fbpx

Συνθήκες επικοινωνίας με τη φωτογραφία

Φωτογράφος-Καθημερινή

Μάιος 2005

Ο χρόνος που απαιτείται για την ανάγνωση (ή θέαση) μιας φωτογραφίας είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Γιατί η φωτογραφία δεν είναι ένα αντικείμενο που απολαμβάνουμε, αλλά η εικόνα μιας στιγμής που ξαναζούμε, έτσι όμως όπως ουδέποτε τη γνωρίσαμε. Ο χρόνος θέασης μιας φωτογραφίας συχνά αποδεικνύεται άλλοτε ανεπαρκής και άλλοτε υπερβολικός. Μια πολύ γρήγορη επικοινωνία με τη φωτογραφική εικόνα μπορεί να μην είναι αρκετή, αφού μια σημαντική φωτογραφία, όπως οτιδήποτε σημαντικό, δεν αποκαλύπτει την αξία της τόσο εύκολα. Μια πολύ σύντομη θέαση μπορεί επίσης να ενισχύσει την τάση που έχουν τα μάτια και το μυαλό να υποκύπτουν στον εντυπωσιασμό. Αν επομένως δούμε για λίγα δευτερόλεπτα μια φωτογραφία, μπορεί να μας άρεσε απλώς επειδή μας εντυπωσίασε, ή να μη μας άρεσε επειδή δεν είχαμε τον χρόνο να τη διαβάσουμε σε βάθος. Αν πάλι η διάρκεια επιμηκύνεται, τότε μια σημαντική φωτογραφία μπορεί να καταρρεύσει, αφού η προσπάθεια διείσδυσης σε αυτήν θα προσκρούει στην εγγενή φτώχεια τού μέσου (ασήμαντες λεπτομέρειες ενός δισδιάστατου και περιορισμένου κόσμου), αλλά και μια ασήμαντη φωτογραφία μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον, αφού θα λειτουργήσει υπνωτικά η γοητεία τού μέσου (κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια ενός γνώριμου κόσμου γεννάει ιστορίες και ξυπνάει αναμνήσεις). Η λύση είναι μία: Να διακόπτουμε την επικοινωνία με την κάθε φωτογραφία λίγο προτού αισθανθούμε ότι την ολοκληρώσαμε και να επανερχόμαστε σε αυτήν όσες φορές το επιτάσσει η περιέργεια και το ενδιαφέρον μας. Έτσι και η ανάγνωσή μας θα διασφαλιστεί, αλλά και η φωτογραφία θα διατηρήσει εκείνη τη στιγμιαία σχέση της με τον χρόνο και με την έκπληξη.

Το μέγεθος μιας τυπωμένης φωτογραφίας δεν είναι λογικό να παρεμβαίνει στη διαδικασία απόλαυσής της. Αυτό που μετράει είναι (όπως και με τον χρόνο) ο χώρος ανάγνωσης ή θέασης τής φωτογραφίας ανάλογα πάντοτε με τον τρόπο παρουσίασής της. Αν δηλαδή είναι τυπωμένη σε βιβλίο, αν προβάλλεται σε οθόνη ή αν είναι κρεμασμένη στον τοίχο. Αφού η φωτογραφία είναι η εικόνα μιας στιγμής (πάντοτε σκηνοθετημένης και πάντοτε σε άλλο χρόνο και άλλο χώρο) απαιτεί από τον θεατή της να την απομονώσει από τον νέο της (χρόνο και) χώρο, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει μέσα στον δικό της «αιώνιο» χρόνο και χώρο. Το μέγεθός της επομένως πρέπει να υποτάσσεται στην απαίτηση για απομόνωση. Μέγεθος δηλαδή τέτοιο που να αποκλείει τη διατάραξη τής όρασης, αλλά και των άλλων αισθήσεων. Μέγεθος που θα καθορίζεται από τις συνθήκες θέασης και όχι από την αντικειμενική υπόσταση τής φωτογραφίας. Άλλωστε η εικόνα μιας στιγμής δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, όπως δεν έχει αντικειμενική υπόσταση η αφηγηματική αλληλουχία στιγμών (κινηματογράφος), ή η αρμονική εκφορά σκέψεων (ποίηση). Εξίσου όμως αλώβητος πρέπει να παραμείνει ο χώρος θέασης τής φωτογραφίας και από άλλες παρεμβάσεις, όπως είναι τα πολυποίκιλτα κάδρα, οι συνοδευτικές μουσικές, οι εντυπωσιακές εκτυπώσεις, οι αχανείς αίθουσες, ή οι γραφίστικες ακροβασίες. Οι στιγμές είναι πολύ ευάλωτες και δεν αντέχουν τις έξωθεν παρεμβάσεις. Η λύση είναι και πάλι μία: Το μέγεθος τής φωτογραφίας, όπως και οι συνθήκες θέασης, να υποτάσσονται στην παρουσία τής φωτογραφίας και όχι η φωτογραφία να οφείλει την παρουσία της στο μέγεθος και στις συνθήκες θέασης. Έτσι και η ανάγνωσή μας θα διασφαλιστεί, αλλά και η φωτογραφία θα συνεχίσει να αιωρείται στον δικό της χώρο ανάμεσα στη μνήμη και τη φαντασία.