fbpx

Κάδρα και οθόνες

Φωτογράφος-Καθημερινή

Μάιος 2008

Ή σκέψεις πάνω στην «προβολή» τής φωτογραφίας

Η πρόσφατη έκθεση τού «Φωτογραφικού Κύκλου» στο Μουσείο Μπενάκη είναι λογικό να προξένησε στον θεατή μια έκπληξη, δεδομένου ότι δεν ακολουθεί τον καθιερωμένο τρόπο τής ανάρτησης πλαισιωμένων φωτογραφιών σε τοίχους. Η προβολή, και μάλιστα σε οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, προσκρούει κατά μία έννοια στην αντίληψη ότι η φωτογραφία σαν δυσδιάστατη αναπαράσταση δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από του να μιμηθεί τη συμπεριφορά τής θεωρούμενης (εσφαλμένα) σαν μεγαλύτερης αδελφής της, δηλαδή τής ζωγραφικής.

Όσο και αν προσπαθήσουμε να θεωρήσουμε τη φωτογραφία σαν ένα αντικείμενο και όσο και αν επιχειρήσουμε να κάνουμε το αντικείμενο αυτό πιο πολύτιμο, μεγαλώνοντας το μέγεθός του, αυξάνοντας την τιμή του και περιορίζοντας τα αντίτυπά του, η φωτογραφία δεν παύει να αποτελεί πριν από όλα μια σχεδόν άυλη εικόνα και μάλιστα με άπειρες δυνατότητες αναπαραγωγής. Είναι ίσως ενδιαφέρον να προσθέσει κανείς και την παρατήρηση ότι στη γλώσσα μας δεν υπάρχει λέξη που να ορίζει αυτό το αντικείμενο, άλλη από αυτή που ορίζει το ίδιο το μέσο. Δεν υπάρχει δηλαδή το αντίστοιχο τής «ζωγραφικής» και τού «πίνακα». Το μέσο, δηλαδή, είναι κατά κάποιο τρόπο και το τελικό «αντικείμενο».

Οι νέες τεχνολογίες πολλαπλασίασαν τις δυνατότητες παραγωγής και διάδοσης τής φωτογραφίας, ενώ παράλληλα προσδώσανε στην τηλεοπτική οθόνη μια ιδιότυπη ιερότητα επιβάλλοντας την παρουσία της σε όλα τα επίπεδα και τους χώρους τής προσωπικής και επαγγελματικής ζωής μας. Δεν είναι επομένως παράλογο να χρησιμοποιήσει κανείς αυτή την οθόνη και σε χώρους πιο επίσημους και τελετουργικούς, όπως είναι οι εκθεσιακοί χώροι τής φωτογραφίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι η φωτογραφία είναι γέννημα τής τεχνολογικής επανάστασης και ακολουθεί συνεχώς τα βήματα και τις εξελίξεις της.

Η έκθεση μέσω προβολής παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, ή καλύτερα γοητευτικές ιδιαιτερότητες, που υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα τής ταυτότητας αυτού τού κατ’ αρχήν «φτωχού» μέσου που είναι η φωτογραφία. Υπάρχουν προφανώς τα αυτονόητα πλεονεκτήματα τού προσιτού κόστους παραγωγής και παρουσίασης, τού εν δυνάμει απεριόριστου αριθμού των εκτιθέμενων εικόνων, τού μικρότερου εκθεσιακού χώρου και τής απουσίας προβλημάτων γύρω από την αποθήκευση των έργων. Και ήδη αυτά κάνουν την προβολή μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική πρόταση απέναντι στην πάντοτε προσφιλή και οπωσδήποτε απαραίτητη επιτοίχια ανάρτηση.

Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν και δύο άλλες ιδιαιτερότητες. Και πριν από όλα κάτι που έχει σχέση με την ατμόσφαιρα τού εκθεσιακού χώρου. Τεχνικές ανάγκες επιβάλλουν έναν χαμηλό φωτισμό ο οποίος προσδίδει υποβλητικότητα στον χώρο και ταυτόχρονα προκαλεί τη διακριτικότητα και τον σεβασμό τού θεατή. Και αυτό είναι κάτι που έρχεται σε ειρωνική αντίθεση με τη συνήθη αντιμετώπιση μιας τηλεοπτικής οθόνης. Η υποβλητικότητα αυτή τονίζεται ακόμα περισσότερο από τις έντονες και μοναδικές φωτιστικές πηγές που είναι οι ίδιες οι εκτιθέμενες (προβαλλόμενες;) εικόνες (φωτογραφίες;). Ο φωτισμός πλέον δεν είναι εξωτερικός αλλά εσωτερικός. Οι φωτογραφίες φωτίζουν τον χώρο και δεν φωτίζονται από αυτόν. Ακόμα όμως περισσότερο υποβλητικός είναι ο ρυθμός τής προβολής. Σε μια παραδοσιακή επιτοίχια έκθεση ο θεατής μπορεί να συγκεντρωθεί μπροστά σε μια φωτογραφία για αρκετά δευτερόλεπτα (οι δεκάδες δευτερολέπτων είναι ήδη αφόρητος χρόνος για τη φωτογραφία, η οποία από τη φύση της δεν αντέχει σε τόσο επίμονες θεωρήσεις), αλλά καταλήγει πάντοτε να αποστρέφει αυτοβούλως το βλέμμα του από τη συγκεκριμένη φωτογραφία για να μεταβεί σε μια άλλη αποφορτίζοντας έτσι την ενδεχόμενη συγκίνησή του. Στη διάρκεια όμως μιας εκθεσιακής προβολής οι φωτογραφίες επιβάλλονται και ανθίστανται στον θεατή, μέσα από τον δικό τους χρόνο, αυξάνοντας την ένταση και επιμηκύνοντας τη συγκίνηση.