fbpx

Έκθεση φωτογραφιών. Όροι και όρια.

Φωτογράφος-Καθημερινή (Μάρτιος 2006)

Είναι αμέτρητες οι φορές που βρίσκομαι αντιμέτωπος με τις ίδιες και ίδιες ερωτήσεις. Μια από αυτές έχει σχέση με τις φωτογραφικές εκθέσεις. Αν, δηλαδή, έχει νόημα να εκθέτει κανείς τις φωτογραφίες του. Είναι αλήθεια ότι για ένα διάστημα η απάντησή μου έκλινε προς την άρνηση. Ίσως επειδή πολλά χρόνια πριν, όταν πρωτολειτούργησε η μικρή εκθεσιακή αίθουσα τού «Φωτοχώρου» σαν παράρτημα τού ομώνυμου καταστήματος που είχα ιδρύσει το 1984 μαζί με λίγους φίλους, είχα ζήσει την ακραία ματαιοδοξία των εκθετών. Έκανα τότε το λάθος να μπλέξω την αιτία με το αποτέλεσμα θεωρώντας υπεύθυνες τις εκθέσεις και όχι τους χαρακτήρες των ανθρώπων.

Με τη (σχετική) νηφαλιότητα που φέρνουν τα χρόνια, μπορώ πλέον να πω ότι συνιστώ ανεπιφύλακτα και με έμφαση στους φωτογράφους να εκθέτουν τη δουλειά τους. Η καλλιέργεια μάλιστα μιας τέχνης που γίνεται με στόχο το συρτάρι και όχι την επικοινωνία μπορεί να αποβεί διαστρεβλωτική. Άλλωστε μια προβεβλημένη σεμνότητα συχνά (μόλις που) κρύβει έναν ανομολόγητο ναρκισσισμό.

Η έκθεση τής δουλειάς μας, είτε με ανάρτηση είτε με δημοσίευση, συνιστά μιαν απαραίτητη μικρή στάση σε μια συνεχή καλλιτεχνική πορεία, επιτρέπει ανακεφαλαιώσεις και αναδιοργανώσεις θεμάτων, επανεκτιμήσεις αξιών και επαναπροσδιορισμούς στόχων. Παράλληλα επιτρέπει την επικοινωνία με ανώνυμους αποδέκτες, ενώ μπορεί ενδεχομένως να συμβάλλει στην πολύ μικρή κάλυψη των μεγάλων δαπανών που στη διάρκεια μιας ζωής έχει κάνει ο φωτογράφος για την άσκηση τής τέχνης του.

Επειδή όμως η τέχνη και ο κόσμος της είναι σπαρμένοι με παγίδες, ο φωτογράφος που εκθέτει πρέπει πολλά να προσέξει και άλλα τόσα να φοβηθεί. Και πριν από όλα όταν κάποιος εκτίθεται είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος και με την απόρριψη και με τον έπαινο. Πρέπει να θωρακισθεί απέναντι και στους δύο και επιλεκτικά να αντλήσει δύναμη από την πρώτη, παρηγοριά από τον δεύτερο και όχι, όπως συνήθως συμβαίνει, οργή και αλαζονεία αντίστοιχα. Ο έπαινος είναι ενίοτε ανειλικρινής, συνήθως αστήριχτος και δημιουργικά μάλλον άχρηστος, αλλά πάντοτε παρηγορητικός. Η απόρριψη είναι σπανίως καλόπιστη, ακόμα σπανιότερα τεκμηριωμένη, αλλά σχεδόν πάντα δημιουργικά γόνιμη.

Ο φωτογράφος που εκθέτει πρέπει να το κάνει με τους δικούς του όρους. Αν λόγου χάριν οι πεποιθήσεις του αντιτίθενται στις συνήθειες τής σύγχρονης φωτογραφικής χρηματιστηριακής αγοράς, πρέπει να βρει το σθένος να επιβάλει τις δικές του: να μην παρασυρθεί από τις αστήριχτες διογκώσεις των τιμών πώλησης – να μην υποκύψει στην αχαλίνωτη και κυρίως άκριτη προβολή τής έκθεσής του – να μην υιοθετήσει αβασάνιστα τα τεράστια μεγέθη εκτυπώσεων και τις διαφημιστικής λογικής παρουσιάσεις και αναρτήσεις – να μην εκθέσει υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών – να μη μετατρέψει τα εγκαίνια σε πολυτελή κοσμική δεξίωση – να μη πουλήσει τις φωτογραφίες του σε αριθμημένες σειρές, αφού γνωρίζει ότι έτσι αντιστρατεύεται τη λογική τού ίδιου τού μέσου – να μη χαρακτηρίσει την έκθεσή του «αναδρομική», όταν η ηλικία του δεν το δικαιολογεί – να μη δεχτεί να γραφτούν επί αμοιβή θριαμβολογίες στον κατάλογό του.

Η πράξη τής έκθεσης πρέπει τελικά να είναι περισσότερο πράξη απογύμνωσης και ταπείνωσης και λιγότερο επίδειξης και προβολής. Ο φωτογράφος πρέπει να ξεκρεμάει την έκθεσή του γεμάτος ερωτηματικά και όχι βεβαιότητες. Και μαζί με τις φωτογραφίες του να εκθέτει και τις απόψεις του και το ήθος του.

Πλάτων Ριβέλλης