fbpx

Η Φωτογραφία μου*

Πρόλογος Βιβλίου

*Πρόλογος στο βιβλίο του ΠΡ
«Άνω Τελεία», Εκδόσεις Φωτοχώρος

Είμαστε φτιαγμένοι από ένα σύνολο επιρροών. Εγκαταλείπομαι σ’ αυτές με μεγάλη απόλαυση αποδεχόμενος το γεγονός ως αναμφισβήτητο. Οι επιρροές με τα χρόνια αλλάζουν και μπλέκονται με όσα θεωρώ προσωπικές επιλογές. Έτσι, στο τέλος δεν ξεχωρίζω πού τελειώνει η αυτενέργειά μου και πού αρχίζει ο ετεροφωτισμός μου. Μέσα όμως από το πέρασμα τού χρόνου μερικές επιρροές εγκαθίστανται απαράλλακτες και από δυσπρόσιτοι φάροι, που ξεκίνησαν να είναι, καταλήγουν ίσκιοι μιας οικείας συντροφιάς με την οποία με ενώνει μια διαχρονική συνενοχή, αιτία θαυμασμού και απόλαυσης, αλλά ταυτόχρονα βαθύτατη παρηγοριά. Στη ζωή μου έτσι νοιώθω με τον Bach και τον Mozart, με τον Fellini και τον Ozu, με τον Proust, τον Dostoievsky και την Yourcenar με τον Rembrandt και τον Goya, με την Pina Bausch και τον Tadeusz Kantor, αλλά και με άλλους, ευτυχώς με πολλούς άλλους.

Όσο για τις αμιγώς φωτογραφικές μου επιρροές, αυτές είναι άπειρες. Οι μεγάλοι που με εισήγαγαν στη φωτογραφία συμπληρώνονται πλέον από αρκετούς νέους. Διότι το ευχάριστο είναι πως, όσο κι αν γκρινιάζω για τις αφελείς μεταμοντέρνες και εννοιακές υπερβολές, τόσο συναντώ και σοβαρή δουλειά από νέους και τίμιους φωτογράφους. Στους Henri Cartier-Bresson, André Kertész, Josef Sudek, August Sander, Eugène Atget, Walker Evans, Robert Frank, Garry Winogrand, Julia Margaret Cameron, Carleton Watkins, Paul Strand, Roy de Carava, Bruce Davidson, Bill Brandt οφείλω την αγάπη μου στη φωτογραφία. Αλλά και πλάι σ’ αυτούς προστέθηκαν ο Craigie Horsfield, o Bernard Plossu, και σειρά άλλων παλαιών και νέων, που συνεχίζουν να με ενθουσιάζουν και να με εκπλήσσουν.

Με τα χρόνια, μέσα από τις επιρροές, τα διαβάσματα, τις εμπειρίες και τις σκέψεις, αλλά και τον ίδιο μας τον χαρακτήρα, διαμορφώνονται μερικές άγραφες γενικές αρχές σε σχέση με τις αξίες που διέπουν το καλλιτεχνικό έργο και τις οποίες σχεδόν ασυναίσθητα αναζητούμε για να εκτιμήσουμε κάθε τι νέο. Οι αρχές αυτές αποκτούν για τον καθένα μας βάρος αντικειμενικής αλήθειας. Τόσο αναμφισβήτητες φαντάζουν στα μάτια μας. Δεν επιδέχονται αντεπιχειρήματα. Η διατύπωσή τους όμως σκοντάφτει στην αδυναμία τής γλώσσας να αποδώσει όσα θεωρούμε αναμφισβήτητα. Ο αποδεικτικός λόγος δεν αρκεί.

Η απλότητα, η λιτότητα, η καθαρότητα και η ειλικρίνεια είναι οι πρώτες αρχές που διαπιστώνω πως υπάρχουν σε όλα τα μεγάλα έργα που με εμπνέουν. Έννοιες τόσο πιο δύσκολες στην εφαρμογή τους, όσο πιο ερμητικές στην αντίληψή τους. Οι αρχές αυτές συμπληρώνονται με την αυστηρότητα, την αφαίρεση, τη διακριτικότητα και τον υπαινιγμό. Μέσω αυτών το έργο γεννάει συγκίνηση, όχι συναισθήματα. Υπαινίσσεται και δεν διαλαλεί. Κρύβει και υπόσχεται περισσότερα από όσα εμφανώς δείχνει, αλλά ταυτόχρονα δείχνει ακριβώς όσα υπόσχεται και κρύβει. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τα σύμβολα τής μορφής του και τής καλλιτεχνικής μεταφοράς και δεν καταφεύγει στη γλώσσα και στα σύμβολα τού αποδεικτικού λόγου. Προσφέρει στον δέκτη τη χαρά τής έντασης, που γεννιέται από τον διάλογο ανάμεσα σε έναν νοητικό και έναν αισθητικό προβληματισμό και όχι τη χαρά, που οφείλεται στην κολακεία τού νου και τών αισθήσεων. Ανθίσταται στην ερμηνεία με όπλο την πολυσημία του και δεν υποπίπτει στα πεπερασμένα όρια τής ανάλυσής του. Εκφράζει την ανάγκη και την εντεύθεν ηδονή τού δημιουργού και όχι τη φιλαρέσκειά του. Καλύπτει τη δυσκολία τής κατασκευής του με φυσικότητα και δεν την προβάλει για να δικαιολογήσει την παρουσία του.

Η διαπίστωση τών αρχών αυτών οδηγεί σε έναν μονόδρομο, όπου οι απολαύσεις, για τον καλλιτέχνη ή τον φιλότεχνο, είναι λιγότερες, αλλά εντονότερες, και οι απογοητεύσεις καθημερινές. Στις μέρες μας όμως τέτοιες αρχές λειτουργούν περισσότερο ως εξ αντιδιαστολής συμβουλές. Ίσως διότι οι καλλιτέχνες προσπαθούν να ανταγωνιστούν τις εφήμερες επιτυχίες τής διαμετρικά αντίθετης αισθητικής τών media και τού life-style φοβούμενοι (και πιθανόν σωστά) πως θα κριθούν από το εύρος και την ταχύτητα αποδοχής τους. Δεν θα τολμούσα να συστήσω τον σεβασμό αυτών τών αρχών, διότι πρόκειται για κάτι που, αν το διαπιστώσεις, αδυνατείς πλέον να το αγνοήσεις και αν δεν μπορείς να το δεις, δεν υπάρχει τρόπος κάποιος να στο επιβάλει.

Η γνώση, οι αρχές, τα μεγέθη και οι συγκρίσεις, όλα στηρίζονται στο παρελθόν. Το νέο έργο υπάρχει ως έργο (και όχι ως «κατασκεύασμα») μόνον σε σχέση με το παρελθόν. Και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης, ορίζεται σε σχέση με αυτό. Παρελθόν και όχι παράδοση, έννοια φορτωμένη με διάσταση μεταλαμπάδευσης, που μας μετατρέπει σε μεταφορείς αξιών και συνηθειών, από όντα ανεξάρτητα αν ελευθέρως επηρεαζόμενα. Το παρελθόν δεν αναιρεί το σήμερα και το αύριο. Είναι μάλιστα απαραίτητο για να τα ορίσει. Γι αυτό κοιτώ με έκπληξη και δυσπιστία τη σύγχρονη τάση άρνησης, ή καλύτερα ηθελημένης άγνοιας, τού παρελθόντος. Ειδικά στον χώρο τής τέχνης το παρελθόν είναι αυτή η ίδια η τέχνη.

Πολλοί νέοι καλλιτέχνες προσπαθούν με κάθε θυσία να καινοτομήσουν. Βάζουν έτσι το άροτρο μπρος από το άλογο, αφού λογικά πρώτα κανείς δημιουργεί και μετά διαπιστώνει το πιθανώς νέο που η δημιουργία του περιέχει. Η αντίθετη διαδικασία γεννάει κούφιους νεολογισμούς. Άλλωστε, όπως παρατηρεί σε συνέντευξή του και ο Cartier-Bresson, «δεν υπάρχουν νέες ιδέες στον κόσμο. Μόνον νέες διατάξεις πραγμάτων. ΄Η», συνεχίζει, «όλα είναι νέα. Κάθε λεπτό είναι νέο. Ο κόσμος κάθε στιγμή γεννιέται και κάθε στιγμή καταστρέφεται». Αλλά και η Yourcenar σημειώνει πως αυτό το νέο που κυνηγούν οι καλλιτέχνες τής θυμίζει τις ετικέτες στα κουτιά τού καφέ που διαφημίζουν το «νέο» προϊόν, το «νέο» χαρμάνι.

Οι προσωπικές μου αναφορές στο παρελθόν τής τέχνης στοιχειοθετούν τη δική μου επικαιρότητα τής τέχνης. Δεν είναι αναδρομή στην ιστορία της. Γι αυτό και τις αναφορές αυτές τις αναπλάθω μέσα από το σημερινό μας βλέμμα και τις σημερινές δυνατές προσεγγίσεις. Δέχομαι απλώς πως αν ένα έργο, όποτε κι αν έγινε, μπορεί (με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα και με την αντίδραση προς αυτό) να συγκινήσει σήμερα, εμέναν ή οποιονδήποτε άλλον, τότε για μένα και για τον άλλον το έργο είναι επίκαιρο. Με την έννοια αυτή το παρελθόν μού είναι πολύτιμο, αναγκαίο, δημιουργικό.

Το πιο φυσικό, αυθόρμητο και δυναμικό στοιχείο τής φωτογραφίας είναι η ιδιότητά της να συλλέγει αναμνήσεις. Και αυτή ήταν η αφετηρία τού δικού μου ενθουσιασμού. Η γνώση ακολούθησε. Οι πρώτες μου φωτογραφίες ήταν σαφώς επηρεασμένες από τη φωτογραφία τού Kertész, ακόμα και θεματικά. Με τον καιρό όμως οι γνώσεις μου και οι εντεύθεν επιρροές μου πλήθυναν τόσο πολύ, ώστε πλέον να μην γνωρίζω αν είμαι (και από ποιόν) επηρεασμένος.

Η γοητεία που ασκούσε πάνω μου, αλλά και σε πολλούς άλλους τής γενιάς μου, η φωτογραφία που σχηματικά αποκαλείται «φωτογραφία δρόμου», με έκανε να περιπλανηθώ για αρκετό διάστημα προσπαθώντας να παρουσιάσω κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τόσο δύσκολο χώρο. Πότε με την ηρεμία τής ευρωπαϊκής και πότε με τη νευρικότητα τής αμερικανικής σχολής. Ίσως διότι δεν είχα αντιληφθεί εγκαίρως πόσο χρόνο (και πόσα χιλιόμετρα) απαιτεί η «φωτογραφία δρόμου», ίσως διότι δεν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου τις πραγματικές προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά μου, πάντως δεν κατάφερα να παρουσιάσω κάτι ολοκληρωμένο, που θα μπορούσα με ειλικρίνεια να υπερασπίσω.

Η εποχή που ακολούθησε τις πρώτες μου αυτές απόπειρες ήταν όλη η δεκαετία τού ΄80, που σημαδεύτηκε από την περιφρόνηση τής φωτογραφίας (πολλοί φωτογράφοι επιλέξανε τον κοινωνικά κολακευτικό τίτλο τού artist και όχι τον πληβείο τού φωτογράφου), από την έξαρση τής εννοιολογίας και από τη μόδα τού μεταμοντερνισμού. Είχα πολύ μεγάλο σεβασμό στις εικαστικές τέχνες και πολύ μεγάλη αγάπη στη φωτογραφία για να παίξω αυτό το επιφανειακό και εύκολο παιχνίδι. Από την άλλη, είχα ήδη ξεπεράσει την εφηβική ανάγκη τής διάκρισης και προβολής, που οι θολές αυτές αναμίξεις θα μου εξασφάλιζαν με μεγαλύτερη σιγουριά.

Ούτε όμως οι αμιγείς και τίμιες δημοσιογραφικές ή κοινωνικού προβληματισμού φωτογραφίες, που πολλοί και αξιόλογοι φωτογράφοι εξακολουθούσαν να κάνουν, με ενδιέφεραν. Άλλωστε, ούτε να τις πουλήσω είχα σκοπό, ούτε να αλλάξω τον κόσμο ήθελα (ή μπορούσα). Στράφηκα έτσι στην έρευνα τού ενδιάμεσου χώρου, αυτού δηλαδή που κινείται ανάμεσα στην απόλυτη περιγραφή, κατεξοχήν προνόμιο τής φωτογραφικής εικόνας, και την προσωπική αίσθηση (όχι ερμηνεία) τής περιγραφής αυτής. Ένας συνδυασμός και τού παράθυρου και τού καθρέφτη, κατά την προσφυή διάκριση τού μεγάλου John Szarkowski, στου οποίου το θεωρητικό έργο τόσα πολλά οφείλω.

Το χάος και η αταξία δεν πιστεύω ότι βοηθούν τους καλλιτέχνες. Αντιθέτως η τοποθέτηση, ελαστικών έστω, ορίων μπορεί να απελευθερώσει τη δημιουργικότητά τους. Προσωπικά έθεσα από νωρίς στον εαυτό μου τα όρια αυτά. Η φωτογραφία είναι το μέσον που έτυχε να υπηρετώ. Ίσως όχι το πιο διάσημο και μάλλον το πιο φτωχό. Πρώτος λοιπόν στόχος είναι να εκμεταλλευτώ αυτές ακριβώς τις ιδιότητες και όχι να τις αποποιηθώ προσποιούμενος κάτι που η φωτογραφία δεν είναι. Όπως λόγου χάριν συμβαίνει με τις φτωχές μιμήσεις τής ζωγραφικής, την πολυτιμότητα τού ζωγραφικού αποτελέσματος, τον ρόλο τών γκαλερί και τις υψηλές τιμές. Η φωτογραφία είναι αναπαραγόμενη εικόνα. Η προσπάθεια να την μετατρέψουμε σε κάτι μοναδικό, άρα στην ουσία να τη δούμε σαν αντικείμενο και όχι άυλη εικόνα, τη θέτει σε ανταγωνισμό με δυνάμεις που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει και να ελέγξει, όπως για παράδειγμα την υλικότητα τής παρουσίας τού ζωγράφου και τη μοναδικότητα τού εικαστικού αντικειμένου. Η φωτογραφία περιγράφει χωρίς να αφηγείται. Όσα πληροφοριακά και αφηγηματικά στοιχεία ανακύπτουν, δεν οφείλονται σ’ αυτήν, αλλά στις λεζάντες, στα συνοδευτικά κείμενα, και στις προσωπικές γνώσεις ή αναφορές τού θεατή. Η φωτογραφική εικόνα απλώς δείχνει. Ούτε ερμηνεύει, ούτε αναλύει. Μόλις αποπειράται να κάνει κάτι τέτοιο, αυτοαναιρούμενη γελοιοποιείται. Η πρόκληση τής φωτογραφίας έγκειται στις αντιφάσεις της. Στο γεγονός ότι περιγράφει κάτι ζωντανό και υπαρκτό, ενώ ο θεατής διαισθάνεται ότι έχουν παρεισφρήσει (μέσω τών διαφόρων επιλογών) ουσιαστικές, αν και υπόγειες, μεταμορφώσεις. Όπως επίσης ότι η τόσο αντικειμενικά συγκεκριμένη περιγραφή συνοδεύεται από την πιο κραυγαλέα υποκειμενική αφαίρεση.

Με λίγα λόγια θεωρώ ότι είναι χρέος μου να προσπαθώ (στο μέτρο τών δυνάμεων μου) να βγάλω από τη φωτογραφία ό,τι πιο ουσιαστικό μπορεί να προσφέρει με τα όπλα που διαθέτει. Με τον σεβασμό που κάθε δημιουργική σχέση προϋποθέτει και επιβάλλει στα δύο μέρη, έτσι και η σχέση μου με τη φωτογραφία επιθυμώ να κάνει διάφανη τη γλώσσα τής φωτογραφίας και παράλληλα έκδηλη τη δική μου παρουσία. Χωρίς κανένα από τα δύο μέρη να υποδύεται κάτι που δεν είναι. Πρόκειται για μια τριπλή σχέση ειλικρίνειας που συνδέει τον κόσμο, το μέσον (τη φωτογραφία) και τον δημιουργό. Και είναι ακριβώς αυτές οι τρεις πλευρές που στοιχειοθετούν τις τρεις αντίστοιχες διαστάσεις τής φωτογραφικής τέχνης. Το θέμα, τη σύνθεση και το περιεχόμενο. Διαστάσεις που πρέπει να συνυπάρχουν διακρινόμενες.

Για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και τυχαίους, η φωτογραφική διαδικασία ούτε μπορούσε ούτε ήθελα να πάρει την πρώτη, και ακόμα λιγότερο τη μοναδική, σχέση στη ζωή μου. Δεν είμαι, ούτε ήθελα να γίνω, ο φωτογράφος με την κολλημένη μηχανή στο μάτι, που ζει μέσα από τη φωτογραφία του. Όλες μου οι ασχολίες έχουν την ίδια μεγάλη σημασία για μένα και πάνω από όλα φωτογραφίζω επειδή ζω και δεν ζω για να φωτογραφίζω. Ήθελα να εντάξω τη φωτογραφία στη ζωή και όχι το αντίθετο. Επέλεξα λοιπόν να φωτογραφίζω αραιά, αλλά μεθοδικά, αφοσιωμένος για λίγες ώρες στο θέμα μου, στη διάρκεια τών οποίων γίνεται αυτόματα η επίκληση τής υπόλοιπης ζωής μου και των άλλων δραστηριοτήτων μου. Η φωτογραφία μου δηλαδή αποτυπώνει υποσυνείδητα μέσα σε λίγες ώρες, και με αφορμή ένα θέμα, όσα ζω όλες τις υπόλοιπες.

Αποφάσισα επίσης ότι, σε συμφωνία με όσα πιστεύω, θέλω να φωτογραφίζω πράγματα που με ελκύουν και δεν με απωθούν, ακόμα κι αν μέσα από αυτά επιθυμώ να εκφράσω απέχθεια ή απόγνωση. Νοιώθω δηλαδή ότι η φωτογραφία (και ίσως όλη η τέχνη) δεν μπορεί να προβάλει το άσχημο, διότι αυτό έτσι κι αλλιώς ωραιοποιείται μέσα από τη διαδικασία και τη μορφή. Του επιτρέπει όμως να υπάρχει σαν απειλή και υπαινιγμός. Και αφήνει στον δέκτη την πρωτοβουλία να σταθμίσει όσα φαίνονται, όσα κρύβονται, και την μεταξύ τους πάλη. Επιθυμία μου είναι να τονίσω την πνευματικότητα τού υλικού κόσμου, τη γοητεία κάθε εφιάλτη, την ομορφιά τής αγωνίας τού χρόνου, τη δημιουργική δύναμη τής λύπης, με λίγα λόγια να δείξω στον εαυτό μου και σ’ αυτούς που αγαπώ και εκτιμώ, δηλαδή στο κοινό μου, γιατί η ζωή μέσα από τόσο φόβο και τόση απόγνωση τελικά με γεμίζει τόση χαρά.

Πιθανόν να φοβάμαι να πω όλα αυτά με φωτογραφίες ανθρώπων, μια και αυτοί κυρίως με συγκινούν και με βασανίζουν. Πιθανόν να μπορέσω να το κάνω σύντομα. Κατάλαβα όμως στο μεταξύ ότι ο υλικός κόσμος που μας περιβάλλει, η φύση και τα ανθρώπινα έργα, αντανακλά τον χρόνο που μας καθηλώνει, και που ενσωματώνει τους φόβους και τις χαρές μας. Η φθαρμένη καρέκλα που δυσκολευόμαστε να πετάξουμε, τα ελαττώματα ενός τοίχου που μετατρέπονται σε ταυτότητά του, τα χόρτα που αγκαλιάζουν τα απομεινάρια ενός σπιτιού, η ομορφιά τών αγαλμάτων που τα αγαπήσαμε κατεστραμμένα δεν είναι τίποτα άλλο από την παράξενη τρυφερότητα που μου γεννάει η τρομακτική πορεία τού χρόνου επάνω μας και γύρω μας.

Οι σκέψεις αυτές (κι αυτό είναι το υπέροχο με τη φωτογραφία) δεν με συνοδεύουν, όταν με τη μηχανή στο χέρι αναζητώ την ισορροπία ανάμεσα στον ουρανό, στην πέτρα και στο χώμα. Εκεί απλώς ζω, ίσως λίγο πιο ξένοιαστα και χαλαρά. Και επιλέγω τα κάδρα μου με κριτήριο την έλξη και τη γοητεία που μου ασκούνε. Όλα τα άλλα ακολουθούν. Τελικά η ίδια η φωτογραφία φτιάχνει το περιεχόμενό της.

Η ατυχής συνήθεια τών ημερών μας να υποχρεώνονται οι καλλιτέχνες να μιλούν, και μάλιστα πολύ, για τα έργα τους, τόσο πριν όσο και αφού γίνουν, τούς εκθέτει συνήθως στα μάτια τών ειλικρινών και σοβαρών ανθρώπων, αλλά πολύ φοβούμαι και στα δικά τους. Η προσπάθεια τού φωτογράφου να προσαρμόσει το έργο του σε όσα υποσχέθηκε ότι θα δείξει, τον μετατρέπει σε εικονογράφο κοινών τόπων, ενώ η αντίθετη προσπάθεια, δηλαδή να επενδύσει το έργο του με έκθεση ιδεών, αν μεν είναι ειλικρινής, θα υπολείπεται κατά πολύ τής αμφισημίας των εικόνων, κι αν είναι πονηρή και κατευθυνόμενη, θα υποκαταστήσει το έργο υποβαθμίζοντάς το.

Έχω τον φόβο ότι με διακρίνει μια τάση εκλογίκευσης και οργάνωσης, κάτι που εξ αντιδιαστολής με σπρώχνει ακόμα πιο μακριά από αυτό που αντιπαθώ, δηλαδή από τον καλλιτέχνη που μπορεί να ελέγξει τα πάντα εκ των προτέρων. Γι αυτό δείχνω μια δυσπιστία απέναντι στον θεματικό εγκλωβισμό τής φωτογραφίας. Είναι βέβαια γεγονός ότι όλοι χρειαζόμαστε ένα θέμα ως αφορμή και όλοι έχουμε μιαν ιδέα πίσω από το κεφάλι (αν σας βολεύει αποκαλέστε την έννοια). Αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ να σταματώ εκεί και να επιτρέπω στις φωτογραφίες μου να ανακαλύπτουν από μόνες τους τις συγγένειές τους. Αυτό που κάνω είναι να ακολουθώ διαδικασίες και φόρμες. Είναι επομένως πολύ σημαντική, για την άποψη που υποστηρίζω, η επιλογή τής γωνίας τού φακού, τού διαφράγματος εργασίας, τού είδους τού φιλμ και τής μορφής τών τυπωμάτων, όπως ακριβώς και των συνθηκών, των τόπων και των περιοχών που φωτογραφίζω. Αυτές οι τεχνικές και πρακτικές επιλογές καθορίζουν σε βάθος το περιεχόμενό μου, σχεδόν χωρίς να το γνωρίζω. Μπορώ να πω μάλιστα πως, αν αντιληφθώ και διαγνώσω τον τρόπο λειτουργίας αυτής τής διαδικασίας, καταλαμβάνομαι από ανία, διότι χάνω την έκπληξη, που, ακόμα και το αποτέλεσμα τής δικής μου δουλειάς, θέλω να μου επιφυλάσσει. Προτιμώ να ανακαλύπτω τον εαυτό μου στις φωτογραφίες μου και όχι να τις κατασκευάζω σύμφωνα με μιαν ιδέα που έχω γι αυτόν.

Η συγγένεια τών φωτογραφιών τού λευκώματος αυτού προέκυψε σταδιακά. Έχουν τραβηχτεί σε διαφορετικές περιοχές και αποτυπώνουν στοιχεία διαφορετικών πολιτισμών. Είναι όμως όλες θραύσματα τού μυαλού μου, στιγμές τής ζωής μου και εμμονές τού βλέμματός μου. Οι λεζάντες πληροφορούν, χωρίς ούτε κατά διάνοια να φωτίζουν το περιεχόμενο τής εικόνας, και υπάρχουν μόνο για να ικανοποιούν την περιέργεια, χωρίς να μεσολαβούν στην προσέγγιση. Ξέρω ότι η φωτογραφική και εκδοτική επιτυχία εξασφαλίζεται καλύτερα με την στενά θεματική παρουσίαση τών φωτογραφικών εικόνων. Εγώ όμως είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε συλλογές εικόνων, των οποίων η συγγένεια οφείλεται μόνον στην εικονιζόμενη θεματική ενότητα. Πρώτον διότι προσφέρουν τη δικαιολογία για την παρουσία μέτριων φωτογραφιών κάτω από την ομπρέλα τού συγκεκριμένου και ενιαίου θέματος και δεύτερον διότι προσφέρουν στον θεατή έτοιμη την πιο προφανή ερμηνεία τής παρουσίας τους. Αρκεί να διαβάσει κανείς κριτικές φωτογραφίας, για να διαπιστώσει πως οι δημοσιογράφοι καταφεύγουν εννιά φορές στις δέκα στη λυτρωτική γι αυτούς ανάλυση τού εικονιζόμενου θέματος.

Δεν νομίζω πως θα ήθελα να αναλύσω τις φωτογραφίες μου. Νοιώθω πάντως πολύ χαρούμενος, όταν διαπιστώνω πως γεννούν διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους. Αρκεί οι αντιδράσεις αυτές να είναι θετικές και έντονες. Άλλωστε, δεν νομίζω ότι ένα φωτογραφικό έργο λέει κάτι απόλυτα συγκεκριμένο. Συνήθως η ένταση που εκπέμπει (αν είναι ενδιαφέρον), και που οφείλεται στις εσωτερικές του αντιθέσεις, στη μεταμόρφωση τών λεπτομερειών και των μεταξύ τους σχέσεων, στις αναφορές και στους υπαινιγμούς του, στις χωρίς πληροφορίες κενές ενδεχομένως περιοχές του, στην αποκοπή τού μη εικονιζόμενου κόσμου, και στην αφαίρεση μέσα στην οποία αιωρείται, είναι αυτή που γεννάει τη δημιουργική αντίδραση από την πλευρά τού θεατή. Αυτή η αντίδραση με ενδιαφέρει και με συγκινεί πολύ περισσότερο από τη λογική ανάλυση, η οποία αντλεί τις πληροφορίες της από τις συνήθως προφανείς αναφορές στο θέμα.

Οι φωτογραφίες που έκανα στο ύφος τής «φωτογραφίας δρόμου», οι φωτογραφίες χορού, τα αγάλματα, τα ερείπια και τα γυναικεία πορτραίτα καλύπτουν την πρώτη περίοδο τής φωτογραφικής μου ζωής. Μερικά δείγματα από αυτές περιλαμβάνονται στο πρώτο τμήμα αυτού τού λευκώματος. Αυτές, μαζί με τις φωτογραφίες που με απασχολούν τα τελευταία χρόνια, και που περιλαμβάνονται στο δεύτερο τμήμα τού λευκώματος, μοιράζονται κάτι κοινό: μια θεατρικότητα. Την αίσθηση μιας οργάνωσης τού χώρου και τού χρόνου, που η πραγματική ζωή δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε. Φαίνεται πως έχω την ανάγκη αυτής τής τάξης, που ακόμα και στο πιο κατεστραμμένο ερείπιο πιστεύω πως υπάρχει. Ασυναίσθητα αναζητώ την απόδειξη πως ο κόσμος είναι στη θέση του και πως, όπως και να τον ανακατέψει κανείς, πάλι στη θέση του θα βρεθεί. ΄Η, με άλλα λόγια, πως η ομορφιά, που γεννιέται από την αρμονία, υπάρχει στο σύνολο επειδή υπάρχει στις ελάχιστες λεπτομέρειες και πως, επειδή ακολουθεί τον χρόνο, δεν γερνάει, αλλά μεταμορφώνεται. Είναι τελικά εκτός χώρου και χρόνου. Η φωτογραφία, γαντζωμένη καθώς είναι στην πραγματικότητα και με την παράξενη ιδιότητα να μιλάει για τον χώρο, ενώ στερείται βάθους, και για τον χρόνο, ενώ κινείται στα κλάσματά του, έχει τη δύναμη να διαπιστώνει όσα υπάρχουν και να υπαινίσσεται όλα όσα φανταζόμαστε δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αυτά που αποτυπώσαμε είναι πράγματι εκεί, ενώ ταυτόχρονα εμείς τα επινοήσαμε. Η ακριβής αποτύπωση τού χώρου και τού χρόνου καταλήγει στην ανακατασκευή τους. Οι φωτογραφίες τών δύο περιόδων (παρόλο που ο σαφής χρονικός διαχωρισμός είναι λίγο αυθαίρετος) διακρίνονται μεταξύ τους από μια διαφορετική προσέγγιση, την οποία εν μέρει ενίσχυσε και η αλλαγή μηχανής και φορμά. Οι φωτογραφίες τής πρώτης περιόδου προσπαθούν να “ζωντανέψουν” και να “ξεφύγουν” από το πλαίσιο τού κάδρου. Χαρακτηρίζονται από εσωτερική κίνηση και από ήχους. Οι φωτογραφίες τής δεύτερης περιόδου ανακάλυψαν την ακινησία και τη σιωπή.

Παρόλο που συχνά γοητεύτηκα από φωτογραφίες με περιοχές ασαφείς και φλου, εν τούτοις ποτέ δεν θέλησα να κάνω έτσι και τις δικές μου. ΄Ισως γιατί ένοιωθα πως για μένα η ομορφιά, η αρμονία, η ασφυξία και η αγωνία ενός κόσμου, που «κάθε στιγμή γεννιέται και κάθε στιγμή καταστρέφεται» αποδίδεται πιο δραματικά με την κλινική ακρίβεια τής περιγραφής του. Η τέλεια, σχεδόν αφύσικη, καθαρότητα τών υπερβολικά καλών φακών τής Leica και μετέπειτα τής Hasselblad, σε συνδυασμό με τα κλειστά διαφράγματα, ήταν ένα από τα όπλα που με βοήθησαν να αποδώσω την πραγματικότητα, με τόση ακρίβεια, ώστε να φαίνεται παραποιημένη.

Η επιλογή τού ασπρόμαυρου φιλμ ήταν σχεδόν αυτονόητη και φυσική για μένα. Δεν αποκλείω να στραφώ κάποια στιγμή στο έγχρωμο, ούτε το αποκηρύττω θεωρητικά και ακόμα λιγότερο δογματικά. Σε μένα όμως η ασπρόμαυρη φωτογραφία προσφέρει άπειρα χρώματα. Μειώνει τη σημασία και τις διαφορές τών αντικειμένων ενισχύοντας τη βαρύτητα τής καλλιτεχνικής γλώσσας. Επιτρέπει την κίνηση σε έναν κόσμο, όπου πολύ σημαντικά του τμήματα δεν περιέχουν πληροφορίες, σε αντίθεση με την έγχρωμη που περιέχει πάντα πληροφορίες, αυτές τού ίδιου της τού χρώματος. Βοηθάει στον υπαινιγμό τού βάθους και δίνει ταυτόχρονα τη χαρά τού στιγμιαίου, που έχει το σκίτσο, και τής τρισδιάστατης πλαστικότητας των όγκων, που έχει η γλυπτική. Άλλωστε, το ασπρόμαυρο αποτελεί μέρος των ελαστικών ορίων (άρα υπερβάσιμων), που έχω (μέχρι νεωτέρας) θέσει στον εαυτό μου.

Το τετράγωνο φορμά ήταν μια πρόκληση και μάλιστα τυχαία. Μόλις όμως το «ανακάλυψα» διαπίστωσα πως η αυστηρότητά του μου ταιριάζει. Οι τέσσερις όμοιες πλευρές γεννούν έναν καταναγκασμό, περισσότερο από όσο επιλύουν ένα πρόβλημα. Η έξωθεν αυτή επιβολή (ανάλογη με εκείνη τού ασπρόμαυρου απέναντι στον έγχρωμο κόσμο) θέτει στον δημιουργό δυσκολότερους όρους υιοθετώντας ένα πιο αφύσικο πλαίσιο αναπαράστασης. Όσο οι κανόνες τού «παιχνιδιού» γίνονται πιο αυστηροί και πιο λιτοί, τόσο η δυσκολία τής επίλυσης τών συνεχών μικροπροβλημάτων, δηλαδή των αλλεπάλληλων μικροεπιλογών ανάμεσα στις οποίες οφείλει να κινηθεί ο καλλιτέχνης, αυξάνει. Την ίδια όμως στιγμή η πιθανή επιτυχής επίλυσή τους μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικότερο έργο. Το μέγεθος τού προβλήματος καθορίζει και την ποιότητα τού αποτελέσματος.

Το ποσοστό τής σημασίας που η εκτύπωση έχει στη φωτογραφία είναι, αν και αναμφισβήτητο, πολύ μικρό σε σχέση με τη λήψη και την επιλογή μετά από αυτήν. Οι οδηγίες που ένας φωτογράφος μπορεί να δώσει στον τεχνίτη τών τυπωμάτων είναι αρκετές για να υποστηριχθεί το έργο του. Μπορεί μάλιστα οι οδηγίες αυτές να ποικίλλουν από εποχή σε εποχή, προκαλώντας ελαφρές αισθητικές μετατοπίσεις τού έργου, όχι όμως και ριζικές ανατροπές. Πολύ φοβούμαι πως όσοι ισχυρίζονται, ότι η ποιότητα και το ύφος τών τυπωμάτων έχουν καθοριστικό βάρος στη σημασία τής φωτογραφίας, το κάνουν από δυσπιστία στην αξία τής υπόλοιπης φωτογραφικής διαδικασίας. Νομίζουν πως έτσι η φωτογραφία πλησιάζει περισσότερο προς την ετεροθαλή και άσπονδη αδελφή της, τη ζωγραφική, με την οποία, όπως συμβαίνει σε πολλές οικογένειες, πιο πολλά τη χωρίζουν παρά την πλησιάζουν.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα μεγέθη. Η συνήθεια τής εποχής επιβάλλει τη διόγκωσή τους. Όσο πιο μεγάλα, τόσο πιο καλά. Πιστεύω πως τα μεγέθη έχουν να κάνουν περισσότερο με τους χώρους και λιγότερο (ή σχεδόν καθόλου) με το ίδιο το έργο. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη μικρή δημοσιευμένη φωτογραφία βιβλίου και στη μεγαλύτερη εκτεθειμένη δεν είναι διαφορά μεγέθους, αλλά λειτουργίας. Και είναι εξαιρετικά σημαντική διαφορά, με τη δική μου προτίμηση να κλίνει προς τη δημοσίευση και όχι την έκθεση. Η διαφορά διαστάσεων κάδρου μέσα στην αίθουσα είναι διαφορά πρεσβυωπίας ή μυωπίας και απόστασης σε εκατοστά. Όλα τα υπόλοιπα εξυπηρετούν εκείνους που ασχολούνται με τη διακίνηση τής εικόνας, κι αυτό είναι κάτι που ούτε γνωρίζω, ούτε με αφορά. Μπορώ μόνο να πω ότι με ξενίζει ένας Henri Cartier-Bresson να είναι πιο φθηνός από έναν Joel Peter Witkin. ΄Ισως να είναι θέμα διαστάσεων, ή θέμα μόδας. Ας μου επιτραπεί να επιθυμώ όσα αγαπώ να μην είναι στη μόδα. Σε τελευταία ανάλυση οι τεχνικές, τα τυπώματα, οι διαστάσεις αποτελούν δομικά στοιχεία μιας φωτογραφίας, και πολύ σημαντικά, δεν πρέπει όμως να υπερκαλύπτουν και να υποκαθιστούν την ουσία της. Αλλιώς πιστεύω πως έχει θέση, λίγο μεταφορικά, το ρητό τού ανώνυμου φοιτητή τού Μάη τού ’68, πως «η κουλτούρα είναι σαν τη μαρμελάδα: όσο λιγότερη έχεις, τόσο πιο πολύ την απλώνεις».

Έχει λεχθεί επίσης ότι η φωτογραφία πρέπει να αποκαλύπτει τις εθνικές ρίζες τού φωτογράφου. Και αυτό έχει τονιστεί περισσότερο από αλλοδαπούς αναλυτές, που βλέπουν, ειδικά την Ελλάδα, σαν χώρο ιστορικά και λαογραφικά φορτισμένο. Εν τούτοις, βρίσκω μάλλον βαρετό (και συχνά ύποπτο) ένα έργο τέχνης που προδίδει την εθνική ή φυλετική προέλευση τού καλλιτέχνη. Ελπίζω ότι ένας καλλιτέχνης είναι κάτι πιο πολύπλοκο, που αναμφισβήτητα περικλείει και αυτά. Δεν ξέρω αν η Ελλάδα που αγαπώ φαίνεται στις φωτογραφίες μου. Δεν ξέρω καν αν η Ελλάδα που αγαπώ υπάρχει. Είναι ένα γεγονός άλλωστε που μου δημιουργεί προβλήματα ένταξης στο κοινωνικό σύνολο. Τούς Έλληνες τους αγαπώ σαν οικογένεια, αλλά και τους αισθάνομαι ξένους, πάλι σαν οικογένεια. Η εν τη πράξει εδώ και τόσα χρόνια ταύτισή μου με τον χώρο, η αρχαία σοφία, η γοητεία, η αυστηρότητα και η ποικιλία τής φύσης, οι κρυμμένες πια σε ελάχιστες επαρχιακές νησίδες αρετές τής φιλοξενίας, τής ποίησης και τής λαϊκής αρχοντιάς είναι άραγε σε θέση να αντισταθμίσουν τις αισθητικές και ηθικές προσβολές, που μας επιφυλάσσει η σημερινή ελληνική ταυτότητα και συμπεριφορά; Και σε ποιο μέτρο αναγνωρίζω τον εαυτό μου σ’ αυτές τις συγκρούσεις; Πιστεύω πάντως πως οι φωτογραφίες μου δεν μπορεί παρά να κρύβουν κάτι από αυτά. Μαζί με όλα τα άλλα (ποικίλα ευτυχώς) πολιτισμικά στοιχεία, που στο πέρασμα τών χρόνων συνέθεσαν την προσωπικότητά μου. Οι φωτογραφίες μου, αν όπως πιστεύω είναι ειλικρινείς, μπορεί να δείχνουν ένα μέρος αυτής τής πολυπλοκότητας, την οποία προσπαθώ ταυτόχρονα να ανιχνεύσω και να εκμεταλλευτώ. Το βιβλίο αυτό δεν είναι ούτε απολογισμός, ούτε ξεκίνημα, παρά μόνο μια «Άνω τελεία» στη συνεχή ροή αυτής τής προσπάθειας και τής ζωής μου .