fbpx

Το γέλιο, το κλάμα και η φωτογραφία

Η φωτογραφία υπάρχει από μόνη της, όχι όταν αποτυπώνει ένα σημαντικό γεγονός, αλλά όταν η ίδια είναι το γεγονός

Οι εικόνες, όπως και οι λέξεις, εκφράζουν είτε τον κόσμο τής πραγματικότητας είτε αυτόν τού δημιουργού τους, μόνον όταν συντίθενται μεταξύ τους. Καμία λέξη στην ποίηση, όσα και αν υποδηλώνει το νόημά της, δεν θα ήταν σε θέση από μόνη της και αποκομμένη από τις υπόλοιπες λέξεις τού ποιητικού λόγου να εκφράσει οτιδήποτε, είτε ρεαλισμό είτε αφαίρεση. Και το ίδιο θα συνέβαινε με οποιαδήποτε κινηματογραφική εικόνα αν ήταν αποκομμένη από την εικόνα που προηγήθηκε και από εκείνην που ακολουθεί. Και στις δύο επομένως περιπτώσεις απαιτείται μια σύνθεση που επιτελείται μέσα από τον ρυθμό, τον χρόνο, την κίνηση, την αφήγηση και κατά περίπτωση στηρίζεται σε σενάρια ή σε νοητές εικόνες.

Η φωτογραφία (αντίθετα με τα παραπάνω) είναι μοναδική, μοναχική και ακίνητη, αλλά παρ' όλα αυτά βρίσκεται πιο κοντά απ' ό,τι οι λέξεις ή η κινούμενη εικόνα στον απόλυτο ρεαλισμό τής απεικόνισης. Αυτή όμως η απεικόνιση δεν μπορεί να επεκταθεί και να αναπλαστεί στηριγμένη σε ένα σενάριο (αφού δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση με ένα και μοναδικό στοιχείο), ή σε μια νοητή εικόνα (αφού η ίδια είναι εικόνα). Πρέπει λοιπόν η φωτογραφία να εμπεριέχει την ανατροπή της απελευθερωμένη από προεκτάσεις, επεξηγήσεις, αναφορές και παραπομπές. Αυτό η διάσταση τού απόλυτου είναι που κάνει μια φωτογραφία να είναι καλή ή, αλλιώς, να μην υπάρχει. Αυτό κατά βάση εννοεί και ο Cartier-Bresson όταν ισχυρίζεται πως μια φωτογραφία είναι είτε "ναι" είτε "όχι", αλλά ποτέ "ίσως".

;Η δύναμη δηλαδή μιας φωτογραφίας μοιάζει να είναι η ρεαλιστική καταγραφή, ενώ στην πραγματικότητα είναι η ίδια η απεικόνιση. Η φωτογραφία υπάρχει από μόνη της, όχι όταν αποτυπώνει ένα σημαντικό γεγονός, αλλά όταν η ίδια είναι το γεγονός. Αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόλις ο φωτογράφος αντιληφθεί ότι δεν είναι δυνατόν να στηρίξει την αξία τής φωτογραφίας του στη ρεαλιστική μεταφορά γεγονότων, νοημάτων ή συναισθημάτων, αλλά οφείλει να χρησιμοποιήσει τα υπαρκτά στοιχεία και να τα μεταμορφώσει σε γεγονότα, νοήματα ή συναισθήματα μέσα από τα όπλα που του προσφέρει η ίδια η φωτογραφία σαν εκφραστικό μέσο.

Γι' αυτό και δεν μπορεί μια φωτογραφία να αποδώσει την εικόνα μιας συγκεκριμένης ευτυχισμένης ή δυστυχισμένης στιγμής, ούτε να στηριχτεί σε ένα συγκεκριμένο χαμόγελο ή δάκρυ. Η μόνη της διέξοδος είναι να αναζητήσει το αντίστοιχο όλων αυτών στην ίδια τη φωτογραφία μέσα από τον υπαινιγμό και την αφαίρεση. Το γέλιο δηλαδή ή το κλάμα πρέπει να πηγάζουν από την ίδια τη φωτογραφία, έτσι ώστε αυτή να μην είναι ένας απλός μεσάζοντας ανάμεσα στον θεατή και σε μια αστεία ή λυπητερή σκηνή τής ζωής, αλλά να γεννάει η ίδια τις συγκινήσεις. Όπως αποδεχόμαστε ότι η ομορφιά τού εικονιζόμενου σε ένα φωτογραφικό πορτρέτο δεν εξασφαλίζει την καλλιτεχνική αξία τής φωτογραφίας, έτσι και μια κωμική στιγμή δεν είναι αρκετή για να δικαιώσει την αυτόνομη ύπαρξη μιας φωτογραφίας.

Αυτό είναι κάτι που δεν κατάλαβαν ο τρυφερός Robert Doisneau και ο καυστικός Elliott Erwitt, όταν αποτυπώνουν ένα "αστείο" πραγματικό γεγονός που δεν γίνεται ποτέ φωτογραφικό και αντιθέτως αυτό είναι που κατάλαβαν ο καυστικός Garry Winogrand και ο τρυφερός Ανδρέας Σχοινάς, όταν καταφέρνουν να αποδώσουν το παιγνιώδες τής ανθρώπινης ύπαρξής μας μέσα από την ευφυΐα τού ίδιου τού φωτογραφικού μέσου. Οι παίκτες που μπορεί να τρέχουν όλοι μαζί στην αντίπαλη εστία, αλλά που μάλλον κατρακυλούν από την κλίση τής μηχανής, καθώς και ο απομονωμένος -πάνω στο γκρίζο φόντο των ετερόκλητων εξωπραγματικών αντικειμένων- πάλλευκος μαέστρος μιας μπάντας που δεν φαίνεται αλλά υπονοείται, αποδίδουν ταυτόχρονα το σαρκαστικό χιούμορ τής ζωής και αυτό τού φωτογραφικού μέσου.

Πλάτων Ριβέλλης