλλη μεριά στέκεται η "νέα" φωτογραφία, η οποία με τρόπο απλοϊκά προφανή επιχειρεί να προσδώσει ενδιαφέρον στην εικόνα και να συνδέσει τα στοιχεία της μέσα από τη γεωμετρική της σχεδίαση. Ο φωτογράφος προδίδει την παρουσία του και την παρέμβασή του, σαν να ομολογεί την αδυναμία του να χειριστεί τα εγγενή στοιχεία τής εικόνας. Τα παιδιά τον κοιτάζουν επιβεβαιώνοντας την παρουσία του και υπογραμμίζοντας την προσπάθειά του. Η φτώχια και τα ερείπια δεν είναι πλέον παρά απλά και μονοσήμαντα στοιχεία αποκομμένα από την πραγματικότητα, αλλά και σε πλήρη αδυναμία να μετατραπούν σε φωτογραφικά γεγονότα. Η φωτογραφία αυτή έχει έμπειρα δομικά και διακοσμητικά στοιχεία, αλλά στερείται αιτίας ύπαρξης και εσωτερικού διαλόγου.

Έτσι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι η φωτογραφία είναι μια σειρά διαδοχικών επιλογών μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται και εκφράζεται η καλλιτεχνική γλώσσα και πρόταση τού φωτογράφου. Η υποκατάστασή τής βούλησής του σε οποιοδήποτε στάδιο τής καλλιτεχνικής διαδικασίας δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αποσαφηνίζει ή ότι εμπλουτίζει τη γλώσσα του, ενώ δεν είναι απίθανο και να την παραμορφώνει.