fbpx

Η Φωτογραφία και Ο Φωτοχώρος (1994)

Το τεύχος αυτό αποτελεί τη συνέχεια προς την παλαιότερη περιοδική έκδοση με τον ίδιο τίτλο, που κυκλοφόρησε από τον «Φωτογραφικό Κύκλο». Η έκδοση εκείνη, ελκυστική για πολλούς, αν και εξ ορισμού μη βιώσιμη, χαρακτηρίστηκε από ένα βασικότατο σφάλμα. Τη δωρεάν διανομής της. Αυτό καθησύχαζε τους γράφοντες ως προς την εξασφαλισμένη επικοινωνία, που θα ανερχόταν οπωσδήποτε στον αριθμό των τυπωμένων φύλλων, αλλά δεν τους επέτρεπε να σταθμίσουν την ουσιαστική ανταπόκριση αυτής της επικοινωνίας. Δεν ξέρω αν από δημοσιογραφικής σκοπιάς είναι σωστό ο γράφων να φαντάζεται, σχεδόν ζωντανό μπροστά του, έναν αποδέκτη των λόγων του. Εμένα, όμως, έτσι μου συμβαίνει. Γεμίζω μάλιστα από συναισθήματα αμηχανίας, όταν συνειδητοποιώ ότι ποτέ δεν θα φτάσει στ’ αυτιά μου ο αντίλογος. Η κυκλοφορία, τουλάχιστον, του τεύχους είναι μια απόδειξη για την , έστω παθητική αποδοχή (όχι αναγκαστικά παραδοχή) των γραφομένων. Ας είναι λοιπόν ευλογημένο στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντίτιμο, που θα μας δείξει, αν υπάρχουν αρκετοί που επιθυμούν να ακούσουν, όσα έχουμε να τους πούμε. Το κακό είναι πως αν αποδειχτεί ότι αυτά δεν τους ενδιαφέρουν, δεν είμαστε σε θέση να προσαρμόσουμε όσα λέμε προς τις επιθυμίες τους, παρά μονάχα να διαπιστώσουμε πως οι απόψεις μας, ή οι εμμονές μας, μένουν χωρίς αποδέκτες και πως ο κύκλος της επικοινωνίας μικραίνει ασφυκτικά.

Δεν είμαστε ένα περιοδικό που γεννήθηκε με μόνο στόχο να επιβιώσει και να μεγαλώσει. Δεν ζηλώσαμε τις επιτυχίες του ειδικευμένου Τύπου, ούτε σκεφτήκαμε να διεκδικήσουμε κι εμείς ένα κομμάτι της πίτας. Δεν κάναμε έρευνα αγοράς για να καθοδηγήσουμε την ύλη μας. Εντούτοις, επιλέξαμε αυτή τη μορφή επικοινωνίας, ως πιο αποτελεσματική και προσαρμοσμένη στις σημερινές συνήθειες. Επειδή μάλιστα η λέξη επικοινωνία συνεπάγεται δύο κατευθύνσεις και όχι απλώς την άσκηση μονομερούς ενημέρωσης και εξουσίας, καλώ από τώρα, και θα επαναλάβω αυτήν την πρόσκληση συχνά, τους αναγνώστες μας να στέλνουν επιστολές, άρθρα, συνεργασίες και φωτογραφίες απευθυνόμενα στο περιοδικό, ή και σε συγκεκριμένους αρθρογράφους, ώστε το απρόσωπο αναγνωστικό κοινό να αποκτά λίγο πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτές οι επιστολές και οι συνεργασίες σας θα δημοσιεύονται μόνον όταν κρίνουμε ότι θα ενδιαφέρουν περισσότερους αναγνώστες. Άλλωστε, και οι σελίδες μας θα είναι μάλλον λίγες. Έτσι, όσο πιο ολιγόλογες οι συνεργασίες, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες δημοσίευσης έχουν, θα προσπαθήσουμε όμως να απαντούμε προσωπικά σε όσους περισσότερους επιστολογράφους-αναγνώστες μπορούμε.

Ίσως είναι σκόπιμο αυτές οι προκαταρκτικές διακηρύξεις να περιλάβουν και το θεωρητικό σχεδιάγραμμα μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο «Φωτοχώρος». Τα πλαίσια βέβαια αυτά θα έχουν
την ικανότητα διαστολής και συστολής που κάθε πνευματική επεξεργασία επιβάλλει. Χρήσιμο όμως είναι να περιγραφούν οι γενικές κατευθύνσεις. 0 στόχος του «Φωτοχώρου» είναι να γίνει όργανο παιδείας και βήμα προβολής των φωτογράφων που ασχολούνται με τη φωτογραφία, η οποία επικράτησε να λέγεται «δημιουργική» ή «καλλιτεχνική» ή, με λίγα περισσότερα λόγια, τη φωτογραφία η οποία ως κύριο χαρακτηριστικό έχει τον σύνδεσμο με τον δημιουργό της. Ως μέσα ικανοποίησης αυτού του στόχου θα χρησιμοποιούμε άρθρα θεωρητικά, μόνιμων ή έκτακτων συνεργατών, φωτογραφικά portfolios, συζητήσεις και σχόλια. Έμφαση θα δώσουμε και στην παρουσίαση του φωτογραφικού έργου σημαντικών φωτογράφων, είτε πολύ, είτε λιγότερο γνωστών. Η μελέτη του έργου τους και η αγάπη μας γι’ αυτό αποτελεί πάντοτε πηγή έμπνευσης. Οι επίκαιρες φωτογραφικές δραστηριότητες των χωρών της αλλοδαπής δεν θα μας απασχολήσουν τόσο, αφού υπάρχουν πολλά άλλα έντυπα, που και συχνότερα κυκλοφορούν και πληρέστερα μπορούν να καλύψουν αυτούς τους χώρους. Αντίθετα, βάρος μεγάλο επιθυμούμε να δώσουμε στις φωτογραφικές δραστηριότητες της Ελλάδας και ειδικότερα της ελληνικής επαρχίας. Εκεί δηλαδή όπου γίνονται πολλά και σημαντικά με τόσο πάθος, που η πρωτεύουσα αμφιβάλλω αν ποτέ γνώρισε. Όσοι, λοιπόν, φωτογράφοι ή υπεύθυνοι φωτογραφικών ομάδων μάς διαβάζετε από όλη την Ελλάδα, μη λησμονείτε να στέλνετε τα στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που έχετε προγραμματίσει. Από τις στήλες του περιοδικού θα προσπαθήσουμε να εξοβελίσουμε την γκρίνια, τις επιθέσεις και την στείρα αρνητική κριτική. Οι απόψεις των συντακτών είναι καλό να θεμελιώνονται μέσα από θετική ματιά. Οι λίβελλοι γράφονται πάντοτε ευκολότερα από τους επαίνους, γι’ αυτό και είναι τόσο προσφιλείς στους απανταχού σχολιαστές. Θα προσπαθήσουμε η γενικότερη φωτογραφική καλλιτεχνική παιδεία και οι καλλιτεχνικές θέσεις μας να μεταδοθούν με παραδείγματα προς μίμηση και όχι προς αποφυγήν.

Ποια όμως είναι αυτή η Φωτογραφία που μας ενδιαφέρει, χάριν της οποίας ξεκινούμε άλλη μια εκδοτική περιπέτεια; Ίσως δεν θα είχε νόημα να εμπλακούμε σε λαβύρινθο ερμηνειών, αν επρόκειτο για ένα είδος εικόνων, που θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια αποδεκτή κατηγορία αξιών. Όπως είναι οι εικόνες που «βοηθούν», ή που «τέρπουν», ή που «θυμίζουν», ή που «πωλούνται», ή που «θαυμάζονται». Οι προσφιλείς σε μας φωτογραφικές εικόνες κάνουν όλα αυτά μαζί, ή και τίποτα. Χωρίς να περιφρονούμε την αξία των φωτογραφιών που υπηρετούν οικονομικούς ή άλλους συγκεκριμένους στόχους, δεν είναι αυτές που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία των γεγονότων, δεν πιστεύουμε πως η φωτογραφική επισήμανσή τους αποτελεί μια νέα ουσιαστική πράξη. Ανιχνεύουμε όμως έναν χώρο, όχι σταθερό, που κινείται ανάμεσα σε όλες αυτές τις κατηγορίες, ερωτοτροπεί και γειτονεύει με αυτές, με στόχο τη δημιουργία μιας ιδιότυπης συγκίνησης. Η ασάφεια αυτού του χώρου, που τον κάνει ακόμα πιο ελκυστικό η διαρκής πρόκληση που αποπνέει, αποτελεί ταυτόχρονα και την δυσκολία προσέγγισης και κατανόησής του. Πρόκειται άλλωστε για μια ασάφεια που εντείνεται από την αδιάκοπη υπόμνηση του χρόνου, την παρουσία του οποίου περισσότερο διαισθανόμαστε παρά αντιλαμβανόμαστε. Το κοινό, αλλά και οι φωτογράφοι στον βαθμό που είναι και οι ίδιοι κοινό ή επηρεάζονται απ’ αυτό, αναζητούν κώδικες αναγνώρισης. Η φωτογραφία αποτύπωμα της πραγματικότητας τους είναι προσιτή, αφού κάθε εκτίμηση του πραγματικού θα αποτελεί την ίδια στιγμή και αξιολόγηση του αντιγράφου του. Η φωτογραφία-αντικείμενο εύκολα αντιμετωπίζεται με δάνεια κριτικών κανόνων από εικαστικές περιοχές καταξιωμένες στη συνείδηση αυτού του κοινού λόγω των χώρων που εδώ και τόσα χρόνια τις φιλοξενούν. Η φωτογραφία που εξάπτει τις αισθήσεις, ή εκείνη που ερεθίζει τη σκέψη, ή η άλλη που γεννάει τον θαυμασμό για τον τεχνίτη αφήνουν προεξέχουσες λαβές για να τις αγγίζει ο θεατής τους. Αν όμως αντιμετωπίζουμε μια φωτογραφία που συγγενεύει με τον περιεκτικό, αφηρημένο και υπερβατικό λόγο της ποίησης, τότε ποιοι είναι οι ερμηνευτικοί κώδικες που θα βοηθήσουν την προσέγγιση; Ο λόγος έγινε εικόνα. Και με την ίδια διαδικασία που η ποίηση γίνεται λυρική, επική, ρεαλιστική, μεταφυσική, ονειρική, με την ίδια πολυπλοκότητα που οι στίχοι μεταλλάσσονται από ομοιοκατάληκτους σε ελεύθερους, με την ίδια σκέψη που οι ρυθμοί και τα μέτρα γεννώνται, έτσι και οι φωτογραφίες αυτές χρησιμοποιούν τις εικόνες αυτού του κόσμου για να μας παρασύρουν στον δικό τους.

Αυτές οι φωτογραφίες είναι αδύνατον να κατέχουν το προσκήνιο της προβολής και της δημοσιότητας. Κι’ όμως γίνονται και υπάρχουν παντού. Από τις μικρές ελληνικές πόλεις, μέχρι τα μεγάλα κέντρα του κόσμου. Και οι δημιουργοί τους παλεύουν ανάμεσα στην επιβίωση, στην ανάγκη για επικοινωνία, στην επιθυμία για προβολή και πάνω από όλα ανάμεσα στα αδιέξοδα της δημιουργίας. Με το περιοδικό μας θα προσπαθήσουμε να κάνουμε πιο γνωστή αυτή τη φωτογραφία, να βοηθήσουμε το κοινό, να δώσουμε διέξοδο στους φωτογράφους, να ανιχνεύσουμε (όχι να καταγράψουμε) τα όριά της, να καταλάβουμε τις συγγένειες της με τους γειτονικούς της χώρους, της δημοσιογραφίας, της διαφήμισης, της ζωγραφικής και των άλλων τεχνών. Να αναζητήσουμε, μέσα από σκέψη και διάλογο, τις αδυναμίες της, να εντοπίσουμε τις δυσκολίες της. Αλλά πάνω από όλα επιθυμούμε να γίνει ο «Φωτοχώρος» το κίνητρο και η έμπνευση για περισσότερη και καλύτερη φωτογραφία. Στις μέρες μας παρατηρείται διεθνώς μια τάση πολλών νέων φωτογράφων, να αντλούν τη θεματολογία τους ή τη φόρμα τους από την αναμνηστική φωτογραφία, ή από το προσωπικό ημερολόγιο. Τα λίγα φωτογραφικά δείγματα που συνοδεύουν αυτό το κείμενο αποτελούν την άλλη πλευρά της οικογενειακής καταγραφής. Αυτό αποτελεί μια έμμεση και πιθανόν συνειδητή αναγνώριση της αξίας ενός θέματος που δεν έχει σημασία και βάρος παρά μόνον για τον φωτογράφο και τη ζωή του, το οποίο όμως φωτίζεται διαφορετικά μέσα από την σκιά που ρίχνει πάνω του η προσωπικότητα του δημιουργού και η σχέση του με τη φωτογραφία. Έχουμε, έτσι, τον διάλογο δύο κόσμων: ενός υπαρκτού, ορατού και αναγνωρίσιμου και ενός προσωπικού, διαισθαντικού, φανταστικού. Η διάλεκτος για την πραγματοποίηση του διαλόγου είναι η φωτογραφική γλώσσα. Η κατανόηση και η καλλιέργεια αυτής της γλώσσας και αυτού του διαλόγου μας ενδιαφέρει.