fbpx

Φωτογραφία. Σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Αυτό που χαρακτηρίζει τη φωτογραφία από την αρχή τής γέννησής της μέχρι σήμερα είναι μια διαρκής αναζήτηση ταυτότητας. Η αναζήτηση αυτή προσδίδει άγχος και ανασφάλεια σε όσους ασχολούνται μαζί της, πυροδοτεί αντιπαραθέσεις και πολέμους χαρακωμάτων, αλλά στην ίδια προσφέρει μια συνεχή ανανέωση και ζωντάνια.

Η αναζήτηση μιας ταυτότητας δεν είναι τόσο διεργασία συνειδητή, όσο αυτόματη και αναγκαία. Ο καθορισμός μιας ταυτότητας βοηθάει τόσο στην παραγωγή τής φωτογραφίας, όσο και στην κριτική της. Όλοι όσοι ασχολούνται με τη φωτογραφία περιπλέκονται χωρίς διέξοδο στον λαβύρινθο τής δημιουργίας της, τής χρήσης και τής χρησιμότητάς της και τής κριτικής της προσέγγισης. Η ταυτότητα θέτει τις προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό των κριτηρίων που θα εφαρμοστούν και τα όρια άσκησης τής κριτικής.

Ας μην ξεχνάμε ότι η φωτογραφία γεννήθηκε χωρίς λόγο και καθιερώθηκε χωρίς να έχει υπηρετήσει, όπως όλες οι άλλες τέχνες έκαναν για πολλά χρόνια, το μεταφυσικό. Η φωτογραφία επομένως στερείται καθαγιαστικού παρελθόντος. Ένα παρελθόν από το οποίο όλες οι άλλες εκφραστικές μορφές, συνειδητά ή υποσυνείδητα, αντλούν ταυτότητα και κύρος. Αλλά και κάθε φορά που η φωτογραφία επιχειρεί να συντάξει ένα παρόν, κάποιος άλλος έρχεται είτε να τής το κλέψει είτε να τής το επηρεάσει.

Ο κινηματογράφος, που ήταν ο άμεσος απόγονος της φωτογραφίας, στερημένος και αυτός από προστατευτικό παρελθόν, τής έκλεψε την αφήγηση και μαζί την ψευδαίσθηση τής αλήθειας. Άλλωστε, ο κινηματογράφος δεν δυσκολεύτηκε να βρει την ταυτότητά του. Η αυτοτέλεια τής διάρκειάς του, η δύναμη τής αφήγησής του, το ύψος τής δαπάνης παραγωγής του, η δυσκολία τού χειρισμού των τεχνικών του μέσων, η ομαδικότητα τής παραγωγής του, το εύρος τής απήχησής του στον κόσμο, τον έφεραν σχεδόν αμέσως στην υπηρεσία των γνωστών και καθιερωμένων χώρων τής βιομηχανίας, τής διασκέδασης και σιγά-σιγά τής τέχνης. Την τελευταία μάλιστα δεν την είχε ανάγκη, τού προέκυψε. Η φήμη του και το κύρος του υπήρχαν και έξω από την τέχνη. Και κυρίως έξω και από τους προπάτορές του, το θέατρο και το μυθιστόρημα.

Η ζωγραφική δεν χρειάστηκε να κλέψει κάτι από τη φωτογραφία, αλλά αρκέστηκε να τής μολύνει, από τη στιγμή που η τελευταία γεννήθηκε, κάθε προσπάθεια αναζήτησης μιας ταυτότητας. Χώθηκε στο μυαλό των ανθρώπων, και κυρίως εκείνων που αγωνιούσαν για τη διαμόρφωση μιας φωτογραφικής ταυτότητας, και αποτέλεσε το σημείο αναφοράς και σύγκρισης. Στο παιχνίδι αυτό δεν μπορούσε παρά να έχει η ζωγραφική το πάνω χέρι. Είχε ήδη εδραιωμένη ταυτότητα και όσες αμφισβητήσεις της κι αν έφερε ο χρόνος ήξερε πως πάλι στα πόδια της θα πέσει, χωρίς κίνδυνο οριστικής ανατροπής. Η ζωγραφική είχε τα πλεονεκτήματα τής τεχνικής δυσκολίας, τού πεπερασμένου και απόλυτου κάδρου, τής υλικότητας τού τελικού προϊόντος, τής εξ ορισμού ψευδαισθητικής δύναμης τού αποτελέσματος και πάνω από όλα έχαιρε εκ προοιμίου τού σεβασμού από μέρους τού κοινού. Ο ζωγράφος αγωνιά για την ζωγραφική του, αλλά όχι πάντα για την Ζωγραφική, ενώ συχνά ο φωτογράφος βάζει μπροστά από την αγωνία για το δικό του έργο, την αγωνία για την ίδια τη Φωτογραφία.

Οι εφαρμογές τής φωτογραφίας ξεγλίστρησαν από το πρόβλημα τής ταυτότητας δανειζόμενες την ταυτότητα τού χώρου που υπηρετούσαν. Χώροι όπως η επιστήμη, η ειδησεογραφία και η διαφήμιση εδώ και πολλά χρόνια έχουν κατασταλαγμένη ταυτότητα στη συνείδηση τού κόσμου και κατά συνέπεια επιβάλλουν τα δικά τους κριτήρια και προστατεύουν με το δικό τους κύρος τη φωτογραφία που τους υπηρετεί.

Στη δυσκολία προσδιορισμού μιας ταυτότητας ήρθε να προστεθεί και ένα άλλο χαρακτηριστικό τής φωτογραφίας, η «φτώχεια» της. Μια «φτώχεια» που εκτείνεται από την παραγωγή της μέχρι τη λειτουργία της και το περιεχόμενό της. Η φωτογραφία παράγεται εύκολα, και όσο περνάει ο καιρός ευκολότερα. Αν οι πρώτοι φωτογράφοι γεννούσαν τον θαυμασμό των συγχρόνων τους με τις τεχνικές τους γνώσεις, σήμερα πια κανείς δεν μπορεί να θαυμάσει κάποιον που κάνει το αυτονόητο, δηλαδή αυτό που κάνει και ο κοινός θνητός σχεδόν καθημερινά. Όσο και να θεοποιήσουμε την τεχνική της, θα παραμείνει και πάλι μια εύκολη διαδικασία. Από την άλλη, θα θέλαμε, ίσως, η φωτογραφία να μιλάει, να αφηγείται, να κουβαλάει μηνύματα, διδαχές και σοφίες. Εν τούτοις, ένας ειλικρινής παρατηρητής δεν βλέπει παρά μόνον ό,τι βλέπει. Δηλαδή σχεδόν τίποτα. Ένα μικρό κομματάκι που μοιάζει σαν μέρος τής πραγματικότητας και στο οποίο ο θεατής προσδίδει όσα «νομίζει» πως βλέπει, ενώ στην πραγματικότητα τού τα υποβάλλουν τα συμφραζόμενα, η λεζάντα, οι πρότερες γνώσεις ή τα συνοδευτικά κείμενα. Η φωτογραφία λέει στην επιφάνειά της τόσο λίγα, όσα ακριβώς χωράει η επιφάνειά της. Λέει ακριβώς όσα (και μόνον όσα) περιγράφει. Ή, αν θυμηθούμε την εύστοχη παρατήρηση τού σύγχρονου άγγλου φωτογράφου Craigie Horsfield, η φωτογραφία, όταν μεγεθυνθεί πολύ, διαλύεται σε γκρίζους κόκκους.

Ενώ επομένως θεωρεί κανείς ότι σε μια φωτογραφία αποτυπώνεται κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, εν τούτοις με τον καιρό αντιλαμβάνεται ότι αυτό που αντικρίζει κινείται σε έναν αφαιρετικό κόσμο. Πράγμα που επιτρέπει, τόσο στον φωτογράφο όσο και στον θεατή, να περιπλανώνται στον χρόνο και να οδηγούνται με βοήθεια τις δικές τους αναφορές. Αντίθετα, η απόλυτη και δυναμική παρουσία τού ζωγραφικού έργου, η επενδεδυμένη τεχνική μαεστρία, η παρουσία τού «χεριού» τού ζωγράφου, η μοναδικότητα τού αντιτύπου και η εντεύθεν «προσωποποίηση» τού έργου, το «πεπερασμένο» τού κάδρου, που γεννήθηκε από το μηδέν και ορίζεται απόλυτα από το πλαίσιό του, όλα αυτά δεν επιτρέπουν την περιήγηση μέσα στον χρόνο και δεν καθιστούν εύκολη την «παραβίαση» τού έργου από την προσωπική παρέμβαση τού θεατή. Η ζωγραφική λειτουργεί μέσα από την παρουσία τού ενός, μοναδικού, συγκεκριμένου και απόλυτου έργου. Αντίστοιχα, ο κλειστός κόσμος μιας κινηματογραφικής ταινίας, που έχει τη δική της ροή χρόνου και όπου η αφήγηση καθιστά απολύτως συγκεκριμένη την περιγραφή, μπορεί να λειτουργεί και έξω από τον χρόνο που τη γέννησε ή τον χρόνο που περιγράφει, δεν θα μπορέσει, όμως, ποτέ να κινηθεί μέσα στον ίδιο τον χρόνο, όπως μια φωτογραφία, και να γίνει αυτή η ίδια κομμάτι του. Μια πρόχειρη σύγκριση ανάμεσα στην οικογενειακή φωτογραφία και στο οικογενειακό βίντεο θα μας βοηθούσε. Η κινηματογραφημένη σκηνή γενεθλίων θα παραμένει πάντοτε η αφήγηση λίγων λεπτών μια συγκεκριμένη μέρα μιας συγκεκριμένης χρονιάς. Γι αυτό άλλωστε και δεν μπορούμε να την ξαναβλέπουμε καθημερινά. Η φωτογραφία τού πατέρα αγκαλιά με τη νεαρή του κόρη έχει χάσει τον χρόνο της, για αυτό και έχει βρει τη θέση της στο τραπεζάκι τού σαλονιού.

Αν δεχτούμε τη «φτώχεια» τής φωτογραφίας, και την απορρέουσα «αφαίρεση», όχι σαν μειονέκτημα, αλλά σαν προσόν, τότε αυτή η «φτώχεια» ίσως μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε μια φωτογραφική ταυτότητα. Η «ευκολία» και η «απλότητα» τής φωτογραφικής διαδικασίας. Η «ασημαντότητα» τού μικρού παραλληλόγραμμου που αποτελεί το προϊόν της. Η μικρή «αξία» με την οποία μπορεί κάποιος να αποτιμήσει το τελικό αποτέλεσμα. Η δυνατότητα για αέναη «αναπαραγωγή» πιστών αντιγράφων. Η «παρουσία» της σχεδόν σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όσο ασήμαντη κι αν είναι. Η «παραγωγή» της από σχεδόν κάθε άνθρωπο, όσο ασήμαντος κι αν είναι. Όλα αυτά την καθιστούν μη πολύτιμη, «φτωχή», και για αυτό εξαιρετικά δυνατή. Αν περιπέσει κανείς στο σφάλμα να τής εκβιάσει την ταυτότητα αναζητώντας πολύτιμα στοιχεία εκεί όπου δεν υπάρχουν, ή προσπαθώντας να τής εξασφαλίσει την ένταξη σε χώρους που δεν τής ταιριάζουν, το λιγότερο που μπορεί να προκύψει είναι η γελοιοποίησή της και το σοβαρότερο η απώλεια τής «εσωτερικότητάς» της.

Το γεγονός ότι η φωτογραφία αναζητεί συνεχώς την ταυτότητά της εξηγεί γιατί οι σύγχρονοι φωτογράφοι επαναλαμβάνουν αμαρτήματα που συνόδευαν τη φωτογραφία από τη γέννησή της. Η συμπεριφορά είναι η ίδια, μόνο η τακτική αλλάζει ανάλογα με τη μόδα τής εποχής. Στις μέρες μας η φωτογραφία επιχειρεί να βρει τίτλους ευγενείας (και σημασία) μέσα από περιοχές στις οποίες οι τίτλοι αυτοί αφθονούν, και η κοινωνική αποδοχή είναι δεδομένη. Η διαφήμιση, με γλώσσα και λογική αποδεκτή και κατανοητή από τους πάντες, και με περίσσιους οικονομικούς πόρους, αποτελεί μείζονα πόλο έλξης. Άλλωστε είναι φανερή (και πετυχημένη) η γενικότερη προσπάθεια να αποκτήσει και η ίδια η διαφήμιση τίτλους ευγενείας. Οι αίθουσες τέχνης, με την αίγλη και τη δύναμη και τις υπερβολικά διαφημιζόμενες (κι ας είναι για ολίγους) οικονομικές απολαβές, εκδίδουν οδηγίες χρήσεως τής φωτογραφίας και μετατρέπονται σε καθοδηγητές των φωτογράφων, που όλο και συχνότερα έχουν τον πειρασμό να προσαρμόζονται στις τάσεις και τις συμβουλές τους. Η φιλοσοφική και η κοινωνιολογική σκέψη δανείζουν στον φωτογράφο το νοητικό βάρος που πάντα φοβάται πως είτε τού λείπει είτε δεν τού το αναγνωρίζουν, και φορτώνουν τη φωτογραφία με νοήματα και αναλύσεις που δεν τής αρμόζουν ούτε τα αντέχει. Τα πανεπιστήμια, που αποτελούν το απαραίτητο κερασάκι κάθε σημερινής δραστηριότητας, ακόμα και καλλιτεχνικής, θεωρητικοποιούν και εντάσσουν στην αποδεκτή κλίμακα κοινωνικών αξιών, κάτι τού οποίου η δύναμη ήταν ακριβώς ότι κινιόταν έξω από αυτές. Έτσι, ακόμα και οι γονείς θα είναι χαρούμενοι, ενώ οι τρίτοι επιτέλους θα υποκλιθούν μπροστά σ’ αυτό που τόσα χρόνια περιφρονούσαν. Ένα μεταπτυχιακό, ένα διδακτορικό, άσχετα από τον τομέα στον οποίο αναφέρεται, άσχετα από το ότι η ίδια η έννοια τού διδάκτορος αντιστρατεύεται εξ ορισμού αυτήν τού καλλιτέχνη, τιμάει τον κάτοχο και εξυψώνει κάθε έργο, όσο άχρηστο κι ασήμαντο κι αν είναι.

Η φωτογραφία με όλα αυτά φαίνεται πως μπήκε στα σαλόνια. Η «φτώχεια» της καταργήθηκε. Αν και ήταν ό,τι πολυτιμότερο διέθετε. Και φυσικά τίποτα κακό δεν έγινε. Η ίδια θα απογοητεύεται και θα ασφυκτιά όλο και περισσότερο στους ξένους γι αυτήν χώρους. Γι αυτό, στη διάρκεια τής ατέρμονης πορείας της, αργά ή γρήγορα θα αφοσιωθεί και πάλι στη δική της περιοχή τής «αφαίρεσης» και τής «φτώχειας», που ποτέ είναι αλήθεια δεν εγκατέλειψε απόλυτα, για να συνεχίσει το ταξίδι προς την αναζήτηση ταυτότητας σε χώρους οικείους της και εσωτερικούς. Και όταν λέμε η φωτογραφία, εννοούμε βέβαια οι φωτογράφοι.