fbpx

 Σκέψεις γύρω από τη δημοσιογραφική κριτική τής φωτογραφίας

Φωτογράφος-Καθημερινή

Οκτώβριος 2004

Ένα καλλιτεχνικό μάθημα στηρίζεται στην κριτική τής καλλιτεχνικής δουλειάς, δηλαδή στην έκφραση θετικής ή αρνητικής στάσης απέναντί της, αλλά και στην ανάλυσή της, δηλαδή στην υποστήριξη και επεξήγηση των κάθε λογής διαστάσεών της. Κριτική και ανάλυση είναι δύο έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες αλλά όχι ταυτόσημες. Ο δάσκαλος είναι επομένως δικαστής (δηλαδή κριτικός) που απονέμει καταδίκες και εύσημα, αλλά και ανατόμος (δηλαδή σχολιαστής-αναλυτής) που αναζητά αιτίες και λόγους.

Η δημοσιογραφία συνήθως ευνοεί την κριτική και αποστρέφεται την ανάλυση. Σε αντίθεση με τον δάσκαλο-κριτικό ο δημοσιογράφος-κριτικός δεν έχει το προνόμιο τής επικοινωνίας με τους αποδέκτες τής κριτικής του και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διεκδικήσει και να πιστοποιήσει τη νομιμοποίηση, τόσο τού ίδιου όσο και τής κριτικής του. Σε αντίθεση πάλι με τον δάσκαλο-αναλυτή δεν έχει τον χώρο και τις γνώσεις για την άσκηση μιας ουσιαστικής αναλυτικής προσέγγισης. Όπως όμως συμβαίνει και με τον δάσκαλο, το δικαίωμα για την άσκηση τού κριτικού του ρόλου δίνεται στον δημοσιογράφο μόνον από την «έξωθεν καλή μαρτυρία», από τον βαθμό δηλαδή στον οποίον έχει πείσει το άγνωστο και ευρύ κοινό στο οποίο απευθύνεται ότι διαθέτει την απαραίτητη γνώση, ποιότητα και εντιμότητα για να κρίνει.

Αν ο δημοσιογράφος-κριτικός εκφράσει μιαν επικριτική άποψη, εύκολα μπορεί κάποιος να τού αντιτάξει ότι ο υπό κρίσιν καλλιτέχνης αφενός έκανε ό,τι ειλικρινά καλύτερο μπορούσε - και αυτό είναι κάτι που από μόνο του τον δικαιώνει - και αφετέρου ότι ο καλλιτέχνης δεν ζήτησε τη γνώμη τού κριτικού. Κάτι που δεν ισχύει βέβαια στην περίπτωση τού δασκάλου-κριτικού. Εν τούτοις, αυτή η επικριτική κριτική είναι η μόνη που έχει νόημα να διατυπώνεται, αφού αναγκαστικά οδηγεί σε ανάπτυξη επιχειρημάτων για την υποστήριξη των απορριπτικών ισχυρισμών, επιχειρημάτων που στην καλύτερη περίπτωση θα βοηθήσουν τον ίδιο τον καλλιτέχνη και θα διαφωτίσουν το κοινό. Αντιθέτως, η επαινετική κριτική θα έπρεπε να περιορίζεται στην απλή και σχεδόν μονολεκτική έκφραση ενός επαίνου. Οποιαδήποτε απόπειρα να αιτιολογηθεί ο έπαινος και να υποστηριχθεί με επιχειρήματα, καταλήγει σε αοριστίες, περιττολογίες και υπερβολές, που αποβαίνουν σε βάρος τού κρινόμενου καλλιτέχνη, έστω και αν αυτός χαίρεται για τους επαίνους. Εν τέλει η δημοσιογραφική κριτική πληγώνει όταν είναι αρνητική (και συνεπώς χρήσιμη) και κολακεύει όταν είναι επαινετική (και συνεπώς άχρηστη). Η διαπίστωση αυτή είναι σε θέση να αναστείλει την κριτική διάθεση οποιουδήποτε δημοσιογράφου-κριτικού.

Η μόνη πλήρως ελεύθερη και αυτομάτως νομιμοποιημένη κριτική είναι αυτή που αφορά τη συμπεριφορά τού καλλιτέχνη και τη λειτουργία τού έργου τέχνης. Στην περίπτωση αυτή δεν κρίνεται η καλλιτεχνική δεινότητα τού δημιουργού, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτός αντιμετωπίζει την τέχνη και διαχειρίζεται την τέχνη του. Η κριτική εν προκειμένω επιβάλλεται γιατί, είτε αναφέρεται σε ανειλικρίνεια είτε σε αστοχία συμπεριφοράς, το γεγονός υπερβαίνει την κρίση περί ποιότητας τού καλλιτεχνικού έργου.