fbpx

Επαγγελματισμός και κίνητρα (1991)

Υψιστη και άχρηστη πραγματικότητα

Η τέχνη καλύπτει μια ανάγκη. Μια ανάγκη τόσο σημαντική, όσο υπήρξε κάποτε η θρησκεία. Μια αναφορά σε κάτι μεγαλύτερο από τον άνθρωπο, που φωλιάζει όμως μέσα του. Στην πνευματική του διάσταση.

Σύμφωνα με οποιουσδήποτε γήινους, υλικούς κανόνες η ενασχόληση με την τέχνη, με την πνευματικότητά μας, είναι άστοχη, αλυσιτελής και άνευ αντικειμένου. Ακόμα κι αν προσδιορίσουμε με προεκτάσεις ηθικού χαρακτήρα την ενδεχόμενη ανάγκη για την τέχνη, όπως αν πούμε ότι μας καλλιεργεί πνευματικά, μας ωθεί στην τελειότητα, μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, και πάλι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη χρησιμότητα αυτών των προσδιορισμών, παρά μόνον μέσα από αναμφισβήτητα ωφέλιμες συνέπειες, που προϋποθέτουν όμως την αναγνώριση άλλων συγκεκριμένων στόχων. Για παράδειγμα, ποιος ο λόγος να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, αν δεν θεωρήσουμε τους εαυτούς μας μέλη μιας κοινωνίας, ή μιας χριστιανικής οικογένειας που προσβλέπει στη μετά θάνατον ανταμοιβή; Και τι σημαίνει τελειότητα, αν αυτή δεν συγκριθεί και δεν ανταμειφθεί με μετρήσιμες διαστάσεις; Και τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την Τέχνη;

Όσο επιδιώκουμε τον προσδιορισμό του καλλιτεχνικού φαινομένου μέσα από κατηγορίες που πηγάζουν από συγκεκριμένες αιτίες και οδηγούν σε συγκεκριμένους στόχους, είμαστε καταδικασμένοι να κυνηγούμε την ουρά μας. Το καλλιτεχνικό γεγονός είναι η ύψιστη εκδήλωση της ανθρώπινης πνευματικότητας και για τούτο ολότελα μοναδικό, μοναχικό και απολύτως «άχρηστο». Δεν έχουμε όμως συνηθίσει να επενδύουμε χρόνο, κόπο, χρήμα και κυρίως αγωνία σε δραστηριότητες, που στερούνται ορατού στόχου και τέλους. Υπάρχει επομένως διάχυτη η επιθυμία, συχνά και στον ίδιο τον δημιουργό, να δικαιολογηθεί η δημιουργία με την επίκληση είτε μιας προϋπάρχουσας αιτίας, οπόταν η δημιουργία θα εμφανίζεται ως αναπόδραστο αποτέλεσμα, είτε ενός αποτελέσματος, του οποίου η δημιουργία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση. Είναι πάντως αιτία έκπληξης, ή και πανικού, ακόμα και για τον ίδιο τον δημιουργό, η αντιμετώπιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως μιας πνευματικής και υπαρξιακής ανάγκης, της οποίας η γέννηση αποτελεί προϋπόθεση για μια επόμενη γέννηση, χωρίς τέλος, σε μιαν αέναη επανάληψη δημιουργικών πράξεων. Εντούτοις πιστεύω πως αυτή είναι η μόνο αληθινή τοποθέτηση. Είναι η μόνη ειλικρινής, εκ βαθέων, πνευματική εκδήλωση χωρίς στόχους, με ένα μέλλον χωρίς τέλος.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ‘Η ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ

Κάτω από μια θεώρηση όπως η προηγούμενη, η από μερικούς φωτογράφους επιχειρούμενη διάκριση ανάμεσα σε καλλιτεχνικό ερασιτεχνισμό ή επαγγελματισμό παρουσιάζεται αυθαίρετη, άτοπη και οξύμωρη. Ο δημιουργός μπορεί να διακριθεί σ’ αυτόν που αντιμετωπίζει με σοβαρότητα, αφοσίωση, συνέπεια και πειθαρχία τη δημιουργική του ανάγκη, και σ’ αυτόν που χρησιμοποιεί (με αγαθή και αφελή, ή κακή και πονηρή προδιάθεση) τη δημιουργική πράξη, ως τρόπο ικανοποίησης άλλων στόχων, που βρίσκονται έξω από τον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τους καλλιτέχνες σε ειλικρινείς και τσαρλατάνους, σε αφοσιωμένους και βολεμένους, σε θαρραλέους και φοβισμένους, σε ευφυείς και ηλιθίους, αλλά όχι σε επαγγελματίες ή ερασιτέχνες.

Η τελευταία διάκριση έχει καταντήσει στην εποχή μας ταυτόσημη με τη σοβαρότητα, ή την έλλειψή της. Ο επαγγελματισμός έχει καταντήσει επίθετο που προσδιορίζει μια άψογη εκτέλεση, που καθορίζει τη χωρίς ελαττώματα τεχνική παρουσία. Όλοι μας συχνά παρασυρόμαστε και χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, για να εκφράσουμε υπερθετικά τον θαυμασμό μας για ένα επίτευγμα. Και ίσως είναι πράγματι δύσκολο να ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα της γλώσσας. Ας αναλογιστούμε όμως ότι αυτή η παραμόρφωση των εννοιών είναι δημιούργημα μονάχα του αιώνα μας και πως για χιλιάδες χρόνια θα αποτελούσε, αν όχι προσβολή, τουλάχιστον ακατανόητη αναφορά, η επίκληση επαγγελματισμού. Ας σκεφτούμε επίσης σε πόσες ανθρώπινες εκδηλώσεις, όπου υπερτερεί το πνεύμα, τα συναισθήματα, ή οι αισθήσεις, ακούγεται παράταιρη, ή κωμική η αναφορά στον επαγγελματισμό: «τέλειος επαγγελματίας αυτός ο ιερεύς». «Η ποίηση του Σεφέρη διακρίνεται για την επαγγελματική της ποιότητα». «Σπουδαία επαγγελματίας στον έρωτα αυτή η γυναίκα». «Υψηλού επαγγελματικού επιπέδου η ζωγραφική του Βαν Γκογκ»! Είναι αναμφισβήτητο ότι η επαγγελματική ποιότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, συνεπάγεται μια χωρίς ψεγάδια εκτέλεση, αλλά ταυτοχρόνως υπονοεί και μια υλικά μετρήσιμη ποιότητα. Επομένως δεν μπορεί να καλύψει μια ποιότητα (απολύτως αντιληπτή από όλους, αν και μη μετρήσιμη), την οποία όλοι περιμένουν, όταν το έργο αφορά λειτούργημα, ή δημιουργία, όπου το πνευματικό μέρος της προσφοράς γνωρίζουν ότι παίζει  πρωτεύοντα ρόλο. Μακάρι να ζούσαμε μια εποχή, όπου οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι γιατροί, οι καλλιτέχνες, οι ιερείς δεν θα ήταν επαγγελματίες.

ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Όταν αναφερόμαστε σε επάγγελμα εννοούμε και την κύρια απασχόληση βιοπορισμού μας. Πρώτιστο λοιπόν στοιχείο αποτελεί ο προσπορισμός ενός οφέλους, χωρίς το οποίο η επιβίωσή μας θα ήταν δυσχερής, αν όχι αδύνατη, αλλά και η άσκηση αυτή της δραστηριότητας άσκοπη, τουλάχιστον κάτω από τους συγκεκριμένους όρους. Αν λοιπόν δεχτούμε την καλλιτεχνική δημιουργία, ως την εκπλήρωση μιας χωρίς χρησιμότητα επιθυμίας και ανάγκης, τότε παρουσιάζεται άκρως παράλογος ο συσχετισμός του επαγγέλματος του φωτογράφου με τη φωτογραφική καλλιτεχνική δημιουργία. Και ακόμα πιο παράλογη η απαίτηση να ασκεί κανείς το επάγγελμα του φωτογράφου, ώστε να δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του φωτογράφο-δημιουργό.

Η σοβαρότητα με την οποία αφοσιώνεται κανείς σε μια δουλειά, μαζί με το αποτέλεσμα της δουλειάς, είναι τα στοιχεία που δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό κάποιου ως φωτογράφου. Και μάλιστα τα στοιχεία αυτά πρέπει να κρίνονται ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Δεν είναι οι εργατοώρες, ή ο αριθμός των φιλμ, που καθορίζουν τη σοβαρότητα. Ο Καβάφης δεν είναι μικρότερος ποιητής από τον Παλαμά, επειδή έγραψε λιγότερα ποιήματα. Αλλά κι αυτός ο ίδιος ο τίτλος του φωτογράφου πώς απονέμεται, ή αφαιρείται; Από πότε ο Kertész είχε το δικαίωμα να αποκαλείται φωτογράφος; Όταν φωτογράφιζε τη γενέτειρά του και τον αδελφό του δεν το είχε και το απέκτησε στο Παρίσι; Και μήπως το ξανάχασε, όταν για είκοσι χρόνια δεν φωτογράφιζε στην Αμερική; Και ο Robert Frank; Έκανε τους Americans με υποτροφία. Άρα δεν ήταν επαγγελματίας. Κι αμέσως μετά σταμάτησε. Μήπως κάνουμε κατάχρηση ονομάζοντάς τον φωτογράφο; Αλλά κι αυτές οι νοικοκυρές, σύζυγοι και μητέρες, όπως οι Julia Margaret Cameron, Jenny de Vasson και Aene Biermann με ποιο δικαίωμα ονομάζονται φωτογράφοι, αφού ποτέ δεν υπήρξαν επαγγελματίες, ούτε ασχολήθηκαν πολλά χρόνια με τη φωτογραφία; Ευτυχώς ο Cartier-Bresson έκοψε κανένα τιμολόγιο για το Life, μολονότι δεν το είχε ανάγκη καθώς φαίνεται, αλλιώς θα δυσκολευόμασταν να τον θεωρήσουμε φωτογράφο.

Αλλά ας αφήσουμε τα αστεία. Το πώς κερδίζει κανείς τη ζωή του και τι αποτελεί την κύρια βιοποριστική του απασχόληση πιστεύω πως είναι πολύ σοβαρό και άκρως προσωπικό ζήτημα, σε σημείο που θα πρότεινα, μαζί με τη μνεία του θρησκεύματος, να διαγραφεί και αυτό από τις αστυνομικές ταυτότητες. Πιστεύω πως όλες οι γυναίκες που αναφέρονται ως επαγγελματίες οικοκυρές, θα επικροτήσουν την άποψή μου. Κι εγώ που τύποις αναφέρομαι ως δικηγόρος, χωρίς να ασκώ το επάγγελμα, που αισθάνομαι φωτογράφος, χωρίς να το θεωρώ επάγγελμα, και που βιοπορίζομαι ως δάσκαλος φωτογραφίας, ενώ το θεωρώ χαρά και υποχρέωση, και θα το έκανα ακόμα κι αν δεν υπήρχε η ανάγκη του βιοπορισμού, υφίσταμαι περισσότερο απ’ τον καθένα το βάρος του καθορισμού ενός επαγγέλματος. Ας σεβαστούμε λοιπόν τον βιοπορισμό όλων των ανθρώπων με το να τον αγνοήσουμε. Και ας δεχτούμε ότι για πολλούς, οι παραεπαγγελματικές ασχολίες τους αποτελούν πηγή ενδιαφέροντος και ικανοποίησης πολύ σημαντικότερη από το επάγγελμα. Αν βέβαια ένας φωτογράφος μπορεί να συμβιβάσει και να ισορροπήσει τη φωτογραφία που αυτός έχει ανάγκη, με εκείνη που του παραγγέλνει ένας πελάτης και που θα του επιτρέψει έτσι να ζήσει πιο ευχάριστα, δεν είμαι εγώ εκείνος που δεν θα του δώσει συγχαρητήρια. Θα του ευχηθώ μόνο να αντέξει στον πειρασμό μιας καριέρας, της οποίας οι απαιτήσεις δεν είναι δυνατόν να συμβαδίζουν με εκείνες, που ο ίδιος θα έχει επενδύσει στη δουλειά του.

Η επαγγελματική φωτογραφική απασχόληση μπορεί να αποβεί καρποφόρα για τον δημιουργό, αν τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό πειθαρχίας, ως πηγή θεματολογίας, ως χώρο διάθεσης της ίδιας του της φωτογραφικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Αν όμως υπερβεί ή παρακάμψει αυτές τις διαστάσεις, θα κινδυνεύσει να γίνει ένας επαγγελματίας φωτογράφος καριέρας, δέσμιος των επαγγελματικών του στόχων και της φιλοδοξίας του, ο οποίος θα ικανοποιείται με ένα μήνα τον χρόνο προσωπικής φωτογραφικής παραγωγής, κάτι σαν τις καλοκαιρινές διακοπές. Και πάντως εκείνο που δεν είμαι καθόλου έτοιμος να δεχτώ είναι να κρίνεται η ιδιότητα ή η ποιότητα ενός φωτογράφου, από το αν έχει κάνει έναρξη επιτηδεύματος στην αρμόδια Οικονομική Εφορία.

ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Ο καλλιτέχνης αντλεί περισσότερο από την αποτυχία παρά από την επιτυχία. Κι αυτό, αφενός γιατί η συχνότητα της πρώτης είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη από εκείνη τής δεύτερης, και αφετέρου γιατί, στα μάτια του, κάθε επιτυχία γκρεμίζεται μπροστά στο όραμα της επόμενης. Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσει την απογοήτευση κάνοντάς την τρόπο ζωής. Στο σημείο αυτό ο καλλιτέχνης που συγχέει τη δημιουργία με τον βιοπορισμό του έχει ένα μικρό πλεονέκτημα απέναντι στους άλλους, αφού η βιοποριστική ανάγκη του καθορίζει τα όρια πειθαρχίας, που του είναι απαραίτητα για να δουλέψει.

Ίσως ο καλλιτέχνης που εξέφρασε καλύτερα από κάθε άλλον την αξεπέραστη ανάγκη για δημιουργία υπήρξε ο Βαν Γκογκ, αφού όταν λέει: «Η ζωή είναι σύντομη και τρέχει γρήγορα, ώστε αν είσαι ζωγράφος πρέπει να ζωγραφίζεις», υπονοεί ότι ο χαρακτηρισμός του ως ζωγράφου πηγάζει από κάτι πέρα απ' αυτόν σαν αν είναι προκαθορισμένο, με τον ίδιο τρόπο που ο Πικάσο θεωρούσε ότι ο ίδιος ήταν μετενσάρκωση του πρωτοκυκλαδικού καλλιτέχνη. Στο επίπεδο αυτό η αποτυχία δεν είναι ικανή να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα δημιουργίας, αφού ο καλλιτέχνης αισθάνεται κατ’ ανάγκην ταγμένος στην υπηρεσία του ταλέντου του. Θα παραθέσω όμως και άλλο ένα απόσπασμα από τις υπέροχες επιστολές του Βαν Γκογκ στον αδελφό του Τεό, από το οποίο φαίνεται πως και ο πιο προικισμένος, και ο πιο ταγμένος, και ο πιο δεμένος με τη δημιουργία καλλιτέχνης βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με την πρόκληση του εαυτού του: «Δεν ξέρεις σε ποιο βαθμό είναι απογοητευτικό να αντικρίζεις ένα λευκό τελάρο που λέει στο ζωγράφο: -Δεν είσαι ικανός για τίποτε -.Το τελάρο έχει ένα σταθερό ηλίθιο βλέμμα και μαγνητίζει σε τέτοιο βαθμό μερικούς ζωγράφους που καταντούν ηλίθιοι και οι ίδιοι. Πολυάριθμοι είναι οι ζωγράφοι που φοβούνται ένα λευκό τελάρο, αλλά και το λευκό τελάρο φοβάται τον γνήσιο παθιασμένο ζωγράφο που τολμά και που καταφέρνει να νικήσει τον μαγνητισμό του - δεν είσαι ικανός για τίποτα»

Ο δημιουργός - στο δικό μας χώρο, ο φωτογράφος - συνειδητοποιεί ότι η περιπέτεια της προσωπικής έκφρασης, στην οποία μπλέχτηκε, δεν έχει τέλος. Ξέρει πως θα περνάει κυρίως μέσα από αγωνία και απογοήτευση, πως λίγες θα είναι οι στιγμές της ικανοποίησης, αλλά γνωρίζει επίσης ότι η στέρηση, έστω και αυτής της απογοήτευσης, θα του είναι πιο επώδυνη από την αντιμετώπισή της. Εντούτοις, επειδή οι λοιπές πιο χειροπιαστές προτεραιότητες της ζωής κάνουν την παρουσία τους κραυγαλέα υπαρκτή κι επειδή είναι πάντοτε πιο εύκολο το κυνήγι συγκεκριμένων στόχων από εκείνο των ανεμόμυλων, ο φωτογράφος εύκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα και την απογοήτευση με τη σταδιακή, ως οριστική, παραίτησή του.

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ

Ο καλλιτέχνης χρειάζεται επομένως, πέρα από την πεποίθηση για το αναγκαίο και το άχρηστο, να καταφύγει σε τεχνάσματα, κι ας μη μας ξενίζει ο όρος, για να διατηρηθεί στη ζωή, στην καλλιτεχνική ζωή. Χρειάζεται να αντιδράσει. Να κάνει κάτι. Χρειάζεται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα τον κάνουν να εργαστεί ξεπερνώντας τα αναπόφευκτα αδιέξοδα. Πρέπει να διαμορφώσει συνθήκες πειθαρχίας, όπως εκείνες που υπάρχουν από μόνες τους στις περιπτώσεις όπου συνθήκες υλικών αναγκών εξαναγκάζουν κάποιον σε εργασία. Γιατί το γεγονός ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι προσωπική ανάγκη δεν σημαίνει πως το άτομο είναι σε θέση κάθε εποχή να την ικανοποιεί. Κι ακόμα λιγότερο όσο νιώθει την απογοήτευση και την αμφιβολία να ελλοχεύουν. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτές οι φυγόμαχες αντιδράσεις είναι συχνότερες στα ταλαντούχα και ευφυή άτομα, τα οποία διαισθάνονται τις ικανότητες τους, αναγνωρίζουν το μεγαλείο των εν τη τέχνη ειδώλων τους, αντιλαμβάνονται την έννοια του μάταιου και ανώφελου, καλλιεργούν ίσως και τη φυσική τους οκνηρία και εντελώς αυτοκαταστροφικά γυρνούν την πλάτη σ’ αυτή τη δημιουργία που τους ικανοποιεί και είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν.

Στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται η χρήση των τεχνασμάτων που προαναφέραμε. Και πριν από όλα η καλλιέργεια μιας φιλοδοξίας που συνυπάρχει συνήθως με την αυτοκαταστροφή. Και βέβαια, κάθε ανταγωνιστική φιλοδοξία είναι εντελώς παράλογη και αταίριαστη με τα θέματα που μας απασχολούν, αλλά παρόλα αυτά χρειάζεται μια φιλοδοξία σαν κινητήρια δύναμη της δημιουργίας. Πρόκειται για μια φιλοδοξία του ατόμου, που εξαρτάται κυρίως από την πρόκληση που εμείς θέτουμε στον εαυτό μας και όχι η κοινωνία, ή οι τρίτοι. Έχει σχέση με την ανάγκη να πάρει η δημιουργία μας μια μικρή θέση μέσα στον χρόνο, να γίνει συγκεκριμένη η παρουσία της. Και βέβαια αυτό δεν σημαίνει κοινωνική προβολή, καλλιτεχνική καριέρα, εκτενή βιογραφικά, αλλά μάλλον ένα μπουκάλι στη θάλασσα, που έλεγε κι ο Σεφέρης, ως πρόκληση στον χρόνο και πρόσκληση στους ομοίους μας. Ο στόχος λοιπόν αυτός, που μπορεί να είναι μια έκθεση, ή ακόμα καλύτερα όπως εγώ πιστεύω μια δημοσίευση, αφού θεωρώ ότι η τελευταία προσιδιάζει στη φύση της φωτογραφίας, θα αποτελέσει ορατό, γήινο, κίνητρο για τη δημιουργία.

Αλλά και πιο συγκεκριμένες επιλογές ή αλλαγές, που έχουν σχέση με τη μορφή του έργου μας, κι ας μοιάζουν απλοϊκές, μπορούν να βοηθήσουν στο ξεπέρασμα ενός αδιεξόδου, ή μιας αμφιβολίας. ΄Η, πάλι, η στεγνή, θα έλεγα μάλιστα σχολική καλύτερα από επαγγελματική, ή, ακόμα καλύτερα, τελετουργική, πειθαρχία ενός ωραρίου. Να υποβάλουμε εξαναγκαστικά τον εαυτό μας σε φωτογραφικές λήψεις ορισμένες ώρες ή μέρες. Κάτι που έχουν κάνει πριν από μας ποιητές γράφοντας καθημερινά και υποχρεωτικά για ένα διάστημα λίγους στίχους. Γιατί, όπως έλεγε σε μια διάλεξή του ο ποιητής Claude Roy, αυτό μπορεί να μην αποφέρει μεγάλο έργο, αλλά θα σου αποκαλύψει πολλά για τον εαυτό σου, πράγμα που ίσως οδηγήσει στο μεγάλο έργο.

ΘΕΜΑ-ΜΕΘΟΔΟΣ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Και, τέλος, σανίδα σωτηρίας μπορεί να αποτελέσει και η επιλογή ενός θέματος, αφού το θέμα τις περισσότερες φορές αποτελεί την αφετηρία που βρίσκεται στην περιφέρεια, από την οποία πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να καταλήξει στον πυρήνα. Με την επιλογή του θέματος, όμως, οι κίνδυνοι είναι πολλοί και χρειάζεται να τους διερευνήσουμε. Τις περισσότερες φορές η επιλογή του θέματος έχει σχέση με το φωτογραφιζόμενο αντικείμενο. Και οι πιθανότητες πρωτοτυπίας είναι ελάχιστες. Φωτογραφίζουμε έναν κόσμο γύρω μας, που αποτελείται από φύση, ανθρώπους και αντικείμενα που έφτιαξαν οι τελευταίοι. Αναγκαστικά η επιλογή μας θα στραφεί σε κάποιο μέρος αυτών. Δεν θα πρέπει λοιπόν να αναζητούμε πρωτοτυπία, αφού είναι αδύνατη, ούτε να τα φορτώνουμε με υπερβολική σημασία. Είναι μόνον η αφορμή για τη δημιουργία μιας εικόνας με περιεχόμενο και φόρμα πέρα από αυτά. Είναι δυνατόν επίσης η θεματική επιλογή να αφορά τη φόρμα. Κι εδώ όμως η επιλογή θα είναι και πάλι αφετηρία, αφορμή, αλλιώς, αν δηλαδή το θέμα γίνει στόχος, θα πέσουμε αναπόφευκτα σε μια φορμαλιστική και μανιερίστικη δημιουργία. Μπορεί τέλος, κι ίσως αυτό είναι το πιο επικίνδυνο, το θέμα να αφορά μια ιστορία, ή την εικονογράφηση μιας ιδέας, ή έννοιας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί πολύ εύκολα να ξεχάσουμε την αφαιρετική δύναμη της εικόνας και να περιοριστούμε στην τόσο πιο προσιτή, εύκολη, και υπεραπλουστευτική περιγραφική της ιδιότητα.

Κάθε επιλογή θέματος ανάμεσα από τα παραπάνω, ή και από όσα άλλα θα φανταζόταν ένας φωτογράφος, είναι θεμιτή και πιθανόν αναγκαία. Για να αποφύγουμε όμως την πιθανότητα να υποκύψουμε στην ευκολία του θέματος κι από αφετηρία να το μετατρέψουμε σε τέρμα, θα πρέπει να φέρνουμε συχνά στο μυαλό μας πως το ουσιαστικό θέμα κάθε φωτογράφησης είναι ο ίδιος ο φωτογράφος. Πως ο δικός του κόσμος και η δική του αλήθεια βγαίνουν προς τα έξω και πως χρησιμοποιεί απλώς τη φαινομενική όψη του υπαρκτού κόσμου. Και πως για το λόγο αυτό, δεν υπάρχει ούτε ένα φωτογραφικό του καρέ που δεν συγγενεύει με όλα τα άλλα που ο ίδιος έκανε και θα κάνει.Και πως, αν το θέμα που τον ενδιαφέρει μια συγκεκριμένη εποχή τον καθιστά τυφλό απέναντι στους άλλους ερεθισμούς που τον περικυκλώνουν, τούτο σημαίνει πως η φωτογραφική του ευαισθησία έχει υποστεί ένα ισχυρότατο πλήγμα. Και πως, αν στο τέλος της ζωής του τον θυμούνται όχι ως δημιουργό με ένα σύνολο έργου, αλλά τον ταυτίζουν με τη θεματολογία του, τότε το μπουκάλι στη θάλασσα υπήρξε κάλπικο.

Πρέπει επίσης να φυλαχτούμε από τον πειρασμό της επιείκειας προς τον εαυτό μας, όταν θα έρθει η στιγμή να κρίνουμε και να επιλέξουμε το έργο μας. Θα χρειαστεί να πολεμήσουμε την τάση για υποστήριξη μιας εικόνας, όταν η μόνη της δικαίωση θα είναι η θεματική συγγένεια με άλλες. Η κριτική μας ματιά θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αξία της κάθε μιας εικόνας.

Η επιλογή ενός θέματος ως μεθόδου και κινήτρου εργασίας είναι τελείως άλλο ζήτημα από την παρουσίαση των φωτογραφιών. Ο φωτογράφος θα ήθελε συνήθως να παρουσιάζει τις φωτογραφίες που αγαπά και που αποτελούν το σύνολο μιας δουλειάς μέσα στα πλαίσια ενός δικού του φωτογραφικού κόσμου. Εντούτοις υπάρχουν δύο εμπόδια σ' αυτό. Το πρώτο είναι πως η παρουσίαση έργων, των οποίων σύνδεση αποτελεί η προσωπικότητα και το ύφος του φωτογράφου, προϋποθέτει την ύπαρξη αυτών των ιδιοτήτων πράγμα δύσκολο, ειδικά για νέο φωτογράφο. Το δεύτερο είναι πως, λόγω της ανάγκης για πρωτοτυπία και αλλαγή που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ο φωτογράφος καλύπτεται πίσω από τη θεματική αλλαγή, αφού η ουσιαστική φωτογραφική εξέλιξη είναι πιο επίπονη και σπάνια.

Υπάρχουν όμως και εμπόδια ξένα με τη φωτογραφία. Και το κυριότερο είναι οι εκδοτικές συνήθειες (πολύ περισσότερο από τις εκθεσιακές, αφού στις τελευταίες δεν επενδύονται χρήματα) που επιβάλλουν ένα πρόσχημα συγκέντρωσης των εικόνων, σαφέστερο των οποίων είναι το ενιαίο θέμα, ειδικά όταν ο δημιουργός δεν έχει φτάσει σε καλλιτεχνική ωριμότητα και όγκο παραγωγής, που να επιτρέπουν στο όνομά του και μόνο να αποτελεί το ζητούμενο πρόσχημα. Είναι επόμενο λοιπόν να είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε αυτούς τους συμβατικούς περιορισμούς.

Ο φωτογράφος πρέπει να προσπαθεί να είναι ελεύθερος κάτω από τα αποκλειστικά δικά του (και κατά προτίμηση αυστηρά) κριτήρια και να παρουσιάζει τη δουλειά του με τον τρόπο που εκείνος κρίνει προσφορότερο στα πλαίσια των πραγματοποιήσιμων συνθηκών. Δεν θα πρέπει όμως και ο ίδιος να ξεχνάει, πως κάθε φορά που ένας δημιουργός χρειάστηκε να προβάλει προς τα έξω τη δουλειά του δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα θεμιτό ποσοστό υποχωρήσεων, που επιβάλλονται κυρίως από την οικονομική εξάρτηση στην οποία συνήθως βρίσκεται. ΄Ολοι μας πρέπει βέβαια να επιδιώξουμε να του εξασφαλίσουμε αυτή την ελευθερία καταπολεμώντας κάθε άποψη που επιβάλλει απολύτως τον ένα ή τον άλλο τρόπο παρουσίασης. Στο κάτω - κάτω όση σιγουριά και ενδιαφέρον προσφέρει η θεματική ενότητα, τόσο έκπληξη και ενδιαφέρον παρουσιάζει η θεματική ποικιλία, που επιτρέπει στον θεατή να ανιχνεύσει τις συγγένειες των εικόνων μέσα από πιο εσωτερικούς διαδρόμους από εκείνους του θέματος. Ας αφήσουμε λοιπόν τον ίδιο τον δημιουργό να διαλέξει. Αυτός που κουβαλάει την αγωνία της δημιουργίας του, που αντιμετωπίζει τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδα, αυτός είναι και ο έσχατος κριτής. Κι εμείς, ας κρίνουμε από την ποιότητα των εικόνων, από την αλήθεια τους και τη συγκίνηση τους. Ούτε από τη μέθοδο που τις γέννησε, ούτε από τον τρόπο παρουσίασης τους.