fbpx

Σκόρπιες σκέψεις και ανάκατες μνήμες από τη ζωή μου*

Σκόρπιες σκέψεις και ανάκατες μνήμες από τη ζωή μου*

*Όσο ακόμα μπορώ και θυμάμαι

Υπάρχουν φορές που φοβάμαι ότι αυτό που αποτελεί τη μνήμη μου είναι το προϊόν φωτογραφιών, ίσως και πλασματικών σκηνών, που έχουν με τα χρόνια σχηματιστεί στο μυαλό μου και που συνθέτουν πλέον έναν καμβά που θεωρώ ως παρελθόν μου. Δεν είμαι σίγουρος ότι θυμάμαι πολλά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, ούτε ότι τα θυμάμαι με ακρίβεια. Εντούτοις, η επανάληψη αυτών των κομματιών μνήμης, η επιμονή με την οποίαν επανέρχονται, η συνήθεια με την οποία τα αναπαριστώ και τα περιγράφω, με κάνουν να θεωρώ ότι αυτά τα κομμάτια είναι η ζωή που έχω περάσει μέχρι σήμερα.

Παιδιά δεν έχω και έτσι μάλλον δεν υπάρχει κανείς να του κληροδοτήσω αυτές τις αναμνήσεις και αναρωτιέμαι επομένως αν έχει νόημα να τις συγκεντρώνω. Αφού δεν κράτησα ημερολόγιο επί τόσα χρόνια, τι νόημα έχει τώρα να προσπαθώ να θυμηθώ. Ίσως το κάνω από μια προσωπική ανάγκη συλλογής αυτών των αναμνήσεων, ίσως με την παράλογη φιλοδοξία κάποιος να τις διαβάσει και έτσι να τις μοιραστώ νοερά μαζί του. Ή πάλι επειδή αφενός μου αρέσει να γράφω και αφετέρου νιώθω πως τα γραπτά μένουν και με κάποιο τρόπο παρατείνουν τη ζωή μας.

Η γενική αίσθηση που έχω για τη ζωή μου μέχρι σήμερα είναι πως ήταν μια ευχάριστη ζωή που κινήθηκε συχνότερα προς την επιτυχία παρά προς την αποτυχία. Κάτι περισσότερο δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήταν λογικό. Πώς μπορεί να είναι απόλυτη και διαρκής επιτυχία μια ζωή που έτσι κι αλλιώς τελειώνει με την εξαφάνισή της; Η λέξη «τέλος» φέρνει πάντα μια θλίψη. Μπορεί όμως να είναι κανείς χαρούμενος και να έχει περιέργεια, ενδιαφέρον και αισιοδοξία. Αισιοδοξία (όπως έλεγε ο Francis Bacon) απλώς επειδή υπάρχεις (just existing). Και αυτή παραλόγως ουδέποτε με εγκατέλειψε.

Από την παιδική μου ηλικία ανακαλώ αυτόματα μονάχα μνήμες χαρούμενες. Ίσως η πρώτη από όλες, αυτή που κατέχει την καλύτερη θέση στις τρυφερές στιγμές της ζωής μου, να είναι η νύχτα των Χριστουγέννων. Πολλές φορές βέβαια είναι καλύτερα που οι στιγμές αυτές έρχονται ως αναμνήσεις που δεν τις ξαναζούμε, γιατί όπως κάθε τι που έχει περάσει από το φίλτρο της μνήμης, έτσι και αυτές μπορεί να αποδεικνύονταν στην αναβίωση τους απογοητευτικές. Τη νύχτα λοιπόν των Χριστουγέννων, την παραμονή, ο πατέρας μου ετοίμαζε το δέντρο. Το δέντρο μας ήταν μικρό και ψεύτικο. Πάντα το ίδιο. Έμπαινε πάνω στον μπουφέ της τραπεζαρίας και γύρω του ο πατέρας μου παρέτασσε μια απίστευτη σειρά από μικρά και άσχετα με τα Χριστούγεννα μπιμπελό. Τα στολίδια του δέντρου, μπάλες, και άλλα μικρά παιχνίδια, φυλάσσονταν μέσα σε μεγάλα κουτιά με την ένδειξη «Χριστουγεννιάτικα». Για πολλά χρόνια τα ίδια μπαίνανε, τα ίδια βγαίνανε. Εκτός από τα στολίδια υπήρχαν και μικρά κεράκια στις άκρες των κλωναριών, των οποίων η φλόγα πάντα με φόβιζε και τα οποία αντικαταστάθηκαν αργότερα με τα πολύ λιγότερο όμορφα (αλλά πιο εντυπωσιακά) ηλεκτρικά λαμπάκια. Όταν για χρόνια μετά το δέντρο αντικαταστάθηκε από ένα πολύ μεγαλύτερο και πραγματικό, όπως ήταν πλέον η μόδα, ο στολισμός του έγινε πιο στιλιζαρισμένος. Μπάλες και γιρλάντες ασημένιες. Η θέση του άλλαξε και πήγε στην άκρη του σαλονιού. Νομίζω όμως πως ποτέ δεν έφτασε την ομορφιά και τη γοητεία του μικρού ψεύτικου δέντρου με τα στολίδια πάνω στον μπουφέ.

Η μητέρα μου μας ξυπνούσε -την αδερφή μου και μένα- και πηγαίναμε γύρω στις 11 στη νυχτερινή ακολουθία. Η καθολική εκκλησία τότε (μια και σήμερα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα) με κέρδιζε με τις τελετουργίες της. Κατά τα άλλα δεν ακολουθούσα πολλά πράγματα πέρα από ένα τυπικό που μας επέβαλε χωρίς δυσκολία η μητέρα μου. Τη νύχτα λοιπόν των Χριστουγέννων περίμενα με λαχτάρα να ακούσω μια σοπράνο της Λυρικής -δεν ξέρω γιατί αυτή η λεπτομέρεια είχε μείνει στο μυαλό μου σαν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο- να τραγουδάει τον κλασικό ύμνο των Χριστουγέννων, ύστερα απ’ τον οποίον ακολουθούσαν και όλα τα γνωστά άσματα της γιορτινής ημέρας. Ήταν η εποχή που τα αφελή κηρύγματα των ιερέων, δεν με πείραζαν, δεν με άγγιζαν, χαιρόμουνα το τυπικό και τη μαγεία της τελετής. Λίγο μετά γυρνούσαμε στο σπίτι, ο στολισμός είχε τελειώσει, μας περίμενε ένα τραπέζι στρωμένο με γλυκά και μετά πάλι ο ύπνος. Το πρωί, όπως πάντα, ήμουν ο πρώτος που σηκωνόταν. Η επίσκεψη στη στολισμένη τραπεζαρία συνοδευόταν από τη χαρά να αντικρίζω τα τυλιγμένα πακέτα των δώρων στον άλλο μικρό μπουφέ επάνω στον οποίο περίμεναν το ξετύλιγμα και την απονομή. Η αθωότητα -μια αθωότητα που λίγο ή πολύ πάντα με συνόδευσε στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου- με έκανε να μην θέλω να μαντέψω το περιεχόμενο των πακέτων, τα οποία ποτέ δεν πίστεψα (ούτε άλλωστε μου είπαν κάτι τέτοιο) ότι τα φέρνει ο Άγιος Βασίλης. Ήξερα πολύ καλά πως οφείλονταν στους γονείς μου. Μικρά καρτελάκια πάνω στα δώρα εξηγούσαν από ποιον προέρχονταν και προς ποιον απευθύνονταν. Ο πατέρας μου με ακριβοδίκαιη ποικιλία τα μοίραζε πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Η μέρα συμπληρωνόταν πάντοτε με το ίδιο τυπικό. Το μεσημέρι φαγητό με τον θείο Κάρολο και τη θεία Μαρία, που θεωρούνταν στενά μέλη της οικογένειας, εν χηρεία αμφότεροι. Παππούδες και γιαγιάδες δεν γνώρισα και έτσι αυτοί οι δύο έπαιξαν πάντα αυτό τον ρόλο. Μετά το τέλος του γεύματος, μισοκοιμόντουσαν ακουμπισμένοι στο τραπέζι. Το απόγευμα επίσκεψη των γονιών μου για τα «χρόνια πολλά» στον στρατηγό Χρήστο Καράσο, στην ίδια πολυκατοικία με μας, και το βράδυ οικογενειακή επίσκεψη στην οικογένεια Πόγγη με τον θείο της οικογένειας ντυμένο Άγιο Βασίλη να μοιράζει τα δώρα. Για πολλά χρόνια αυτό το τυπικό δεν άλλαξε καθόλου και όταν άλλαξε, είχαν αλλάξει όλα. Δεν θέλησα ποτέ να ξαναφτιάξω δέντρο, το θεώρησα άχρηστο και ψεύτικο και έμεινα πάντα με την αγάπη εκείνου του δέντρου και εκείνων των στιγμών. Ξαναπήγα στην εκκλησία νύχτα, αλλά δεν ήταν ποτέ το ίδιο. Τα τραγούδια όμως εκείνα όποτε τα ακούω μου φέρνουν μια νοσταλγική χαρά.

Συνδεδεμένη όμως με τα Χριστούγεννα ήταν και η παραδοσιακή Φάτνη, την οποία ο πατέρας μου είχε παραγγείλει από papier maché, σε ειδικό τεχνίτη με ζωγραφισμένο ουρανό, με τρυπούλες για να μπαίνουν τα λαμπιόνια που έπαιζαν τα αστέρια, με τα σπιτάκια της Βηθλέεμ φωτισμένα και αυτά, με χόρτο (mousse) που του προμήθευε ο δικός του ανθοπώλης, με τις φυτρωμένες φακές που ένα μήνα πριν είχε βάλει η μητέρα μου στο νερό και με τα γνωστά αγαλματάκια της Φάτνης ανάμεσα στα οποία ήταν και οι τρεις Μάγοι. Ο πατέρας μου από τις αρχές Δεκεμβρίου έφτιαχνε τη Φάτνη και τοποθετούσε τους Μάγους έτσι ώστε να τους μετακινούμε σιγά-σιγά κάθε μέρα πάνω στο μονοπατάκι με τα μικρά χαλίκια (τα οποία επίσης φυλάσσονταν σε ένα μικρό χαρτονένιο κουτί). Το πρωί πριν πάει στη δουλειά του με έβαζε να μετακινώ για λίγα εκατοστά τους Μάγους με κατεύθυνση το σπήλαιο της Φάτνης φροντίζοντας να φτάσουν στον προορισμό τους ακριβώς τη νύχτα των Χριστουγέννων. Το γεγονός ότι ο ένας Μάγος ήταν πάντα γονατιστός, αφού είχε φτιαχτεί για το προσκύνημα, ουδέποτε με παραξένεψε.

Ως φωτογράφος που είμαι πρέπει να προσθέσω ότι όλη η παραπάνω ιστορία συνοψίζεται και διαιωνίζεται μέσα από δύο φωτογραφίες, μία όλης της οικογένειας μπροστά στο στολισμένο δέντρο και άλλη μία της αδελφής μου και εμού μπροστά στη Φάτνη, φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο «κύριος Μουζάκης», γνωστός φωτογράφος της εποχής με κατάστημα στην οδό Σταδίου, στη γωνία με την οδό Αμερικής. Θα προτιμούσα να χάσω όλες τις φωτογραφίες που έχω τραβήξει ο ίδιος από του να χαθούν αυτές οι δύο. Η αδελφή μου φύλαξε τη Φάτνη, σκεβρωμένη πια από τα χρόνια, αλλά δεν μου λέει πλέον τίποτα. Δεν μου προκαλεί ούτε καν νοσταλγική θλίψη. Για μένα η Φάτνη και το δέντρο είναι αυτές οι αναμνήσεις ή αυτές οι δύο φωτογραφίες.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχίατρος για να αντιληφθεί από αυτή την εισαγωγή ότι τόσο η θρησκεία όσο και η οικογένεια με έχουν επηρεάσει. Εντούτοις, έχω την αίσθηση ότι είτε ο δικός μου χαρακτήρας, είτε η μάλλον μη πιεστική ανατροφή από τη μεριά των γονιών μου, έκαναν αυτές τις δύο -γενικώς επικίνδυνες επιρροές- να πάρουν περισσότερο τη μορφή μιας παρηγοριάς παρά αυτήν της καταπίεσης. Ή, τουλάχιστον, στη ζυγαριά ανάμεσα στις δυο συνέπειες η πλάστιγγα για μένα κλίνει σαφώς προς τη μεριά της παρηγοριάς.

Η θρησκεία μπήκε απλά στη ζωή μου μέσα από την παρουσία της μητέρας μου στο σπίτι και όχι από την κατήχηση, που ως καθολικός πήρα αναγκαστικά για να κάνω την περίφημη πρώτη μου κοινωνία. Καθολικός ήμουν και από τους δύο γονείς. Η οικογένεια του πατέρα μου είχε έρθει τον 13ο αιώνα από την Cremona της Ιταλίας στην Κέρκυρα. Ο αρχικός αυτός πρόγονος ερωτεύτηκε Κερκυραία και έμεινε στο νησί. Βλέπετε στα Επτάνησα λόγω του γνωστού Libro d’oro είναι εύκολο να βρεθούν τα ίχνη των προγόνων. Η οικογένεια της μητέρας μου είχε έρθει αργότερα, με τους Βαυαρούς του Όθωνα. Κατήχηση έκανα στα πρώτα χρόνια του Δημοτικού με την καθοδήγηση ενός καλού ιησουΐτη, του πατρός Μαραγκού, στην εκκλησία της οδού Μιχαήλ Βόδα. Από τη μικρή αυτή περιπέτεια μου έμεινε η μέρα της πρώτης κοινωνίας με τα γλυκά που μας πρόσφεραν στο τέλος και με την μεγάλη τιμή να διαβάζω εγώ τις προσευχές (ή μήπως αυτά τα θυμάμαι από τις φωτογραφίες που έμειναν;). Τις διδασκαλίες τις ξέχασα (μήπως γιατί δεν φωτογραφήθηκαν;). Η μέρα εκείνη έφερε και την πρώτη μου εξομολόγηση. Δύο μεγάλες κόλλες χαρτί γέμισαν με τις πρώτες παιδικές μου αμαρτίες. Αυτή όμως η πρώτη γεύση της αμαρτίας επρόκειτο να με ταλαιπωρήσει αρκετά στα επόμενα χρόνια και να καθορίσει πολλά πράγματα που είχαν σχέση με τη σεξουαλικότητά μου, με τη βία μου, με καλά ή κακά πράγματα του χαρακτήρα μου. Είναι φορές όμως που σκέφτομαι με έλξη, και χωρίς καμία αποστροφή, εκείνες τις στιγμές που έχω περάσει μέσα στα σκοτεινά εξομολογητήρια.

Πιστεύω ότι η διάσταση της αμαρτίας έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα ή συστατικό οποιασδήποτε ηδονής μου. Αν και αυτό εκλεπτύνει και παρατείνει τις ηδονές, εντούτοις δεν παύει να λειτουργεί ανασταλτικά. Χρειάστηκε μεγάλος αγώνας από μέρους μου, αγώνας που συνεχίζεται, για να καταφέρω να χρησιμοποιήσω θετικά αυτή την αδυναμία και να μετατρέψω ένα μέρος της σε αρετή. Άλλωστε σε αυτή την ταχυδακτυλουργική διαδικασία έχω αναδειχθεί μαέστρος. Θυμάμαι λοιπόν τη σκοτεινή στιγμή του εξομολογητηρίου όταν γονατιστός αντίκριζα τις μικρές τρυπούλες του διαχωριστικού και έλεγα τις αμαρτίες μου στον άγνωστο πάντα ιερέα, μια και επίμονα πάντοτε απέφυγα να εξομολογηθώ σε μέρη όπου φανταζόμουνα ότι ο ιερέας θα με γνώριζε. Οι αμαρτίες μου δεν είχαν καμία ποικιλία. Είχαν πάντα σχέση με το σεξ και τη βία. Και βέβαια τόσο το σεξ όσο και η βία ήταν σε απόλυτα υγιή και λογικά μέτρα, που φάνταζαν όμως στα μάτια μου ως τρομακτικός ηθικός ξεπεσμός. Ο παιδικός αυνανισμός συνοδευόταν πάντοτε από μία ειλικρινή μετάνοια, για να επαναληφθεί φρέσκος ως μια πρωτόγνωρη αθώα αμαρτία.

Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα περίπτερο μπροστά στον Άρειο Πάγο στην Πανεπιστημίου (σήμερα Νομισματικό Μουσείο), το οποίο είχε ένας χοντρός περιπτεράς με μουστάκι. Πολύ προτού βγούνε στα περίπτερα τα γνωστά περιοδικά με τις γυμνές, τότε ως πορνογραφικό υλικό υπήρχαν μόνον οι φωτογραφίες των ελληνίδων σταρ με μπικίνι. Αυτό λοιπόν το περίπτερο είχε στη διάθεσή του παράνομα ξένα περιοδικά όπως τα μετέπειτα Playboy. Θυμάμαι μάλιστα πως έλειπαν τα εξώφυλλά τους και, με έναν απίστευτα πονηρό τρόπο, ο περιπτεράς από το μικρό πλαϊνό παραθυράκι του περιπτέρου τα ξεφύλλιζε σε ενάμιση μέτρο από τα μάτια μου, για να δελεαστώ από τις εικόνες που μου έδειχνε και να τα αγοράσω. Πράγμα που έκανα και περνούσα μετά μια πολύ όμορφη εβδομάδα, παρέα π.χ. με το κορίτσι της σελίδας 17, και το λέω αυτό γιατί η συνήθειά μου ήταν να επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου σε ένα από τα pinup girls και όχι σε όλα. Αναζητούσα σχέση ακόμα και με τις γυμνές φωτογραφίες.

Η συνέχεια της ιστορίας μοιάζει με θρίλερ. Γεμάτος τύψεις κάποια στιγμή κατέληγα στον εξομολόγο. Όπως τόνισα, η σχέση μου με τον εξομολόγο και το εξομολογητήριο ήταν μια σχέση ηδονική. Σχεδόν μου άρεσε να ανακαλύπτω αμαρτίες και να τις εξομολογούμαι. Τα επιτίμια μεταμελείας ήταν ασήμαντα. Κάτι σύντομες προσευχές. Στον εξομολογητή ομολογούσα το αμάρτημα του αυνανισμού και εκεί συνέβαινε κάτι πραγματικά απίστευτα πολύπλοκο (ή τρομακτικά απλό), να πιστεύω δηλαδή ταυτόχρονα και με ακράδαντη πεποίθηση ότι δεν θα το ξανακάνω και την ίδια στιγμή να είμαι απόλυτα σίγουρος, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ότι θα το ξανακάνω. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η πτώση και η αναγέννηση μού έδινε πάντοτε μια καινούργια γεύση της αμαρτίας και με έκανε συνέχεια να βρίσκομαι στη φρεσκάδα και στην αθωότητα της πρώτης αμαρτωλής πράξης. Για να είμαι συνεπής με την υπόσχεσή μου στον πνευματικό μου, αποφάσιζα μόλις γυρίσω σπίτι να πετάξω το αμαρτωλό περιοδικό, το οποίο ενσωμάτωνε το κίνητρο της αμαρτίας. Το πιο ασφαλές μέρος για να το πετάξω και να μην το βρει κανείς -διότι τα οικιακά σκουπίδια πιθανόν κάποιος να τα έψαχνε- ήταν ένας τεράστιος σωλήνας ο οποίος διέτρεχε όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο όροφο και κατέληγε σε έναν κοινό κάδο στην αποθήκη. Από κει και πέρα έχανα την τύχη του. Λίγες μέρες μετά, τα βήματά μου με ξανάφερναν στο αμαρτωλό περίπτερο της Πανεπιστημίου και ξανάρχιζε αυτός ο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- φαύλος κύκλος. Χρόνια μετά, όταν ως δικηγόρος περνούσα μπροστά από το περίπτερο αυτό, χρειάστηκε αρκετές φορές να αγοράσω χαρτόσημα. Ο γέρος πλέον περιπτεράς δεν θα μπορούσε να συνδυάσει τον νέο δικηγόρο των χαρτοσήμων με το αγοράκι που αγόραζε τα περιοδικά με τις γυμνές.

Ίσως οι μόνες πραγματικά μαύρες στιγμές στις παιδικές μου μνήμες είναι οι επιπλήξεις που δέχτηκα και που ήταν ουσιαστικά ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι είχε καλλιεργηθεί μέσα μου η εντύπωση ότι έπρεπε να είμαι τόσο καλός που δεν μου επιτρέπονταν σφάλματα. Στα επόμενα χρόνια της ζωής μου θεωρώ ως πολύ σημαντικό βήμα προσωπικής μάχης, ότι σε μεγάλο βαθμό διεκδίκησα το δικαίωμα του λάθους, της ελαφρότητας, της παρεκτροπής και, κυρίως, ότι δεν έπρεπε να κρίνομαι μέσα από τη γνώμη των άλλων. Πάντως για να δώσω πιο έντονα αυτή την αίσθηση, θυμάμαι πάρα πολύ καθαρά μια φορά που σε προσχολική ηλικία είχα κατουρηθεί επάνω μου στην πολυθρόνα της τραπεζαρίας. Και όταν λέω θυμάμαι καλά, είναι ακόμα ζωντανή η σκηνή και η ντροπή που είχα νοιώσει. Λίγα χρόνια μετά, αγοράκι με κοντό παντελόνι, έκανα μια άλλη γκάφα, την οποία επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω. Μια Γαλλίδα, φίλη της μητέρας μου, ήρθε σπίτι και εξέφρασε την έκπληξη της που είχα τόσο μεγαλώσει, με την προσθήκη της φράσης «Αν είναι δυνατόν» (est-ce possible?). Και τότε εγώ, εξυπνάκιας καθώς ήμουν, απάντησα στα γαλλικά με την ίδια φράση, που είναι λάθος, γιατί πρόκειται για ερώτηση, σαν να έλεγα και εγώ «αν είναι δυνατόν». Και τότε εκείνη γέλασε και με διόρθωσε (c’est possible). Ακόμα τώρα θυμάμαι ότι ήθελα να με καταπιεί η γη, ειδικά που πήγα να κάνω τον έξυπνο. Θυμάμαι επίσης πολύ καλά τη στιγμή που ένας αγαπημένος φιλόλογος στο γυμνάσιο μου έδωσε μια σφαλιάρα. Ήταν μία από τις δύο που είχα φάει στο γυμνάσιο, αλλά αυτή με πόνεσε γιατί ήταν άδικη. Ο καθηγητής με τιμώρησε για φασαρία που έκανε ένας άλλος. Η δεύτερη σφαλιάρα ήταν από τον γυμνασιάρχη, γιατί είχα ηγηθεί της πορείας για το 15% στην παιδεία, άρα αυτή η σφαλιάρα είχε έναν ηρωικό χαρακτήρα, δεν αποτέλεσε κομμάτι των ζοφερών αναμνήσεων. Μια άλλη περίπτωση που θυμάμαι με εξίσου μελανά χρώματα ήταν όταν ένας μεγαλύτερος αδελφός παιδικού μου φίλου με είχε επιπλήξει μια φορά στα φοιτητικά μας χρόνια για ένα λάθος που είχα κάνει στη χρήση μιας λέξης (νομίζω ότι είχα πει «ακριτοθυμία» αντί του σωστού «ακριτομυθία»). Και, τέλος, θυμάμαι τον θυμό και την απόγνωσή μου όταν μια και μόνη φορά σε όλα τα χρόνια των σπουδών μου κόπηκα σε ένα μάθημα της Νομικής, στο ποινικό, ενώ μάλιστα πίστευα ότι είχα γράψει καλά. Πέρασαν μέρες για να ξεπεράσω την αποτυχία (στις επόμενες εξετάσεις το πέρασα εύκολα, αλλά η αποτυχία είχε καταγραφεί) και δεν είναι απίθανο αυτός να είναι ένας από τους λόγους που δεν ασχολήθηκα ποτέ με το ποινικό. Όλα αυτά τα λάθη, αυτές οι στιγμές που με έπιαναν επ’ αυτοφώρω στην αδυναμία μου ή την άγνοιά μου, μου φαινόντουσαν βουνό.

Η αλήθεια είναι πως όλα έχουν μέσα τους και το αντίθετό τους. Οι γονείς μου πίστευαν σε μένα και μου είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Αυτός ο θαυμασμός και η εμπιστοσύνη τους, όμως, σήμαινε πως δεν μου επιτρέπονταν ούτε αποτυχίες ούτε λοξοδρομήσεις. Όχι επειδή θα με επέπλητταν -πράγμα αδιανόητο- αλλά γιατί απλούστατα δεν θα ήθελα να τους διαψεύσω. Όταν μεγαλώσεις με την αναγνώριση της αξίας σου από το περιβάλλον σου, αυτό συνεπάγεται και την υποχρέωση να μην παρεκκλίνεις από την αναμενόμενη, αν όχι δεδομένη, συνέπεια σου. Δεν μπορώ βέβαια να μην παραδεχτώ ότι το παραπάνω είναι (νομίζω τουλάχιστον) απείρως προτιμότερο από τη συνεχή αγωνία να αποδεικνύεις μια αξία που το περιβάλλον σου δεν φαίνεται να αποδέχεται.

Μια και έθιξα όμως ήδη το θέμα της θρησκείας ίσως είναι ευκαιρία να το συμπληρώσω. Δεν θα μπορέσω να πω με σιγουριά πόσα από τα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητάς μου οφείλονται στη θρησκεία, ούτε αν της οφείλω και μερικά από τα θετικά. Από τη θρησκευτική μου αγωγή κρατάω με αγάπη τη σχέση μου με την προσευχή, μια σχέση παγανιστική, ανεξήγητη, ανόητη, σε καμία αναλογία με τις υπόλοιπες πνευματικές μου ανησυχίες, αλλά παρόλα αυτά υπαρκτή. Σχέση σχεδόν μηχανιστική, αυτιστική, η οποία όμως συχνά με βοηθάει και με ανακουφίζει, και την οποία φυσικά δεν μπορώ να υποστηρίξω με λογικά επιχειρήματα. Κρατάω επίσης μια γοητεία των τελετών, των οποιωνδήποτε θρησκευτικών τελετών, αυτό το συνδυασμό μυστικισμού και σκηνοθεσίας και αυτή τη γεύση της μυστηριακής αμφιβολίας. Της αμφιβολίας που με γοητεύει όταν προσπαθώ να την ανατρέψω και δεν μπορώ. Είναι κάτι ανάλογο με τις παιδικές στιγμές στο κρεβάτι, όταν με έβαζαν, πάντοτε με απίστευτη ακρίβεια κατά τις εννέα το βράδυ, να κοιμηθώ, είτε νύσταζα είτε όχι, παρέα με αυτό που λέγαμε εμείς με τη γαλλική ορολογία chapelet, ένα ροδάριο, ένα κομποσκοίνι καθολικό, το οποίο μάλιστα είχα ζητήσει να είναι ένα από τα πλέον κιτς που υπήρχαν, ένα φωσφοριζέ, ώστε να το βλέπω μέσα στη νύχτα. Συχνά λοιπόν αποκοιμιόμουν είτε λέγοντας μια προσευχή μ’ αυτό το κομποσκοίνι είτε σκεπτόμενος διάφορα πράγματα τα οποία με ξεπερνούσαν. Εντονότατη ήταν τότε στο μυαλό μου η σκέψη του σύμπαντος, το οποίο με απασχολούσε για πολλά παιδικά χρόνια. Προσπαθούσα να το εξερευνήσω με το μυαλό μου, να προχωρήσω στα όριά του και κάποια στιγμή ζαλιζόμουν και τότε μεταξύ σύμπαντος και Θεού με έπαιρνε ο ύπνος. Αυτό συνέβαινε πολύ συχνά. Απ’ αυτές τις βραδινές μοναχικές στιγμές μια άλλη ανάμνηση είναι ένας γιαουρτάς, ο οποίος την ώρα εκείνη, άγνωστο γιατί τόσο αργά, περνούσε από τη γειτονιά μας -μέναμε στα όρια της Πλάκας προς το Ζάππειο- διαλαλώντας με ένρινη φωνή πρόβεια γιαούρτια. Το πρόβειο το τονίζω γιατί αυτή ήταν και η ορολογία του. Θεωρώ λοιπόν ότι η θρησκεία -με όλες τις ενδεχομένως αρνητικές πλευρές της- με βοήθησε σε έναν πολιτιστικό τομέα, σε έναν φιλοσοφικό τομέα, σε μια μεταφυσική αγωγή και εάν κάπου μου έκανε ίσως κακό είναι με αυτή την συχνά ανασταλτική γεύση της αμαρτίας και, κυρίως, της ενοχής.

Είπα λίγο πριν ότι οι αμαρτίες ήταν δεδομένες, οι εξής δύο, το σεξ και η βία. Και αν μίλησα για το πρώτο, δεν ξεκαθάρισα το δεύτερο. Τι εννοώ με τη λέξη βία. Φυσικά δεν έκανα ποτέ πράξεις εγκληματικές. Αλλά είχα από μικρός μια πολύ μεγάλη οργή. Μια οργή που ξαφνικά φούντωνε για ασήμαντη αφορμή και με την ίδια ευκολία καταλάγιαζε. Αυτή η οργή στρεφότανε, χωρίς εξαιρέσεις, σε ξένους, σε φίλους, σε εχθρούς, σε αγαπημένα πρόσωπα, ήταν μια οργή σχεδόν κακομαθημένου ανθρώπου που δεν ήθελε να μπαίνουν στο δρόμο του εμπόδια. Ήταν όμως και μια οργή που την είχα διαπιστώσει πολλές φορές να ορθώνεται απέναντι σε αδικίες. Σε αδικίες που γινόντουσαν είτε σε μένα είτε σε τρίτους. Ίσως αυτή η οργή θα έπρεπε να είχε γίνει από μένα ένα αντικείμενο επαγγελματικής εκμετάλλευσης, ίσως θα έπρεπε να είχα γίνει ποινικολόγος αντί αστικολόγος, δημοσιογράφος αντί δάσκαλος, να την είχα βάλει σε μια κατεύθυνση με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αντίθετα, προσπάθησα πολύ να την ελέγξω και μόνο χάρη σε μια κάποια ωριμότητα ηλικίας τα κατάφερα χωρίς βέβαια να την εξαφανίσω. Η οργή παραμένει ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου. Ίσως βέβαια να μην είναι εμφανής σε πρώτο επίπεδο, πολλές φορές όμως γίνεται και κινητήρια δύναμη για να αναπληρώσω την άλλη μεγάλη αδυναμία μου, την απουσία επιμονής και υπομονής.

Για να ξαναγυρίσω όμως στις παιδικές αναμνήσεις, ας αντλήσω μερικά περιστατικά (κυρίως ερωτικού χαρακτήρα) από την παιδική μου ηλικία και έτσι σκόρπια να τα καταγράψω για να τα θυμάμαι, όταν η γεροντική άνοια δεν θα μου το επιτρέπει. Τότε λοιπόν μικροί αντί να παίζουμε ξύλο όπως παίζανε άλλα παιδιά της ηλικίας μου στα πάρτι, εγώ, η παρέα μου, η τάξη μου, χορεύαμε. Εγώ ειδικά πάρα πολύ. Πώς όμως και γιατί βρέθηκα να χορεύω έτσι; Η αδερφή μου Μαρία με περνούσε πέντε-πεντέμισι χρόνια. Κατά συνέπεια όταν εκείνη άρχιζε τα νεανικά πάρτι εγώ ήμουνα ο μπόμπιρας της παρέας. Παρόλα αυτά, επειδή ήμουν ψηλός και μεγαλόδειχνα και επειδή οι γονείς μου δεν θέλανε να την αφήνουν μόνη της, τη συνόδευα συχνά-πυκνά σε πολλές τέτοιες γιορτινές συναντήσεις. Θυμάμαι λοιπόν ότι το ’51 ή το ’52, όταν ήμουν 6-7 ετών, ένας κύριος μεγάλης ηλικίας, ο κύριος Σακελαρίου -δεν ξέρω γιατί θυμάμαι και το όνομά του- ερχόταν να διδάξει στην αδελφή μου και σε συμμαθήτριες της από το Αρσάκειο διάφορους χορούς της εποχής, του τύπου swing, (πρόδρομος του rock), και διάφορους latin ρυθμούς. Εγώ ο πιτσιρίκος καθόμουνα πίσω απ’ όλους και αποτύπωνα τα βήματα. Έτσι βρέθηκα πολύ σύντομα να μπορώ να χορεύω όλους αυτούς τους χορούς με σχετικά καλές επιδόσεις. Οι καβαλιέροι που χόρευαν ήταν τότε περιζήτητοι στα πάρτι κι έτσι σιγά-σιγά κατέληξα να κατέχω μόνιμη θέση στις λίστες για τα νεανικά πάρτι, εκείνες τις περίφημες λίστες όπου έμπαιναν τα αγόρια στη μια μεριά του χαρτιού και τα κορίτσια στην άλλη στην προσπάθειά μας να ισοσκελίσουμε τα χορευτικά ζευγάρια. Ως περιζήτητος καβαλιέρος λοιπόν τα περισσότερα Σάββατα της ζωής μου τα πέρασα σε πάρτι. Μερικές φορές και δύο τη βραδιά. Πρώτα απ’ όλα πήγαινα ντυμένος -όπως πηγαίναμε όλοι τότε- με κοστούμι και γραβάτα. Ίδρωνα πάρα πολύ και γι’ αυτό έφερνα μαζί μου μια αλλαξιά πουκάμισο και εσώρουχα για να μπορώ στο μέσον της διαδικασίας του χορού να αλλάξω. Όταν μεγάλωσα και είχα αναλάβει και τη μουσική (τότε ήταν της μόδας τα μικρά δισκάκια των 45 στροφών), έφερνα και μια βαλίτσα γεμάτη με αυτά τα δισκάκια ώστε να κάνω τον disc jockey. Τα κατάφερνα να καλύπτω και αυτόν τον ρόλο και εκείνον του χορευτή.

Υπήρχε όμως ένα στοιχείο πιεστικής καλής ανατροφής από την πλευρά της μητέρας μου που είχε προεκτάσεις μέχρι και στα πάρτι. Προσπαθώντας να μειώσει τον εγωισμό του γιου της με είχε διδάξει να μπαίνω πάντα στη θέση του άλλου. Εκ πρώτης όψεως μπαίνοντας στη θέση του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου, δεν μπορούσες πλέον να καβγαδίσεις αποτελεσματικά. Δεν μπορούσες να διεκδικήσεις κάτι. Γιατί φυσικά ο καθένας έχει τη δική του οπτική γωνία και είναι σωστή από μια άποψη, τη δική του βέβαια άποψη. Εντούτοις, μερικές φορές που το έκανα, ειδικά στα μεγαλύτερα χρόνια της ζωής μου, πρέπει να ομολογήσω ότι σε καλό μού βγήκε. Πάντως σίγουρα βγήκε σε καλό του άλλου. Στα παιδικά πάρτι λοιπόν η μητέρα μου με είχε συμβουλέψει να χορεύω πρώτα μία φορά όλες τις παριστάμενες κοπέλες, όχι μόνο από απλή ευγένεια, αλλά και για να μην στέκονται αμήχανες και θλιμμένες, σαν ταπετσαρία όπως λέγαμε, άλλες με γυαλάκια και άλλες με σπυράκια και άλλες πολύ ψηλές για την ηλικία τους. Ανάμεσά τους βέβαια πάντα υπήρχαν οι λίγες ωραίες της βραδιάς. Πάνω στις οποίες πέφτανε φυσικά όλες οι προτάσεις για χορό. Εγώ ξεκινούσα μεθοδικά και αφιέρωνα έναν χορό σε κάθε μία και αφού είχα τελειώσει με όλες τις ανασούμπαλες και κακάσχημες προσπαθούσα να επικεντρώσω όλο το ενδιαφέρον μου στις ωραίες, τις οποίες όμως άλλοι ερωτιδείς είχαν ήδη καπαρώσει. Ο αγώνας λοιπόν μετά ήταν σκληρότερος για να διεκδικήσω μια θέση μέχρι τον τελικό. Άλλο χαρακτηριστικό των πάρτι αυτών, ήταν ότι σχεδόν κάθε Κυριακή πρωί ξυπνούσα ερωτευμένος. Ένας έρωτας που κρατούσε το πολύ μέχρι την Τρίτη.

Ένα ακόμα κωμικό στοιχείο των πάρτι, τουλάχιστον των πολύ παιδικών χρόνων, ήταν ότι επειδή ήμουν συνήθως καβαλιέρος σε πάρτι μεγαλύτερων σε ηλικία κοριτσιών, χόρευα κρατώντας τον πισινό της ντάμας μου και συνήθως ερωτευόμουνα πολύ μεγαλύτερα κορίτσια. Μία εξ αυτών υπήρξε ένας για χρόνια κρυφός έρωτάς μου. Φυσικά ποτέ δεν ευοδώθηκε λόγω της σημαντικής τότε διαφοράς ηλικίας, αλλά είχα παρόλα αυτά την αίσθηση ότι δεν με έβλεπε και με αδιάφορο μάτι. Η ειρωνεία είναι ότι ο μετέπειτα σύζυγός της (φυσικά όλως κατά τύχη) είχε το ίδιο όνομα με μένα και την ίδια ημερομηνία γέννησης.

Τα πάρτι τελείωσαν πια. Το διαπιστώνω με λύπη. Σήμερα ακόμα και τα μικρά παιδιά πηγαίνουν σε παιδότοπους για πάρτι γενεθλίων. Πράγμα αδιανόητο στην εποχή μου. Εμείς λερώναμε το σπίτι, σπάγαμε τα σερβίτσια, γεμίζαμε τον τόπο κονφετί ή σερπαντίνες, κουραζόντουσαν οι μανάδες να τα συμμαζέψουν, εντούτοις υπήρχε αυτή η σπιτική ατμόσφαιρα που για μένα είναι ανεπανάληπτη. Υπήρχε το κλείσιμο των φώτων για να χουφτώσουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Υπήρχε η ξαφνική είσοδος των γονιών που άναβαν τους πολυελαίους για να ξεχουφτωθούμε. Υπήρχε το αμαρτωλό vermouth. Και όταν πρωτοεμφανίστηκε το whisky, το πίναμε ως εκδήλωση ανδρισμού, ενώ μας μύριζε κατσαρίδα με ασπιρίνη μαζί. Και υπήρχε κυρίως αυτό το αγκάλιασμα στους αργούς χορούς, η μυρωδιά των μαλλιών, η αμηχανία της πρώτης κουβέντας, η προσπάθεια να χορέψεις με κολλημένα τα μάγουλα (cheek to cheek), οι ερωτικές κινήσεις, τα σφιξίματα, όλοι αυτοί οι δοκιμαστικοί προάγγελοι μιας σχέσης. Αναρωτιέμαι, ειλικρινά με τι έχουν σήμερα αντικατασταθεί.

Στη διάρκεια της νεανικής μου ηλικίας πολλά από τα γλέντια μεταφέρθηκαν στα λεγόμενα κλαμπ. Τα κλαμπ ήταν χορευτικά κέντρα, συνήθως -αν και όχι πάντα- με ζωντανή μουσική. Ο ήχος βέβαια ήταν πάντοτε σε πολύ χαμηλότερους τόνους από τα σημερινά μπαρ, κύριο όμως θέμα ενδιαφέροντος παρέμενε ο χορός. Υπήρχαν δύο ειδών κλαμπ: τα μικρά με μουσική από μεγάφωνα και τα άλλα που τα λέγανε και night club και που είχαν συνήθως ορχήστρα. Θυμάμαι ότι ίσως το πρώτο όπου είχα πάει και ήμουν νεαρός έφηβος ήταν το Ακροπόλ στην Πατησίων, όπου παίζανε οι ελαφρώς μεγαλύτεροί μου Forminx, το πρώτο ενδιαφέρον συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε ο Παπαθανασίου, ο Σιδεράς και όλοι αυτοί οι γνωστοί μετέπειτα μουσικοί. Πολύ ωραίο κλαμπ με πολύ κέφι, περνούσαμε ώρες στην πίστα χορεύοντας τα πάντα. Δεν υπήρχε χορός τον οποίον να μην ξέραμε, ακόμα και το limbo, όπου περνάγαμε με φοβερή ευλυγισία κάτω από ένα μπαστούνι, η yanka, όπου ο ένας κρατιόταν απ’ τον άλλον και γινόταν ένα είδος σιδηροδρόμου, όλα τα latin που σήμερα έγιναν πάλι της μόδας, όλα τα rock εποχής Presley με τα κορίτσια με τις φαρδιές φούστες και τις μεγάλες σφιχτές ζώνες και θυμάμαι επίσης πολλές βραδιές με συγκροτήματα που ερχόντουσαν σε μεγάλα night club όπως τα Αστέρια στη Γλυφάδα, συγκροτήματα λατινοαμερικάνικα (Los Paraguayos) που μας έκαναν να χορεύουμε επί οκτώ ώρες χωρίς σταματημό, ή γνωστοί ιταλοί τραγουδιστές (Albano, Romina Power, Sergio Endrigo), όπως επίσης και την κλασική Αθηναία ή το διάσημο Storck με τους μεγάλους του ιταλικού τραγουδιού εν Ελλάδι, τον Pinelli και τον Feffe, όπου είχαμε περάσει στιγμές και πολύ ερωτικές και πολύ χαρούμενες και ανεξάντλητα χορευτικές. Αυτά όλα σήμερα έχουν αλλάξει, δεν πηγαίνω πια σε πάρτι. Θα μου πείτε δεν με καλούν, σωστό και αυτό. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι όλα ξεκινάνε σε μια ώρα υπερβολικά αργή μετά τα μεσάνυχτα, ότι εξελίσσονται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, και εννοώ μ’ αυτό χωρίς να γίνεται κουβέντα, χωρίς να γίνεται χορός και ενδεχομένως χωρίς να γίνονται και ερωτικά παιχνίδια, με έχουν κάνει να βρίσκω όλη αυτή τη νυχτερινή διασκέδαση λίγο πληκτική. Αλλά, θα μου πείτε, γι’ αυτό οι ηλικίες έχουν διαφορές και γι’ αυτό σε κάθε εποχή διασκεδάζουν αλλιώς. Πάντως όλα αυτά τα πάρτι παραμένουν για μένα μια πολύ τρυφερή ανάμνηση.

Το σπίτι μας στην Αθήνα ήταν σχετικά μικρό (100 τ.μ.), αλλά αφενός μου φαινόταν μεγάλο και αφετέρου λειτουργούσε σαν να ήταν μεγάλο. Με την αδελφή μου κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Και για αρκετά χρόνια όταν ήμουν παιδάκι το μοιραζόμασταν με την πολύ αγαπημένη μου γκουβερνάντα (ή νταντά, όπως θέλετε πείτε την), που για μένα ήταν σαν μια δεύτερη αξιαγάπητη μαμά. Στη σαλοτραπεζαρία οι γονείς μου δέχονταν πολύ συχνά κόσμο με το πλήρες τυπικό μεγάλου σπιτιού, με έξοχα σερβίτσια και δύο άτομα έκτακτο προσωπικό. Το σπίτι είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και μια άκρως εντυπωσιακή για την εποχή συλλογή δίσκων κλασικής και ελαφράς μουσικής. Η μητέρα μου έπαιζε θαυμάσια πιάνο, ήμασταν όλοι λάτρεις του χορού, οι γονείς μου άλλωστε έβγαιναν συχνά τα βράδια σε χορευτικά κέντρα και γενικά υπήρχε μέσα στο σπίτι μια άνεση, μια ηρεμία, μια ανεκτικότητα και κανένας καυγάς. Όταν έφτασα στην εφηβεία επήλθε η οικονομική καταστροφή του πατέρα μου και έζησα ακόμα και την εισβολή των δικαστικών επιμελητών που αφαιρούσαν πιάνο, πίνακες, βιβλία και δεν ξέρω τι άλλο. Παρόλα αυτά, και αυτό είναι αξιοσημείωτο, η ατμόσφαιρα δεν άλλαξε. Από μερικές πλευρές ίσως εμένα προσωπικά να μου έκανε και καλό. Η απουσία πλέον των δίσκων με έκανε να αντιληφθώ την αξία της μουσικής για μένα. Με οικονομίες μου αγόρασα έναν μαγνητόφωνο με μπομπίνες και άρχισα δανειζόμενος δίσκους να φτιάχνω την προσωπική μου μουσική ταινιοθήκη. Ξεκίνησα να διδάσκω γαλλικά σε παιδάκια (το έπαιζα μάλιστα Γάλλος για να μου μιλούν αναγκαστικά στα γαλλικά), αλλά πουλούσα και εγκυκλοπαίδειες πόρτα-πόρτα με μεγάλη επιτυχία. Η αδελφή μου προσελήφθη στην Πρεσβεία της Αυστραλίας και η μητέρα μου αγόρασε πλεκτική μηχανή για να φτιάχνει πουλόβερ και να τα πουλάει, αλλά από όσο θυμάμαι η επιχείρηση αυτή δεν κατέληξε κερδοφόρα. Γενικώς «δεν το είχαμε» οικογενειακώς με τις επιχειρήσεις. Επαναλαμβάνω όμως ότι η αγαπημένη και ανεκτική ατμόσφαιρα δεν άλλαξε καθόλου. Μετά από μερικά χρόνια αναγκαστήκαμε να ξενοικιάσουμε το σπίτι και να μεταφερθούμε στο εξοχικό που ανήκε στη μητέρα μου, το οποίο δυστυχώς εκποιήθηκε κατ’ ανάγκην και αυτό 5-6 χρόνια αργότερα.

Αυτό το εξοχικό σπίτι βρισκόταν στο Παλιό (ή Άνω) Ηράκλειο. Ήταν ένα σπίτι που υπήρχε από την εποχή του εκ μητρός παππού μου και το οποίο αγάπησε και αξιοποίησε πολύ ο πατέρας μου, σε σημείο που αρνιόταν να πάμε οπουδήποτε αλλού, εφ’ όσον οι γιορτές και τα σαββατοκύριακα του έδιναν τόση χαρά εκεί. Στο αρκετά μεγάλο για την εποχή κτήμα των 6,5 στρεμμάτων παιζόντουσαν όλα τα ωραία της νεανικής ηλικίας, οι καλοκαιρινοί έρωτες με τα κορίτσια της γειτονιάς, τα παιχνίδια με τα αγόρια, τα στεκαμάν (παραφθορά ως γνωστόν του αμερικάνικου stick them up), οι κλέφτες και αστυνόμοι, μέχρι τις μπουκάλες και τις Πυθίες και εκεί πάντοτε ένα μεγάλο μέρος της διασκέδασης το κατείχε ο χορός, τα συνεχή παρτάκια. Στα παρτάκια αυτά φυσικά δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχε ένα ερωτικό ενδιαφέρον. Αθώο στην αρχή. Οι κοπέλες τότε δεν πήγαιναν τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα με κάποιον. Υπήρχε μια σταδιακή κατάκτηση, από το πώς θα βάλεις χέρι, στο πώς θα φτάσεις στο στήθος, στο πώς θα σου επιτραπεί η κάθε κίνηση (σε στάδια και φάσεις), οπότε το μοιραίο γινόταν (αν γινόταν) αρκετά αργά. Σ’ αυτά τα πάρτι λοιπόν θυμάμαι μία σκηνή όπου η κοπέλα που μου άρεσε, με την οποία απλώς φλερτάραμε, είχε φέρει μαζί της μια αδερφή μεγαλύτερη. Όταν λέμε μεγαλύτερη εννοούμε δεκαοχτώ χρονών κάτι που για την τότε ηλικία μας των δεκατεσσάρων φάνταζε υπερβολικά ώριμο. Αυτή, λοιπόν, θέλοντας να με ανάψει, με έβαλε να της πάρω από το στόμα ένα κομμάτι καρπούζι, όπως και έκανα, παρά την έκπληξη μου (αν όχι τον τρόμο μου). Δεν νομίζω να θυμάμαι πιο ηδονική στιγμή από αυτή. Και όταν λέω θυμάμαι, αυτές τις σκηνές τις θυμάμαι ζωγραφικά, δηλαδή να είναι μπροστά μου με το κόκκινο φόρεμα, να θυμάμαι ίσως και το ντεκόρ του σπιτιού. Εκείνη την εποχή κάναμε πολύ παρέα με τον Παντελή τον Βούλγαρη τον οποίον τότε λέγαμε Λάκη. Ήταν ένας πολύ αδύνατος και ψηλός νέος, ο οποίος από τότε είχε μια αγάπη στη σκηνοθεσία και με σκηνοθετούσε σε διάφορες σκηνές στον κήπο, τις οποίες και επαναλαμβάναμε και «παίζαμε» κατά κάποιο τρόπο. Ήταν και σπουδαίος χορευτής.

Το Ηράκλειο είναι ένα μεγάλο κομμάτι σημαντικών αναμνήσεων. Όταν λέω αναμνήσεων δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι ζω απ’ αυτές ή ότι γυρνάω σε αυτές. Κάθε άλλο. Τις θεωρώ ένα πολύ κλειστό βιβλίο, του οποίου η παρουσία στη βιβλιοθήκη με ευχαριστεί, μου δίνει σιγουριά και με ενθαρρύνει να δημιουργώ και να συγκρατώ νέες αναμνήσεις. Αντιθέτως, δεν θάθελα να αναβιώσω τίποτε από αυτά, μήπως και χαθεί κάτι από την τελειότητα που έχουν πάρει μέσα στο μυαλό μου. Θα μου ήταν οδυνηρό να τις διαψεύσω. Δεν θάθελα ούτε καν να τις ερμηνεύσω. Και με το να τις διηγούμαι, απλώς τις φρεσκάρω, τις ξαναφέρνω στη βάση της μνήμης, χωρίς καμία νοσταλγία, καμία ανάγκη επιστροφής. Θεωρώ όμως ότι αυτές μου έχουν δώσει πάρα πολλά για την απόλαυση και τη δημιουργία των επόμενων αναμνήσεων.

Στο Ηράκλειο πηγαίναμε τους μήνες των διακοπών και τις γιορτινές μέρες όπως το Πάσχα ή την Καθαρά Δευτέρα. Αυτές τις γιορτινές μέρες ερχόντουσαν και όλοι οι οικογενειακοί φίλοι, ενώ στις διακοπές ξεχνούσα ότι υπήρχε Αθήνα. Το γεγονός ότι το Ηράκλειο ήταν σε κάπως ορεινή περιοχή και, για την εποχή εκείνη, μακριά από την Αθήνα, γιατί τα 11 ή 12 χιλιόμετρα από την Ομόνοια θεωρούνταν τότε εξοχή, με έκανε να σιχαίνομαι τη θάλασσα. Τη θάλασσα την αντιμετώπιζα σαν φάρμακο, σαν ρετσινόλαδο, κάθε φορά που η μητέρα μου με έπαιρνε με το ζόρι να πάμε. Ήταν κάτι που με απομάκρυνε από την παρέα με τα κοριτσάκια και με τα καλοκαιρινά παιχνίδια μας.

Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι για μένα όλα τα πρώτα τολμήματα υπερτερούν σε ένταση κάθε έμπειρης μεταγενέστερης πράξης. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τον παιδικό ερωτισμό, αλλά και για τις πρώτες απόπειρες παράνομης οδήγησης αυτοκινήτου σε χωματόδρομους της εξοχής, ή τις πρώτες φωτογραφίσεις με δανεικές μηχανές σε σχολικές εκδρομές.

Στα πρώτα γυμνασιακά χρόνια, και μετά από μερικές απόπειρες με μεγαλύτερα κορίτσια, απόπειρες που δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν κινούνταν στον χώρο της ερωτικής ατμόσφαιρας ή της ερωτικής εμπειρίας, είχα μια πλατωνική ιστορία με την συνομήλικη μου κόρη ενός δικηγόρου και φίλου του πατέρα μου. Δεν νομίζω πως ήταν πολύ καλός δικηγόρος, ούτε άλλωστε και πολύ καλός φίλος. Ήταν ταυτόχρονα ποιητής και δεν νομίζω πως ήταν καλός ποιητής. Ίσως περισσότερο ταίριαζε στο προφίλ του εξαιρετικά χαρισματικού, όμορφου, κοσμογυρισμένου και γοητευτικού «μπαγαποντάκου», κάτι που ασκούσε έλξη στον πατέρα μου, αλλά που μάλλον απωθούσε τη μητέρα μου. Ήταν παντρεμένος (και χωρισμένος) με μια γνωστή μυθιστοριογράφο, και είχε αυτή την πολύ όμορφη πρασινομάτα κορούλα. Αυτός ο φίλος της οικογένειας ερχόταν σχεδόν μέρα παρά μέρα στο σπίτι και αυτές οι εμφανίσεις ήταν για μένα πηγή μεγάλης χαράς, γιατί έφερνε ένα τεράστιο κουτί από του Zonar's, το ζαχαροπλαστείο της Πανεπιστημίου (Ζωναρά επί το ελληνικότερον) γεμάτο πάστες. Εκείνη την εποχή υπήρχε η συνήθεια να πηγαίνει κανείς στα σπίτια πάστες. Όχι τούρτες, ούτε μικρά γλυκάκια. Αλλά μεγάλες, κανονικές, ποικίλες πάστες. Και ήταν μεγάλη χαρά να σου επιτραπεί να τρως μισή από πολλές. Ακόμα θυμάμαι την πάστα καραμέλα που ήταν και η αδυναμία μου. Αν και ουδέποτε υπήρξα φανατικός γλυκατζής, εκείνη την εποχή είχα ιδιαίτερες σχέσεις με ορισμένες πάστες που τις συνδύαζα με ορισμένους χώρους. Θυμάμαι του Ζαβορίτη, ένα ζαχαροπλαστείο Ερμού και Συντάγματος, εκεί που είναι σήμερα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το οποίο είχε μία πάστα κασετίνα, έτσι την έλεγαν, σοκολάτα μαλακιά και γλυκιά μέσα με παντεσπάνι από κάτω και με σκληρή πικρή σοκολάτα γύρω-γύρω. Θυμάμαι επίσης την Αίγλη στο Ζάππειο όπου εκεί είχε μια θαυμάσια αμυγδάλου. Κλασικές πάστες. Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα τότε στα ζαχαροπλαστεία. Δεν υπήρχαν πρωτοτυπίες. Είχες αμυγδάλου, είχες νουγκατίνα, είχες κασετίνα, είχες σεράνο. Ήξερες τι να παραγγείλεις.

Αυτός λοιπόν ο φίλος του πατέρα μου, μας περιέγραφε στη διάρκεια αυτών των αθηναϊκών μεσημεριών στο σπίτι γνωστούς καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένους, από τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα μέχρι τον Ionesco, τους οποίους είχε γνωρίσει κατά τις συχνές επισκέψεις του στο Παρίσι ή στη διάρκεια της έντονης κοινωνικής ζωής που έκανε στην Αθήνα. Αυτά τα μεσημέρια τα θυμάμαι με πολλή αγάπη, γιατί μάθαινα πολλά και με γλαφυρό τρόπο. Την κορούλα του αυτή για κάποιο λόγο την ερωτεύτηκα. Ήμασταν πιτσιρίκια όταν πρωτογνωριστήκαμε. Πολύ μικρά. Και εκείνη με βασάνιζε. Με βασάνιζε με έναν καταπληκτικό τρόπο στον οποίο με αγαλλίαση αφηνόμουνα. Αργότερα έγινε λογοτέχνης, όπως και η μητέρα της, και σε κάποιο βιβλίο αναφέρει τα «βασανιστήρια» που μου έκανε. Με έβαζε πάνω σε μια κουβερτούλα, αν θυμάμαι καλά, μου έλεγε «κλείσε τα μάτια σου, γονάτισε και θα δεις κάτι πολύ ωραίο». Ύστερα τραβούσε την κουβερτούλα και εγώ έπεφτα κάτω. Έβαζα τα κλάματα. Τότε ερχόταν να με παρηγορήσει. Αφού με παρηγορούσε, γινόμασταν πάλι φίλοι και μετά μου έλεγε «έλα θα το ξανακάνουμε και θα δεις κάτι πολύ ωραίο». Το ξανακάναμε μου ξανατραβούσε την κουβέρτα και ξανάπεφτα κάτω. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη γνώση για να καταλάβει κανείς την ψυχολογία μου. Αυτή η κοπέλα μεγάλωσε στο Παρίσι. Και είχαμε μια ανταλλαγή επιστολών. Τα ελληνικά της τότε ήταν μάλλον άσχημα, αν θυμάμαι καλά, και ο γραφικός της χαρακτήρας αδέξιος, διότι μεγάλωνε με γαλλική γλώσσα. Ανταλλάσσαμε αυτές τις επιστολές και μια φορά μου είχε βάλει στον φάκελο και ένα κομμάτι από τα μαλλιά της. Μου είχε μάλιστα γράψει ότι μια μέρα στο μάθημα μού χαμογελούσε νοερά και η δασκάλα την πέταξε έξω λέγοντας της: «Allez sourire ailleurs» (πηγαίνετε να χαμογελάσετε αλλού). Και εγώ έλιωνα από χαρά και καμάρι. Τώρα πια είχαμε μεγαλώσει, θάμασταν στα δεκατέσσερα, και κάποια στιγμή ένα καλοκαίρι που ήρθε στην Ελλάδα με κάλεσε σπίτι της σε ένα νησί. Ενώ όμως με είχε καλέσει και είχε προηγηθεί αυτή η αλληλογραφία, εκεί στο νησί ήταν πολύ αδιάφορη. Έκανε παρέα με έναν νεαρό ξανθό, ο οποίος ήταν και καλός κολυμβητής, κάτι πολύ οδυνηρό για μένα που δεν μπορούσα να επιπλεύσω καλά-καλά, και σχεδόν αδιαφορούσε για μένα. Στο σπίτι της έμεναν πολλοί καλλιτέχνες Έλληνες και ξένοι. Η μητέρα της είχε σχέση με έναν πολύ γνωστό έλληνα ζωγράφο, και ως προσκεκλημένη ήταν και μια πολύ γνωστή γαλλίδα ηθοποιός. Απελπισμένος καθώς ήμουν είπα τον πόνο μου στην εν λόγω ηθοποιό προσθέτοντας: «μα δεν καταλαβαίνω». Τότε εκείνη μου είπε: «μην προσπαθείς να καταλάβεις τις γυναίκες». Τη θυμάμαι σαν και τώρα αυτή την φράση. Γεμάτος απογοήτευση έφυγα από εκείνη την περίοδο διακοπών και διέγραψα από το μυαλό μου αυτό το κορίτσι. Μετά από δεκαεπτά χρόνια την ξαναείδα στην Αθήνα. Με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι της, μου έκανε ένα ερωτικό άνοιγμα, ανταποκρίθηκα και είχαμε μια πολύ σύντομη σχέση. Και έτσι έληξε αυτή η πολύχρονη περιπέτεια. Πέθανε πριν από λίγα χρόνια.

Τα αγόρια της ηλικίας μου τότε εκτός από την παρέα με τα κορίτσια ασχολούνταν πολύ και με αθλητικές εκδηλώσεις. Μπάλες και τα ρέστα. Εμένα ο αθλητισμός και η γυμναστική ποτέ δεν με κέρδισαν. Εγώ έψαχνα τρόπους να κάνω μεικτές παρέες. Έπαιζα συχνά ακόμα και κούκλες για να βρίσκομαι μπλεγμένος με τα κορίτσια. Προτιμούσα χωρίς ενδοιασμό τον χορό. Και ο χορός και τα πάρτι προσφέρονταν πολύ περισσότερο από τον αθλητισμό για τέτοιους σκοπούς. Είχα βέβαια μια φυσική ταχύτητα και έτσι στο σχολείο με έβαζαν να τρέχω σε αγώνες, αλλά ούτε προπόνηση έκανα ποτέ μου, ούτε φίλαθλος έγινα ποτέ. Με το κολύμπι η σχέση μου ήταν ακόμα πιο τραυματική. Όπως είπα προηγουμένως πηγαίναμε σπανίως στη θάλασσα, το θεωρούσα τιμωρία, φοβόμουνα, πνιγόμουνα, η κακομοίρα η μητέρα μου με διαφόρους μεθόδους, με δασκάλους, με σωσίβια, με δική της επιμονή, επιχειρούσε να με μάθει να επιπλέω, αλλά αδύνατον. Μάλιστα, ακόμα σήμερα θυμάμαι σε ηλικία εννέα ετών, έναν συμμαθητή μου να λέει στη τάξη κοροϊδευτικά ότι με είδε στη θάλασσα με κουλούρα, με σωσίβιο, και να γελάνε όλοι (άλλη μία απόρριψη και προσβολή). Μόλις σε ηλικία πρώτης γυμνασίου, κατάφερα να επιπλεύσω. Θυμάμαι και πού: στη Βάρκιζα. Έκτοτε κατάφερα να μάθω να κολυμπώ χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις και πάντοτε με έναν τρομακτικό φόβο. Ακόμα και σήμερα, το πράγμα που φοβάμαι περισσότερο είναι να βρεθώ στη θάλασσα σε ναυάγιο. Βέβαια θυμάμαι έναν απ’ αυτούς τους μάγους των ανατολικών τεχνών και θρησκειών, έναν αξιόλογο άνθρωπο, ο οποίος με ρώτησε τι φοβάμαι πιο πολύ στη ζωή μου. Του απάντησα αυθόρμητα: το νερό. Αυτός χαμογέλασε λέγοντάς μου ότι είναι φυσικό γιατί σύμφωνα με την ανατολική ιατρική ανήκω στη φωτιά και είναι φυσικό να φοβάμαι το νερό. Δεν έχω καμία χαρά να βρίσκομαι συνέχεια στο νερό. Το νερό με τρομάζει, το νερό με φοβίζει. Και έτσι συνέβαινε και με τη θάλασσα, την οποία λατρεύω σαν χώρο, λατρεύω σαν θέα, ζω κοντά της, αλλά φοβάμαι πάρα πολύ τη μαυρίλα της. Αυτή λοιπόν ήταν και είναι η σχέση μου με τη θάλασσα, αλλά πάλι δεν θέλω να ζω κοντά σε βουνό γιατί το βουνό με περιορίζει, το βουνό με πλακώνει, ενώ με γοητεύει η απεραντοσύνη του θαλασσινού ορίζοντα. Χάνομαι με τα μάτια μου, αλλά φοβάμαι να χαθώ πραγματικά μέσα σ’ αυτό. Δυστυχώς, όμως, όλες οι γυναίκες που γνώρισα λάτρευαν τη θάλασσα και κολυμπούσαν σαν δελφίνια.

Ο φόβος μου για τη θάλασσα δεν ήταν όμως ο μόνος. Όσοι με ξέρουν σήμερα δύσκολα θα φανταστούν ότι η ζωή μου ήταν στα μικρά μου χρόνια γεμάτη φόβους. Φόβο για τα μεγάλα τετράποδα (όχι ότι με τα μικρά ήμουν τελείως άνετος). Φόβο για το σκοτάδι. Για τις αρρώστιες. Για τα ταξίδια. Για την κάθε είδους ταλαιπωρία. Για την κάθε είδους απόρριψη. Για την εικόνα μου προς τα έξω. Για τα κορίτσια. Για τον θάνατο. Για το άγνωστο. Και αυτοί οι φόβοι δεν είναι απίθανο να οφείλονταν στην υπερπροστασία που μου εξασφάλιζε το σπίτι μου. Υπερπροστασία όμως που ταυτόχρονα μου έδωσε τα όπλα να συμβιβαστώ και να μάθω να ζω με τους φόβους μου εντάσσοντας τους στη ζωή μου.

Όταν πήγα για πρώτη φορά στο σχολείο στα έξι μου χρόνια (δεν υπήρχε τότε νηπιαγωγείο) ένιωσα τρόμο. Πέρασαν μέρες μέχρι να αντιληφθεί η δασκάλα ότι το πρωτάκι που ήμουν, υπακούοντας ευλαβικά στις οδηγίες να βρεθεί στην ίδια θέση με τους συμμαθητές του για να ανέβει στην τάξη με το κτύπημα του κουδουνιού, προτιμούσε να μην παίξει στο διάλειμμα από του να χάσει τη θέση που του είχαν ορίσει. Αλλά και στη δευτέρα δημοτικού σεβάστηκα τόσο πολύ την προτροπή να κρατάω στη διάρκεια του μαθήματος τα χέρια μου σταυρωμένα, ώστε έπαθα αγκύλωση.

Από πλευράς υγείας δεν ξέρω αν ήμουν φιλάσθενος ή αν με έκαναν να νιώθω φιλάσθενος. Μονίμως είχα κρυολογήματα, συνάχια, λαιμούς, πονάκια, γκρίνια, πολλή γκρίνια, κάτι που έχω συνεχίσει στη ζωή μου, χωρίς όμως ποτέ να έχω κάτι ιδιαίτερα σοβαρό. Φτερνιζόμουν και αυτομάτως έκλειναν όλα τα παράθυρα στο σπίτι. Μια παιδική κρίση νεφρού στα εννέα μου, οι γνωστές παιδικές αρρώστιες (και όχι όλες), αργότερα το ευερέθιστο έντερο (η κολίτιδα, όπως το λέγαμε τότε) και διάφορες δερματικές εξάρσεις στην πλειοψηφία τους ασθένειες με ψυχοσωματική βάση. Αλλά αν εξαιρέσει κανείς την τωρινή μου οστεοπενία και μια οισοφαγίτιδα δεν νομίζω ότι είχα κάποια άλλη σοβαρή ασθένεια. Βέβαια στο ναυτικό κόλλησα ηπατίτιδα (δεν ξέρω ακριβώς ποια) και έμεινα πολλούς μήνες στο κρεβάτι. Αυτό όμως που με χαρακτήριζε από μικρό ήταν η ιατρομανία μου και η φαρμακομανία μου. Λατρεύω τους γιατρούς (είμαι ο μόνος ασθενής που έχει χαμηλότερη πίεση όταν είναι σε ιατρείο). Λατρεύω και τα φάρμακα και τα καταπίνω με τη μεγαλύτερη λαιμαργία. Η σύντομη κατά τα νιάτα μου ταλαιπωρία με την ομοιοπαθητική και τον Βυθούλκα, όχι μόνον δεν μου άλλαξε μυαλά αλλά με έκανε φανατικότερο αλλοπαθητικό και φαρμακολάγνο. Αναφερόμενος στην παροιμιώδη και άδικη γκρίνια μου δεν μπορώ να ξεχάσω ότι η μητέρα μου μου διάβαζε με υπομονή ένα γαλλικό παραμύθι για τον μικρό Γιάννη που γκρίνιαζε και τον μικρό Γιάννη που γελούσε (Jean qui grogne et Jean qui rit) εκθειάζοντας μου φυσικά τον δεύτερο. Χωρίς όμως να με πείθει. Άλλωστε από τα ζωάκια του θρυλικού αγγλικού παραμυθιού Winnie-the-Poo προτιμούσα το γαϊδουράκι, τον Eeyore, τον οποίο ελληνική μετάφραση δικαίως μετονόμασε σε Γκρινιάρη.

Μία άλλη παράξενη ανάμνηση από την παιδική μου ηλικία ήταν το ότι μου άρεσε να ερμηνεύω τραγούδια. Και δεν λέω να τραγουδώ, διότι δεν νομίζω ότι τραγούδησα ποτέ χαρούμενα σε παρέα. Τραγουδούσα ολομόναχος. Ακόμα και σήμερα το να με βάλει κανείς να τραγουδήσω μου είναι σχετικά οδυνηρό, και όταν οι άλλοι βγάζουν κιθάρες και αρχίζουν τραγούδια δεν βλέπω την ώρα να φύγω. Εντούτοις, όταν ήμουν μικρός και άκουγα πολλά, κυρίως γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, έγραφα τα λόγια σε ένα τετράδιο, και μετά μόνος μου μιμούμουνα τον τραγουδιστή και τραγουδούσα ακριβώς όπως εκείνος. Charles Trenet, Charles Aznavour, Yves Montand, Serge Reggiani, Sergio Endrigo ήταν οι πρώτοι στο ρεπερτόριό μου. Με τα ελληνικά τραγούδια γενικώς δεν είχα καλή σχέση. Ή μάλλον δεν είχα καμία σχέση. Ο μόνος τραγουδιστής που είχε το προνόμιο να μπει στο ρεπερτόριό μου ήταν ο Κώστας Χατζής. Και τραγουδούσα με το δικό του ύφος με τη τσιγγάνικη φωνή του. Με το ρεμπέτικο είχα μια σχέση ενός μόνον μηνός στη διάρκεια του οποίου ως φοιτητής πήρα σβάρνα τα ρεμπετάδικα (Τσιτσάνης, Δασκαλάκης, Παπαϊωάννου) και μετά τέλος. Το ελαφρό (ή το έντεχνο όπως λέγεται σήμερα) δεν με απασχόλησε ποτέ. Τις ελάχιστες φορές που πελάτες δικηγορίας ή μερικοί φίλοι με παρέσυραν σε νυχτερινά κέντρα μαρτύρησα, αλλά μάλλον μαρτύρησαν και οι τραγουδιστές βλέποντας το ύφος μου.

Τα τετράδια όπου έγραφα τα λόγια των τραγουδιών χαθήκανε. Πάντα μου άρεσαν αυτές οι μικρές και άχρηστες συλλογές. Έκανα συλλογές από γελοιογραφίες, τις κολλούσα σε τετράδια. Έκανα επίσης συλλογή από ημίγυμνες γυναίκες. Όλες αυτές οι συλλογές μετά πετιόντουσαν. Μου άρεσε όμως να τις μαζεύω. Μου άρεσαν οι κατάλογοι, μου άρεσαν τα αρχεία. Η μητέρα μου, από την πολύ τρυφερή μου ηλικία, με έβαζε να αντιγράφω τη λίστα με τα τηλέφωνα κάθε χρόνο που άλλαζε ατζέντα. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία και για να μορφωθώ αγόραζα πάρα πολλά φωτογραφικά περιοδικά (όλα τα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά), τα έσχιζα και χώριζα την ύλη σε portfolios, σε τεστ μηχανημάτων και σε θεωρητικά άρθρα και αντιστοίχως τα έδενα σε βιβλιοδετείο φτιάχνοντας και ευρετήριο για τον κάθε τόμο (σπαταλώντας έτσι με χαρά ατελείωτες ώρες). Μια μέρα στον Φωτοχώρο επειδή έπιαναν πολύτιμο χώρο πέταξα στα σκουπίδια όλους τους τόμους που είχα φτιάξει. Αλλά και με τις μπομπίνες του μαγνητοφώνου, όταν έφτασα να συγκεντρώσω 2.500 ώρες μουσικής είχα φτιάξει σε καρτέλες ευρετήρια πρώτον ανά μπομπίνα και δεύτερον αλφαβητικά. Και αυτά όλα, μαζί με τις μπομπίνες, πετάχτηκαν όταν η τεχνολογία τα έκανε ξεπερασμένα. Αυτή η μανία των αρχείων από τη μια μεριά βρήκε πρόσφορο έδαφος τώρα με την ψηφιακή τεχνολογία και τα κομπιούτερ, από την άλλη επειδή πλέον έχει γίνει πολύ εύκολη έχασα ένα κομμάτι από τη χαρά που μου έδινε. Πάντως οι καρτέλες, τα αρχεία, με γοητεύουν. Θα μπορούσα να είμαι ένας σκοτεινός αρχειοθέτης σε ένα υπόγειο μιας υπηρεσίας και να περνάω καλά. Μου άρεσε πάντα αυτή η διαδικασία. Και σήμερα είμαι φανατικός οπαδός των keywords του Lightroom.

Πολλές φορές σκέφτομαι πως έχω ευτυχισμένες αναμνήσεις και ότι γι’ αυτό πολύ δύσκολα η ζωή μου θα μπορούσε να γίνει ένα μυθιστόρημα. Η δυστυχία είναι πιο αξιοποιήσιμη από την ευτυχία. Τα πράγματα τουλάχιστον μέχρι σήμερα έχουν ακολουθήσει μια κανονική πορεία, μια κανονική εξέλιξη. Οι χαρές μου ήταν αναμενόμενες και οι λύπες μου το ίδιο. Ο πατέρας μου μού μετέδωσε την ικανότητα προσαρμογής σε νέες ή και χειρότερες καταστάσεις και εγώ νομίζω πως ακολούθησα τον πιο εύκολο δρόμο. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τη Νομική, που δεν την ήθελα αλλά στην οποία με παρέσυρε ο συμμαθητής με τον οποίον μοιραζόμουν το θρανίο. Θα πήγαινα οπουδήποτε αφού έτσι κι αλλιώς δεν είχα κάποια ιδιαίτερη επιθυμία.

Η Νομική παρουσιαζόταν ως μια λύση που ανοίγει πόρτες. Λάθος, αλλά δεν το ήξερα. Η Νομική είναι Νομική και οδηγεί σε επαγγέλματα που έχουν σχέση με το Δίκαιο. Από την πρώτη μέρα του πανεπιστημίου συνειδητοποίησα πως δεν με ενδιέφεραν αυτές οι σπουδές. Τις έκανα γιατί έπρεπε να τις κάνω. Τις έκανα καλά, τις έκανα εύκολα και τις έφτασα στο τέλος. Η ζωή μου κατά τα φοιτητικά χρόνια εκτός απ’ το ότι ήταν εύκολη, εκτός από το ότι δεν μου ζήτησε πολύ κόπο και διάβασμα, ήταν και ευχάριστη, μέσα από ωραίες παρέες, μέσα από δραστηριότητες για την έκδοση περιοδικών, μέσα από πολλές συζητήσεις, αλλά -αντίθετα με τις συνήθειες της εποχής- χωρίς ιδιαίτερη ενασχόληση με την πολιτική, για την οποία δεν έδειχνα το παραμικρό ενδιαφέρον. Ίσως αυτό να οφειλόταν και στο μάλλον απολιτικό σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Στη διάρκεια των σπουδών θυμάμαι πως αρκετοί προσπάθησαν να με προσεταιριστούν από διάφορες κομματικές παρατάξεις. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, αλλά η πολιτική δεν με τραβούσε, παρά το γεγονός ότι κατά τη γνώμη των κατά καιρούς δασκάλων μου είχα αρχηγικά προσόντα. Προς το τέλος όμως των νομικών σπουδών μου επιβλήθηκε η δικτατορία. Η πολιτικοποίησή μας ήταν τότε σχεδόν αυτονόητη. Θεώρησα ότι έπρεπε να συνεχίσω σπουδάζοντας πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, όπου πήγε σχεδόν σύσσωμη η κοντινή μου παρέα, κάτι που έκανα και εγώ και που ευτυχώς σταμάτησα εγκαίρως διότι ούτε και αυτό με ενδιέφερε.

Στο μυαλό μου αρχικά είχα ως διέξοδο περισσότερο τη δημοσιογραφία. Ήμουν άλλωστε ήδη φανατικός και τακτικός αναγνώστης γαλλικών περιοδικών και εφημερίδων. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβα ότι και με αυτή την κατεύθυνση δεν θα είχα μεγαλύτερη ικανοποίηση. Άλλωστε επειδή τα οικονομικά της οικογένειάς μου ήταν μάλλον άθλια εκείνη την εποχή, ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω όσο καιρό βρισκόμουν στο Παρίσι. Ένας φίλος μού είχε βρει μια δουλειά σε ένα Κολλέγιο Ιησουιτών, το Saint Louis de Gonzague, που ήταν το πιο ακριβό και αριστοκρατικό κολλέγιο του Παρισιού. Η δουλειά μου ήταν να επιτηρώ τους μαθητές στη διάρκεια των διαλειμμάτων και της απογευματινής τους μελέτης. Ένα είδος σχολικού μπάτσου (στα γαλλικά αυτοί οι επιτηρητές ονομάζονται pions, ίσως εννοούν πιόνια της Διοίκησης).

Στο κολλέγιο αυτό ήμουν, όπως έλεγαν στη Γαλλία, logé, nourri, blanchi. Δηλαδή μου παρείχαν σε αντάλλαγμα για την εργασία μου ύπνο, φαΐ και πλύσιμο ρούχων. Το σχολείο βρισκόταν στο Passy, την πιο αριστοκρατική συνοικία του Παρισιού. Το δωμάτιό μου ήταν πολύ μεγάλο και ωραία επιπλωμένο με παλιά έπιπλα. Τα κοινά μπάνια μεγάλα και άνετα. Ευγενικές καλόγριες είχαν αναλάβει το πλύσιμο των ρούχων. Το φαγητό ήταν θαυμάσιο. Εκτός από τους επιτηρητές, στο κολλέγιο έμεναν και οι καθηγητές, αφού ήταν ιερομόναχοι Ιησουΐτες. Τα γεύματα τα παίρναμε όλοι μαζί στη μεγάλη τραπεζαρία. Έπρεπε να καθόμαστε στην πρώτη ελεύθερη θέση που βρίσκαμε συμπληρώνοντας τα τραπέζια των έξι θέσεων. Έτσι γνωριζόμασταν σιγά-σιγά όλοι μεταξύ μας. Οι συζητήσεις ήταν γενικού ενδιαφέροντος και το επίπεδο πολύ υψηλό. Το πρόβλημα ήταν ότι η καθημερινή αυτή αναγκαστική παρέα και συζήτηση καταντούσε βαρετή αν όχι ασφυκτική. Οι ώρες άλλωστε που έπρεπε να απασχολούμαι στο σχολείο ήταν πάρα πολλές και κυρίως διάσπαρτες μέσα στη μέρα. Διαπίστωσα έτσι ότι δεν μου ήταν δυνατόν να παρακολουθώ τα μαθήματα του Πανεπιστημίου, αλλά ήταν και αρκετά δύσκολο να κάνω παρέες με άλλους εκτός κολλεγίου. Πρώτη μου κίνηση ήταν να βεβαιωθώ ότι μπορούσα να δώσω εξετάσεις έστω και χωρίς την παρακολούθηση των παραδόσεων. Αυτό πράγματι γινόταν, αλλά απαιτούσε περισσότερο διάβασμα και συνεπαγόταν πιο αυστηρή κρίση. Από την άλλη φρόντισα να κάνω διαφορετική συμφωνία με το κολλέγιο και να πληρώνομαι σε χρήμα και όχι σε είδος. Η αμοιβή βέβαια ήταν ελάχιστη. Βρήκα όμως πολύ κοντά στο κολλέγιο ένα δωμάτιο υπηρεσίας στον έκτο όροφο μιας πολυτελούς πολυκατοικίας. Ιδιοκτήτης του ήταν ο απόγονος του βαρώνου (D' Haeckeren d'Anthès) που είχε σκοτώσει τον Pushkin. Το δωμάτιο είχε έναν νιπτήρα. Το μπάνιο ήταν κοινό για όλον τον όροφο. Το φαγητό μου το έπαιρνα στα περίφημα Resto U δηλαδή στα φοιτητικά εστιατόρια. Με ένα φράγκο και αρκετή ουρά είχε κανείς ένα μάλλον άθλιο αλλά χορταστικό φαΐ. Στο Παρίσι κέρδισα πολλά από όλες αυτές τις εμπειρίες, αλλά τίποτα από πλευράς σπουδών. Οι πρακτικές δυσκολίες με έκαναν να καταλάβω πολύ γρήγορα ότι το περιεχόμενο των σπουδών μού ήταν παντελώς αδιάφορο.

Επομένως, ακολουθώντας μια ζωή χωρίς κυματισμούς έκανα αυτό που αναμενόταν από μένα με συνέπεια και χωρίς πάθος. Βλέποντας αυτά τα αδιέξοδα μπροστά μου θεώρησα πιο σημαντικό και πιο σωστό να επιστρέψω και να ασχοληθώ με τον βιοπορισμό μου. Και έτσι βρέθηκα δικηγόρος. Κι αυτό έγινε όπως όλα τα άλλα μάλλον εύκολα. Μέσα σε όλα τα κοινότοπα της ζωής μου πρέπει να πω ότι ουδέποτε αισθάνθηκα διανοούμενος, ούτε επιδίωξα να γίνω. Έβλεπα να με εκτιμούν οι γύρω μου, να με εκτιμούν στο πανεπιστήμιο, να με εκτιμούν οι δάσκαλοί μου και οι καθηγητές μου και είναι αλήθεια ότι συγκριτικά αισθανόμουν πάνω από τον μέσο όρο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν έδινα εξετάσεις απλώς για να περάσω, δηλαδή χωρίς φιλοδοξίες καλού βαθμού, θεωρούσα ότι ήταν μάλλον αδύνατον να κοπώ σε αυτές, αφού περνούσε ένας τέτοιος αριθμός φοιτητών μέσα στους οποίους έπρεπε λογικά να είμαι μια και αισθανόμουν ότι ξεπερνούσα εύκολα τον μέσο όρο. Χωρίς άγχος λοιπόν είχα μια γενική παιδεία, είχα γενικές γνώσεις, τα πήγαινα εύκολα καλά, αλλά δεν αισθανόμουνα σε κανέναν τομέα ειδικός, δεν περηφανευόμουν για τις γνώσεις μου, ούτε όμως τις περιφρονούσα, γιατί συγκριτικά με αυτές των γύρω μου ήταν σε καλό επίπεδο. Η εκτίμηση που έδειχναν σε μένα οι καθηγητές μου, το γεγονός ότι η μητέρα μου όταν ερχόταν -σπανίως- στο σχολείο να ζητήσει πληροφορίες, της λέγανε «δεν χρειάζεται να έρχεστε, δεν θα υπάρξει ποτέ πρόβλημα», και μάλιστα όταν ήρθε να ρωτήσει τη συμβουλή ενός γυμνασιάρχη για το μέλλον μου της είπε πολλά κολακευτικά και μεταξύ άλλων πως ό,τι και να κάνω θα το κάνω πολύ καλά, και μάλλον θα γίνω πρωθυπουργός της Ελλάδας -το τελευταίο το απέφυγα και εγώ και η χώρα- αλλά και εγώ είχα την πεποίθηση ότι δεν θα έκανα άσχημα ό,τι κι αν έκανα. Το πρόβλημα όμως ήταν: τι θα έκανα.

Είχα πάντα ευκολία και άνεση στις σχέσεις με τους άλλους, αλλά δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου ιδιαίτερα κοινωνικό άνθρωπο. Ήμουν δημοφιλής ανάμεσα στους συμμαθητές και στους συμφοιτητές, ευπρόσδεκτος πάντα στις παρέες, με αρκετές επιτυχίες στο άλλο φύλο, αλλά παρόλα αυτά δεν συμπαθούσα τις συναθροίσεις. Ακόμα και τα πάρτι μάλλον τα βαριόμουν και αν δεν ήταν ο χορός και τα φλερτ δεν νομίζω ότι θα πήγαινα. Ουδέποτε θέλησα να πάω στους προσκόπους, δεν ανήκα σε καμία οργανωμένη νεολαία, δεν μου άρεσαν τα πανηγύρια και ακόμα λιγότερο οι πολιτικές διαδηλώσεις, στις οποίες ουδέποτε (ούτε καν άπαξ) πήρα μέρος. Να προσθέσω ότι ουδέποτε επίσης έχω πάει σε ποδοσφαιρικό (ή άλλο) αγώνα. Και παρά την αγάπη μου στη μουσική δεν παρακολούθησα ποτέ ροκ συναυλία και δεν νομίζω ότι οι λιγοστές παρουσίες μου σε αίθουσες κλασικών συναυλιών μου έδωσαν περισσότερη χαρά από την ακρόαση της μουσικής μέσω ενός άριστου ηχητικού συστήματος, όπως αυτό που παλιά φρόντιζα να έχω στο σπίτι μου, προτού αρχίσω την ενασχόληση μου με τη φωτογραφία και όταν τα οικονομικά μου ήταν πιο ανθηρά. Το γεγονός ότι ηγούμαι ενός πολυμελούς σωματείου και ότι χαίρομαι τις συγκεντρώσεις και τα σεμινάρια του Φωτογραφικού Κύκλου, δεν είναι το ίδιο. Αγαπώ τις πολυπληθείς συγκεντρώσεις αλλά όχι την ανωνυμία του πλήθους. Αγαπώ τους πολλούς, αρκεί να μη μου είναι άγνωστοι και ανώνυμοι. Ακόμα και τις θρησκευτικές λειτουργίες τις προτιμώ σε μικρές εκκλησίες. Αν ήμουν μουσουλμάνος δύσκολα θα πήγαινα προσκύνημα στη Μέκκα. Να διευκρινίσω ότι δεν πρόκειται για αγοραφοβία, αλλά για τη δυσφορία που νιώθω μπροστά σε ένα τεράστιο ανώνυμο πλήθος. Ίσως πολύ βαθιά με τρομάζει γιατί τονίζει την αίσθηση της μοναξιάς αντί να με συμφιλιώνει με αυτήν. Πιθανόν να είναι ένας παραπάνω λόγος που χαίρομαι τη μικρή κοινωνία της Σύρου, έστω και αν έχω ελάχιστες επαφές μαζί της, και προτιμώ τις μικρές γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Νέα Υόρκη ή το Παρίσι.

Έκανα τη θητεία μου στο Ναυτικό. Θα έπρεπε να είχα γίνει αξιωματικός, διότι είχα ήδη τελειώσει ένα πανεπιστήμιο. Είχα όμως, -πράγμα πολύ παράξενο αφού δεν είχα πολιτικό παρελθόν- έναν βεβαρημένο φάκελο κοινωνικών φρονημάτων και αυτό επί χούντας ήταν φυσικά μοιραίο. Ο φάκελος αυτός ήταν γεμάτος από καταδόσεις, ανθρώπων (ή ανθρώπου) του περιβάλλοντός μου (έτσι πληροφορήθηκα). Δεν έμαθα ποτέ ποιος ήταν αυτός ο χαφιές, αυτός ο καταδότης, και μάλιστα έκανα προς στιγμήν το αμάρτημα να ψάχνω να βρω ποιος ήταν, πράγμα πολύ επικίνδυνο και κατακριτέο (αν και έχω μερικές ιδέες). Ίσως αυτό και μόνο δείχνει πόσο κακό πράγμα είναι ένα δικτατορικό καθεστώς, αφού μετατρέπει όλους είτε σε χαφιέδες είτε σε ανθρώπους με σκοτεινές σκέψεις εις βάρος των άλλων. Σε αυτόν τον φάκελο λοιπόν απ’ ό,τι έμαθα υπήρχαν καταδόσεις για κουβέντες που είχα πει στη διάρκεια των σπουδών μου, όπως επίσης υπήρχαν και αντίγραφα γραμμάτων που η μητέρα μου έστελνε στον αυτοεξόριστο στο Στρασβούργο θείο μου. Με κάλεσαν κάποια στιγμή στην ασφάλεια, με ανέκρινε ένας εκ των γνωστών βασανιστών, ευγενικά πρέπει να ομολογήσω, ο περιβόητος Λάμπρου, προσπάθησα να αποδείξω ότι δεν είμαι κομμουνιστής αναφερόμενος απορριπτικά στην τότε πρόσφατη εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα. Ο Λάμπρου τότε, πολύ πονηρά, με ρώτησε: «πριν δηλαδή δεν είχες την ίδια γνώμη;». Ύστερα μου έθεσε μια παράξενη ερώτηση: ποια ήταν η θέση μου απέναντι στις συμφωνίες της Ρώμης και εγώ νόμιζα πως αναφερόταν στη συμφωνία για τα δικαιώματα του ανθρώπου και δεν ήξερα αν πρέπει να πω ναι ή όχι. Και διευκρίνισε τότε: ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μπριλάκη (!). Κάποια στιγμή τελειώσαμε, με βάλανε να υπογράψω κάτι χαρτιά και μου είπαν ότι θα με παρακολουθούν κρυφά στη Γαλλία όπου θα πήγαινα. Όταν όμως επέστρεψα πάλι ήταν χούντα και έπρεπε να κάνω τη θητεία μου, και κατέληξα να την κάνω στο Ναυτικό.

Την πρώτη μέρα που πήγα να καταταγώ ήταν μια μέρα τρομακτικής θλίψης. Αισθανόμουν απίστευτο βάρος, καμία διάθεση για χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει και δεν γελούσα με τις υπερβολές και τις βρισιές και τα αστεία των άλλων. Ήταν όλοι νεότεροι, εγώ ήμουν είκοσι έξι ετών και θυμάμαι με φρίκη τις «εξετάσεις» της πρώτης μέρας. Τότε -δεν ξέρω αν συνεχίζεται αυτό- ήμασταν όλοι γυμνοί, σκύψαμε, ανοίξαμε τα κωλομέρια με τα χέρια μας και ένας αξιωματικός γιατρός επιθεώρησε τον πρωκτό μας να δει αν είμαστε ομοφυλόφιλοι ή όχι. Μετά μας βάλανε να γράψουμε κάτι ηλίθια κείμενα, τα λέγανε ψυχολογικά τεστ αλλά στην ουσία ήταν τεστ κοινωνικών φρονημάτων, όπου υπήρχε μια εκπληκτική ερώτηση: «υπάρχει κομμουνισμός στην Ελλάδα;» (!). Και δεν ήξερα τι να απαντήσω διότι λέω, αν πω ότι υπάρχει, τότε τι κάνει τρία χρόνια η δικτατορία εδώ. Αν πω ότι δεν υπάρχει, γιατί κάθεται ακόμα η δικτατορία εδώ. Ερώτησα λοιπόν έναν αξιωματικό συμφοιτητή μου ο οποίος περνούσε από κει κοντά, αυτός πήγε και ρώτησε τον εξεταστή ποια είναι η σωστή απάντηση, η οποία ήταν: «ναι, ολίγος» (!), υπάρχει κομμουνισμός αλλά ολίγος.

Η βασική εκπαίδευση κράτησε πάρα πολύ γιατί τότε δεν απέλυαν παρά μόνον όταν τους βόλευε. Και όλη η θητεία κράτησε τριάντα δύο μήνες. Οι πρώτες πενήντα δύο μέρες στον Σκαραμαγκά. Στη διάρκεια αυτών των ημερών μπορώ να θυμηθώ μερικά αστεία περιστατικά. Πριν απ’ όλα ήμασταν τριακόσια άτομα σε έναν θάλαμο και πλάι μου στο μεσαίο κρεβάτι ενός τριώροφου κρεβατιού είχα έναν φίλο με τον οποίον επί πενήντα δύο μέρες ζήσαμε σαν ζευγάρι. Κοντά κάθε βράδυ, λέγαμε καληνύχτα ο ένας στον άλλον, συμπαθιόμασταν και συζητούσαμε, αλλά έκτοτε ουδέποτε ξανασυναντηθήκαμε. Ξέχασα πλέον και το όνομά του. Μια άλλη ιστορία έχει να κάνει με τις έξτρα δραστηριότητες. Μου είχαν πει απ’ την αρχή ότι για να γλυτώνεις αγγαρείες και να γλυτώνεις ταλαιπωρίες όταν λένε αν ξέρεις κάτι να λες πάντα ναι. Και έλεγα μονίμως ναι ακόμα και για να συμμετάσχω σε βυζαντινή χορωδία. Όταν όμως είδα ότι αυτό θα έχει δουλειά, επικαλέστηκα την καθολική μου ιδιότητα για να απαλλαγώ. Ιδιότητα που επικαλέστηκα και το Πάσχα. Τότε το Πάσχα των Καθολικών γιορταζόταν χώρια. Κι έτσι γλύτωσα μερικές μέρες δουλειάς. Εξάλλου επειδή ήξερα καλά την καθαρεύουσα, κάτι σημαντικό για την εποχή και για τον στρατό, με βάλανε σε ένα γραφείο για να συντάσσω στην πιο βαριά καθαρεύουσα τα σήματα και τις επιστολές. Όσα χρόνια ήμουν στο Ναυτικό δεν έκανα ποτέ μου σκοπιά. Στη βασική εκπαίδευση κατάφερα να βρω έναν αρχικελευστή που είχε μια δικηγορική υπόθεση. Τον έστειλα στο γραφείο μας -ήμουν ήδη δικηγόρος- όπου ο γαμπρός μου τον εξυπηρέτησε πλήρως και έτσι πέρασα μάλλον ζωή χαρισάμενη. Θυμάμαι επίσης το επισκεπτήριο που έγινε γύρω στις 25 ημέρες. Μου έφεραν οι γονείς μου του πουλιού το γάλα, μέχρι και φράουλες και γλυκά και μέσα στα άλλα είχα ζητήσει και ένα ασημένιο κουταλάκι με τρύπες καθώς και ένα θερμαντικό εργαλείο για να κάνω το τσάι μου, γιατί το τσάι που έκαναν εκεί δεν ήταν ωραίο. Μετά από την επίσκεψη μας έβαλαν να τρέχουμε γύρω από το στάδιο και ελέγξανε ό,τι είχε το σακουλάκι που μας είχαν αφήσει οι δικοί μας. Όταν φτάσανε σε μένα και βρήκανε το ασημένιο κουταλάκι με ρώτησε ο νεαρός σημαιοφόρος τι ήταν αυτό, του είπα: για να κάνω το τσάι μου. Και αυτός έμεινε εμβρόντητος, βέβαια, λέγοντάς μου τι θα γίνει αν μάς συμβεί ένας πόλεμος. Και του απάντησα με θράσος ότι οι Άγγλοι που πίνουν το τσάι τους κάθε μέρα στις 5 θεωρούνται οι καλύτεροι πολεμιστές.

Μετά από τη βασική εκπαίδευση, έπρεπε κάπου να τοποθετηθώ. Έβαλα τόσα πολλά μέσα, όποιον ήξερα μήνες πριν, ούτως ώστε σωρεία στρατηγών και ναυάρχων ενδιαφέρθηκαν για το πού θα πάω. Όταν έφτασα σ’ αυτήν την τρομερή υπηρεσία όπου πήγαινα μόνον τρία πρωινά την εβδομάδα, δύο φορές στον Πειραιά και μία στην Αθήνα, με ρώτησε ο υποπλοίαρχος ποιο μέσο είχα, ποιος μ’ έφερε. Και του λέω δεν ξέρω. Έλα μου λέει παιδί μου όλοι λένε ποιος τους έφερε. Λέω, έχω βάλει τόσους πολλούς και δεν ξέρω σε ποιον οφείλεται. Αυτά τα τρία χρόνια, γιατί ήταν σχεδόν τρία τα χρόνια της θητείας, ήταν χρόνια εκπληκτικά ηλίθια και ναι μεν δεν υπέφερα αλλά στην ουσία δεν μπορούσα να κάνω σχεδόν τίποτα άλλο αφού ένιωθα δεσμευμένος. Έτσι ομολογώ ότι τα θυμάμαι με μεγάλη δυσαρέσκεια. Το μοναδικό κωμικό στοιχείο εκείνων των χρόνων ήταν ότι επειδή παράλληλα με τη θητεία εργαζόμουν σε ένα δικηγορικό γραφείο και κυκλοφορούσα με πολιτικά, αγόρασα μια πολύ καλή περούκα από τον γνωστό Καψάλη που προμήθευε τα θέατρα με περούκες, έτσι ώστε να μην κινδυνεύω να συλληφθώ με πολιτικά ρούχα από τη μικτή περίπολο που θα με καταλάβαινε από το πολύ κοντό μαλλί που τότε δεν ήταν της μόδας.

Ο πατέρας μου στο μεταξύ είχε αρχίσει να έχει γεροντική άνοια ή Αλτσχάιμερ (έτσι κι αλλιώς δεν ξέραμε τότε την ορολογία αυτή) και εγώ έβλεπα ότι πρέπει να ζήσω και να ζήσω και την οικογένεια. Η δικηγορία ήταν μια καλή λύση, ο γαμπρός μου ήταν δικηγόρος, κι έτσι χωρίς καμία ιδιαίτερη επίδοση, χωρίς καμία περηφάνια για τον ρόλο του δικηγόρου, αφοσιώθηκα σ’ στη δικηγορία ξέροντας πως είναι απλώς ένας τρόπος να βγάλω χρήματα, και σχετικώς χωρίς μεγάλο κόπο. Και πράγματι αυτό έγινε. Πλην όμως ήρθε η στιγμή που δεν μπορούσα πλέον να ξυπνάω το πρωί και να ακολουθώ απλώς τη ροή της ζωής μου. Σ’ αυτό συνέβαλαν πρώτον η δουλειά της πρώτης μου γυναίκας, που ασχολιόταν με τη διδασκαλία του χορού και τη χορογραφία και δεύτερον ο θάνατος του πατέρα μου. Η δουλειά της πρώτης μου γυναίκας με έμαθε να βλέπω κάποιον που είχε ιδιαίτερο πάθος, ιδιαίτερη αγάπη σ’ αυτό που έκανε. Βρέθηκα έτσι να περνάω καλύτερα βοηθώντας στις παραστάσεις της, και να ξοδεύω με πολύ μεγάλη χαρά χρήματα για την βελτίωση της σχολής της, από του να αγοράζω ας πούμε νομικά βιβλία, κάτι που θεωρούσα πεταμένα λεφτά.

Με την πρώτη μου σύζυγο παντρεύτηκα αμέσως μετά την απόλυση μου. Αρχικά μέναμε μέσα στη σχολή χορού που μόλις είχε ξεκινήσει. Η σχέση μου μαζί της ήταν μια σχέση καλή, μια σχέση φιλική και ίσως μια σχέση δυο ανθρώπων που ταιριάζουν. Ήμασταν όμως πριν απ’ όλα δύο χαρακτήρες αρκετά όμοιοι, αρκετά εγωιστές, και όχι συμπληρωματικοί. Και ήμασταν και γόνοι μιας εποχής που ονομάστηκε εποχή της σεξουαλικής ελευθερίας. Προσπαθήσαμε να στήσουμε μια σχέση πάνω στη σεξουαλική ελευθερία. Η ζήλεια ήταν κάτι ανύπαρκτο ή μάλλον κάτι που δεν επιτρεπόταν να εκδηλωθεί. Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό, οι σχέσεις ήταν ανοιχτές και δοκιμάσαμε ένα είδος συμβίωσης που πολλοί προς στιγμήν ζήλεψαν πιστεύοντας ότι σ’ αυτήν θα βρισκόταν η απάντηση στο δίλημμα ανάμεσα στη μονογαμία και την πολυγαμία. Πιθανόν αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που η σχέση αυτή οδηγήθηκε σε ένα αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό έπρεπε να το είχαμε δει πολύ νωρίτερα αλλά μου είναι τρομακτικά δύσκολο να παραδέχομαι ή μάλλον να διαγιγνώσκω το σημείο της μη επιστροφής, το σημείο της παραίτησης. Προτίμησα, και ίσως ήταν λάθος μου, να οδηγηθούν τα πράγματα στο απροχώρητο. Και κάποια στιγμή φυσικά οδηγήθηκαν. Ίσως αυτό να στοίχισε αρκετά χρόνια σε μένα και στη γυναίκα μου, ίσως να στοίχισε και παραπάνω κόπο, όταν όμως ήρθε η στιγμή του «δεν πάει άλλο» τότε αυτό τουλάχιστον ήταν ήδη λυμένο χωρίς αμφιβολίες. Παιδιά δεν κάναμε. Αυτό αρχικά δεν το ήθελε εκείνη, αλλά στη συνέχεια ούτε εγώ το μετάνιωσα. Άλλωστε δεν μπορεί να μετανιώνεις για κάτι που δεν γνωρίζεις. Γενικά πάντως στις αποφάσεις της ζωής μου παίζει ρόλο μια εγωιστική, αλλά νομίζω υγιής, άποψη, σύμφωνα με την οποία η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην ξυπνάμε κάθε μέρα με χαρά και περιέργεια γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Είτε αυτά έχουν σχέση με το γραφείο είτε με το σπίτι. Και η απόφαση λαμβάνεται όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι. Το πότε όμως θα φτάσει είναι παντελώς άδηλο.

Ο θάνατος του πατέρα μου που ήρθε το 1980 ήταν ένα θάνατος λυτρωτικός γι’ αυτόν, και για μένα. Είναι πολύ σημαντικό ο πρώτος θάνατος κοντινού ανθρώπου να είναι αυτός που φυσιολογικά αναμένεται και να είναι ένας θάνατος που δημιουργεί μαζί και μια ανακούφιση, Αυτός όμως ο θάνατος με έκανε να σκεφτώ. Με έκανε να σκεφτώ ότι ο άνθρωπος αυτός με τις τόσες αρετές βρέθηκε σε όλη του τη ζωή να κάνει κάτι που δεν του άρεσε, που δεν του έδινε χαρά και που τελικά για τους λόγους αυτούς δεν το έκανε όσο καλά μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Ο θάνατός του έφερε και μια άλλη συγκλονιστική ανακάλυψη στη ζωή μου. Ο πατέρας μου κρατούσε τα πάντα σε συρτάρια, από επιστολές της εφηβείας του μέχρι λογαριασμούς του ΟΤΕ του 1935. Μετά τον θάνατό του χρειάστηκε να ξεκαθαρίσω αυτό το χάος και τότε έμαθα πολλά για τη ζωή του που φυσικά δεν ήξερα. Ζούμε τόσα χρόνια πλάι στους γονείς μας και στην πραγματικότητα γνωρίζουμε μόνο μια μικρή πλευρά τους, μόνο αυτή τη γονική ιδιότητα, αγνοώντας τα πολύ σημαντικά πρώτα χρόνια τους και αρχίζουμε να τους βλέπουμε ως πλήρεις και κανονικούς ανθρώπους όταν πια αυτοί έχουν γεράσει. Και μόλις καταλάβουμε ότι έχουν να μας πουν γι’ αυτούς πράγματα που δεν γνωρίζουμε, τότε πεθαίνουν. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου πήρα μια τρίωρη συνέντευξη-βίντεο της μητέρας μου και άλλη μία της αγαπημένης μου Κερκυραίας γκουβερνάντας για να προλάβω το μοιραίο.

Ο πατέρας μου έζησε ένα μεγάλο τραύμα στην παιδική του ηλικία. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν περίπου εννιά ετών. Την απώλεια αυτή την έζησε και με προσωπικές τύψεις όπως φαίνεται από ένα παιδικό γραμματάκι που της έγραψε με διεύθυνση στον Ουρανό λέγοντάς της ότι αυτός φταίει που πέθανε διότι τη στενοχωρούσε. Το γράμμα αυτό το είχε ξεχάσει, αλλά το βρήκε καθώς φαίνεται πάνω στον πατέρα του όταν πέθανε και αυτός. Από το πολύ κλάμα ο πατέρας του, (Πλάτων Ριβέλλης και αυτός) έπαθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και έμεινε τυφλός. Τον φρόντιζε πλέον η κόρη του, αλλά ο γιος του (και μετέπειτα πατέρας μου) έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάει να ζήσει στη Ρώμη με τον αδελφό του πατέρα του -επίσκοπο στη Santa Maria Maggiore- και την οικονόμο του επισκόπου, την αυστηρή Ουρανία Κουντουριώτη, και να σπουδάσει εσωτερικός σε καλό σχολείο παπάδων. Έκτοτε έμεινε και ολοκλήρωσε όλες τις σπουδές του εκεί. Μετά εργάστηκε στο Παρίσι και στο Λονδίνο, επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα ως υπάλληλος της ιταλικής τότε Fiat για να μετατεθεί ως υποδιευθυντής αυτής της εταιρείας στη Λισαβώνα και στη συνέχεια διευθυντής στη Μαδρίτη. Επέστρεψε το 1936 στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ, και εργάστηκε σε μια εταιρεία που εισήγαγε αυτοκίνητα και έφτιαχνε αμαξώματα, την εταιρεία Αθηνά της οικογένειας Μάμου (οικογένεια της μητέρας μου), στην οποία μπήκε ως συνεταίρος και της οποίας αργότερα έγινε διευθύνων σύμβουλος. Ήξερε τη δουλειά του, έχαιρε σεβασμού, έγινε για δώδεκα χρόνια πρόεδρος του συνδέσμου εισαγωγέων αυτοκινήτων, αλλά προφανώς δεν υπήρξε καλός έμπορος, αφού έχασε όλη την περιουσία του. Στις αρχές του 1960 η εταιρεία πουλήθηκε και εκείνος ξανάγινε υπάλληλος. Και όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε με κάτι που δεν του έδινε καμία χαρά. Μέσα στις επιστολές του ανακάλυψα τότε και μία που έγραψε το 1920, όταν ήταν 17 ετών, προς τον πατέρα του, όπου του έλεγε ότι έφαγε με τους τάδε, οι οποίοι «βέβαια δεν μπορούσαν να καταλάβουν» όλα όσα επιχειρούσε να τους εξηγήσει (προφανώς περί γραμμάτων και τέχνης) αφού (όπως έγραφε) ήταν έμποροι.

Επρόκειτο όμως να ζήσει, όπως έμαθα από τα συρτάρια όπου είχε κλείσει τη ζωή του, και μια νέα τραγωδία ως απόηχο αυτής που είχε ζήσει με τον θάνατο της μητέρας του. Είχε μία σχέση με μια μεγαλύτερή του γυναίκα, όχι ιδιαίτερα όμορφη, όπως κατάλαβα από τις λίγες φωτογραφίες της, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, μορφωμένη και έξυπνη, όπως προέκυπτε από τα σημειώματα που του έστελνε και τα οποία εκείνος τα είχε όλα κρατήσει. Μια μέρα όμως, για άγνωστο λόγο, η γυναίκα αυτή αυτοκτόνησε και ξεψύχησε στα χέρια του πατέρα μου. Νέος κύκλος ενοχών. Διαδοχικά ποιήματα του πατέρα μου γραμμένα στα ιταλικά τα επόμενα τρία χρόνια έδειξαν τη βαθιά θλίψη του, ίσως και τη σταδιακή παραίτησή του. Τρία χρόνια μετά παντρεύεται τη μητέρα μου, την κατά πολύ νεότερη του κόρη του συνεταίρου του και προέδρου της εταιρείας, ο οποίος ξαφνικά είχε πεθάνει. Η επιλογή του ολόσωστη. Σχεδόν μελετημένη. Νομίζω ότι επέλεξε τον άψογο άνθρωπο για να ζήσει με ποιότητα τη ζωή μιας οικογένειας σε ηρεμία και αρμονία, όλα αυτά δηλαδή που είχε στερηθεί. Και να σκεφτεί κανείς ότι τόσα χρόνια μαζί του στο ίδιο σπίτι δεν ήξερα τίποτα για αυτή τη ζωή. Συμπλήρωσα τις πληροφορίες μου με μερικές συζητήσεις με τη μητέρα μου από την οποία έμαθα ότι τα πρώτα χρόνια του γάμου τους της έλεγε καληνύχτα καληνυχτίζοντας παράλληλα και φωναχτά και την πεθαμένη φίλη του. Ενώ για πάρα πολλά χρόνια πήγαινε λουλούδια στον τάφο της. Οι γονείς μου δεν αντάλλαξαν ποτέ κακή κουβέντα ή φωνές. Έκαναν παρέα και έβγαιναν τα βράδια συχνά να φάνε και να χορέψουν έξω. Όταν κάποτε είπα αστειευόμενος στη μητέρα μου ότι μάλλον ο μπαμπάς δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, μου απάντησε ήρεμα και με σιγουριά: «πάντως ζήσαμε μια πολιτισμένη ζωή». Πολλά καλά θα μπορούσα να αναφέρω σε σχέση με τη μητέρα μου, αλλά υπάρχουν δύο σημεία στα οποία επιμένω με θαυμασμό. Πρώτον, όταν πέθανε ο πατέρας μου, συνέχισε να πηγαίνει λουλούδια στον τάφο εκείνης της γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει και δεύτερον, όταν τη ρώτησα γιατί είχε συναινέσει στη πώληση του Ηρακλείου που ήταν το τελευταίο περιουσιακό μας στοιχείο και μάλιστα ήταν προικώο, μου απάντησε ότι δεν είχε πει ποτέ όχι στον πατέρα μου και δεν θα του έλεγε τότε που ήταν γέρος, άρρωστος και σε ανάγκη. Και φυσικά επικροτώ μετά πάθους και τις δύο αυτές στάσεις.

Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο πατέρας μου ο οποίος με είχε βοηθήσει όλη μου τη ζωή με τη στάση του, με την ατμόσφαιρα του σπιτιού μας, με τη μουσική του και τα βιβλία του, με τη ζεστή οικογενειακή ζωή, με τη «χαρούμενη σπατάλη», όπως την αποκαλούσε ο Roberto Rossellini, σπατάλη που μπορεί να μη με βοήθησε οικονομικά αλλά με έκανε πιο δυνατό, αισιόδοξο και ικανό να αντιμετωπίσω τη ζωή με γενναιοδωρία, ήρθε με τον θάνατό του να με βοηθήσει εμμέσως να βρω τον δρόμο μου μέσα από τα αποκαλυπτικά σημειώματά του. Και συχνά σκέφτομαι με λύπη ότι δεν έζησε να με δει (και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα χαιρόταν για λογαριασμό μου) να κάνω μάθημα σε ένα αμφιθέατρο. Θα μπορούσα να πω σχηματικά ότι η μητέρα μου επηρέασε το παιδικό και νεανικό κομμάτι της ζωής μου και ο πατέρας μου εκείνο της ωριμότητας.

Είναι παράδοξο, αλλά κάτι που κρατάω με πολλή αγάπη στη μνήμη μου από τα γηρατειά και την αρρώστια του πατέρα μου είναι ότι μου έδωσε η ζωή την τύχη να τον συντηρήσω οικονομικά. Και αυτό το θεωρώ σημαντικό γιατί είναι μια επιστροφή όσων πήρε κάποιος και μάλιστα μια χειροπιαστή επιστροφή. Ίσως δεν πρόλαβα να δώσω στον πατέρα μου τη χαρά πολυτελών ταξιδιών που ξέρω πως θα ήθελε, μιας και θα του θύμιζαν τη δική του νιότη στην Ευρώπη, μπόρεσα όμως να το κάνω στη μητέρα μου. Θυμάμαι επίσης τους τελευταίους μήνες της ζωής του, όταν είχε οδηγηθεί σε έναν προφανή παλιμπαιδισμό, δεν αναγνώριζε κανέναν και φερόταν σαν μωρό, και εγώ τον συντρόφευα του έκανα παρέα σαν να ήμουν ο μεγαλύτερος. Εκείνος ένιωθε παιδί και εγώ ένιωθα μεγάλος. Αυτό μου έδωσε μια αίσθηση ολοκλήρωσης, μια αίσθηση ενός κύκλου που κλείνει. Και αυτή πιθανόν η αίσθηση με οδήγησε να κάνω και τη σημαντική αλλαγή της ζωής μου, αφού αυτός ο κύκλος πράγματι έκλεινε και έπρεπε εγώ να ανοίξω έναν άλλον.

Ούτε όμως η ζωή της μητέρας μου ήταν ρόδινη στα παιδικά της χρόνια, διότι έχασε (και αυτή) τη μητέρα της σε τρυφερή ηλικία, σπούδασε (και αυτή) εσωτερική σε σχολείο καλογραιών στην Τήνο, μεγάλωσε με τη φροντίδα μιας καλής αλλά αυστηρής θείας που φρόντισε να της διδάξει όσα έπρεπε να ξέρει ένα καλό κορίτσι αστικής τάξης, δηλαδή γαλλικά, πιάνο, διοίκηση οικιακής οικονομίας μαζί με όλα τα κοινωνικά «πρέπει» της εποχής εκείνης. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό το πρέπει, «πρέπει» ως κοινωνική συμπεριφορά, «πρέπει» ως ευγένεια, εν μέρει μας το μετέδωσε, εν μέρει αντιδράσαμε. Αυτό το «πρέπει» κατά κάποιο τρόπο τη βάρυνε στη ζωή της χωρίς ίσως να το συνειδητοποιήσει. «Πρέπει» να είναι καλή σύζυγος, «πρέπει» να δέχεται τους άλλους, «πρέπει» να έχει ανοχή κλπ. Είναι χαρακτηριστική μια σκηνή της παιδικής της ηλικίας που μου την έχει διηγηθεί και τη σκέφτομαι με μεγάλο πόνο. Για πρώτη φορά επρόκειτο να πάει σε ένα χορό. Της έραψαν ένα εκπληκτικό φόρεμα. Αλλά την τελευταία στιγμή η πιο μεγάλη θεία, ανάμεσα από πολλά αδέλφια του πατέρα της, αρρώστησε, και της είπαν ότι αφού η θεία είναι άρρωστη δεν θα πας στο χορό. Δεν αντέδρασε, πέρασε όλο το βράδυ κλαίγοντας μπροστά στο κρεμασμένο καινούργιο της φόρεμα, το οποίο ουδέποτε φόρεσε. Αυτός ο χαρακτήρας ο μαλακός, ή μάλλον όχι ο μαλακός αλλά που εξαναγκάζεται να είναι μαλακός, την πίεσε όλη της τη ζωή, χωρίς όμως ποτέ να εκδηλώσει μία σχετική δυσφορία. Αγαπούσε πολύ τον πατέρα της, ο οποίος όμως πέθανε και αυτός ξαφνικά (μάλλον από ένα ιατρικό λάθος), όταν ήταν εκείνη δεκαεννέα ετών. Δεν πρόλαβε λοιπόν να καταλάβει για πότε βρέθηκε παντρεμένη με τον πρώτο άντρα της ζωής της και μοναδικό υποθέτω, ο οποίος την περνούσε περί τα δεκατέσσερα χρόνια και ήταν συνεταίρος του πατέρα της. Όλα όσα είχε μάθει -να είναι καλή μάνα, καλή σύζυγος, καλή νοικοκυρά- τα εφάρμοσε κατά γράμμα. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου έκανε εντύπωση ότι άρχισε να λέει διάφορα ακαταλαβίστικα και υπερβολικά πράγματα, του τύπου «θέλω να γίνω εθελόντρια στην Αφρική, ή να πάω στη μητέρα Τερέζα» κλπ. Πιστεύω λοιπόν πως ήταν μια γυναίκα με πολύ δυνατή προσωπικότητα που αναγκάστηκε λόγω των ρόλων εκείνης της εποχής να την υποβαθμίσει και να ζήσει, όπως έλεγε η ίδια, πολύ πολιτισμένα τη ζωή μιας μητέρας και μιας συζύγου, πράγμα βέβαια καθόλου ευκαταφρόνητο. Η καλή αλλά πονεμένη παιδική ηλικία μαζί με τη στέρηση των γονιών και την καλή αλλά αυστηρή θρησκευτική ανατροφή πρέπει να ήταν κάτι που μοιράστηκαν συναισθηματικά οι γονείς μου.

Ο πατέρας μου κατά τα χρόνια της εργένικης ζωής του στις διάφορες χώρες της Ευρώπης είχε μια πολύ έντονη ζωή με γλέντια και με γυναίκες, «ελαφρές», όπως τις αποκαλούσαν τότε, ακολουθώντας σε αυτό τις συνήθειες των περισσότερων αντρών της γενιάς του. Κατά ένα περίεργο όμως τρόπο, σαν να γύρισε ένα κουμπί, όταν έγινε οικογενειάρχης έπαιξε τον ρόλο του όσο γινόταν καλύτερα προσφέροντας στην οικογένεια μια πολύ μεγάλη χαρά, ηρεμία και αφθονία αγαθών και πιστεύω ότι από κει που ήταν ένας playboy ας το πούμε έτσι, έγινε ένας πολύ συνετός οικογενειάρχης. Θυμάμαι το ωράριό του. Ήταν τόσο ακριβές που δεν θα είχε χρόνο να κάνει τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι ποτέ να πήγε σε καφενείο ή να κάνει παρέα με άλλους. Μιάμιση το μεσημέρι ακούγαμε τα βήματά του που ανέβαιναν όπως πάντα γρήγορα τις σκάλες (μέναμε στον πρώτο όροφο). Ερχόταν κατευθείαν από το γραφείο του που ήταν στην οδό Σταδίου 4, στο Μετοχικό, με τα πόδια, συνήθως διαβάζοντας εφημερίδα στον δρόμο. Όταν ήμασταν στο Ηράκλειο τα καλοκαίρια ακριβώς 9 το βράδυ βλέπαμε το φώτα του αυτοκινήτου του να φωτίζουν την αυλόπορτα του κήπου. Και έτσι πήγε όλη του η ζωή. Δεν ήθελε πια να πάει κανένα ταξίδι. Είχε βαρεθεί το εξωτερικό. Τον γοήτευε η ρουτίνα Αθήνα - Ηράκλειο, Ηράκλειο - Αθήνα και μερικές εκδρομές με παρέες που θα έλεγα ότι και αυτές είχαν μια σχετική μονοτονία.

Αγαπούσε πολύ τις αρχαιότητες. Αγάπη που κληρονόμησα χωρίς αμφιβολία. Όλοι οι Αμερικανοί της General Motors από το Detroit (ψιλοαγράμματοι κατά τεκμήριο) ξεναγήθηκαν από τον πατέρα μου στους Δελφούς, στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο και την Ολυμπία, με άκρως εντυπωσιακές και θεατρικές παρουσιάσεις. Από μικρός είχα ακούσει άπειρες τέτοιες ξεναγήσεις, έτσι ώστε κατέληξα να τις κάνω και εγώ στους συμμαθητές μου στη διάρκεια των σχολικών εκδρομών παίζοντας λίγο τον ρόλο του πατέρα μου. Πρέπει να έχω πάει δεκάδες φορές στους Δελφούς, στις Μυκήνες και στην Επίδαυρο και εκατοντάδες φορές στο Ναύπλιο, προσφιλή προορισμό για πολλά σαββατοκύριακα. Εκεί καταλύαμε αρχικά στον «Αμφιτρύωνα», ξενοδοχείο που υπάρχει ακόμα, και μετά, και για πολλά χρόνια, στο Μπούρτζι, μαγικό μέρος για ένα παιδί, το κάστρο των δημίων που είναι μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου και το οποίο τότε ήταν ξενοδοχείο ιδιοκτησίας, μάλλον εκμεταλλεύσεως, ενός κυρίου, που λεγόταν Κωστούρος. Ποτέ δεν βαρέθηκα το Μπούρτζι ή το Ναύπλιο και ποτέ δεν βαρέθηκα τα αρχαία. Ακόμα και σήμερα χαίρομαι να πηγαίνω. Και μιμούμενος τον πατρικό ρόλο συνόδευσα και ξενάγησα πολλούς μαθητές μου των φωτογραφικών τμημάτων μου. Δεν θυμάμαι λοιπόν να έχουμε οργώσει όλη την Ελλάδα, αλλά είχαμε κυριολεκτικά οργώσει τις βασικές περιοχές όπου υπήρχαν αρχαία. Ο πατέρας μου λόγω του ότι είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων είχε συνεχώς στη διάθεσή του ωραία αμερικάνικα αυτοκίνητα συνήθως μάλιστα με την πινακίδα «Δοκιμή», δηλαδή στο όνομα της εταιρίας.

Έχοντας προσδιορίσει ότι κατά την πεποίθησή μου ο πατέρας μου δεν είχε ούτε γυναίκες ούτε έπαιζε ποτέ χαρτιά ούτε είχε ποτέ παρέες, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πού χάθηκε η μεγάλη ακίνητη οικογενειακή περιουσία, περιουσία που προερχόταν κυρίως από την μητρική πλευρά και συμπλήρωνε τον πάντοτε μεγάλο μισθό του. Πιστεύω ότι χάθηκε σε μικροπράματα. Άλλωστε αυτήν την πολιτική ακολουθώ και εγώ. «Χαρούμενη σπατάλη». Χάθηκε επειδή ο πατέρας μου έκανε μια ζωή πλούσιου χωρίς να είναι πλούσιος. Ας αναφερθώ σε μερικά παραδείγματα. Αν δεν του άρεσε το χρώμα του χώματος στο Παλιό Ηράκλειο και αισθητικά θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι πιο κόκκινο για να ταιριάζει με τα λουλούδια που το περιβάλανε, παράγγελνε πολλά φορτηγά με κοκκινόχωμα που επί μέρες το έστρωνε μία μπουλντόζα. Η περιοχή στο Ηράκλειο ήταν ξερή, ο πατέρας μου όμως ήθελε άνθη και δένδρα, και τότε ερχόντουσαν βυτία με τα οποία ποτίζαμε τα δέντρα του κήπου. Ας σημειωθεί ότι στη θέση των φυτών και του κόκκινου χώματος σήμερα έχουν αναγερθεί δύο τεράστιες άσχημες πολυκατοικίες (εννοείται όχι δικής μου ιδιοκτησίας). Ο Βασιλόπουλος από απλός μπακάλης πρέπει να έγινε μέγας και πολύς από την τσέπη του πατέρα μου. Το ίδιο συνέβη άλλωστε με το πρώτο δισκάδικο στην Αθήνα (του Ορφανίδη στην πλατεία Κολοκοτρώνη), από το οποίο κάθε Σάββατο αγόραζε πολλούς δίσκους κλασικής μουσικής για να τους ακούει την Κυριακή και να επιστρέφει τη Δευτέρα τις εκτελέσεις που δεν του άρεσαν. Και το ίδιο με ένα καλό βιβλιοδετείο της οδού Φιλελλήνων, αφού όλα τα βιβλία του ήταν δεμένα με δέρμα και με χρυσά γράμματα και το μονόγραμμά του στη ράχη. Όλα αυτά δημιουργούν δαπάνες που μόνο μια εύπορη οικογένεια μπορεί να αντιμετωπίσει και όχι μια απλή μεσοαστική οικογένεια όπως ήμασταν εμείς, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να εκποιείται όλο το δυναμικό των ακινήτων που υπήρχαν. Δεν τον κακολογώ ούτε τον κατηγορώ, και μπορώ να πω ότι από μια πλευρά μου έκανε καλό ότι την κρίσιμη στιγμή της εφηβείας βρέθηκα άφραγκος και χρειάστηκε να κάνω ό,τι πρέπει για να επιβιώσω μόνος μου. Και μου έδωσε τη χαρά να τον βοηθήσω στα γεράματα, αλλά και από την άλλη μεριά με έκανε να μην αισθάνομαι στερημένος.

Ακόμα και στην ανιαρή περίοδο της δικηγορίας μπορώ να πω ότι έζησα εικόνες παραμυθιού και ξεπέρασα αναστολές και ικανοποίησα επιθυμίες που αλλιώς θα τις είχα βρει εμπόδια στη συνέχεια. Έτσι πολλά πράγματα που για άλλους είναι όνειρα εγώ τα έχω κάνει και τα έχω με κάποιο τρόπο ξεπεράσει. Ταξίδεψα πολύ και μου φτάνει. Έπαιξα για λίγο την εποχή του Scott Fitzgerald μιμούμενος ρόλους των πλουσίων του μεσοπολέμου. Κατέλυσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και έφαγα σε διάσημα εστιατόρια. Άφησα το αυτοκίνητό μου στον γκρουμ για να το πάει στο γκαράζ και κατέβηκα έχοντας πιει σαμπάνια και καπνίζοντας (με πνίξιμο και βήχα βέβαια) το πούρο μου. Αυτά τα παιχνίδια είναι για λίγο, τα ξεπερνάς, δεν τα έχεις ανάγκη, αλλά αρκεί ότι τα έχεις κάνει. Και έτσι δεν νιώθεις καμία στέρηση, δεν τα επιδιώκεις πλέον. Και όσο πιο γρήγορα τα κάνεις, τόσο πιο ελεύθερος είσαι να πας σε πιο ουσιαστικές επιλογές. Δεν νομίζω ότι αξίζει κανείς να ασχοληθεί περισσότερο με τα μεγάλα εστιατόρια από ένα μήνα. Μετά διαπιστώνεις ότι έχουν μια θλίψη, μια μονοτονία και μια ανόητη εκζήτηση γύρω από θέματα πολύ απλά όπως είναι το φαγητό. Αλλά κάποια στιγμή θες να παίξεις τα μεγάλα εστιατόρια, θες να παίξεις τα μεγάλα ξενοδοχεία. Αν έχεις τη δυνατότητα να το κάνεις καλό είναι, κάτι θα φύγει από πάνω σου και μια στέρηση θα έχεις λιγότερο στα μεγάλα σου χρόνια. Αυτά όμως τα ταξίδια μου δώσανε και κάτι ανεκτίμητο. Τη χαρά να έρθω σε επαφή πολλές φορές με τη μεγάλη τέχνη και να δω αρκετές φορές τα μουσεία της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, της Βιέννης, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, αλλά και χάρη στην εξαιρετική διδασκαλία ενός αμερικανού φίλου, του Bill Reid, που μου δίδαξε σε ιδιαίτερα μαθήματα ιστορία τέχνης, να γνωρίσω από κοντά κομμάτια που ένας κοινός τουρίστας δεν κάνει τον κόπο να γνωρίσει και ανάμεσα σ’ αυτά κυρίως όλες τις προϊστορικές σπηλιές της Ισπανίας και της Γαλλίας και τα περισσότερα μνημεία της ρωμανικής τέχνης που βρίσκονται πάλι στις ίδιες περιοχές. Παράλληλα όμως αναζήτησα όπου και αν πήγα τα μεμονωμένα έργα τέχνης που είναι πολλές φορές πολύ σημαντικά και βρίσκονται έξω από τα μουσεία, στην τραπεζαρία ενός μοναστηριού ή στην σακριστία μιας εκκλησίας χαμένης μέσα στην επαρχία και όλα αυτά μου δώσανε πολλή χαρά και μου δίνουν ακόμη.

Η φιλοσοφία μου ήταν πάντοτε ότι βεβαίως είναι τραγικό να γερνάς φτωχός, αλλά είναι άλλο τόσο τραγικό να περάσεις μια ζωή στερημένος σκεπτόμενος ότι πάση θυσία δεν πρέπει να γεράσεις φτωχός. Στο κάτω-κάτω με απασχολεί πολύ πιο πολύ εάν θα δω τον ήλιο την αυριανή μέρα και φοβάμαι πολύ πιο πολύ το άμεσο μέλλον από το απώτερο. Και έτσι, μετά από τα ερωτικά, τα οικογενειακά και τα οικονομικά, φτάσαμε αναπόφευκτα στο πρόβλημα του θανάτου. Η σχέση μου με το θάνατο είναι παράξενη. Δεν είναι μόνο σχέση φόβου, αλλά και σχέση έλξης. Ο θάνατος με απασχολεί. Αυτό είναι ίσως το ζουμί. Με τρομάζει ίσως η ιδέα της οριστικότητας του θανάτου. Αν και πρέπει να ομολογήσω ότι αν ο θάνατος είναι το πραγματικά οριστικό τέλος, τότε ίσως να μοιάζει με τη νάρκωση που έχω υποστεί τρεις φορές στη ζωή μου μέχρι σήμερα και πρέπει να πω ότι μου άρεσε. Αυτό το βύθισμα, το αργό και σταθερό βύθισμα και ύστερα το τίποτα. Εάν πάλι ο θάνατος είναι μια νέα αρχή, τότε μ’ αρέσει ακόμα περισσότερο. Με την έννοια θάνατο πιο πολύ ανατρέχω στον χωρισμό. Τον χωρισμό από ανθρώπους που αγαπάω. Είχα πάντα ένα κόλλημα με τους ανθρώπους, με την έννοια του κολλάω και δεν ξεκολλάω. Με οτιδήποτε ζωντανό και ποτέ με κάτι νεκρό. Με τα πράγματα ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη σχέση. Μπορούσα να αλλάζω σπίτια, αντικείμενα, να πουλάω, να πετάω. Δεν δένομαι με τα πράγματα. Με τους ανθρώπους όμως απελπιστικά. Όταν ήμουν φοιτητής στο Παρίσι, έβλεπα τα ωραία σπίτια, τα μεγάλα, τα λεγόμενα hôtels particuliers στο καλό διαμέρισμα του Παρισιού, το δέκατο έκτο, και ονειρευόμουνα ότι θα ήθελα να έχω ένα από αυτά και να βάζω να κατοικούν στα δωμάτιά του όλοι οι άνθρωποι της ζωής μου. Ο Fellini τα έδειξε όλα αυτά στην ταινία του, που αποτελεί σχεδόν προσωπική μου αφήγηση, το «8 ½». Δεν ήθελα ποτέ να αποχωρίζομαι ούτε συζύγους, ούτε φίλες, ούτε συγγενείς, ούτε γνωστούς. Ο θάνατος για μένα είναι αυτή η στέρηση των ανθρώπων. Είναι ο δικός τους θάνατος και όχι τόσο ο δικός μου. Το είχα πάντοτε ως αίσθηση αλλά το ένοιωσα πολύ δυνατά όταν έχασα τον πατέρα μου. Θυμάμαι ότι δεν συνειδητοποίησα καλά-καλά τη στιγμή του θανάτου του. Είχε γυάλινα μάτια από το εγκεφαλικό, δεν τόλμησα να τον φιλήσω, βγήκα από το δωμάτιο, άφησα μόνη την μητέρα μου και άρχισα να ασχολούμαι με τα πρακτικά. Τον είχαμε σε ένα πολύ μικρό και συμπαθητικό γηροκομείο που κρατούσε μια κυρία με την οικογένειά της. Βγήκα από το δωμάτιο και κοίταξα όλα τα άλλα γεροντάκια τα οποία παρέμεναν σιωπηλά και φοβισμένα γιατί ο θάνατος τους αφορούσε. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να ασχοληθώ με το φέρετρο. Αμέσως βρέθηκε ένα γραφείο κηδειών -τους ειδοποίησε προφανώς το γηροκομείο- και ο ιδιοκτήτης του γραφείου με έβαλε στην έκθεση των φερέτρων να διαλέξω. Από συνήθεια του είπα ότι προτιμώ πάντα το απλούστερο, εκείνος με προέτρεψε να πάρω ένα πιο πλουμιστό, δεν υπέκυψα, ήθελα το απλούστερο. Ύστερα παρηγόρησα την αδελφή μου, ύστερα ενημέρωσα μερικούς φίλους. Το γεγονός του θανάτου το είχα ίσως απωθήσει. Στην κηδεία ήμουνα μάλλον ψύχραιμος. Το μόνο που με τάραξε ήταν η εικόνα της μητέρας μου να κλαίει, όταν τον έβαζαν στον τάφο. Το κλάμα πάντα με ταράζει είναι πολύ εύκολο εργαλείο για να ασκήσει κανείς πίεση πάνω μου, δεν αντέχω το κλάμα των άλλων. Αντίθετα το δικό μου με ανακουφίζει και το αποζητώ. Δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά τη μητέρα μου να κλαίει, αλλά εκείνη τη σύντομη στιγμή με τάραξε. Και πάλι όμως συνήλθα. Και ξαφνικά ύστερα από λίγες μέρες βρισκόμουνα με τη μητέρα μου στο σπίτι της και της έκανα παρέα και ακούγαμε στην τηλεόραση το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms. Τότε ξαφνικά, πολύ έντονα, συνειδητοποίησα πως δεν θα ξαναδώ ποτέ τον πατέρα μου. Αυτή ήταν ίσως και η στιγμή που ένοιωσα πιο πολύ τον θάνατό του. Για μένα λοιπόν ο θάνατος είναι αυτό, αυτό το οριστικό.

Ο θάνατος λοιπόν παραμένει η μεγάλη απειλή και το μεγάλο ερωτηματικό. Πολλές φορές λέω ότι αν χαίρομαι τη ζωή μου ή στον βαθμό που τη χαίρομαι, τη χαίρομαι λόγω του τρόμου του θανάτου. Και αν κάνω πράγματα και ίσως πιο πολλά απ’ ότι θα περίμενε κανείς, τα κάνω σαν μια αγωνία για να γεμίσω αυτό το κενό που υπάρχει ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο. Κλαίω από χαρά ή κλαίω από λύπη, κάθε φορά που κάπου εμφιλοχωρεί ο θάνατος. Άρα ο θάνατος για μένα δεν είναι κάτι αρνητικό, το λέω με σιγουριά. Ο θάνατος είναι κάτι που με στηρίζει αλλά θα περιμένω την τελευταία στιγμή, την τελευταία στιγμή των αγαπητών μου προσώπων, την τελευταία στιγμή τη δική μου, για να μπορέσω να νιώσω πραγματικά ποια είναι η σχέση μου με τον θάνατο. Σίγουρα πάντως είναι σ’ ένα βαθμό σχέση ζωής. Τη φωτογραφία την οφείλω στον θάνατο. Τις φιλίες μου τις οφείλω στον θάνατο. Αισθάνομαι δηλαδή ότι η έννοια του επικείμενου και άγνωστου χρονικά τέλους καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μου εμμέσως και υπογείως.

Η σχέση μου με τις τέχνες οφείλεται και αυτή εν μέρει στη σχέση μου με τον θάνατο. Φαίνεται πως από μικρός ίσως και λόγω του περιβάλλοντος αλλά μάλλον λόγω της δικής μου έλξης, είχα μια έλξη για το αφηρημένο της τέχνης. Νομίζω ότι δεν είχα κανένα ταλέντο. Ίσως δεν είχα και επιμονή. Αισθάνομαι ότι μπορώ να πω πως έχω μια ευφυΐα, όχι συγκλονιστική, αλλά πάνω από τον μέσο όρο, πως έχω μια ικανότητα στην οργάνωση και τη σύνθεση πάνω από τον μέσο όρο, και πως είμαι επίσης κακομαθημένος πάνω από τον μέσο όρο. Αυτή η έννοια του κακομαθημένου και του εγωιστή, μια έννοια που προκύπτει και μέσα από τον τρόπο που συναναστρέφομαι τον κόσμο, μπορεί πολλές φορές να είναι και γόνιμη. Έχω συχνά σκεφτεί πως οι εγωιστές φίλοι, οι εγωιστές γονείς, και βέβαια όταν λέω εγωιστές δεν εννοώ ούτε απάνθρωποι, ούτε αγενείς, ούτε σκληροί, πάντως εκείνοι οι οποίοι βάζουν τις ανάγκες τους σε πρώτη σειρά, είναι πιο σωστοί από τους άλλους που νομίζουν πως βάζουν τις ανάγκες των τρίτων σε πρώτη σειρά. Ο πατέρας μου ήταν ένας καλός εγωιστής πατέρας. Εάν περάσαμε καλά μαζί του, εάν μας ανάθρεψε καλά, δεν το έκανε για το χατίρι μας, το έκανε για το χατίρι του. Ήταν φανερό. Άλλωστε γι’ αυτό ποτέ δεν μας είπε, «κουράστηκα για σας, θυσιάστηκα για σας», ή οτιδήποτε τέτοιο, και η ίδια η ζωή του δεν το έδειξε. Περάσαμε καλά μαζί του γιατί ό,τι έκανε το έκανε γιατί περνούσε και αυτός καλά μαζί μας. Κι αυτό δεν μας άφησε βάρος. Εγώ χάρηκα που ο πατέρας μου δεν στερήθηκε για να περάσει καλά, και μαζί του περάσαμε όλοι καλά, από το να ήξερα ότι έχει θυσιαστεί, ότι έχει στερηθεί για το δικό μας το χατίρι, κάτι που θα με γέμιζε τύψεις πολύ περισσότερες από εκείνες που έτσι κι αλλιώς έχω εκ χαρακτήρος. Αυτή λοιπόν η αλαζονεία μου, ο εγωισμός μου με έκανε να αποβάλω οτιδήποτε δεν μου έδινε χαρά και αντιθέτως να αναζητώ οτιδήποτε μου την έδινε.

Στην προσπάθειά μου να περνάω καλά, κατάλαβα από νωρίς ότι η τέχνη έπαιζε ένα μεγάλο ρόλο. Για τους λόγους που ήδη ανέφερα είχα μία καλή και σχεδόν καθημερινή επαφή με την κλασική μουσική. Η σχέση μου με την κλασική μουσική όπως και η σχέση μου με όλες τις τέχνες δεν ήταν ποτέ εγκεφαλική ή διανοουμενίστικη. Ήταν πάντοτε σχέση ηδονής. Δεν κοίταζα να διαβάζω γι’ αυτά, δεν κοίταζα να μαθαίνω. Κοίταζα να απολαμβάνω. Μπορεί να ακούγεται εύκολη αυτή η προσέγγιση, μπορεί κάποιος να την καταδικάσει ως επιφανειακή, εντούτοις ήταν μια σχέση για μένα πιο ουσιαστική από την έννοια της μόρφωσης γύρω από την τέχνη. Για μένα η τέχνη ήταν πάντοτε απόλαυση. Επιδίωκα τη μόρφωση για να αυξήσω την απόλαυση.

Η σχέση μου με τον κινηματογράφο ήταν ακόμα πιο στενή. Ξεκίνησε από πολύ παιδικά χρόνια. Ίσως οι πρώτες ταινίες που είδα ήταν μία από τις ακόλουθες δύο. Ή η Χιονάτη ή η Αλίκη (του Disney, όχι η Βουγιουκλάκη). Και ήταν σίγουρα στο σινεμά Ρεξ της Πανεπιστημίου. Πλάι στο θρυλικό Σινεάκ όπου πηγαίναμε σχεδόν κάθε βδομάδα. Μαζί με την αδελφή μου πρέπει να είδαμε και όλα τα αμερικάνικα μιούζικαλ της δεκαετίας του 1950. Στο Παλιό Ηράκλειο τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε κινηματογράφος. Είχαμε όμως πολύ κοντά μια Σχολή Χωροφυλακής, πρώην καθολικό μοναστήρι, μετέπειτα τρελοκομείο. Όταν όμως ήταν η Χωροφυλακή, ερχόταν κάθε βδομάδα ένας πλανόδιος σινεματζής ο οποίος έστηνε ένα πανί και έπαιζε διάφορες ταινίες. Εμείς καθισμένοι στο χαλίκι ή στο χώμα παρακολουθούσαμε. Όταν έγιναν τα καλοκαιρινά σινεμά και στη Μαγκουφάνα και στο Ηράκλειο και στο Μαρούσι τρέχαμε να παρακολουθήσουμε σχεδόν οτιδήποτε. Με τον Παντελή τον Βούλγαρη βρεθήκαμε σχεδόν κρεμασμένοι στο τοιχίο έξω από το σινεμά της Μαγκουφάνας να κοιτάμε ταινίες από μακριά. Δεν μου αρκούσαν όμως οι ταινίες στον κινηματογράφο και έτσι πολύ νωρίς γράφτηκα διαδοχικά και παράλληλα και στις δύο κινηματογραφικές λέσχες. Στην περιπέτεια αυτή μου έκανε παρέα ένας φίλος και συμμαθητής μου. Ήμασταν γραμμένοι στη λέσχη των αδελφών Μητροπούλου στο Άστυ και αργότερα στη λέσχη Μπακογιαννόπουλου – Κούνδουρου, του Ρούσου Κούνδουρου, που έκανε παραστάσεις στο Ρόδον. Οι προβολές της λέσχης ήταν Κυριακή πρωί. Σχεδόν ποτέ δεν έχανα παράσταση. Υπήρχε ένα πρόβλημα διότι έπρεπε να παρακολουθώ με την οικογένεια και την Κυριακάτικη Λειτουργία, θεσμός στην οικογένειά μας για χρόνια, βλέπετε οι καθολικοί τηρούσαν υποχρεωτικά ορισμένα πράγματα που είχαν μπει στην κουλτούρα τους, όπως το ότι δεν τρώγαμε κρέας την Παρασκευή και ότι πηγαίναμε την Κυριακή στην εκκλησία. Τώρα πλέον έχουν όλα αυτά ατονήσει, τότε όμως ίσχυαν σχεδόν μηχανιστικά. Έπρεπε λοιπόν να γίνει η λειτουργία και βεβαίως έπρεπε μετά να γίνει και η καθιερωμένη συνάντηση, το καθιερωμένο κυριακάτικο γεύμα, ακόμα και τον χειμώνα, στο Παλιό Ηράκλειο. Πολλές φορές έτυχε να πάω μόνος μου με το λεωφορείο αφού είχε προηγηθεί η προβολή της λέσχης. Τότε είδα αναρίθμητες ταινίες. Θυμάμαι μάλιστα ότι ή ο Μπακογιαννόπουλος, ή ίσως ο μακαρίτης ο Ρούσος ο Κούνδουρος, μας είχε αποκαλέσει «οι Λολίτες της λέσχης». Ήμασταν οι μικρότεροι στην ηλικία και παρακολουθούσαμε όλες τις ταινίες δύσκολων σκηνοθετών. Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίναμε λιγότερο από τα μισά, αλλά είχα πάντοτε αυτή την αίσθηση του σεβασμού απέναντι στα έργα της τέχνης, δεν ήμουν από εκείνους που εύκολα τα απορρίπτουν, αντιθέτως όλα με γοήτευαν και πολλά που δεν καταλάβαινα καθόλου και που με κούραζαν αισθανόμουν ότι είχανε κάτι που απλώς εγώ δεν καταλάβαινα. Μπορώ να πω λοιπόν ότι το σινεμά το ξέρω. Το ξέρω πια πρακτικά, το ξέρω από ώσμωση, καταλαβαίνω τη γλώσσα του.

Με το θέατρο είχα πολύ δύσκολη σχέση. Θυμάμαι ότι η πρώτη μου παράσταση (μάλλον) ήταν το Αυγουστιάτικο φεγγάρι με τον Διαμαντόπουλο στο Θέατρο του Κουν. Το Θέατρο Τέχνης μου έδωσε τις πιο γοητευτικές παραστάσεις. Θυμάμαι ακόμα τι ωραία που ήταν όταν έσβηναν τα φώτα προτού ξεκινήσει η παράσταση. Υπήρχαν λίγα δευτερόλεπτα απόλυτου σκοταδιού, και απόλυτης σιωπής. Αυτά τα δευτερόλεπτα μαζί με το άναμμα των φώτων ήταν για μένα η μεγαλύτερη γοητεία. Έβλεπα σχεδόν όλες τις παραστάσεις του Κουν και πολλές του Εθνικού, σχεδόν καμία άλλου θιάσου και επίσης όλες τις παραστάσεις στο Ηρώδειο το καλοκαίρι. Εκεί είδα και τις πιο βαρετές ερμηνείες αρχαίας τραγωδίας από ηθοποιούς βαρύγδουπους όπως ο Κωτσόπουλος ή ο Καλλέργης, παρόλα αυτά πάντοτε με γοήτευε ο χώρος, η σκηνή, μόλις όμως μεγάλωσα διαπίστωσα ότι δεν αγαπάω το θέατρο. Και αυτό το διαπίστωσα γιατί δεν άντεχα τις κακές παραστάσεις. Στο σινεμά άντεχα και τις κακές ταινίες. Ουδέποτε έφυγα από κινηματογραφική προβολή έστω και αν η ταινία μού φαινόταν απαίσια. Οι κακές θεατρικές παραστάσεις μού φαινόντουσαν βαρετές και αφόρητες. Αποφάσισα λοιπόν για να μην υποβάλλω τον εαυτό μου σε τέτοια βάσανα να πηγαίνω μόνο σε παραστάσεις που κάποιος θα μου έλεγε ότι είναι πολύ σπουδαίες. Και βεβαίως κάποιος του οποίου τη γνώμη θα σεβόμουν ιδιαιτέρως. Έτσι έχει συμβεί τώρα που μιλάω να μην έχω πάει στο θέατρο τα (πολλά) τελευταία χρόνια. Και μερικές σπουδαίες παραστάσεις που είδα στο εξωτερικό δεν αρκούν για να με κάνουν γνώστη και ρέκτη του θεάτρου.

Στον χώρο της λογοτεχνίας και της ποίησης θα δηλώσω πάλι τρομακτικές ελλείψεις και αδυναμίες. Η αίσθηση του θανάτου που περιέγραψα πριν, ο περιορισμός του χρόνου της ζωής μας, με έκανε να αναζητώ μόνο τα πολύ μεγάλα και σημαντικά έργα της λογοτεχνίας. Κι όταν διάβαζα κάποιον συγγραφέα που μου άρεσε προσπαθούσα να εξαντλήσω και το τελευταίο κομμάτι που είχε γράψει. Έτσι συνέβη με τον Ντοστογιέφσκι, με τον Proust, έτσι συνέβη με την Yourcenar, με τον Robert Louis Stevenson και με λίγους ακόμη. Αισθάνομαι ότι μου λείπουν κολοσσιαία κομμάτια της λογοτεχνικής παραγωγής από την ιστορία της ανθρωπότητας, έχω διαβάσει λίγο από τους αρχαίους συγγραφείς που θα έπρεπε να με απασχολήσουν πολύ περισσότερο, έχω διαβάσει ελάχιστα τον Δάντη και λίγο τον Βιργίλιο και όλα αυτά αισθάνομαι ότι με περιμένουν κάπου και πως πρέπει οπωσδήποτε να τα γνωρίσω περισσότερο. Και γι’ αυτό τώρα πια που είμαι σε μια ηλικία που δεν διαβάζει κανείς τόσο εύκολα (τα νεανικά χρόνια είναι τα χρόνια των βιβλίων και γι’ αυτό δεν πρέπει να τα χάνει κανείς), εάν έχω χρόνο να κλέψω για τη λογοτεχνία, θα ήθελα να τον κλέψω για πολύ σπουδαία κείμενα που δεν θα ήθελα να πεθάνω χωρίς να τα γνωρίσω. Έτσι όλη την τρέχουσα λογοτεχνία που δεν αμφιβάλλω πως θα είναι καλή, εγχώρια ή αλλοδαπή, τους διάφορους Νοτιαμερικανούς, Αφρικανούς ή Ασιάτες συγγραφείς, ενώ είμαι σίγουρος πως θα έχουν αξία, δεν έχω την πολυτέλεια να τους γνωρίσω.

Ο χορός ήταν μια τέχνη που γνώρισα καλά αφού με αυτόν ασχολιόταν η πρώτη μου σύζυγος και εγώ δεν μπορούσα φυσικά να μείνω πίσω. Είχα πάντοτε ένα είδος παιδικής αντιζηλίας. Τουλάχιστον τότε. Και δεν μπορούσα να μένω πίσω. Τώρα έχω ηρεμήσει, και δεν με πειράζει να αισθάνομαι ότι κάποιος γύρω μου ασχολείται με κάτι πολύ κι εγώ δεν το γνωρίζω καθόλου. Τότε διάβαζα για χορό, παρακολούθησα πάρα πολλές παραστάσεις, στην Ελλάδα, στην Γαλλία στο Ηρώδειο, στην Αμερική, σε βίντεο, σε σινεμά, και ήμουν αρκετά ενημερωμένος. Σε σημείο που κάποτε είχα γνώμη και για τα πράγματα του χορού στη χώρα μας μια και ήμουν άτυπα γραμματέας του σωματείου χορού και ρυθμικής, θέση που τυπικά κατείχε η γυναίκα μου αλλά ουσιαστικά ασκούσα εγώ με πολύ ενθουσιασμό και πάθος. Έτσι μπορώ να πω ότι μετά τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ο χορός είναι η τέχνη που λίγο περισσότερο και με μεγαλύτερη ασφάλεια μπορώ να κρίνω.

Η ζωγραφική (ίσως λίγο λιγότερο η γλυπτική) υπήρξε πάντα ένα πάθος μου και είναι ακόμα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι τη γνωρίζω καλά. Και δεν αισθάνομαι ικανός κριτής της. Τα μαθήματα ιστορίας τέχνης που έκανα με τον φίλο μου Bill Reid με βοήθησαν πάρα πολύ στο να προσεγγίσω με γνώση και ενδιαφέρον τόσο τη ζωγραφική όσο και τη γλυπτική. Η πρώτη μου επαφή ίσως να ήταν μέσω της αρχαίας γλυπτικής και των επισκέψεων που ανέφερα και πιο πάνω στους αρχαίους χώρους με τον πατέρα μου, η δεύτερη επαφή ήταν με δύο αλλεπάλληλα ταξίδια σε ηλικία 17-18 ετών στη Φλωρεντία, στη Ρώμη και στο Παρίσι με οργανωμένο γκρουπ νέων, όπου όμως οι ερωτικές περιπέτειες με τις συνταξιδιώτισσες ήταν πολύ πιο σημαντικές από τα μουσεία από τα οποία ελάχιστα πράγματα θυμάμαι, ενώ αντιθέτως η επαφή μου με την τέχνη και τα μουσεία στα ταξίδια που έκανα στη δεκαετία 1970 μέχρι τις αρχές του 1980 ήταν πάρα πολύ σοβαρή, μεθοδική και ευλαβική. Εντούτοις, δεν αισθάνομαι ότι γνωρίζω ζωγραφική, δεν αισθάνομαι ότι το κριτήριό μου στη ζωγραφική είναι ασφαλές. Αφήνομαι περισσότερο στη γενική μου περί τέχνης αίσθηση, αλλά με σεβασμό ακούω τις γνώμες των ειδικών, όπως άλλωστε το κάνω και στη μουσική, τέχνη που αγαπάω αποκλειστικά ως δέκτης και με πολλή σεβασμό και αντίστοιχο φόβο αναγνωρίζω τις αδυναμίες μου.

Η φωτογραφία δεν ήταν κάτι που θεωρούσα τόσο σημαντικό, άλλωστε δεν είχα ποτέ μου φωτογραφική μηχανή, δανειζόμουνα όποτε ήθελα από άλλους. Ο πατέρας μου είχε μια καλή μηχανή που πουλήθηκε με την οικονομική καταστροφή. Εντούτοις, είχα πάντα μεγάλη χαρά να συλλέγω οικογενειακές φωτογραφίες. Είχα δεκάδες άλμπουμ και δεν υπήρχε περίπτωση να πάω μια εκδρομή χωρίς μια δανεική μηχανή και χωρίς να κάνω πολλές φωτογραφίες και να ακούω μετά επαίνους όπως οι περισσότεροι ερασιτέχνες από τα καταστήματα που τις έδινα για εμφάνιση, σημαντικότερο των οποίων ήταν του Εμίλ στη στοά Σπυρουμήλιου. Η αλήθεια όμως είναι ότι μέσα μου ένιωθα λίγο στερημένος αφού από πρώτο χέρι ήθελα αλλά και από μικρός λαχταρούσα να ασχοληθώ με την τέχνη χωρίς να το καταφέρνω, ίσως από τεμπελιά ίσως από συγκυρίες, πάντως η φωτογραφία νομίζω ότι παρουσιάστηκε ως το εύκολο εργαλείο, το προφανές μέσο για να ασχοληθώ κάπως με την τέχνη. Ένας φίλος και μακρινός ξάδελφος μού έδωσε τις πρώτες τεχνικές συμβουλές πολύ πρόχειρα και με συμβούλεψε να διαβάσω βιβλία με φωτογραφίες. Άριστη συμβουλή, απ’ αυτήν ξεκίνησε η μεγάλη βιβλιοθήκη του Κύκλου, απ’ αυτήν έμαθα φωτογραφία και ο Kértèsz με τον Davidson υπήρξαν οι πρώτοι φωτογράφοι που είδα και λάτρεψα.

Παρόλα αυτά παρέμενα δικηγόρος επιθυμώντας να τιμήσω το επάγγελμα αυτό παρά το γεγονός ότι δεν μου έδινε ικανοποίηση πνευματική. Και ακριβώς επειδή σέβομαι απόλυτα την αγάπη που πολλοί πρώην συνάδελφοι μου έχουν για το επάγγελμα του δικηγόρου αισθάνομαι την ανάγκη να εξηγήσω πώς ένιωθα εγώ απέναντί του. Είχα την αίσθηση ότι ενώ η δικηγορία ήταν θεωρητικά πιο χρήσιμη από την τέχνη, εντούτοις ήταν λίγο πιο επίπλαστη. Ήταν λίγο σαν να παίζει κανείς ένα παιχνίδι Μονόπολης. Υπάρχουν κανόνες που ακολουθείς, μπορείς και να τους παραβείς, μπορείς να βρεις τρόπους να τους περιγράψεις και ο δικηγόρος είναι ένας διαιτητής αυτού του παιχνιδιού. Δεν αισθανόμουνα δηλαδή την ιδιαίτερη ανάγκη της παρουσίας του. Όχι στο ποινικό το οποίο ήταν όπως είπα κάτι που ίσως από λάθος δεν ασχολήθηκα. Και δεν ασχολήθηκα πιθανό διότι ένιωσα ότι μέσω του ποινικού θα ήμουν συνέχεια σε σύγκρουση με τη βλακεία, τη μικρότητα και τη στενομυαλιά των ανθρώπων. Διαδίκων, δικηγόρων, δικαστών και εν γένει πολιτών. Ενώ με το αστικό και το εμπορικό ήμουνα πάντοτε προφυλαγμένος πίσω από ένα, ας πούμε, προσωπείο παιχνιδιού. Δεν μπορεί το εμπορικό να σε κάνει να θυμώσεις, είναι ένα παιχνίδι κανόνων. Από την άλλη μεριά δεν αισθάνομαι ότι η νομική είναι επιστήμη. Με την έννοια ότι μαθαίνεις κάτι που υπάρχει. Μαθαίνεις κάτι το οποίο κατασκευάστηκε. Δεν μου προξένησε ποτέ τον σεβασμό των θετικών επιστημών. Αν και έτσι κι αλλιώς δεν είχα τη στόφα του επιστήμονα.

Η σχέση μου με την επιστήμη είναι κακή, γιατί συνήθως ένας επιστήμονας ασχολείται με λεπτομέρειες, αφού έτσι μπορεί να προσθέσει κάτι στο σύνολο της επιστημονικής δουλειάς. Το ντοκτορά είναι μια λεπτομέρεια, η έρευνα είναι μια λεπτομέρεια. Η λεπτομέρεια προϋποθέτει εμμονή, επιμονή, υπομονή, αρετές που δεν νομίζω πως έχω. Επομένως πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το επιστημονικό κομμάτι της νομικής δεν με ενδιέφερε, θυμάμαι ότι δεν ασχολήθηκα ποτέ με ειδικά φροντιστήρια, ότι δεν πήγα ποτέ σε τίποτα περισσότερο απ’ ότι θα μου εξασφάλιζε απλώς την επιτυχία στις εξετάσεις για να περάσω στο επόμενο έτος, και όταν έγινα δικηγόρος κατάλαβα ότι είναι ένα πολύ καλό εργαλείο για να κάνεις χρήματα. Και αυτό πολλές φορές το λέω στους μαθητές μου αφού κάνουν το λάθος να περιμένουν πολλά από τη φωτογραφία, ότι συνήθως μια απασχόληση δεν μπορεί να σου προσφέρει πολλά, σου προσφέρει κυρίως κάτι. Η δικηγορία, όπως και όλα τα επαγγέλματα που ασχολούνται με παροχή υπηρεσιών σε χώρους όπου διακινούνται χρήματα, προσφέρει σαφέστατα καλύτερη αμοιβή από οποιαδήποτε υπαλληλική απασχόληση. Με ανεξαρτησία που ήταν κάτι που πάντοτε με ενδιέφερε. Και με ενδιέφερε γιατί πιστεύω ότι δεν είμαι ο άνθρωπος των ομάδων, δεν μπορώ να συνεργαστώ ομαδικά, δεν το έμαθα ίσως, μεγάλωσα πολύ ανεξάρτητος σε μια οικογένεια που μου έδινε πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να ασφυκτιώ κάθε φορά που πρέπει να συμβιβαστώ σε ομαδικές συνεργασίες. Και έτσι πολύ γρήγορα μπήκα στο πετσί του δικηγόρου. Το πετσί του δικηγόρου σε ένα σημείο το πέτυχα, σε άλλα όχι. Ήμουν σε θέση να δώσω στον πελάτη πολύ μεγάλη σιγουριά και επίσης είχα τη βεβαιότητα ότι δεν του έλεγα μπούρδες, δεν έκανα λάθη. Ουδέποτε ξεστόμισα μια συμβουλή για την οποία δεν είχα διασταυρώσει προηγουμένως με γνώμες εγκυρότερων συναδέλφων μου την ακρίβεια της πρότασης. Πάντοτε έλεγα -και χωρίς να ντρέπομαι- ότι «δεν ξέρω, αφήστε με να το κοιτάξω, αφήστε με να το μελετήσω», ποτέ δεν είπα μια μπούρδα. Επίσης, ενώ είμαι πάρα πολύ φλύαρος -και ήμουν από μικρός- πολύ νωρίς κατάλαβα ότι στη νομική η φλυαρία δεν παίζει ρόλο παρά μόνο για να εντυπωσιάσεις τον πελάτη και έτσι στα δικαστήρια ήμουνα εξαιρετικά ολιγομίλητος σκεπτόμενος ότι κάθε κουβέντα μου είχε ένα βάρος και μόνο αυτό θα έπρεπε να προβάλω. Γενικώς δεν τα πήγα άσχημα και οι πελάτες μου όταν άφησα τη δικηγορία έπεσαν απ’ τα σύννεφα και προσπαθούσαν να με πείσουν ότι είμαι καλός δικηγόρος ενώ εγώ σε βραδινές φιλικές συναντήσεις εξηγούσα σε πολλούς απ’ αυτούς ότι, «πιστέψτε με δεν είμαι καλός δικηγόρος, μόνο εγώ το ξέρω». Και αυτό είναι κάτι επίσης σημαντικό. Σε περιπτώσεις που ήμουνα καλός, ο πελάτης δεν το καταλάβαινε. Και σε περιπτώσεις που δεν ήμουνα καλός, ο πελάτης πάλι δεν το καταλάβαινε. Σπανίως μπορεί να αντιληφθεί την ποιότητα μιας ειδικής -ας το πούμε- δουλειάς.

Σκέφτηκα λοιπόν τότε ότι είχε έρθει η στιγμή να αλλάξω την επαγγελματική μου ζωή. Εγκατέλειψα λοιπόν κυριολεκτικά εν μια νυκτί (το 1983) τη δικηγορία χωρίς να έχω τίποτα να βάλω στη θέση της. Πιστεύω πάντως πως μόνον έτσι λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις. Τη στιγμή εκείνη, κι αυτό πρέπει να το τονίσω, εγκατέλειπα μια κερδοφόρα απασχόληση, μια απασχόληση που δεν απαιτούσε πολύ χρόνο, και μια απασχόληση που με είχε συνηθίσει σε ένα επίπεδο ζωής αρκετά υψηλό και την αντικαθιστούσα με το τίποτα και με ένα λογαριασμό στην τράπεζα κυριολεκτικά μηδενικό. Πιστεύω όμως ότι όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, όταν το μπάφιασμα καλύψει όλα τα άλλα, τότε είναι πολύ εύκολη αυτή η φυγή προς τα μπρος, και σου δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη για να βρεις τις λύσεις. Στη διάρκεια της δικηγορικής μου ζωής όσα χρήματα έβγαζα τα αντιμετώπιζα όπως ακριβώς ο τζογαδόρος αντιμετωπίζει τα κέρδη. Ήταν χρήματα από μια δραστηριότητα που την ένοιωθα ευκαιριακή, την ένοιωθα περαστική, κι έτσι τα επένδυα σε ταξίδια και αγορές αγαθών. Ευτυχώς είχα καταφέρει να αγοράσω το ακίνητο της οδού Τσακάλωφ, το οποίο και σκέφτηκα να είναι η οικονομική μου διέξοδος. Έτσι η πρώτη σκέψη ήταν να φτιάξω για βιοποριστικούς λόγους στον χώρο αυτόν ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Ήδη όμως είχα αρχίσει να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και είχα μάθει πάρα πολλά πράγματα αγοράζοντας και διαβάζοντας βιβλία και περιοδικά. Σκέφτηκα λοιπόν να δημιουργήσω ένα μαγαζί φωτογραφικών ειδών. Η σκέψη μου αυτή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι αφού μου άρεσε τόσο πολύ να συχνάζω σε φωτογραφικά μαγαζιά του εξωτερικού ή της Ελλάδας και να καταναλίσκω τόσο μεγάλα ποσά αγοράζοντας άχρηστα εξαρτήματα, θα μπορούσα αυτή την αδυναμία να την κάνω επάγγελμα και να γλυτώσω έτσι από την κατανάλωση αυτή.

Τα ταξίδια μου στη Νέα Υόρκη, που τότε αποτελούσε έναν καταναλωτικό παράδεισο, με είχαν σπρώξει στη ξέφρενη αγορά φωτογραφικών μηχανών και εξαρτημάτων. Για να ανταποκριθώ σ’ αυτή την κατανάλωση είχα μελετήσει πάρα πολύ την τεχνική της φωτογραφίας και η τεχνική αυτή με είχε σπρώξει να μελετήσω και άλλα βιβλία αισθητικής και ιστορίας. Έτσι, κάποια στιγμή (και με την υπερβολή που με διακρίνει αυτό έγινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα) βρέθηκα να ασχολούμαι πάρα πολλές ώρες με τη φωτογραφία με αποτέλεσμα όταν έφτασε το τέλος της δικηγορίας να υπάρχει ήδη έτοιμη μια ιστορία πάθους, μια ιστορία ενδιαφέροντος. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να λειτουργήσω ως επαγγελματίας φωτογράφος. Ευτυχώς δύο απόπειρες με έπεισαν ότι δεν είχε νόημα και ότι απλώς μετέθετα το ίδιο πρόβλημα των σχέσεων πελάτη - επαγγελματία από τη δικηγορία στη φωτογραφία και δεν είχα λόγο να το κάνω για ένα επάγγελμα που θα μου απέφερε λιγότερες και χαμηλότερες αμοιβές. Κι έτσι στράφηκα στη δημιουργία ενός φωτογραφικού καταστήματος. Χωρίς να έχω ιδέα για το εμπόριο, σκέφτηκα τι θα ήθελε ένας φανατικός εραστής της φωτογραφίας. Έπρεπε όμως να συγκεντρώσω ένα κεφάλαιο για να κάνω αυτό το κατάστημα. Και το μοναδικό δικό μου κεφάλαιο ήταν η ύπαρξη αυτού του κεντρικού χώρου στην οδό Τσακάλωφ. Τότε πολλοί φίλοι βρέθηκαν, οι οποίοι δίνοντας λιγότερα ή περισσότερα χρήματα, συμμετείχαν σε μια εταιρία με την πεποίθηση ότι θα με βοηθήσουν και με την ελπίδα ότι μπορεί να κερδίσουν και εκείνοι κάτι. Στο δεύτερο διαψεύστηκαν. Τους ευχαριστώ βέβαια γιατί στο πρώτο επιβεβαιώθηκαν οι επιθυμίες τους. Με βοήθησαν σ’ αυτή τη σημαντική αλλαγή της ζωής μου. Κατάφερα να κάνω πολύ γρήγορα το μαγαζί αυτό το πρώτο στην Ελλάδα με τεράστια φήμη και πολύ μεγάλη πελατεία και δεν κατάφερα ποτέ να το κάνω να βγάζει κέρδη. Αυτό πολλαπλασίασε την εκτίμησή μου και το σεβασμό μου για τους εμπόρους και δη τους επιτυχημένους εμπόρους. Εγώ απλώς συνέχισα να ακολουθώ την παράδοση της αποτυχημένης εμπορίας του πατέρα μου. Δηλαδή μια πολύ καλή φαινομενικά εταιρία, μια πολύ καλή προσφορά υπηρεσιών, αλλά το ζητούμενο, που ήταν τα κέρδη, δεν ερχόταν. Οι εμπορικές αυτές δυσκολίες και η πρόσκρουσή μου στην ελληνική πραγματικότητα της αγοράς αφαίρεσαν μετά τα δύο πρώτα χρόνια,, ή τουλάχιστον μείωσαν, τον ενθουσιασμό μου.

Στο μεταξύ είχα αρχίσει να διδάσκω. Πώς όμως ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια της διδασκαλίας, που αποτέλεσε και αποτελεί το κέντρο της δικής μου ζωής σήμερα; Ξεκίνησε μέσα στο δικηγορικό μου γραφείο το οποίο είχε συρρικνωθεί και το οποίο είχε χωρέσει μέσα στο σπίτι μου, και σ’ αυτό το γραφείο μαζευόντουσαν δυο-τρεις φίλες (ανάμεσα τους και η μετέπειτα και σημερινή σύζυγός μου Νανά Καραμαγκιώλη) για να τους εξηγήσω αυτά που ο ίδιος μάθαινα. Τότε σκέφτηκα να αποκτήσω και ένα μικρό φωτογραφικό στούντιο στο οποίο θα συγκέντρωνα όλα τα εξαρτήματα, τα μηχανήματα και τα βιβλία μου, ένα είδος μικρής ερασιτεχνικής φωλιάς, ας το πούμε έτσι. Η σύμπτωση το έφερε ώστε αυτός ο οποίος αγόρασε το μάλλον ακριβό για την εποχή αυτοκίνητό μου (μια Alfa Romeo Giulia 1600) να πουλάει και το ακίνητο που απέκτησα για να το κάνω στούντιο. Και έτσι απλώς τα ανταλλάξαμε. Το στούντιο αυτό στην Αραχώβης στα Εξάρχεια το ονόμασα στούντιο Quark επειδή μια Γερμανίδα φίλη μού είχε εξηγήσει ότι το quark, το οποίο είναι το απειροελάχιστο κομμάτι της ύλης και το οποίο σημαίνει σύμφωνα με τον πολύ προσωπικό λεξιλόγιο του James Joyce κάτι το παράξενο, στα γερμανικά σημαίνει και κάτι το ασήμαντο, έναν χυλό. Μαζί με την έννοια του μορίου της ύλης, του παράξενου και του χυλού μού άρεσε και ο μονοσύλλαβος ήχος και έτσι το ονόμασα Quark.

Στην Αραχώβης εγκατέστησα όλους τους μεγεθυντήρες μου. Είχα ήδη μαζέψει αρκετούς, τους οποίους είχα βάλει αρχικά σε ένα μεγάλο δωμάτιο που υπέστη πολλές αλλαγές στην οδό Τσακάλωφ. Αυτό το δωμάτιο ξεκίνησε να θεωρείται δωμάτιο μελλοντικού παιδιού. Όταν εγκαταλείφθηκε η ιδέα του παιδιού, έγινε δωμάτιο φίλων, για να κοιμούνται οι φίλοι, δωμάτιο παιχνιδιών για να παίζουμε βελάκια (darts) και τελικά έγινε δωμάτιο σκοτεινού θαλάμου. Εκεί είχα τον πρώτο μου θάλαμο, τον οποίο έφτιαξα γύρω στο ‘77 με ‘78, σε αυτόν περνούσα τις ολονυχτίες, το ίδιο δωμάτιο στη συνέχεια έγινε δικηγορικό γραφείο το ‘80, όταν μετακόμισα το γραφείο μου στην Τσακάλωφ, παράλληλα με το σπίτι που απασχολούσε το μισό διαμέρισμα, το ίδιο δωμάτιο στη συνέχεια έγινε ο πρώτος εκθεσιακός χώρος όταν έγινε το ‘84 μαγαζί η Τσακάλωφ, στη συνέχεια το μαγαζί κατέλαβε και αυτόν τον χώρο, έγινε λοιπόν χώρος πωλήσεως μηχανημάτων, στη συνέχεια έγινε το Σωματείο, όταν το σωματείο γεννήθηκε το’88, και έτσι μπορούμε να πούμε ότι αυτό ειδικά το δωμάτιο έχει υποστεί τις περισσότερες αλλαγές στον χρόνο. Όταν η Τσακάλωφ έγινε και γραφείο δικηγορικό, μετακόμισα τα μηχανήματα του θαλάμου στον χώρο που ήταν πίσω από την κουζίνα και έφτιαξα εκεί ένα θάλαμο μικρό αλλά απίστευτα λειτουργικό.

Μετά την αγορά της Αραχώβης εκτός από τους μεγεθυντήρες μεταφέρθηκε εκεί και οτιδήποτε είχε σχέση με φωτογραφία, από βιβλία μέχρι τρίποδα. Ο χώρος είχε μια βιβλιοθήκη, καναπέ και πολλές καρέκλες, ένα χωριστό κομμάτι με θάλαμο και ένα μικρό κομμάτι στην άκρη που εθεωρείτο στούντιο, στο οποίο υπήρχαν τα φόντα για φωτογραφήσεις, τα τρίποδα κλπ. Εκεί λοιπόν ξεκίνησα τα πρώτα μου μαθήματα. Και εκεί διαπίστωσα ότι αντλώ πολύ μεγάλη χαρά από αυτά. Δεν είχα ιδέα για τη φωτογραφία στην Ελλάδα, δεν είχα συναντήσει κανέναν Έλληνα φωτογράφο, έκανα όμως τα χαρτιά μου για να πάρω μια θέση δασκάλου στο πανεπιστήμιο La Verne που λειτουργούσε στην Κηφισιά για αλλοδαπούς φοιτητές. Μου είπαν ότι αν γραφτούν οκτώ άτομα θα με προσλάβουν και θα ξεκινήσω τα σεμινάρια. Γράφτηκαν μόνον δύο. Εγώ δέχτηκα να κάνω το μάθημα γι' αυτούς τους δύο χωρίς αμοιβή και στην επόμενη σειρά είχαν γραφτεί δεκαέξι. Και έτσι η πρώτη μου εμπειρία ήταν να κάνω όχι απλώς μάθημα φωτογραφίας, αλλά και στα αγγλικά, γλώσσα που την ήξερα μόνον πρακτικά και όχι τόσο βαθιά όσο τα γαλλικά.

Λίγο μετά ξεκίνησα και δικά μου ελληνικά τμήματα με φίλους και γνωστούς που ήρθαν να μάθουν φωτογραφία. Στα πρώτα μου μαθήματα είχα το άγχος να δίνω απίστευτα πολλές τεχνικές λεπτομέρειες και οδηγίες, σημείωνα μέχρι και χημικούς τύπους την παραμονή, θεωρώντας ότι έτσι θα έκανα το μάθημα πιο σοβαρό. Οι συμμετέχοντες πληρώνανε ανά μάθημα και αυτό κράτησε αρκετά χρόνια. Τα μαθήματα γίνονταν πρωινές ώρες, τραβούσαν σε μάκρος διότι παραγγέλναμε ούζα από το γειτονικό ουζερί, περνούσαμε καλά, γελούσαμε, δεν ήταν τα πράγματα πολύ τυπικά. Οι μαθητές μου έπιναν μάλιστα όλα τα ποτά που διέθετα στην κάβα μου και τότε αποφάσισα να τα εξαφανίσω και να αφήσω μόνο ένα απίστευτα πικρό (σαν φάρμακο) χωνευτικό ιταλικό λικέρ το οποίο έπινα μόνον εγώ, το Fernet Branca. Μετά από ένα μικρό διάστημα το ποτό αυτό έγινε το αγαπημένο όλων των μαθητών μου.

Βλέποντας τότε ότι η φωτογραφία έπαιρνε όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μου αποφάσισα να πάω να μάθω κάτι περισσότερο, έστω και για λίγους μόνον μήνες, στη χώρα της φωτογραφίας που ήταν η Αμερική. Ένας πολύ αγαπητός φίλος μου πρόσφερε τα αναγκαία χρήματα θεωρώντας ότι ήταν χαρά γι’ αυτόν να βοηθήσει εμένα στην αλλαγή επαγγέλματος, όταν και εκείνος ονειρευόταν να αλλάξει επάγγελμα αλλά δεν τα κατάφερνε. Και έτσι πέρασα στην Αμερική μερικούς μήνες στο κέντρο σεμιναρίων του Maine Photographic Workshops, όπου γνώρισα πάρα πολλούς και κατά το πλείστον διάσημους φωτογράφους. Έμαθα πράγματι αρκετά, αλλά κυρίως από την αρνητική πλευρά των φωτογράφων που γνώριζα, με εξαίρεση τρεις πολύ σημαντικές γνωριμίες. Η πρώτη ήταν αυτή του πολύ νεότερου από εμένα και βασικού μου δάσκαλου, του Charlie Melcher, άγνωστου φωτογράφου, αλλά προικισμένου δάσκαλου, ο οποίος μου έδωσε πολλές ιδέες για τη μετέπειτα φωτογραφική διδασκαλία μου. Η δεύτερη ήταν η γνωριμία μου και η πολύωρη συζήτηση με την αγαπημένη μου συγγραφέα, την Marguerite Yourcenar, που πήγα να συναντήσω στο σπίτι της στο Three Miles Island στα σύνορα του Καναδά. Τέλος, η γνωριμία μου και σύντομη φιλία μου με τον σπουδαίο φωτογράφο Garry Winogrand, ο οποίος για μια μόνον βδομάδα υπήρξε δάσκαλός μου αλλά κατά περίεργο τρόπο και φίλος μου και συνομιλητής μου για όλο το εικοσιτετράωρο. Αυτοί οι 4-5 μήνες ίσως δεν ήταν τόσο καθοριστικοί για τις φωτογραφικές μου γνώσεις όσο για την οριστική επισημοποίηση του διαζυγίου μου από τη δικηγορία. Με την επιστροφή μου στην Αθήνα όλα ανατράπηκαν και ξεκίνησε η κατασκευή του φωτογραφικού καταστήματος Φωτοχώρος που επρόκειτο να με απασχολήσει για τα επόμενα έξι χρόνια, μέχρι να δώσει οριστικά τη θέση του στον Φωτογραφικό Κύκλο.

Το μάθημα στην Αραχώβης είχε καθιερωθεί και τον χειμώνα του 1986-1987 συγκέντρωσε μια μεγάλη μαγιά νέων καλών φωτογράφων και εξαιρετικά συμπαθητικών παιδιών. Αυτοί τελικά με έσπρωξαν να γίνω ακόμα καλύτερος δάσκαλος και καλύτερος φωτογράφος. Σε μια από τις συζητήσεις μας σκεφτήκαμε να συστήσουμε ένα σωματείο για να μην χανόμαστε μόλις τελειώνουν τα μαθήματα και να επωφελούνται όλοι από τη μεγάλη φωτογραφική βιβλιοθήκη και τον θάλαμο. Εγώ που είμαι μάλλον γρήγορος στις αποφάσεις και επειδή είχα απογοητευτεί λίγο από την εμπειρία του μαγαζιού, το οποίο είχα ξεκινήσει με περισσότερα ιδανικά από όσα κατάφερα να πετύχω, αποφάσισα να το συρρικνώσω στον μικρό χώρο της Τσακάλωφ και τον υπόλοιπο μεγάλο χώρο να τον αφιερώσω σε ένα σωματείο φωτογραφίας. Το σωματείο το ονόμασα Φωτογραφικό Κύκλο με την λογική ότι είναι ένας κύκλος ανθρώπων, μία παρέα, αλλά και επειδή δεν ήθελα να συγχέεται με το εμπορικό μέρος που ήταν τότε ο Φωτοχώρος το πολύ γνωστό μαγαζί, τόσο γνωστό που όταν κλείσαμε πάρα πολλά μαγαζιά πήραν το όνομα αυτό στην επαρχία. Από την Καβάλα μέχρι την Θήβα.

Αρχικά είχα τη φιλοδοξία ο Κύκλος να απευθύνεται σε όλους τους φωτογράφους. Έγραψα λοιπόν σε όλους τους γνωστούς και πελάτες του μαγαζιού ένα γράμμα και πολλοί από αυτούς, με τους οποίους δεν με συνέδεε βέβαια και μία κοινότητα καλλιτεχνικών αντιλήψεων, προθυμοποιήθηκαν να γραφτούν. Οι περισσότεροι αποχώρησαν σχετικά γρήγορα, είτε γιατί συμφωνούσαν με τις καλλιτεχνικές απόψεις μου που ανακάλυπταν σταδιακά, είτε διότι δεν είχαν και την κουλτούρα των σωματείων και των λεσχών. Στην πορεία άλλαξα γνώμη σχετικά με την επιθυμία μου για πολλά μέλη. Στην αρχή είχα γοητευτεί από την ιδέα ότι θα συγκεντρώναμε έναν τεράστιο αριθμό μελών. Ο γιγαντισμός όμως ενός σωματείου δεν βοηθούσε στην διαμόρφωση μιας ταυτότητας, αλλά και -πιο πρακτικά- ο χώρος δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες τόσων πολλών μελών. Έτσι, σιγά σιγά αύξησα την εισφορά, και με κάθε αύξηση της εισφοράς, που δεν ήταν έτσι κι αλλιώς κολοσσιαία, συρρικνωνόταν το σωματείο.

Ο Φωτογραφικό Κύκλος είναι ένας χώρος (ένα κύκλος) παιδείας. Τα σεμινάρια, οι συζητήσεις και η μεγάλη φωτογραφική βιβλιοθήκη συνέβαλαν στην καλλιέργεια των μελών. Είναι επίσης ένας χώρος (ένας κύκλος) παρέας. Πάντοτε μου δίνει χαρά όταν οι άνθρωποι κάνουν παρέα μεταξύ τους, όταν χαίρονται με τις συναντήσεις. Και, τέλος, ο Κύκλος παράγει φωτογραφία και προάγει την τέχνη της φωτογραφίας με την αξιοποίηση της παρέας και της φωτογραφικής παιδείας και άποψης των μελών του. Κάποτε ήμουν εντελώς αντίθετος με τις εκθέσεις βλέποντας πόσο αλλοιώνονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων μέσα από τη ματαιοδοξία της εγωιστικής τους προβολής. Τώρα έχω αλλάξει γνώμη και πιστεύω ότι τα καλά των εκθέσεων υπερτερούν των κακών.

Εάν με ρωτούσε κάποιος μετά από τόση τριβή με τόσους πολλούς ανθρώπους γύρω από τα θέματα της τέχνης τι μου μένει, ως αρνητική αίσθηση, τι είναι αυτό που με στενοχωρεί από τους ανθρώπους θα έλεγα δύο πράγματα. Η ματαιοδοξία τους και η τσιγκουνιά τους. Η σχέση δηλαδή των ανθρώπων με το χρήμα και η σχέση με την ανασφάλειά τους. Είναι πάρα πολύ λίγοι οι άνθρωποι που ξεπερνούν αυτά τα δύο κουσούρια. Και όσοι τα ξεπερνούν μου είναι όχι απλώς αγαπητοί αλλά και ιδιαίτερα πολύτιμοι. Είναι άπειρα τα παραδείγματα που μπορώ να αναφέρω και που δείχνουν ότι αυτή η οικονομική μιζέρια, η κακομοιριά, η τσιγκουνιά, η έλλειψη γενναιοδωρίας εκφράζεται από άτομα που δεν έχουν οικονομική ανάγκη. Δεν είναι εκείνα τα άτομα τα οποία στερούνται οικονομικών πόρων αλλά συνήθως το αντίθετο. Αυτή την αίσθηση την είχα και όταν ήμουν δικηγόρος. Από την άλλη πλευρά, την πλευρά της ανασφάλειας, έχω παρατηρήσει ότι με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία μπορείς να κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει κολακεύοντάς τον (λέγοντάς του κατά συνέπεια ψέματα), αλλά και με τη μεγαλύτερη ευκολία να τον κάνεις εχθρό σου (λέγοντάς του απλώς την αλήθεια), κάνοντάς του μια κριτική τίμια και αυστηρή. Σχεδόν με το πάτημα ενός κουμπιού μπορείς να έχεις το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Άνθρωποι που φαίνονται ευγενείς και σεμνοί, ήρεμοι και καλότροποι, μόλις βρεθούν αντιμέτωποι με τη ματαιοδοξία τους γίνονται αποκρουστικοί. Αυτό το έχω δει πάρα πολλές φορές σε σημείο να μη θυμώνω, απλώς να στενοχωριέμαι. Οι εκθέσεις λοιπόν, ενώ τις θεωρώ απαραίτητες για τη φωτογραφική εξέλιξη του καθενός, ήταν πάντοτε μία παγίδα προσωπικής προβολής, μιας προβολής που (με σπάνιες εξαιρέσεις) ξεπερνούσε το μέτρο του καθενός. Το πρώτο χαρακτηριστικό του Κύκλου που είναι η καλλιτεχνική καλλιέργεια πιστεύω πως βρίσκεται σε αξιοζήλευτο επίπεδο. Δεν είναι εύκολο να συναντήσει κανείς μια τόσο ευρεία παρέα με τόσο υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής κρίσης και (πρωτίστως) φωτογραφικής και κινηματογραφικής γνώσης και μάλιστα με άποψη. Πολλώ μάλλον αν σκεφτεί κανείς πως αυτό συμβαίνει σε μια χώρα που δεν φημίζεται για την παιδεία της και την καλλιέργειά της.

Έχω την τάση να πιστεύω ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έρχονται και παραμένουν στον Κύκλο είναι άνθρωποι ξεχωριστοί και ιδιαίτεροι. Και το εννοώ αυτό. Κάτι ζητούν. Έχουν μια άλλη ποιότητα. Ο Κύκλος από την αρχή δηλώνει πως δεν προσφέρει κάτι χρήσιμο, κάτι χειροπιαστό, κάτι οικονομικά ανταλλάξιμο, κάτι κοινωνικά ωφέλιμο, παρά μόνον μια πιο αφηρημένη ποιότητα μόρφωσης, μια πιο αφηρημένη αναζήτηση, μια ποιοτική σχέση ανθρώπων και μια επικοινωνία με την τέχνη σε ένα εντελώς προσωπικό επίπεδο. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι ευρέως αντιληπτό, αποδεκτό ή δημοφιλές.

Είναι γεγονός ότι η πετυχημένη και μεγάλη διάρκεια ζωής του Κύκλου καθώς και η επί πολλά χρόνια εμφανής, αν και ιδιόρρυθμη, παρουσία μου στον χώρο της φωτογραφίας έχουν προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. Ανάμεσα σ’ αυτές ευτυχώς δεν αμφισβητείται η ειλικρίνεια των απόψεων μου ούτε η γενικότερη κατάρτισή μου. Ούτε, ευτυχώς, το πάθος μου για τη διδασκαλία. Μου προσάπτουν διάφορα και μπορώ να απαντήσω σε αυτά με πολύ απλό και ευθύ τρόπο που δεν πρόκειται όμως να πείσει παρά μόνον τους ήδη πεισμένους. Πριν από όλα μου προσάπτουν την αφοσίωση των μαθητών μου και μελών του Κύκλου. Το θεωρώ αυτονόητο. Αν κάποιος συνεχίζει να συμμετέχει στον Κύκλο και να συναγελάζεται μαζί μου είναι προφανές ότι με εκτιμά και συμφωνεί με όσα πρεσβεύω. Αν δεν συμβαίνει αυτό, με όλο τον σεβασμό πιστεύω ότι είναι μαζοχιστής και παραμένοντας στον Κύκλο βλάπτει όχι μόνον τον εαυτό του, αλλά και την παρέα μας. Ανέκαθεν οι καλλιτεχνικές παρέες είχαν ισχυρές απόψεις που λειτουργούσαν ως συνεκτικός ιστός για τη ύπαρξή τους. Εν συνεχεία, τώρα ειδικά που με πήραν τα χρόνια, με κατηγορούν ως παρωχημένο, επειδή δεν επιλέγω τυφλά οτιδήποτε καινούργιο, ούτε απορρίπτω συλλήβδην οτιδήποτε παλιό. Θυμάμαι λόγου χάριν μια παροιμιώδη ανοησία που ως σλόγκαν συνόδευε μια περιβόητη έκθεση του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ πριν από μερικά χρόνια, η οποία έλεγε (περίπου) ότι κάθε τι καινούργιο είναι ωραίο και κάθε τι ωραίο είναι καινούργιο. Και προφανώς την ανοησία αυτή την σκέφτηκαν ειδικοί και καταρτισμένοι άνθρωποι της τέχνης, με τους οποίους φυσικά εγώ και τα μέλη του Κύκλου δεν έχουμε τίποτα κοινό να μοιραστούμε. Εγώ πάντως ουδέποτε θα ισχυριζόμουν ότι κάθε τι παλιό είναι ωραίο και κάθε τι ωραίο είναι παλιό. Για μένα (και εκείνους που συντάσσονται με τις απόψεις μου) η τέχνη δεν έχει χρόνο. Το καινούργιο όμως πρέπει να γίνεται και να διεκδικεί τη θέση του πάντοτε σε σύγκριση και σε συνάφεια με το παλαιό. Μόνο το παλαιό ορίζει το μέτρο του καινούργιου. Είναι πολύ πιο εύκολο να απορρίπτεις το παρελθόν και να καλύπτεις και την άγνοιά σου έτσι, αποδεχόμενος κάτι που αιωρείται χωρίς βάσεις (και μάλιστα με αποδοχή εκ προοιμίου), παρά να προσπαθήσεις να αποδεχτείς το καινούργιο με κριτήρια που έχουν γερά πόδια στο παρελθόν.

Τελικά πρέπει να παραδεχτώ ότι το γεγονός ότι δεν είμαι ορθόδοξος, ότι δεν με ενδιαφέρει η πολιτική, ότι δεν ασχολούμαι με τον αθλητισμό, ότι δεν ακούω ελληνική μουσική και ότι (τελευταίο αλλά όχι και πιο ασήμαντο) έχω τις απόψεις που έχω για την τέχνη, όλα αυτά είναι αρκετά για να με χαρακτηρίσουν απροσάρμοστο για τη χώρα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και κατοικώ. Επομένως πάλι καλά επιβιώνω. Σαν θαύμα το βλέπω.

Πιστεύω ότι σήμερα στον Κύκλο υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που εκτιμώ και που μου ανταποδίδουν την εκτίμηση. Μοιράζονται πολλές απόψεις μαζί μου, όχι επειδή υποκύπτουν στη «πονηρία» των λόγων μου, αλλά επειδή έχουν υιοθετήσει μια συγγενική με τη δική μου στάση απέναντι στα θέματα τέχνης και φιλοσοφίας που μας απασχολούν και μας τέρπουν. Οι άνθρωποι αυτοί μοιράζονται με μένα τη χαρά να συμμετέχουν σε εκθέσεις, σεμινάρια και εκδόσεις που διοργανώνω. Σε αυτούς κάθε χρόνο προστίθενται και πολύ λίγοι ακόμα. Όλοι αυτοί είναι για μένα η ευρύτερη οικογένειά μου. Δεν θα ήταν άσχημα να ήταν και περισσότεροι. Μόνο που τότε θα ζούσαμε σε άλλη εποχή και σε άλλη χώρα. Λέω λοιπόν: πάλι καλά.

Ελπίζω να έχουμε πάντα την ευκαιρία να βρισκόμαστε σε σύντομα εξειδικευμένα σεμινάρια, να μπορούμε να διοργανώνουμε ευχάριστες εκδρομές και ταξίδια με περιεχόμενο τη φωτογραφία, να βρισκόμαστε συχνότερα μακριά από την Αθήνα, να παράγουμε όλοι πιο πολλή φωτογραφία και να την κρίνουμε με αυστηρότητα για να προχωράμε σε νέα και καλύτερη δουλειά, να εκδίδουμε λευκώματα, να κάνουμε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις, με σεμνότητα, ήθος και ποιότητα και να προσπαθήσουμε να αποβάλουμε όλοι κάθε πειρασμό καλλιτεχνικής αυθάδειας και υπεροψίας. Άλλωστε αυτό που μάθαμε ως μέλη του Κύκλου είναι ότι υπάρχουν πάντα κάποιοι ανάμεσά μας που κάνουν καλύτερη και περισσότερη φωτογραφία από μας, αλλά ασκηθήκαμε να χαιρόμαστε σαν να την έχουμε κάνει εμείς.

Συχνά με ρωτάνε αν μετανιώνω για κάτι που έκανα ή που δεν έκανα. Η αυθόρμητη απάντησή μου θα έπρεπε να είναι «και αν η γιαγιά μου είχε καρούλια κλπ.». Αν για κάτι πραγματικά και ειλικρινά μετανιώνω είναι πρώτον για τις στιγμές που επέτρεψα στην οργή μου να κυριαρχήσει και δεύτερον για τις στιγμές που άθελά μου έδειξα σκληρότητα. Αλλά και για ό,τι έκανα που πλήγωσε τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Από κει και ύστερα βλέπω σε όλα μια λογική συνέχεια και αναγκαιότητα. Είναι μάλλον σίγουρο πως (σχεδόν) όλα όσο έχω κάνει στη ζωή μου θα ήθελα να τα έχω ξανακάνει. Όχι διότι ήταν όλα τέλεια, αλλά γιατί όλα βοήθησαν κάπου. Λόγου χάρη δεν θα ήθελα να έχω ξεκινήσει φωτογραφία μικρός. Θα είχα περάσει από πολλή βλακεία. Με βοήθησε η δικηγορία. Με βοήθησε η κοινωνική κάλυψη του επαγγέλματος του δικηγόρου στα μικρά μου χρόνια. Με βοήθησαν οι οικονομικές απολαβές να ξεπεράσω νεανικά συμπλέγματα που βλέπω πολύ συχνά σε τόσους πολλούς νέους φωτογράφους που αγωνίζονται να αποδείξουν πολλά και αντιφατικά πράγματα. Δεν θα μπορούσα να περπατάω στα χορτάρια και τα βράχια της Σύρου τώρα με τόση χαρά αν δεν είχαν προηγηθεί οι απόλυτες και παιδαριώδεις απόψεις μου περί της ανάγκης των πόλεων και της αδιαφορίας μου προς τη φύση. Κάθε τι που έγινε απέδωσε κάτι. Όλα υπάρχουν επειδή κάτι άλλο υπήρξε πριν. Ίσως αν έπρεπε να διορθώσω τη ζωή μου μέχρι σήμερα σε μερικά πράγματα θα την διόρθωνα στο timing. Μερικές φορές τα πράγματα δεν έγιναν την ώρα που θα έπρεπε, ή την ώρα που θα ήθελα, οι αποφάσεις ελήφθησαν με καθυστέρηση, συνήθως πιο αργά παρά πιο νωρίς, αλλά αυτό είναι μια παρωνυχίδα. Το σύνολο είναι ότι δεν θα άλλαζα τον Κύκλο με τίποτε, ότι ο Κύκλος έγινε επειδή προϋπήρξε το μαγαζί Φωτοχώρος, ότι αυτό υπήρξε επειδή η δικηγορία μού είχε δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσω έναν ιδιόκτητο χώρο κοκ., δηλαδή όλα ήταν μια αλυσίδα και το ένα βοήθησε και βοηθάει το άλλο.

Μέχρι σήμερα μπορώ να πω ότι οι Δάσκαλοι μου με δέλτα κεφαλαίο ήταν οι καλλιτέχνες των οποίων το έργο θαυμάζω (και όχι μόνο φωτογράφοι). Θα ήθελα να έχω και σήμερα δασκάλους, προσωπικότητες σημαντικές που να με επηρεάζουν, αλλά πλέον στην ηλικία που είμαι θα έπρεπε να είναι εκείνοι ιδιαίτερα σημαντικοί για να μπορούν να μου προσφέρουν αυτά που έχω ανάγκη. Αντιθέτως, η επαφή με τους μαθητές μου με έχει εμπλουτίσει και τους ευγνωμονώ. Συχνά με έχουν βοηθήσει και με τις παρατηρήσεις τους και με τις απορίες τους και γι’ αυτό έχουν γίνει η βασική μου παρέα. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι οι δάσκαλοι σπανίζουν. Οι καλοί. Διότι οι άλλοι αφθονούν. Και ότι το κενό οφείλει ο καθένας από μας να επιχειρήσει να το καλύψει από μόνος του, αξιοποιώντας όλα τα μικροπράγματα που του φέρνει η ζωή. Η Yourcenar είχε πει κάτι πολύ ωραίο, ότι μορφώνεσαι επειδή το ένα πράγμα σε πάει στο άλλο. Και προφανώς όταν λέμε μορφώνεσαι δεν κατακτάς τη γνώση όλου του κόσμου, κατακτάς τη γνώση που εσύ θες και εσύ αποζητάς. Για μένα η διδασκαλία υπήρξε ένας καμβάς ή ένας μίτος της Αριάδνης που μου καθόρισε τις απαιτήσεις της γνώσης. Πολλές φορές δηλαδή διάβαζα πράγματα, συγκρατούσα πράγματα, σημείωνα πράγματα επειδή ήξερα πως θα με βοηθήσουν στα μαθήματα, πως θα με βοηθήσουν να υποστηρίξω και να εξηγήσω καλύτερα αυτά που έλεγα στους μαθητές μου ή που θα με βοηθήσουν να διαμορφώσω με μεγαλύτερη ασφάλεια απόψεις γύρω από θέματα αμφίσημα. Και έτσι αυτός ο καμβάς, αυτός ο μίτος, έδωσε σχήμα στις αναζητήσεις μου, στα βιβλία που διάβαζα, στη μουσική που άκουγα, στις ταινίες που έβλεπα, για να μη χαθώ μέσα στο απέραντο χάος των ανθρώπινων γνώσεων. Με κάποιο τρόπο, δηλαδή, ο άνθρωπος χρειάζεται στη σύντομη ζωή του να βάλει ιεραρχήσεις και προτεραιότητες ακόμα και στον χώρο της μόρφωσης του. Και για να μη μπουν αυτές αυθαίρετα πρέπει κάπου να τις στηρίξει, γιατί αν δεν το κάνει θα χαθεί και θα κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι κι αλλιώς είναι σαφές πως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις στη ζωή και ότι αν δεν δώσουμε εμείς μερικές, ο κίνδυνος της σπατάλης χρόνου και δυνάμεων είναι πολύ μεγάλος.

Η διδασκαλία μου στηρίχτηκε στον τρόπο με τον οποίον εγώ έμαθα φωτογραφία. Δηλαδή σκεπτόμενος τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, τα μονοπάτια που αναγκάστηκα να πάρω, το κέρδος που τελικά είχα, προσπάθησα να φτιάξω ένα μάθημα που θα δίνει τα ίδια με πιο γρήγορο δρόμο στους μαθητές μου. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος τρόπος διδασκαλίας ειδικά σε θέματα που δεν έχουν συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ούτε απόλυτα καθορισμένη ύλη, όπως είναι η τέχνη. Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να τους κάνω να αγαπήσουν τη φωτογραφία, να τους κάνω να δουν φωτογραφία, και να τους σπρώξω να κάνουν φωτογραφία με σκοπό τη γνώση και την απόλαυση. Τελικά ο καθένας μας διδάσκει τον εαυτό του.

Οι μεγάλες και σημαντικές αποφάσεις στη ζωή δεν είναι συνήθως πολλές. Και τις περισσότερες φορές δεν λαμβάνονται με υπολογισμό και σκέψη αλλά με ενθουσιασμό και παρορμητικότητα. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής μου, θα έβαζα τις εξής: α) την ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία, β) τη συμβίωσή μου με τη Νανά, και γ) την εγκατάσταση μας στη Σύρο. Αυτές είναι οι τρεις αποφάσεις που άλλαξαν και ξαναχρωμάτισαν τη ζωή μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ενασχόληση μου με τη φωτογραφία συνέπεσε απολύτως με τη γνωριμία μου με τη Νανά. Και έκτοτε συνεργαστήκαμε σε όλα. Στον Φωτοχώρο, στον Κύκλο και στη ζωή. Σχεδόν τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αυτοί οι τρεις σημαντικοί σταθμοί μπορεί να οφείλονται σε αποφάσεις δικές μου, πίσω τους όμως κρύβεται μια δύναμη που δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μένα. Οφείλεται στον πατέρα μου Μίκη και στη μητέρα μου Λίζα και στην ατμόσφαιρα ποιότητας, αγάπης, καλαισθησίας και παιδείας μέσα στην οποία μεγάλωσα. Τα περισσότερα τα οφείλω στις δικές τους επιλογές. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσω την αγαπημένη μου Κερκυραία νταντά, τη Σύλβια Βαλαμβάνου, που κατά τα πρώτα και κρίσιμα χρόνια της ζωής μου με σημάδεψε ως δεύτερη μαμά με αντίστοιχη αγάπη και ποιότητα και με ελεύθερη σκέψη που έφερνε ένα αντίβαρο στα μητρικά «πρέπει». Αλλά θα ήταν αδικαιολόγητη παράλειψη να μην αναφερθώ και στον αγαπημένο μου δάσκαλο του δημοτικού τον Οδυσσέα Παπαχαραλαμπίδη, καθώς και στη Madame Marie την πρώτη μου και καλύτερη δασκάλα γαλλικών, στην επιμονή και την καλοσύνη της οποίας οφείλω τη γνώση και την αγάπη μου στη γαλλική γλώσσα. Ίσως λοιπόν οι αποφάσεις μου να ήταν πολύ πιο άκαιρες και εσφαλμένες αν δεν είχαν υπάρξει όλοι αυτοί οι σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου. Θα ήθελα όμως να προσθέσω σε αυτή τη σειρά των προσφιλών μου υπάρξεων και τον σκύλο μας τον Vito που τον χάσαμε το 2014. Ο Vito με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Και η ανάμνησή του με ζεσταίνει και με συντροφεύει. Δεν υπερβάλλω και είμαι ειλικρινής.

Η Νανά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει τον πατέρα μου (τον γνώρισε άρρωστο), αλλά αγάπησε πολύ τη μητέρα μου, τη Σύλβια και, φυσικά, τον Vito, ο οποίος ήταν περισσότερο δικός της παρά δικός μου. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το ίδιο θα είχε συμβεί αν είχε γνωρίσει και τον πατέρα μου, τον δάσκαλό μου και τη Madame Marie. Η σιγουριά της ταύτισης των σημαντικών επιλογών ζωής είναι άλλωστε και το σημάδι της ουσιαστικής συνεννόησης σε σχέσεις ανθρώπων με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, όπως είμαστε η Νανά και εγώ. Η Νανά έχει το χάρισμα, ένα χάρισμα εξαιρετικά σπάνιο, να κάνει άπειρα πράγματα όχι απλώς καλά και σωστά, αλλά με χάρη, κομψότητα, ευγένεια και αξιοπρέπεια. Νομίζω ότι όλοι όσοι την ξέρουν θα συμφωνούσαν αν έλεγα ότι αν έπρεπε να κρατήσει κανείς μία μόνον λέξη για να τη χαρακτηρίσει, αυτή θα ήταν η λέξη «ποιότητα». Πάντως το γεγονός ότι για καιρό σχεδίαζε ρούχα, ή διακοσμούσε σπίτια επαγγελματικά και ερασιτεχνικά, ότι διηύθυνε τον Φωτοχώρο, όπως επίσης ότι κάνει θαυμάσιες φωτογραφίες, αλλά και μαγειρεύει υπέροχα, είναι μόνο μέρος των ικανοτήτων της. Η πολυπραγμοσύνη της ίσως να την προστάτευσε απέναντι στην ασφυκτική παρουσία μου στη ζωή της. Έτσι μπορεί να ξεφεύγει ευκολότερα κάνοντας πολύ καλά λίγο από πολλά. Η Σύρος πάλι ήταν η σωστή απόφαση της ωριμότητας. Είχα επιλέξει τον σωστό άνθρωπο και τη σωστή ενασχόληση, αλλά έλειπε το κατάλληλο περιβάλλον που θα επέτρεπε στις άλλες επιλογές να ανθίσουν. Η Σύρος μου έδωσε την απαραίτητη ηρεμία, χωρίς την οποία η κατανάλωση των ευχάριστων δραστηριοτήτων της καθημερινότητάς μου θα κατέληγε σε νευρωτική επανάληψη. Μου έδωσε επίσης την πολυτέλεια να χαίρομαι τους φίλους μου όταν βρισκόμαστε μακριά από τις τυποποιημένες αθηναϊκές εξόδους. Μου έδωσε όμως κυρίως την αίσθηση και τη διάκριση του σημαντικού από το ασήμαντο. Γι’ αυτό και η απόφαση της μετοίκησης δεν θα ήταν ούτε λογική ούτε εφικτή σε νεότερη ηλικία. Μέσα στην ησυχία και μπροστά στον ατελείωτο ορίζοντα όλα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους (σιγά-σιγά και πάντα με δυσκολία) και βρίσκουν τη σημασία τους. Δεν ζω αγροτική ζωή, ούτε καν μια ζωή μέσα στη φύση. Επέλεξα όμως ένα περιβάλλον το οποίο στη χώρα όπου βρεθήκαμε είναι το μόνο που δεν πληγώνει την αισθητική μου και τον ψυχισμό μου.

Κοιτώντας πίσω όλα τα χρόνια που έζησα δεν μπορώ παρά να πω ότι ήμουν τυχερός. Και δεν βρίσκω τι θα άλλαζα. Με την ανασφάλεια και τους φόβους έχω μάθει να ζω. Ίσως αν με μαγικό τρόπο μου αφαιρεθούν, δεν θα ξέρω πώς να συμπεριφερθώ. Το μόνο που εύχομαι είναι να μη χάσω τη μνήμη μου, γιατί, όπως προκύπτει και από όλα τα παραπάνω, δεν θα έχω πλέον ζωή. Εκτός πάλι και αν την ξαναβρώ μέσα από αυτά που έχω ήδη γράψει. Το σενάριο πάντως της ζωής μου ήταν και καλό και ενδιαφέρον. Μένει να βρεθεί το κατάλληλο τέλος, χωρίς το οποίο κάθε σενάριο χωλαίνει.